Όπως προειδοποίησε ο Πουλαντζάς, ο φασιστικός κίνδυνος είναι πάντα παρών, ως πολιτικό ενδεχόμενο σε συγκυρίες κατάρρευσης του πολιτικού κέντρου (που γενικά συνδέονται με καπιταλιστική κρίση). Εν τούτοις, είναι διαφορετικό πράγμα ένα ακροδεξιών πεποιθήσεων κόμμα (π.χ. ΛΑΟΣ) από ένα ενεργό φασιστικό κίνημα και διαφορετικές οι απαντήσεις. Επίσης, είναι διαφορετικού τύπου οι κίνδυνοι από μια στρατιωτική δικτατορία, παρά από μια φασιστική. Και οπωσδήποτε το βάθος και η βιαιότητα των αλλαγών που προκαλούν συνολικά σε έναν κοινωνικό σχηματισμό οι φασιστικές δικτατορίες, τις βάζει στην κορυφή των κινδύνων. Το ερώτημα, επομένως, δεν μπορεί να απορριφθεί με μια απάντηση του τύπου «η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται παρά ως φάρσα». Υπάρχουν και τραγικές, αιματηρές φάρσες.
Η μονοκαλλιέργεια του νεοφιλελευθερισμού παντού στον κόσμο έχει προκαλέσει ακροδεξιές «λαϊκίστικες» όπως (λάθος) τις λέμε αντιδράσεις, από το tea party μέχρι τη Λεπέν. Από τη μία μεριά, η μακροπρόθεσμη ήττα του κινήματος δεν έχει επιτρέψει τη συστηματική απάντηση από την σκοπιά της εργατικής τάξης. Από την άλλη, λόγω ακριβώς ανυπαρξίας για την ώρα «κομμουνιστικού κινδύνου», σχεδόν πουθενά τα ακροδεξιά κόμματα δεν αποτελούν αυτή τη στιγμή ορατό, άμεσο φασιστικό κίνδυνο. Είναι διαφορετικά τα πράγματα αν σκεφτούμε πιο μεσο-μακροπρόθεσμα;
Στην Ευρώπη καταρχάς, αυτή τη στιγμή, υπάρχει μια ισχυρή άνοδος ρατσιστικών και εθνικιστικών κομμάτων με πολύ καλά εκλογικά αποτελέσματα. Γεγονός ευεξήγητο από την ιδιαίτερα σκληρή μοίρα που επιφύλασσε το ευρώ και η κρίση στα μικροαστικά στρώματα. Το πιο σημαντικό είναι βέβαια το κόμμα της Λεπέν στη Γαλλία, το οποίο έχει έναν λόγο σχετικά ρατσιστικό και σαφώς ακροδεξιό, με στοιχεία, όμως, αναδιανομής και περιορισμού του χρηματιστικού κεφαλαίου, αλλά απέχει πολύ από το να μπορεί να θεωρηθεί φασιστικός: κυρίως, δεν υπάρχουν συστηματικά στοιχεία ενός βίαιου κινηματισμού. Οι νεοναζιστικές γκρούπες δεν ηγεμονεύουν ακόμα στον κομματικό μηχανισμό. Οπωσδήποτε αναπαράγονται μέσα του και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να εκραγούν στο μέλλον. Ακροδεξιές τάσεις (και μάλιστα πολύ πιο σκληρές) παρουσιάζονται στην Ολλανδία και ακόμα περισσότερο στην Ουγγαρία, με ένα κόμμα που όσον αφορά τον λόγο του είναι πραγματικά αδερφικό κόμμα της Χ.Α. Μόνο ο συμβολισμός του είναι λίγο πιο προσεκτικός, αλλά τα ποσοστά του είναι μεγαλύτερα. Και εκεί, όμως, οι εγκληματικές συμμορίες που δρουν μάλλον εγκλωβίζονται εκλογικά από το κόμμα, παρά αφήνονται να αναπτυχθούν, όσο κι αν ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Και βέβαια υπάρχει πάντα το ερώτημα της Γερμανίας, ένας φόβος που θα διαπερνά το πολιτικό σκηνικό των ευρωπαϊκών κοινοβουλευτικών θεσμών. Για την ώρα καθησυχάζονται από τρία γεγονότα: την, για ιστορικούς λόγους, γενικά χαμηλή ανοχή του πολιτικού προσωπικού και των θεσμών απέναντι στις νεοναζιστικές γκρούπες (συνταγματικές απαγορεύσεις από την μία, αλλά διείσδυσή τους στους κατασταλτικούς μηχανισμούς από την άλλη), τη σχετικά καλή ως τώρα πορεία του γερμανικού καπιταλισμού και τη σταθερότητα του κεντρικού πολιτικού και την πολύ μικρότερη σήμερα σημασία για τη γερμανική οικονομία των μικροαστών, ειδικά των παραδοσιακών μεταναστών. Είναι προφανές ότι η πορεία των πραγμάτων μπορεί να ανατρέψει τα τρία αυτά δεδομένα, αν και κάτι τέτοιο δεν θα γίνει μέσα στους επόμενους λίγους μήνες. Οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασίας εκφασισμού (ισχυρής κινηματικής μαζικοποίησης) είπαμε πως είναι, εκτός από την ίδια την ύπαρξη του κόμματος της φασιστικής πρωτοπορίας (έστω και σε ημιπεριθωριακή μορφή):
• Η κρίση ηγεμονίας της αστικής τάξης ύστερα από την αποτυχία της στρατηγικής της στο προηγούμενο στάδιο, κρίση που εκδηλώνεται ως πολιτική κρίση αντιπροσώπευσης και συμπύκνωση της (αντιφατικής και ταλαντευόμενης) μικροαστικής τάξης ως κοινωνικής δύναμης γύρω από το φασιστικό κόμμα, • Η ήττα του εργατικού κινήματος που εκφράζεται και ως ιδεολογική κρίση και ως αποτυχία, σε ένα προηγούμενο στάδιο, κρίσιμων πολιτικών στόχων (οι οποίοι δεν είναι αναγκαστικά η επανάσταση). Το εργατικό κίνημα, εντούτοις, δεν έχει υποστεί ακόμα συντριπτική ήττα, εξακολουθεί να αποτελεί έναν δυνάμει εχθρό, ο οποίος • Μπορεί να αποτελέσει την αιτία να σταματήσει το ξεδίπλωμα μιας νέας φάσης της αστικής στρατηγικής για τη συσσώρευση, για την οποία εκτιμάται ότι έχουν μαζευτεί οι οικονομικές, τεχνικές συνθήκες, αλλά απαιτείται για την ανάπτυξή της η πλήρης υποταγή της εργατικής τάξης (και μαζί της και η συντριβή μικροαστικών στρωμάτων που θα προδοθούν από το κόμμα τους).
Στον αναπτυγμένο καπιταλισμό δεν υπάρχουν (για την ώρα) τουλάχιστον οι δύο από τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη φασιστικού κινήματος: η διάλυση του πολιτικού σκηνικού (αν και αυτή μάλλον δεν θα αργήσει) και η προηγούμενη ήττα του κινήματος, το οποίο κρατά δυνάμεις, αλλά βρίσκεται σε κρίση. Δεδομένης, όμως, της εκρηκτικής από οικονομική πλευρά κατάστασης και της πολιτικής αποδιάρθρωσης (ή ανακατάταξης) που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και που σύντομα θα ακολουθήσει και σε άλλες χώρες, τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Το κίνημα στη χώρα μας, δεδομένης της συγκρότησης ενός καθαρού ναζιστικού κομματικού πόλου, οφείλει να είναι έτοιμο. Για την ακρίβεια οφείλει να κάνει ό,τι είναι δυνατό για να ξεριζώσει το ίδιο το ναζιστικό μόρφωμα και γρήγορα.
Προφανώς, ο μόνος μακροπρόθεσμος τρόπος για να γίνει αυτό είναι η ανατροπή της κατάστασης, η ακύρωση των προϋποθέσεων του ναζισμού. Η μακροπρόθεσμη στρατηγική είναι η ακύρωση της κοινωνικής καταστροφής που έχει πέσει στην χώρα, και που η ίδια (και όχι τα μέσα πληροφόρησης) επωάζει το φαινόμενο. Η Χ.Α. δεν είχε παρά μόνο δευτερευόντως κάλυψη στα μέσα, τα οποία διακίνησαν και θα συνεχίσουν να διακινούν («αυθόρμητα», χωρίς να είναι φασίστες, οδηγημένοι μόνο από το αντικειμενικό κριτήριο του κέρδους) αυτό που «πουλάει» στα λαϊκά στρώματα: ανορθολογισμό, φοβίες, ρατσισμό, το βούτυρο στο ψωμί του φασισμού. Άρα, δεν είναι τα μέσα πληροφόρησης οι υπαίτιοι για την επώαση του αυγού (απλώς το βοηθάνε), υπαίτιος είναι η αντικειμενική διάρρηξη πολιτικών δεσμών, η διάψευση των ψευδαισθήσεων και η αντικατάστασή τους με καινούργιες, πολύ πιο βίαιες και αυθόρμητα παραγόμενες. Τα κανάλια (και τα κόμματα) θα ενσωματωθούν σε αυτό το ρεύμα πλήρως και συνειδητά, μόνο όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν και το κρίνουν αυτά.
Από την άλλη μεριά, η διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης και η κατάρρευση του πολιτικού αναγκάζουν τα κύρια δεξιά κόμματα να ακολουθήσουν την αντικειμενική φορά των πραγμάτων ώστε να την εκμεταλλευτούν οπορτουνιστικά, υιοθετώντας την ακροδεξιά ατζέντα για να «χαϊδέψουν αυτιά». Το πρόβλημα εδώ είναι ότι τα αυτιά αυτά ήδη έχουν φτάσει σε κατάσταση ώστε να χρειάζονται χάϊδεμα. Κι έχουν φτάσει εκεί, όχι γιατί τους γοήτευσε ο ναζισμός, αλλά επειδή τους απογοήτευσε η κοινωνική αποδιάρθρωση, η κατάρρευση του κόσμου γύρω μας. Ο φασισμός θα χτυπήσει αν χρειαστεί και θα λεηλατήσει εκλογικά τα κοινοβουλευτικά κόμματα, όταν έρθει η στιγμή. Άρα, χρειάζεται επειγόντως να δημιουργηθούν συμμαχίες με τμήματα της μικροαστικής τάξης και της αγροτιάς που απειλούνται με αφανισμό, ώστε να αποτραπεί ιδεολογικά πρώτα η μετάβασή τους συνολικά προς τα ακροδεξιά, ώστε να δοθεί μια μακροπρόθεσμη ελπίδα για έξοδο από τον βούρκο.
Ο κίνδυνος δεν θα πάψει μέχρι να σταθεροποιηθεί ξανά το πολιτικό σκηνικό. Μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι πιθανή στο άμεσο μέλλον και η πρωτοφανής στην ιστορία του καπιταλισμού κρίση της χώρας δεν προμηνύει καλά (ποτέ ξανά, ούτε σε συνθήκες πολέμου, δεν υπήρξε ύφεση για πέντε χρόνια σε καμιά χώρα). Η συνέχιση της πόλωσης και της αδυναμίας να συγκροτηθεί με κοινοβουλευτικά μέσα μια σταθερή κυβέρνηση θα συνεχιστεί. Ένας πρόσθετος λόγος ανησυχίας είναι ο τρόπος που τίθενται τα πολιτικά επίδικα από τις λαϊκές μάζες: το μνημόνιο-αντιμνημόνιο είναι η λάθος τομή, το λάθος ζήτημα. Η εκλογική έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ, που οφείλεται στο (πράγματι λαϊκό) αίτημα για αριστερή (και αντιμνημονιακή) κυβέρνηση, μπορεί να έχει εκρηκτικές συνέπειες σε άλλο πεδίο από το εκλογικό.
Πράγματι η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ βασίστηκε και σε εργατικά στρώματα, αλλά και σε δυναμικά τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης, μια κατάσταση εν πολλοίς αντίστοιχη με τη βάση της μεσοπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας. Μια ενδεχόμενη αποτυχία του (ασαφώς διατυπωμένου) σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον δεν υπάρχουν αυτοί οι θεσμοί που να στρέψουν την λαϊκή διεκδικητικότητα προς βιώσιμους στόχους, ώστε να «καταλάβουν έδαφος» για τις επερχόμενες μάχες, μπορεί να έχει τα ίδια αποτελέσματα που είδαμε στο παρελθόν.
Ομοίως, η ασταθής συμμαχία των δεξιών δυνάμεων δεν ηγεμονεύει σταθερά στα κατώτερα μικροαστικά στρώματα. Το «όλοι ίδιοι είναι» και το «να καεί το μπουρδέλο το Ράιχσταγ» τους παίρνει και αυτούς μπάλα. Η κατάρρευση των δεξιών κομμάτων στο άμεσο μέλλον, το λιγότερο που θα κάνει είναι να δώσει ισχυρή ώθηση σε σκληρές κινηματικές μικροαστικές κινήσεις. Εδώ, δεν μπορούμε να μην τονίσουμε τη πιθανότητα χρήσης και των άλλων μορφών έκτακτου κράτους (της συνταγματικής εκτροπής), εφόσον οι συνθήκες το επιτρέπουν.
Άρα, χρειάζονται και άμεσα μέτρα, συμπτωματικά. Για να έρθουν αυτά θα πρέπει να σταματήσουν οι γραμμές του οικονομισμού στις τάξεις του κινήματος, οι γραμμές που είτε θεωρούν τη σοσιαλδημοκρατία τον μεγάλο εχθρό ή που υποστηρίζουν ότι η σοσιαλδημοκρατία θα καταρρεύσει και τότε θα μείνουν το συνεπές κομμάτι του κινήματος και ο (φασιστικός) αστισμός σε μια προεπαναστική περίοδο του τύπου «ή αυτοί ή εμείς».
Ιστορικά δεν συνέβηκε έτσι. Από τη στιγμή που αναπτύχθηκαν οι αντικειμενικές συνθήκες και το φασιστικό φαινόμενο είχε φτάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή, η σοσιαλδημοκρατία μεν έπεσε, αλλά έπεσε από τον φασισμό, όχι από τα αριστερά και μαζί έπεσε και το Κ.Κ. και όλος ο γερμανικός λαός. Το αντιφασιστικό μέτωπο δεν είναι η λύση στο πρόβλημα του φασισμού, είναι απλώς μια υγειονομική ζώνη κατά της εξάπλωσής του, μέχρι οι ταξικές πολιτικές να σβήσουν τις αιτίες δημιουργίας του. Άρα, χρειάζονται κινήσεις στον γοργά αποδιαρθρωνόμενο κοινωνικό ιστό της πόλης και στις αγροτικές περιοχές, δίκτυα αλληλεγγύης και ανατροπής της κατάστασης, μονάδες λαϊκής αυτοάμυνας, συμμαχίες με μικροαστικά στρώματα. Η Αριστερά πρέπει επειγόντως αυτή να «ανακαταλάβει» τα αστικά κέντρα, πριν το κάνει το κεφάλαιο. Και πρέπει να τις ανακαταλάβει δίνοντας μάχη σε πολλά επίπεδα με τους πυρήνες διάδοσης του φασισμού, πυρήνες ιδεολογικούς και κατασταλτικούς, την αστυνομία του μέλλοντος, τους παραστρατιωτικούς πυρήνες.
Ένα τελευταίο ερώτημα, ερώτημα χωρίς απάντηση. Ο φασισμός χτυπάει, όπως είδαμε, όταν είναι πλέον καθαρό στην άρχουσα τάξη ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για έξοδο από την κρίση, αν τσακιστεί το εργατικό κίνημα και εφόσον έχουν αναπτυχθεί και οι κινηματικές προϋποθέσεις εκ μέρους του. Το ερώτημα είναι: υπάρχουν αυτές οι οικονομικές προϋποθέσεις, είναι κοντινές; Ή μήπως, όπως υπέθετε η Κομιντέρν, ακόμα κι αν προκύψει φασιστική δικτατορία θα καταρρεύσει άμεσα ύστερα από την πλήρη αποτυχία της να μειώσει την ανεργία και να δώσει δηλαδή υλικά ανταλλάγματα στις κατώτερες τάξεις;
Το ερώτημα αυτό είναι εντελώς λάθος για πολλούς λόγους. Πρώτα από όλα, μπορούμε να διακινδυνεύσουμε το ενδεχόμενο, όσο μικρό και αν είναι, φασιστικής δικτατορίας, για να περιμένουμε μετά να καταρρεύσει μόνη της και να έρθει ο σοσιαλισμός; Ποιος θα έχει μείνει να περιμένει την κατάρρευση; Αλλά και από οικονομική (οικονομίστικη) άποψη, ακόμα κι αν δεχτούμε (κάνοντας, βέβαια, λάθος) αυτήν την άποψη, δεν είναι σαφές ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι.
Πράγματι, το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι μέσα στο άμεσο μέλλον η Ελλάδα να εκδιωχτεί ή να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη ή η τελευταία να υποκύψει στις αντικειμενικές διαλυτικές αντιφάσεις της που την τανύουν καταστροφικά. Από οικονομική άποψη, αυτή θα είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για το ελληνικό κεφάλαιο να επιτεθεί δυναμικά. Ύστερα από τόσα χρόνια ύφεσης, υπάρχουν αντικειμενικές προϋποθέσεις εκτίναξης της οικονομίας. Υπάρχει, πια, σοβαρός χώρος για έντονη καπιταλιστική ανάπτυξη, εφόσον, όμως, οι πολιτικές συνθήκες είναι ευνοϊκές. Όμως, η σύντομη καταιγίδα που θα ακολουθήσει την έξοδο θα έχει επίσης ευρύτερες συνέπειες για τα λαϊκά στρώματα και ειδικά τους μικροαστούς. Οι πολιτικές που θα ακολουθηθούν στο ενδιάμεσο αυτό διάστημα, το βάθος των συμμαχιών που θα έχουν συναφθεί δεξιά και αριστερά θα δοκιμαστούν οξύτατα. Η πιθανότητα λάθους εκεί θα είναι και μεγάλη και με βαρύτατες συνέπειες. Ανάλογα με το πώς θα γίνει αυτή η μετάβαση, θα κριθεί ξεκάθαρα και μια μεγάλη μάχη για το ταξικό μέλλον της χώρας. Μια πτώση της σοσιαλδημοκρατίας σε τέτοιες συνθήκες θα είναι το ιδανικό περιβάλλον μιας επιθετικής (μέχρι θανάτου) κίνησης του κεφαλαίου. Και η «συνεπής» Αριστερά που τα λέει σωστά δεν θα έχει να κερδίσει τίποτα σε αυτή την περίπτωση, αντίθετα θα χάσει τον κόσμο. (Να θυμίσουμε το μακροπρόθεσμο κόστος που πλήρωσε, όχι μόνο η σοσιαλδημοκρατία, αλλά και το ΚΚΓ από τον χειρισμό της ήττας, ήττας που δεν ήταν δική τους. Να θυμίσουμε, επίσης, ότι το ΚΚΓ που όχι μόνο τα έλεγε σωστά αλλά τα έκανε κιόλας, εντούτοις ως μόνο αποτέλεσμα είδε την σοσιαλδημοκρατία να πέφτει και αυτό να πληρώνει το ανθρώπινο κόστος.)
Στον Μεσοπόλεμο (και όχι μόνο στην Γερμανία) η στρατηγική των μονοπωλίων, λόγω της διαφορετικής τότε ακόμα δυναμικής του καπιταλισμού, των νέων εφευρέσεων και τεχνικών παραγωγής που ήταν έτοιμες, των ευρύτατων σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο αγροτικών στρωμάτων που έπρεπε να προλεταριοποιηθούν, των γυναικών που μπορούσαν να μπουν στην παραγωγή κ.λπ., προέκρινε τη μορφή του παρεμβατικού (κεϊνσιανού) κράτους που χρηματοδοτεί μεγάλα έργα, κάνει εθνικοποιήσεις κ.λπ. Η παρούσα συγκυρία δεν φαίνεται να ευνοεί (όχι ακόμα) τέτοιου είδους πολιτικές. Η απόλυτη σύγκληση του λόγου της Χ.Α. (φιλελευθερισμος και κανένα σοσιαλιστικό στοιχείο) και του Τζήμερου (στρατόπεδα εργασίας για τους μετανάστες πρώτα και μετά βλέπουμε, ποινικοποίηση της Αριστεράς) δεν δείχνουν προς κράτος έκτακτης ανάγκης που να αφήνει κάποιον χώρο τουλάχιστον για υλικές παραχωρήσεις. Αντίθετα• ειδικά στην Ελλάδα, ο κοινωνικός πλούτος που δεν είναι ιδιωτικοποιημένος είναι ιδιαίτερα μεγάλος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για «εθνική» ανάπτυξη (αρκεί να εκποιηθεί στο μεγάλο κεφάλαιο, με μοναδική ίσως προϋπόθεση το τελευταίο να είναι «εθνικό»).
Αυτό δεν σημαίνει ότι ένα τέτοιο κράτος θα κατέρρεε μετά από λίγο: οι μικροαστικές τάξεις, στηρίγματα και κορμός του φασισμού, δεν τρέφονται από τις υλικές παραχωρήσεις που τους κάνει το φασιστικό κράτος (εκτός από τη μαζική επάνδρωση των μηχανισμών του και επομένως τις συμμαχίες που συνάπτονται με τον μισθό), ούτε από την εξέλιξη του καπιταλισμού, εξέλιξη που ο φασισμός επιταχύνει, «καταναλώνοντας» τους μικροαστούς στη διαδρομή. Τρέφονται ουσιαστικά από την ιδεολογία τους, αποδεχόμενες τη σταδιακή καταστροφή τους από τον μονοπωλιακό αστισμό.
Ένα αντιφασιστικό μέτωπο, με γείωση στον κόσμο της γειτονιάς, τον κόσμο της αγροτιάς, που να μπορεί να προσφέρει πραγματικές άμεσα εφαρμόσιμες λύσεις ανακούφισης και κυρίως προστασίας από το φίδι, είναι επίκαιρο. Οι πολιτικές αυτές που θα επιτρέψουν τη μόνιμη λύση είναι το ζητούμενο.
Και για να γίνουν αυτά χρειάζεται το κίνημα να είναι σε θέση να επιλύει τις αντιφάσεις στους κόλπους του λαού με εποικοδομητικό και όχι καταστροφικό τρόπο.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου