Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Πώς ανέβηκαν οι ναζί στην εξουσία;


του Δημήτρη Λένη   
26.06.12
πηγή: www.ektosgrammis.gr
1711Κάτω από την πίεση της ανόδου της Χρυσής Αυγής, η συζήτηση για τον φασιστικό κίνδυνο και την αντιμετώπισή του συχνά περιορίζεται στην αποκάλυψη, στην υπενθύμιση του τι ήταν οι ναζί, δηλαδή στο Oλοκαύτωμα, στον αντικομμουνισμό, στα αποτελέσματα του πολέμου, στην καταστροφή όχι μόνο των κατακτημένων χωρών, αλλά και της ίδιας της Γερμανίας. Το επιχείρημα «μα δεν βλέπετε ότι αυτοί είναι ναζί;» δεν πρόκειται να έχει σοβαρά αποτελέσματα, όσο οι αντικειμενικές συνθήκες στριμώχνουν τις τάξεις-στηρίγματα του φασισμού και το εργατικό κίνημα δεν δίνει τις κατάλληλες απαντήσεις όχι μόνο στο ιδεολογικό τομέα και την προπαγάνδα, αλλά και στις ίδιες τις υλικές συνθήκες ζωής των λαϊκών στρωμάτων που είναι ευάλωτα στο φασιστικό δηλητήριο. Επιπλέον, η ρευστή και ευμετάβλητη, μικροαστική φύση των ναζιστικών ιδεολογημάτων μπορεί εύκολα να αλλάζει και να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της, στερώντας τέτοια επιχειρήματα από κάθε ουσία [1].
Ο φασισμός είναι ένα πολιτικό φαινόμενο, ένα αυθεντικό κίνημα μαζών της πιο έξαλλης ακροδεξιάς, ηγεμονευόμενο στη φάση εκφασισμού (της περιόδου πριν την άνοδό του στην εξουσία) από τις μικροαστικές ιδεολογίες και εκφράζει την εξέγερση των μικροαστικών τάξεων. Σκοπός του, εν τέλει, είναι η εξυπηρέτηση των επιθετικών μονοπωλιακών συμφερόντων: το φασιστικό κράτος είναι η πιο ακραία μορφή κράτους έκτακτης ανάγκης που μπορεί να προκύψει στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ενοποιεί το άρχον συγκρότημα κάτω από τα άμεσα συμφέροντά του και καταφέρνει συντριπτικό χτύπημα στο εργατικό κίνημα. Είναι όμως «ειρωνικό» ότι ο μεγαλύτερος χαμένος (από οικονομική άποψη) από την άνοδό του στην εξουσία είναι τελικά ακριβώς τα μεταβατικά αυτά μικροαστικά στρώματα που τον υποστηρίζουν. Η διαδικασία εκφασισμού, αντίθετα από τις λανθασμένες εκτιμήσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς της δεκαετίας του '20, ξεκίνησε ως απάντηση του ιμπεριαλισμού στην ήττα του εργατικού κινήματος. Όπως πρώτη το έθεσε το 1923 η Κλάρα Τσέτκιν, «ο φασισμός δεν είναι καθόλου η εκδίκηση της αστικής τάξης εναντίον του μαχητικά εξεγερμένου προλεταριάτου. Από ιστορική και αντικειμενική άποψη, έρχεται περισσότερο ως τιμωρός, ακριβώς επειδή το προλεταριάτο δεν μπόρεσε να συνεχίσει την επανάσταση» [2].
Ο εκφασισμός, η περίοδος της μαζικοποίησης του φασιστικού κόμματος, της εκρηκτικής εκλογικής του ανόδου και της διείσδυσής του στους κρατικούς μηχανισμούς, δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την περίοδο εμπέδωσης και σταθεροποίησης του φασιστικού φαινομένου με την εγκατάστασή του στην εξουσία. Ως εκ τούτου και ο πολιτικός λόγος του φασισμού και η προπαγάνδα του και η τεράστια κοινωνική του δυναμική διαφέρουν στην περίοδο εκφασισμού (ή πριν από αυτή) από αυτό που σήμερα, εκ των υστέρων, ξέρουμε ότι είναι ο ναζισμός, κρίνοντας από τα αποτελέσματα της εμπεδωμένης ναζιστικής κρατικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, οι ναζί δεν πολιτεύονται ως ναζί. Είναι λάθος το επιχείρημα «δεν είναι δυνατόν τόσο τα εκατό του ελληνικού λαού να ξύπνησε ένα πρωί φασίστας». Ούτε το 37% των Γερμανών που ψήφισαν Χίτλερ το 1933 ξύπνησαν φασίστες. Ούτε έγιναν όλοι τους φασίστες στην πορεία. Όμως, ένα σημαντικό τους ποσοστό σίγουρα υπέκυψε και - κυρίως - οι υπόλοιποι του έδωσαν την ανοχή τους ή γοητεύτηκαν από τις πράξεις του. Με αυτή την έννοια είναι σημαντικό να μελετήσουμε τόσο τον μη αναγώγιμο πυρήνα του φασιστικού επιχειρήματος, την ουσία του, όσο και το επιφαινόμενο, τα πολιτικά επιχειρήματα που χρησιμοποιεί την περίοδο της ανόδου του. 
Στα επόμενα θα εξετάσουμε τις ειδικές ιστορικές συνθήκες της κατάρρευσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που οδήγησαν στον ναζισμό, τις ιδεολογικές προϋποθέσεις του ναζισμού (που τις αντιγράφουν ανατριχιαστικά οι σύγχρονοι φασίστες), τα γενικά χαρακτηριστικά των φασιστικών κομμάτων και τη μεθοδολογία διείσδυσης στα λαϊκά-μικροαστικά στρώματα και θα προσπαθήσουμε να ψηλαφίσουμε το ζήτημα αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για πρώτη φορά στην ιστορία αυτής της χώρας να εμφανιστεί ένα αυθεντικό φασιστικό κίνημα.
[1] Χαρακτηριστική η ευκολία που η Χρυσή Αυγή αφήνει στην άκρη τα πιο εμφανώς ναζιστικά της σύμβολα για να τα μετατρέψει σε άλλα πιο επίκαιρα στην συγκυρία: το σύνθημα της νεολαίας τού Χίτλερ Blut und Ehre («Αίμα τιμή») γίνεται «Πατρίδα Τιμή», η ηγεσία τους αρνείται διαρρήδην τις (προφανείς) ναζιστικές αναφορές (φτάνοντας ακόμα και σε... «προδοτικές» δηλώσεις όπως «εμείς είμαστε που αντισταθήκαμε στους Γερμανούς», αλλά πάλι η προδοσία δεν είναι και κάτι νέο για τους ακροδεξιούς εν γένει...), η αλλαγή των χρωμάτων της σημαίας της Χ.Α. από κόκκινη σε γαλάζια κοκ. Η ευκολία άρνησης της ιστορίας τους έχει εν μέρει να κάνει με το γεγονός ότι ο φασιστικός συμβολισμός δεν έχει ένα ειδικό και ρητά διατυπωμένο ταξικό περιεχόμενο (όπως παράδειγμα το σφυροδρέπανο, ως η προγραμματική συμμαχία εργατιάς-αγροτιάς). Αντίθετα, το σημαντικό με τον φασιστικό συμβολισμό είναι η κενότητα προγραμματικού περιεχομένου (τι το πολιτικά συγκεκριμένο συμβολίζουν η σβάστικα, τα βέλη με το τσεκούρι ή ο μαίανδρος;). Το ιδεολογικό περιεχόμενο, έτσι κι αλλιώς, παρέχεται από τη ρευστή, αλλά πάντα αντιδραστική, αυθόρμητη ιδεολογία των υπό διαρκή απειλή μικροαστικών στρωμάτων σε συγκυρία κρίσης: τον φόβο και το μίσος, όπως αυτά τελικά αποτελούν ένα υποσύνολο της κυρίαρχης ιδεολογίας και όπως υποτάσσονται σε αυτήν. Όσο για το πολιτικό προγραμματικό περιεχόμενο, είναι γνωστό ότι τις περιβόητες «25 θέσεις» του NSDAP ο Χίτλερ τις είχε γραμμένες στα παλαιότερα των υποδημάτων του και ουδέποτε πολιτεύτηκε με βάση αυτές. Στο «ο Αγών μου» δεν αναφέρονται παρά μια μόνο φορά (και εκεί μόνο εν παρόδω) ...
[2] Ανάλυση της Τσέτκιν στο πλαίσιο συζήτησης στην 3η ολομέλεια της Διεθνούς για τον φασισμό. Η Διεθνής όχι μόνο αδιαφόρησε τότε για το φασιστικό φαινόμενο, αλλά αργότερα, όταν ο φασισμός έδειχνε πλέον τα δόντια του και στην Γερμανία, υποστήριξε την γραμμή του σοσιαλφασισμού μέχρι που ήταν πολύ αργά, το 1934. Σοσιαλφασισμός είναι η αντίληψη της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού ως των δύο πλευρών του ίδιου νομίσματος, ως αμυντικών κινήσεων του κεφαλαίου απέναντι σε ένα ανερχόμενο εργατικό κίνημα. Πρωταρχικός εχθρός των κομμουνιστικών κινημάτων, επομένως, δεν πρέπει να είναι ο φασισμός αλλά η σοσιαλδημοκρατία, η οποία πρέπει να καταστραφεί ώστε να απελευθερωθούν τα εγκλωβισμένα εκεί εργατικά στρώματα και να προχωρήσουν στην επανάσταση.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: