Από τις απαρχές της συγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος τέθηκε το ζήτημα της πολιτικής και
οργανωτικής ενότητας. Στα τέλη του 19ου αιώνα δημιουργείται στην Αθήνα και σε στην Ελλάδα ο συντεχνιακός συνδικαλισμός που διέπεται με όρους ηθικής της εργασίας. Καπνοπώλες, καφεπώλες, κουρείς, ζαχαροπλάστες, ιχθυοπώλες, κλπ. οργανώνονται σε σωματεία. Στον Πειραιά παρότι υπάρχουν
βιομηχανοποιημένες δομές, και εκεί ο συνδικαλιστικός λόγος κυριαρχείται καιηγεμονεύεται από προβιομηχανικούς όρους. Στις αρχές του 20ου αιώνα το κίνημααυτό αποκτά Παμπειραϊκή και Παναθηναϊκή οργάνωση. Συνδέεται άρρηκτα με το ΔηλιγιαννικόΚόμμα και οι πιο σημαντικές πολιτικές παρεμβάσεις του κινήματος είναι στα Ευαγγελικά– Ορεστιακά, στα Σανιδικά και φυσικά στις απεργίες που ακολούθησαν το κίνημαστο Γουδί. Από αυτό το προβιομηχανικό συνδικαλιστικό κίνημα ξεσπούν δυναμικές απεργίες τη δεκαετία του 1890 σε Αθήνα και νησιά, ενώ τη δεκαετία του 1910 υπάρχουν σημαντικές απεργίες, αλλά και εξεγέρσεις, όπως π.χ. στη Σέριφο. Η Φεντερασιόν είναι μια άλλη οργάνωση στη Θεσσαλονίκη που ιδρύεται στα 1908. Δημιουργείται όμως σε εντελώς διαφορετικό πολιτισμικό και πολιτικό περιβάλλον, αυτό το πολυπολιτισμικό της Θεσσαλονίκης Έχει διεθνιστικό και σοσιαλιστικό χαρακτήρα και εκφράζει κυρίως το εβραϊκό στοιχείο, ενώ οι προκηρύξεις της κυκλοφορούν σε 4 γλώσσες. Συσπειρώνει εξίσου εργάτες προβιομηχανικής παραγωγικής δομής, αλλά δεν είναι ο κόσμος του μικροεργαστηρίου. Είναι εργάτες σε μεγάλα εργαστήρια ή εργοστάσια κεραμοποιίας, καπνεργασίας, κλωστοϋφαντουργίας, υποδηματοποιίας. Μια τρίτη συνδικαλιστική παράδοση, καθαρά συντεχνιακή και προερχόμενη απευθείας από τις μεσαιωνικές συντεχνίες διατηρείται σε όλες τις μεγάλες βιοτεχνικές πόλεις της Μακεδονίας, όπως για παράδειγμα στην Έδεσσα. Το αθηναϊκό παλαιοελλαδίτικο κίνημα των συντεχνιών, όπως αυτό εξελίσσεται την περίοδο μετά το 1916, η διεθνιστική παράδοση της Φεντερασιόν και ο πολιτισμός των συντεχνιών στην ύπαιθρο είναι οι παραδόσεις που θα συνθέσουν στα 1918 το νέο συνδικαλιστικό κίνημα της ΓΣΕΕ.
Η περίοδος στη οποία ιδρύεται η ΓΣΕΕ σχετίζεται άμεσα με την κατάσταση του Εθνικού Διχασμού και του πολέμου που αντιμετωπίζει η χώρα. Ταυτόχρονα, συνδεόταν με τις γενικότερες αναδιαμορφώσεις στην κοινωνική δομή που σχεδίαζε ο Βενιζέλος με την εργατική πολιτική και εργατική νομοθεσία που εγκαινίασε ήδη από το 1911. Στην Αθήνα επικρατούν στα σωματεία αντιβενιζελικοί και αρκετοί αντιβενιζελικοί σοσιαλιστές, στον Πειραιά βενιζελικοί, ενώ στη Θεσσαλονίκη η Φεντερασιόν παρά τις ταλαντεύσεις τοποθετείται στο ζήτημα του πολέμου με το αντιβενιζελικό στρατόπεδο. Οι πρώτοι σοσιαλιστές βουλευτές έχουν εκλεγεί με το αντιβενιζελικό ψηφοδέλτιο συσπειρωμένοι πίσω από την ουδετερότητα στο ζήτημα του πολέμου. Με την ίδρυση του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ ο Βενιζέλος επιδιώκει
να κερδίσει το συνδικαλιστικό κίνημα, να αποκτήσει νέους συμμάχους και να δημιουργήσει ένα συναινετικό κλίμα στα επεκτατικά του σχέδια. Ως εκ τούτου, η συγκρότηση της τριτοβάθμιας οργάνωσης σε επίπεδο συνομοσπονδίας δεν προέκυψε μέσα από διαδικασίες κινηματικές, ούτε ήταν η φυσική εξέλιξη ενός κινήματος ισχυρών ομοσπονδιών. Υπήρχαν τα Εργατικά Κέντρα, υπήρχαν κάποιες Ομοσπονδίες, υπήρχαν πολλά σωματεία, αλλά σε κάθε περίπτωση η ΓΣΕΕ συγκροτείται «από τα πάνω» υπηρετώντας το αποτυχημένο αρχικά σχέδιο του Βενιζελισμού για έναν «προληπτικό» έλεγχο του εργατικού κινήματος. Αρκετά αυτονομημένες οι διαδικασίες από την εργατική βάση, αμέσως έλαβαν έντονα κομματική διάσταση. Οι σοσιαλιστές όντας οι πιο ισχυροί λόγω Φεντερασιόν και σε συμμαχία με αντιβενιζελικούς κατακτούν την ηγεσία και συνδέουν τη νέα Συνομοσπονδία οργανικά με το ΣΕΚΕ. Στα 1920, οι βενιζελικοί υπό τον Μαχαίρα από τον Πειραιά διασπούν την ΓΣΕΕ καλώντας δεύτερο Συνέδριο, ενώ τον ίδιο μήνα καλεί επίσης σε δεύτερο συνέδριο η Επιτροπή των Αθηνών. Η μετεξέλιξη του ΣΕΚΕ σε ΚΚΕ θα αναδιατάξει τις συμμαχίες εντός του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς δημιουργούνται τρία διακριτά συνδικαλιστικά ρεύματα, το κομμουνιστικό, το σοσιαλδημοκρατικό και το συνδεμένο με τον βενιζελισμό. Το σοσιαλδημοκρατικό παραμένει διασπασμένο σε δύο παρατάξεις, ενώ σύντομα θα αναδειχθούν και οι αρχειομαρξιστές. Στα 1925 η αποσύνδεση της ΓΣΕΕ από το ΣΕΚΕ θα σημάνει αυτή την αναδιάταξη συμμαχιών. Στο 3ο Συνέδριο αντιπροσωπεύονται 400 σωματεία, πολλά όμως είναι ψεύτικα ή με ελάχιστα μέλη. Σε αυτό υπερισχύει με μικρή πλειοψηφία η αριστερή παράταξη.
να κερδίσει το συνδικαλιστικό κίνημα, να αποκτήσει νέους συμμάχους και να δημιουργήσει ένα συναινετικό κλίμα στα επεκτατικά του σχέδια. Ως εκ τούτου, η συγκρότηση της τριτοβάθμιας οργάνωσης σε επίπεδο συνομοσπονδίας δεν προέκυψε μέσα από διαδικασίες κινηματικές, ούτε ήταν η φυσική εξέλιξη ενός κινήματος ισχυρών ομοσπονδιών. Υπήρχαν τα Εργατικά Κέντρα, υπήρχαν κάποιες Ομοσπονδίες, υπήρχαν πολλά σωματεία, αλλά σε κάθε περίπτωση η ΓΣΕΕ συγκροτείται «από τα πάνω» υπηρετώντας το αποτυχημένο αρχικά σχέδιο του Βενιζελισμού για έναν «προληπτικό» έλεγχο του εργατικού κινήματος. Αρκετά αυτονομημένες οι διαδικασίες από την εργατική βάση, αμέσως έλαβαν έντονα κομματική διάσταση. Οι σοσιαλιστές όντας οι πιο ισχυροί λόγω Φεντερασιόν και σε συμμαχία με αντιβενιζελικούς κατακτούν την ηγεσία και συνδέουν τη νέα Συνομοσπονδία οργανικά με το ΣΕΚΕ. Στα 1920, οι βενιζελικοί υπό τον Μαχαίρα από τον Πειραιά διασπούν την ΓΣΕΕ καλώντας δεύτερο Συνέδριο, ενώ τον ίδιο μήνα καλεί επίσης σε δεύτερο συνέδριο η Επιτροπή των Αθηνών. Η μετεξέλιξη του ΣΕΚΕ σε ΚΚΕ θα αναδιατάξει τις συμμαχίες εντός του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς δημιουργούνται τρία διακριτά συνδικαλιστικά ρεύματα, το κομμουνιστικό, το σοσιαλδημοκρατικό και το συνδεμένο με τον βενιζελισμό. Το σοσιαλδημοκρατικό παραμένει διασπασμένο σε δύο παρατάξεις, ενώ σύντομα θα αναδειχθούν και οι αρχειομαρξιστές. Στα 1925 η αποσύνδεση της ΓΣΕΕ από το ΣΕΚΕ θα σημάνει αυτή την αναδιάταξη συμμαχιών. Στο 3ο Συνέδριο αντιπροσωπεύονται 400 σωματεία, πολλά όμως είναι ψεύτικα ή με ελάχιστα μέλη. Σε αυτό υπερισχύει με μικρή πλειοψηφία η αριστερή παράταξη.
Σύντομα, στα 1928 οι σοσιαλιστές και οι αντιδραστικοί υπερισχύουν με αποτέλεσμα την διαγραφή των αριστερών συνέδρων. Στα 1929, οι ομοσπονδίες που έλεγχε το ΚΚΕ, ιδρύουν την Ενωτική ΓΣΕΕ, αλλά με τη σειρά τους αποκλείουν τους Αρχειομαρξιστές. Στο συνέδριο της ΓΣΕΕ στα 1930, ήρθε η σειρά των σοσιαλιστών να αποκλειστούν από τους αντιδραστικούς φιλοβενιζελικούς. Για άλλη μια φορά ο Βενιζέλος σχεδιασμένα επιδιώκει να ελέγξει το συνδικαλιστικό κίνημα και, αν δεν μπορεί, να το διαλύσει, να φυλακίσει και να εξοντώσει κάθε αγωνιστή. Η ΓΣΕΕ λειτουργεί περισσότερο ως κυβερνητικό φερέφωνο παρά ως εργατική οργάνωση. Η εφαρμογή του ιδιώνυμου στα 1929 σηματοδοτεί κυρίως και πρωτίστως επίθεση στις εργατικές πρωτοπορίες που οργανώνουν συνδικαλιστικά τον κόσμο της εργασίας, αποσπούν νίκες και ταράζουν τη χώρα με απεργιακές κινητοποιήσεις από τα 1928. Η ελληνική οικονομία και η βιομηχανική παραγωγή βασισμένη λιγότερο στην σχετική και περισσότερο στην απόλυτη υπεραξία αδυνατεί να ενσωματώσει τις αρχικές υποσχέσεις του αστισμού για κοινωνικό κράτος. Μόνος δρόμος για το κεφάλαιο είναι η επίθεση στις δυνάμεις της εργασίας, καθώς η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης παρουσιάζεται ιδιαίτερα ανελαστική.
Η κρίση του 1929 έρχεται στην Ελλάδα καθυστερημένα στα 1930-31. Ο Βενιζέλος υιοθετώντας τα κυρίαρχα οικονομικά δόγματα για τον χρυσό κανόνα, δηλαδή την ελεύθερη μετατρεψιμότητα του νομίσματος σε χρυσό, θεωρούσε το σκληρό νόμισμα εκ των ων ουκ άνευ για την αποκατάσταση της ελληνικής αξιοπιστίας. Έτσι, εφαρμόζει πεισματικά την πολιτική της σκληρής δραχμής, την οποία αποσυνδέει από τη λίρα και συνδέει τώρα με το δολάριο, που συμμετείχε ακόμη στον κανόνα του χρυσού. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθεί η χώρα στην πτώχευση. Στις 27 Απριλίου 1932, ο Βενιζέλος αναγκάστηκε επιτέλους να βγάλει τη δραχμή από τον κανόνα του χρυσού και να την υποτιμήσει έναντι της λίρας, ενώ λίγο αργότερα η Ελλάδα κήρυξε επίσημα παύση πληρωμών.
Στα 1931 υπάρχουν 4 δευτεροβάθμιες συσσωματώσεις που λειτουργούν ανεξάρτητα. Η ΓΣΕΕ του Ιωάννη Καλομοίρη, η Ενωτική ΓΣΕΕ του ΚΚΕ, τα Ανεξάρτητα Εργατικά Σωματεία του σοσιαλιστή Δημήτρη Στρατή, το Εργατικό Κέντρο Αθηνών του εργοπατέρα Καλύβα και τα Συνεργαζόμενα Συνδικάτα των Αρχειομαρξιστών. Το κλίμα στο συνδικαλιστικό κίνημα αρχίζει να αλλάζει. Οι αρχειομαρξιστές επιχειρούν να εφαρμόσουν ενιαίο μέτωπο με τους σοσιαλιστές που εκφράζοντας ανησυχίες των εργαζομένων αναζητούν μια απάντηση στην επίθεση της κυβέρνησης Βενιζέλου ενισχύοντας σημαντικά τη θέση τους. Το ΚΚΕ το οποίο ακολουθούσε μέχρι τότε εντελώς διασπαστική-απομονωτική τακτική αρχίζει να μετατοπίζεται σταδιακά. Τομή είναι η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία στις 30 Ιανουαρίου 1933, που μετατοπίζει άρδην την πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του ΚΚΕ. Το πολιτικό και ιδεολογικό χάσμα ανάμεσα στους «από πάνω» και τους «από κάτω» αρχίζει να διευρύνεται ολοένα και πιο επικίνδυνα. Οι τέσσερις ουσιαστικά πολιτικές παρατάξεις αρχίζουν διαβουλεύσεις τη σύμπηξη Ενιαίου Μετώπου, το οποίο τελικά δεν επιτυγχάνεται. Ένα μεγάλο απεργιακό κύμα συγκλονίζει παράλληλα τη χώρα, ενώ ο Βενιζέλος, το κύρος του οποίου είχε τρωθεί ανεπανόρθωτα, παραιτείται από πρωθυπουργός. Η κοινωνική κρίση διαθλάται στα δύο αστικά στρατόπεδα οξύνοντας τον Εθνικό Διχασμό. Ο αστικός κόσμος αποδέχεται την έλευση του βασιλιά μπροστά στο φόβο της κατάλυσης του κοινωνικού καθεστώτος, ενώ διαφαίνεται με τα απανωτά πραξικοπήματα της μίας ή της άλλη παράταξης η προσπάθεια για υπέρβαση του κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού προβλήματος με την κατάλυση του κοινοβουλευτισμού.
Η αντιδραστική πολιτική ενοποίηση του αστισμού εντείνει την πόλωση και πιέζει για την πολιτική ενοποίηση των εργατικών σωματείων. Πολλοί συνδικαλιστές του σοσιαλιστικού χώρου μετατοπίζονται προς αριστερότερες θέσεις. Παράλληλα, η αποσεχταροποίηση του ΚΚΕ και το σύνθημα για αντιφασιστικό μέτωπο ενοποιεί πολύ συχνά τους συνδικαλιστές όλων των παρατάξεων στη βάση. Η ηγεμονία του κομμουνισμού ολοένα και γίνεται σαφέστερη μέσα στο εργαζόμενο κόμο. Έτσι, στα 1936 η χώρα αντιμετωπίζει μεγάλο κύμα απεργιών οργανωμένο από όλες τις εργατικές παρατάξεις. Συγκεκριμένα, στις 29 Απριλίου είχε ξεκινήσει η μεγάλη απεργία των καπνεργατών, η οποία επεκτάθηκε σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας όπου υπήρχαν κέντρα επεξεργασίας του καπνού.
Η αρχική πρόθεση από όλες τις Συνομοσπονδίες για κοινή συγκέντρωση την πρωτομαγιά του 36 απέτυχε, έτσι στην περιοχή Αθήνας - Πειραιά πραγματοποιήθηκαν τρείςσυγκεντρώσεις της ΓΣΕΕ στου Ρέντη, της Πανελλαδικής Συνομοσπονδίας στον Πειραιά και της Ενωτικής στην Καλλιθέα. Όμως στη Θεσσαλονίκη το απεργιακό κλίμα και η δυναμική ξεπερνάει όλες τις οργανώσεις, ακόμα και το ΚΚΕ.
Μια αρχική απεργία των καπνεργατών πήρε διαστάσεις και έγινε πανεργατική. Μέσα σε λίγες μέρες το απεργιακό κύμα είχε εξαπλωθεί σε Ξάνθη, Αγρίνιο, Κομοτηνή, Σέρρες και Ελευσίνα. Ο Ι. Μεταξάς σε επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη είναι απόλυτος: οι Αρχές πρέπει να χτυπήσουν τους διαδηλωτές στο ψαχνό.
Η αρχική πρόθεση από όλες τις Συνομοσπονδίες για κοινή συγκέντρωση την πρωτομαγιά του 36 απέτυχε, έτσι στην περιοχή Αθήνας - Πειραιά πραγματοποιήθηκαν τρείςσυγκεντρώσεις της ΓΣΕΕ στου Ρέντη, της Πανελλαδικής Συνομοσπονδίας στον Πειραιά και της Ενωτικής στην Καλλιθέα. Όμως στη Θεσσαλονίκη το απεργιακό κλίμα και η δυναμική ξεπερνάει όλες τις οργανώσεις, ακόμα και το ΚΚΕ.
Μια αρχική απεργία των καπνεργατών πήρε διαστάσεις και έγινε πανεργατική. Μέσα σε λίγες μέρες το απεργιακό κύμα είχε εξαπλωθεί σε Ξάνθη, Αγρίνιο, Κομοτηνή, Σέρρες και Ελευσίνα. Ο Ι. Μεταξάς σε επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη είναι απόλυτος: οι Αρχές πρέπει να χτυπήσουν τους διαδηλωτές στο ψαχνό.
Στις 9 Μάη, στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου από τις σφαίρες των οργάνων της τάξης πέφτει νεκρός ο οδηγός Τάσος Τούσης. Οι διαδηλωτές εξοργισμένοι τοποθετούν το νεκρό πάνω σε μια πόρτα και τον περιφέρουν στους δρόμους της πόλης σε μια ιδιότυπη «λιτανεία» καταγγελίας, διαμαρτυρίας και αντίστασης. Οι νεκροί θα φτάσουν τους 12 και οι τραυματίες τους 300. Στο σημείο της συμπλοκής θα στηθεί αργότερα το Μνημείο του Καπνεργάτη. Η μάνα του νεκρού Τάσου Τούση, που πληροφορήθηκε τα γεγονότα, τρέχει, πέφτει πάνω στο νεκρό παιδί της και μοιρολογεί.
Ο επόμενος γύρος της σύγκρουσης μεταφέρεται στον Αύγουστο, όπου τα Συνδικάτα ετοιμάζουν μεγάλη απεργιακή συγκέντρωση. Ο πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς έχοντας τη συναίνεση του βασιλιά και των δύο μεγάλων κοινοβουλευτικών κομμάτων επιβάλλει δικτατορία και προλαβαίνει την εξέγερση των κομμουνιστών. Όμως η επαγγελλόμενηεπανάσταση της αριστεράς του μεσοπολέμου σύντομα θα αποδείξει ότι δεν ήταν αδύνατη στην Ελλάδα. Οι μεσοπολεμικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι μεσοπολεμικές κομμουνιστικές και σοσιαλιστικές οργανώσεις θα κληροδοτήσουν το όραμα αυτό στην επόμενη δεκαετία του 40, το οποίο και θα εκφραστεί με την ΕΑΜική εξέγερση.Η ιστορία του εργατικού κινήματος του μεσοπολέμου καταδεικνύει ότι η διάσπαση και η ενότητα δεν είναι στρατηγικό ζήτημα, αλλά τακτική που ανάλογα την περίπτωση χρειάζεται να επιλέγεται από τις επαναστατικές δυνάμεις.