Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος (Αθήνα, 1899 - 1987) υπήρξε νομικός, φιλόσοφος, ακαδημαϊκός, ποιητής και πολιτικός. Διετέλεσε μέλος της ακαδημίας Αθηνών και πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά την περίοδο 1975 - 1980. Ήταν πρωτότοκος γιός του Δημητρίου Τσάτσου, δικηγόρου και βουλευτή, και της Θεοδώρας Ευστρατιάδη. Αδερφός του ήταν ο Θεμιστοκλής Τσάτσος. Μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα σπίτι της οδού Βησσαρίωνος, αλλά επισκεπτόταν συχνά την Τεργέστη, όπου ήταν εγκατεστημένοι οι γονείς της μητέρας του. Απο νεαρή ηλικία μιλούσε γαλλικά και γερμανικά ενώ διάβαζε φιλοσοφικά έργα και ποιήματα ήδη απο 13 ετών. Στην ηλικία των 15 ετών άρχισε να γράφει ποιήματα μαζί με τον παιδικό του φίλο Αλέξανδρο Εμπειρίκο - Κουμουνδούρο. Έλαβε τις εγκύκλιες σπουδές του στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια Μακρή, στο Β΄ Γυμνάσιο Νεάπολης και το Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Το 1914 εγγράφηκε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1918. Παράλληλα με τις σπουδές του ασχολήθηκε με έργα των αρχαίων κλασσικών Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων, καθώς και με τη νεοελληνική λογοτεχνία και την ποίηση. Δημοσίευσε δύο τόμους πονημάτων και θεατρικών έργων με το ψευδώνυμο Ύβος Δελφός. Στα 1918, συμπεριλήφθηκε στην ελληνική αποστολή του συνεδρίου της ειρήνης στο Παρίσι, της οποίας ομάδας επικεφαλής ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για έναν χρόνο. Με αυτήν την ιδιότητα συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Το 1920 πήρε την άδεια εξασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος και το 1921 ανέλαβε μαζί με τον Μαριδάκη το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του, ο οποίος στο μεταξύ είχε πεθάνει. Την περίοδο 1920 - 1923 επίσης υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία. Το 1925 συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στην κοινωνική φιλοσοφία και την φιλοσοφία του Δικαίου στο πανεπιστήμιο της Χαιδελβέργης. Τα τέσσερα αυτά χρόνια της φοίτησής του υπήρξαν σταθμός στην διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του. Εκεί γνωρίστηκε με τους Γιάννη Θεοδωρακόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο ενώ επηρεάστηκε σημαντικά απο τους Γερμανούς καθηγητές Ρίκερτ, αναγνωρισμένο εκπρόσωπο της φιλοσοφίας των αξιών, Γιάσπερς, θεμελιωτή του σύγχρονου υπαρξισμού, τον Ράμπρουχτ κ.α. Με την επιστροφή του παρέλαβε μαζί με τον αδερφό του αυτή τη φορά, τον Θεμιστοκλή, το γραφείο του πατέρα του. Το 1929 εκλέχτηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών πάνω στην διατριβή του με θέμα «Η Νομική ως τεχνική και επιστήμη», ενώ υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του περιοδικού της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας «Αρχείον Φιλοσοφίας και θεωρίας Επιστημών» μαζί με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και Ιωάννη Θεοδωράκοπουλο. Η έκδοση του περιοδικού συνεχίστηκε για τα επόμενα έντεκα χρόνια. Στόχος τους ήταν να αντιπαρατεθούν τις μαρξιστικές υλιστικές απόψεις. Το 1933 εκλέχτηκε υφηγητής στην έδρα της εισαγωγής στην επιστήμη του Δικαίου και της φιλοσοφίας του Δικαίου. Ήρθε σε επαφή με τους σημαντικούς λογοτέχνες και ποιητές της εποχής ενώ ξεχωριστή υπήρξε η φιλία του με τον Κωστή Παλαμά, τον οποίο είχε γνωρίσει ήδη απο το 1922. Παράλληλα με τα μαθήματά του στην νομική σχολή, δίδασκε και φιλοσοφία στο Πάντειο πανεπιστήμιο (1935 - 1938). Το 1938 απέτυχε να εκλεγεί τακτικός καθηγητής λόγω της δικτατορίας Μεταξά.
Το 1939 το καθεστώς Μεταξά τον συνέλαβε και τον εκτόπισε στη Σκύρο ως κομμουνιστή. Στη συνέχεια μετατοπίστηκε στις Σπέτσες, όπου διέμεινε μέχρι το 1940, οπότε και του επετράπη να επιστρέψει στην Αθήνα. Στις 27 Οκτωβρίου του 1941 ανέβηκε στην έδρα της κατάμεστης από φοιτητές αίθουσας και αφού τους παραίνεσε να ψάλουν όλοι μαζί τον Εθνικό Ύμνο. Στη συνέχεια συνελήφθηκε και απολύθηκε συγκλονίζοντας την Ακαδημαϊκή Κοινότητα και προκαλώντας διαμαρτυρίες. Η Σύγκλητος αποφάσισε να καταθέσει αίτημα προς το Υπουργείο θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας με το οποίο να ζητείται η αναθεώρηση και η ανάκληση απόφασης. Η απάντηση του Υπουργού Παιδείας ήταν πως δεν ευθύνεται εκείνος για την απόλυση αλλά είναι θέμα του Υπουργικού Συμβουλίου. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος συνέχισε τον αγώνα του με την ανάμειξη του στις τότε αντιστασιακές οργανώσεις και υπήρξε, μαζί με τον αρχηγό των Φιλελεύθερων Θεμιστοκλή Σοφούλη, πολιτικός σύμβουλος τους. Για μια φορά ακόμα η δράση του προκάλεσε την οργή των αρχών Κατοχής και αποφάσισαν να τον συλλάβουν το 1944, εκείνος όμως έγκαιρα ειδοποιημένος διέφυγε στη Μέση Ανατολή όπου η εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση τον διόρισε αμέσως σύμβουλο της. Κατα τη διάρκεια της κατοχής συνεργάστηκε με τον Τσιγάντες ως μέλος της επιτροπής που αποτελούσε τον σύνδεσμο μεταξύ της κυβερνήσεως του Καΐρου και των αντιστασιακών οργανώσεων. Την ίδια χρονιά εκλέχτηκε Τακτικός Καθηγητής στη Νομική Σχολή. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1946, όταν και παραιτήθηκε για να θέσει υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές. Μετά την απελευθέρωση επανήλθε στα πανεπιστημιακά του καθήκοντα και το 1945 ανέλαβε το υπουργείο Προνοίας και Εσωτερικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Πέτρου Βούλγαρη. Κατόπιν όμως πιέσεων που ασκούσε ο τύπος αναγκάστηκε να παραιτηθεί απο τη θέση του. Στην κυβέρνηση Κανελλόπουλου που σχηματίσθηκε τον ίδιο χρόνο ανέλαβε δύο υπουργεία, του τύπου και της αεροπορίας. Παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο και πολιτεύθηκε με το Κόμμα Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1946. Το 1947 επισκέφθηκε το Κάιρο και το 1948 την Ρώμη εκπροσωπώντας την ελληνική βουλή στις διακοινοβουλευτικές συσκέψεις που πραγματοποιούνταν. Μεταξύ 1949 - 1951 χρημάτισε, διαδοχικά, υπουργός Παιδείας και υφυπουργός Συντονισμού. Κατα τη διάρκεια της θητείας του στο Υπ. Παιδείας οργάνωσε την εθνική πινακοθήκη ενώ συγκρούστηκε με τους καθηγητές στο θέμα της αυξήσεως των μισθών. Επίσης επι της υπουργείας του πραγματοποιήθηκε η εκλογή νέου αρχιεπισκόπου απο την Ιερά Σύνοδο λόγω του θανάτου του Δαμάσκηνου. Σε αυτήν ο Τσάτσος στήριξε τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, ο οποίος τελικώς εξελέγη. Στις εκλογές του 1950 έθεσε υποψηφιότητα με το κόμμα του Κανελλόπουλου αποτυχάνοντας όμως να εκλεγεί. Τότε άρχισε να δουλεύει στην εφημερίδα "Καθημερινή" και επέστρεψε για κάποιο διάστημα στην ενεργή δικηγορία. Στα τέλη του 1950 διορίστηκε υφυπουργός συντονισμού. Σε Το 1951 ξαναέθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής χωρίς όμως επιτυχία. Το επόμενο χρόνο απέτυχε ξανά στις εκλογές ενώ τρία χρόνια αργότερα κατηγορήθηκε για οικονομικό σκάνδαλο. Γι' αυτό τον λόγο οργανώθηκε εξεταστική επιτροπή, η οποία τελικά τον αθώωσε. Το 1956 προσχώρησε στη νεοϊδρυθείσα ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή, του οποίου αναδείχτηκε στενότατος συνεργάτης ως το τέλος της ζωής του. Υπηρέτησε ως υπουργός Προεδρίας και Κοινωνικής Πρόνοιας. Στην κυβέρνηση που σχηματίσθηκε υπο τον Καραμανλή ανέλαβε το υπουργείο Προεδρίας. Στις επόμενες εκλογές, του 1958, εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής και ανέλαβε πάλι το υπουργείο Προεδρίας. Τότε κατασκευάστηκε το ξενοδοχείο της Πάρνηθας, ενώ ενίσχυσε σημαντικά και τα Διεθνή Φεστιβάλ Θεάτρου και Μουσικής. Το 1961, όταν δεν ασκούσε υπουργικά καθήκοντα, εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών με 24 ψήφους υπέρ και 6 κατά με έδρα την Φιλοσοφία του Δικαίου. Σε αυτήν διετέλεσε πρόεδρος και αντιπρόεδρος. Τον επόμενο χρόνο ανέλαβε το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας. Όταν αποχώρησε ο Καραμανλής, ο Τσάτσος απομακρύνθηκς απο τις διαμάχες για την ηγεσία. Στην κυβέρνηση Κανελλόπουλου, ο Τσάτσος ανέλαβε το υπουργείο Δικαιοσύνης, στο οποίο παρέμεινε μέχρι το ξέσπασμα της δικτατορίας των Συνταγματαρχών την 21η Απριλίου.
Κατα τη διάρκεια της δικτατορίας, ο Τσάτσος υπέγραψε κάποιες αντιδικτατορικές προκηρύξεις δίχως να προβεί σε κάποια άλλη νέα ενέργεια. Μετά τη Χούντα ανέλαβε το υπουργείο πολιτισμού στην κυβέρνηση Εθνική Ενότητας και στις εκλογές που ακολούθησαν εξελέγη στην τρίτη θέση με το ψηφοδέλτιο επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας. Παράλληλα ανέλαβε την προεδρίας της κοινοβουλευτικής επιτροπής σύνταξης του νέου συντάγματος. Εισηγητής της αντιπολίτευσης για το νέο σύνταγμα ήταν ο ανιψιός του, Δημήτρης Τσάτσος.
Ως ένας απο τους πιο έμπιστους συμβούλους του Καραμανλή, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος προτάθηκε απο το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας για την θέση του προέδρου της Δημοκρατίας. Μοναδικός αντίπαλος ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος που υποστηρίχθηκε απο την Ένωση Κέντρου ενώ το ΠΑΣΟΚ και η Ενωμένη Αριστερά ψήφισαν λευκό. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίστηκε στις 19 Ιουλίου 1975. Ώς πρόεδρος της δημοκρατίας ανέλαβε να οργανώσει καλύτερα τον όλο θεσμό. Ασχολήθηκε με βασικά ζητήματα της εθνικής πολιτικής όπως ήταν π.χ. το σλαυομακεδονικό. Δέχθηκε τις επισκέψεις αρκετών αρχηγών ξένων κρατών ενώ συναντήθηκε και με άλλες σημαντικές προσωπικότητες όπως οι Τίτο, Αϊζενχάουερ, Ζισκάρ, Νάσσερ, Όττο Αψβούργος κ.α. Επίσης εκπροσώπησε την Ελλάδα στην κηδεία του Μακαρίου το 1977 και του Τίτο. Λίγο πριν το τέλος της θητείας του τιμήθηκε με το βραβείο Κούντενχοβε-Καλλέργη και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Σορβόννης. Στη θέση του προέδρου της δημοκρατίας παρέμεινε μέχρι τον Μάϊο του 1980 όταν και τον διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η παρουσία του στο ανώτατο αξίωμα συνέβαλε στην εμπέδωση των νέων θεσμών και του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το 1980 διορίστηκε μέλος της Ακαδημίας του Μαρόκου. Ήταν παντρεμένος δύο φορές. Νυμφεύθηκε αρχικά την Λίλη Ζηρίνη τον Φεβρουάριο του 1925 για να χωρίσει όμως το 1929. Κατα τη διάρκεια του γάμου τους έμεναν μεταξύ Αθήνας και Χαϊδελβέργης. Στη συνέχεια γνώρισε την Ιωάννα Σεφεριάδου, αδερφή του Γιώργου Σεφέρη, την οποία και παντρεύτηκε στις 30 Ιουνίου 1930. Ο Κ. Τσάτσος δημοσίευσε πλήθος επιστημονικών μελετών, καθώς και λογοτεχνικών έργων που τον ανέδειξαν ως μια από τις κορυφαίες πνευματικές προσωπικότητες της χώρας στη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου