Ο 20ος αιώνας ξεκίνησε με ένα σαδιστικό σφαγείο σε κλίμακα που ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί: τον μεγάλο (ιμπεριαλιστικό) πόλεμο. Μια ολόκληρη γενιά Ευρωπαίων στάλθηκε από τις ηγεσίες των κρατών της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στη λάσπη των χαρακωμάτων για να βρει έναν οδυνηρό, ακίνητο και μάταιο θάνατο, φυσικό ή πνευματικό. Η ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν άντεξε τον παραλογισμό• έσπασε με την Οκτωβριανή επανάσταση. Το 1918, παρά την αποχώρηση της νεοσύστατης Σοβιετικής Δημοκρατίας από τον πόλεμο, γεγονός που έλυνε τα χέρια των Γερμανών στρατηγών στο ανατολικό μέτωπο, η κατάσταση στο εσωτερικό της Γερμανικής Αυτοκρατορίας ήταν κι αυτή κοντά στο να μπορεί να χαρακτηριστεί επαναστατική.
Μπορεί ο Κάιζερ να εγκατέλειψε τον θρόνο του τον Νοέμβριο του '18, αλλά η σχεδόν επαναστατική κατάσταση ποτέ δεν έγινε κοινωνική επανάσταση (όπως ήλπιζε ο Λένιν). Το πτώμα της Λούξεμπουργκ (που στο κάτω κάτω διαφώνησε με την κήρυξη της επανάστασης από τον Λίμπκνεχτ) στο κανάλι Landwehr του Βερολίνου τον Γενάρη του '19 ήταν κατά κάποιο τρόπο ο τελευταίος όψιμος θρίαμβος της δυναστείας των Χοεντσόλερν και ο πρώτος πρώιμος θρίαμβος των ναζί. Γιατί μπορεί η δυναστεία να μην κυβερνούσε πλέον και οι ναζί να μην είχαν ακόμα συγκροτηθεί σε κόμμα, αλλά τα Freikorps, τα δολοφονικά αποσπάσματα αποστρατευμένων στρατιωτών, συνήθως μοναρχικών απόψεων, που κατέστειλαν κτηνωδώς τις εξεγέρσεις υπό την επίβλεψη του περιβόητου Noske [1], αργότερα αποτέλεσαν τον πυρήνα των SA.
Το καλοκαίρι του 1918, λίγο πριν το τέλος του πολέμου, βρήκε τη Γερμανική Αυτοκρατορία, μια οπισθοδρομική πολιτικά αλλά ταυτόχρονα και την πιο προχωρημένη τεχνικά και οικονομικά ιμπεριαλιστική δύναμη, σε βαθιά κρίση. Από τη μια μεριά, η εξάντληση όλων των πόρων, τεχνικών και ανθρώπινων, σήμαινε ότι η Γερμανία έπρεπε να συνθηκολογήσει. Από την άλλη, ευρύτατα λαϊκά εργατικά στρώματα, τόσο στο μέτωπο και στο ναυτικό όσο και στα εργοστάσια, περίμεναν είτε τη ριζική ανατροπή της κατάστασης και βελτίωση της ζωής τους είτε (τα πιο συνειδητοποιημένα τμήματα) την επέκταση της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Γερμανία.
Οι μέρες πριν και μετά την επίσημη λήξη του πολέμου ήταν μέρες τρομερής συμπύκνωσης του ιστορικού χρόνου. Η επανάσταση κηρύχτηκε στον στόλο, στο Βερολίνο και σε άλλες πόλεις από την αριστερή αντιπολίτευση των σοσιαλδημοκρατών, χωρίς όμως να έχουν ακόμα σωρευτεί οι αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες. Η πλειοψηφία των ρεφορμιστών σοσιαλδημοκρατών προσπάθησε με νύχια και με δόντια να περιορίσει τις συνέπειες της επανάστασης, μετατρέποντας την αυτοκρατορία σε μια προοδευτική αστική δημοκρατία. Το σχέδιό τους πέτυχε, αλλά με μεγάλο και μακροπρόθεσμο κόστος. Ταυτόχρονα, ο στρατός, το σημαντικότερο προπύργιο εξουσίας της παλιάς αντιδραστικής φεουδαρχικής τάξης των αριστοκρατών γιούνκερ, στρατηγικός σύμμαχος του κεφαλαίου, προσπάθησε να αποσείσει από πάνω του τις ευθύνες για την ταπεινωτική ήττα, κατασκευάζοντας τον μύθο της «πισώπλατης μαχαιριάς», ένα επιχείρημα, δηλαδή, που έλεγε ότι η Γερμανία δεν έχασε λόγω στρατιωτικής ήττας (εξάλλου ποτέ δεν πάτησαν το πόδι τους εχθρικά στρατεύματα σε αυτοκρατορικό έδαφος), αλλά λόγω της προδοσίας στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας από τους «εβραιομπολσεβίκους», ένα επιχείρημα που αντιστρέφει την ροή της αιτιότητας: ήταν μάλλον η ήττα στο μέτωπο (ως αποτέλεσμα της βαθιάς αποτυχίας της αυτοκρατορικής στρατηγικής σε όλους τους τομείς) που έφερε την εξέγερση και όχι το αντίθετο.
Η ήττα έφερε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919 (που την υπέγραψε και την χρεώθηκε η νέα σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και όχι οι πραγματικοί υπεύθυνοι της ήττας [2]), μια πραγματικά ληστρική συμφωνία με επαχθέστατους και εκδικητικούς όρους για τις κατώτερες γερμανικές τάξεις, που επιπλέον, λόγω των βαρύτατων εδαφικών παραχωρήσεων που προέβλεπε, εκλήφθηκε από ευρύτατα στρώματα και ως εθνική προδοσία. Μεταξύ άλλων, η Γερμανία έπρεπε να πληρώνει σε χρυσό ένα τεράστιο ετήσιο ποσό ως «πολεμικές αποζημιώσεις», ποσό που ουσιαστικά θα έπεφτε στις πλάτες των λαϊκών τάξεων. Επίσης, η Γερμανία, αφού αναγνώριζε επισήμως την ευθύνη της για την έναρξη του πολέμου, έπρεπε ουσιαστικά να αφοπλιστεί και ο μικρός στρατός που θα είχε δικαίωμα να διατηρεί θα έπρεπε να είναι επαγγελματικός. Θα έπρεπε να παραδώσει ευρύτατες περιοχές στα ανατολικά στην Πολωνία. Σε ορισμένες άλλες περιοχές θα γινόταν δημοψήφισμα αυτοδιάθεσης, ενώ άλλες έμειναν υπό συμμαχική στρατιωτική κατοχή. Τέλος, θα έπρεπε επισήμως να αναγνωρίσει την ενοχή της και να παραδώσει τους εγκληματίες πολέμου (τον Κάιζερ και τους στρατηγούς), μια ακόμα σπίθα συσπείρωσης της εθνικιστικής Δεξιάς (και όχι μόνο). Είναι ενδιαφέρον, πάντως, ότι στην πραγματικότητα η Συνθήκη των Βερσαλλιών θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερη: η συνθηκολόγηση που είχε επιβάλλει ο τότε νικητής Κάιζερ στη Ρωσία, ένα χρόνο πριν, είχε πολύ πιο βαρείς όρους για τον χαμένο.
Η χώρα βρίσκεται σε συνθήκες λυσσώδους ταξικής πάλης: αλλεπάλληλες κομμουνιστικές εξεγέρσεις καταστέλλονται αιματηρά από τον στρατό ή τα Freikorps. Απεργίες σαρώνουν τη χώρα, συχνά πολιτικές (με αιτήματα λ.χ. την εθνικοποίηση των ορυχείων και των παραγωγικών μέσων). Το δεξιό πραξικόπημα του Kapp με τη βοήθεια των πιο λούμπεν από τα Freikorps, τρέπει την κυβέρνηση σε φυγή από την πρωτεύουσα, ύστερα από άρνηση του στρατού να «στρέψει τα όπλα του σε Γερμανούς» - οι χιλιάδες απεργοί εργάτες που είχαν ήδη δει τα όπλα αυτά να εκπυρσοκροτούν επάνω τους φαίνεται θα λογίζονταν ως εβραιομπολσεβίκοι [3]. Το πραξικόπημα το καταστέλλει τελικά η γενική απεργία που προκηρύσσεται αμέσως και νεκρώνει την χώρα, με αποτέλεσμα ο Kapp να διαφύγει στο εξωτερικό. Όμως, η διαδικασία σημαδεύεται από τη μακροπρόθεσμη νίκη των αντιδραστικών: αμνηστία, προαγωγή του αρχηγού του στρατού, καμιά εκκαθάριση.
Το βιομηχανικό κεφάλαιο την ίδια εποχή βρίσκεται σε φάση εξαγωγικής ανάπτυξης. Η εργατική τάξη βλέπει τη διαπραγματευτική της ισχύ να αυξάνεται, λόγω μηδενικής ανεργίας, γεγονός που το δείχνουν τόσο η σταδιακή άνοδος του ΚΚΓ όσο και οι επιτυχίες που κατέγραφαν οι διεκδικητικές απεργίες, όπως επίσης και η επιτυχία της γενικής απεργίας κατά του πραξικοπήματος Kapp. Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, προϊόν συμβιβασμού σοσιαλδημοκρατών, Κέντρου και φιλελευθέρων, είναι εντούτοις το πιο δημοκρατικό σύνταγμα της Ευρώπης, με βαθύτατες, όμως, αντιφάσεις. Η δημοκρατία βασιζόταν σε απλή αναλογική από τη μία, που βραχυκυκλωνόταν, όμως, από τις έκτακτες εξουσίες του προέδρου και τη λειψή εθνική ολοκλήρωση, με το ιδιότυπο βάρος της Πρωσίας και των δικών της, μοναρχικής καταγωγής, θεσμών στο σύνολο της χώρας. Η εργατική νομοθεσία ήταν πραγματικά πρωτοποριακή. Ο νόμος για το οκτάωρο, η κοινωνική ασφάλιση και τα επιδόματα ανεργίας από τη μία, ο νόμος για τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων από την άλλη (νόμος που δικαίως απορρίφθηκε από την αριστερή πτέρυγα, απαιτώντας πολύ ριζικότερα μέτρα), είναι η βάση για το βιομηχανικό θαύμα της Γερμανίας τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά και βρήκε μιμητές σε όλες τις ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατίες. Η κοινωνική ασφάλιση, πάλι στα χέρια της «ικανότατης» πρωσικής γραφειοκρατίας, στάθηκε ένα εκπληκτικό εργαλείο πειθάρχησης και καταστολής της εργατικής τάξης (π.χ. ποιος δικαιούται και ποιος όχι επιδόματα;). Επίσης, υπάρχει μια μοναδική άνθηση των επιστημών και των τεχνών.
Η σταδιακή οικονομική άνοδος και η αποτυχία της εξέγερσης το '19 δεν ήταν αρκετές για να καταστείλουν την επιθετική κίνηση των μαζών. Το 1921 εργατικές μάζες διεκδίκησαν την εξουσία, αν και με πραξικοπηματικού τύπου, από πάνω, ενέργειες εκ μέρους του Κ.Κ., στις ταραχές της Θουριγγίας. Η πολιτική ισχύς του προλεταριάτου αρχίζει να φθίνει: το ΚΚΓ χάνει τα μισά του μέλη. Το εκκρεμές της ιστορίας έχει ήδη αρχίσει να ταλαντώνεται προς την άλλη πλευρά. Το 1923 πέφτει η γραμμή για τις εργατικές κυβερνήσεις (συνεργασία Κ.Κ. και SPD). H γραμμή, όμως, εξειδικεύεται ως μια από τα πάνω συνεργασία, αδιαφορώντας για το κίνημα. Το κόμμα αρχίζει να αποσυνδέεται από το κίνημα με οικτρά αποτελέσματα: εμφανίζεται για παράδειγμα μια τάση για «σοσιαλσωβινισμό», δηλαδή εκμετάλλευση των αυθόρμητων εθνικιστικών ιδεολογημάτων που προκλήθηκαν από τη ληστρική συνθήκη των Βερσαλιών, ως απάντηση στην άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων. Η εισβολή των Γάλλων στη Ρουρ αυξάνει την αναταραχή.
Αν, όμως, η επανάσταση ήταν μια μεγάλη, κεφαλαιώδης μάχη που χάθηκε το '19, ο πόλεμος χάθηκε το '23. Τότε ήταν η τελευταία χρονιά που η εργατική τάξη διεκδίκησε την εξουσία, όταν ξέσπασε η τρίτη μεγάλη εργατική εξέγερση στο Αμβούργο. Η εξέγερση ήταν στην πραγματικότητα μια απόπειρα πραξικοπηματικού χαρακτήρα, με μια από τα πάνω συνωμοτική προετοιμασία. Η επιχείρηση αυτή απέδειξε την ανεπάρκειά της, όταν η εξέγερση και γενική απεργία καταστέλλεται αιματηρά για μια ακόμα φορά. Ακολούθησε, φυσικά, απαγόρευση του Κ.Κ. και κατάσταση πολιορκίας, που αίρεται το 1924. Αυτή, λοιπόν, ήταν η κρίσιμη καμπή για την ήττα της εργασίας, αφού σε όλη την υπόλοιπη περίοδο, μέχρι το τέλος, ποτέ ξανά δεν τέθηκε το θέμα της εξουσίας. Το Κ.Κ., βέβαια, αργότερα σκλήρυνε τον λόγο του και ανέβασε πάλι τα εκλογικά ποσοστά του. Ήταν, όμως, πλέον πολύ αργά και οι κατακτήσεις του κινήματος, μετά το '23 άρχισαν μία μία να παίρνονται πίσω.
Το 1927, μόλις τέσσερα χρόνια μετά αλλά πολύ πριν την κρίση, το οκτάωρο είχε πρακτικά αντικατασταθεί από 12ωρο, το μεγάλο κεφάλαιο απαιτούσε (και οι δεξιές κυβερνήσεις τού έδιναν) ιδιωτικοποιήσεις, τα λοκάουτ γενικεύτηκαν, οι απεργίες είχαν, πλέον, μόνο μισθολογικά αιτήματα. Παράλληλα, η αίσθηση της κοινωνικής διάλυσης επιτείνεται και η κοινωνική απελπισία δεν βρίσκει υποστήριξη από ταξικά προσανατολισμένη πολιτική. Η εμπέδωση της ιδεολογικής ήττας του κινήματος έκανε, πλέον, τη μορφή κράτους της Βαϊμάρης εμπόδιο για τον ιμπεριαλισμό: καμιά κυβέρνηση εκλεγμένη από απλή αναλογική δεν μπορούσε να περάσει τα μέτρα που απαιτούσε το μεγάλο κεφάλαιο, το κίνημα είχε αρκετές δυνάμεις ακόμα. Ούτε, όμως, μπορούσε να επιβάλλει στο μεγάλο κεφάλαιο φιλολαϊκά μέτρα, το κίνημα δεν ήταν αρκετά δυνατό. Το έκτακτο κράτος θα γινόταν μια αναγκαιότητα: ο φασισμός θα την κάλυπτε.
Και όχι χωρίς λόγο: παρά τον ηρωισμό του, τα λάθη και οι αριστερισμοί του κινήματος ήταν μέχρι και καταστροφικά. Η βραχύβια και σχεδόν οπερετική «σοβιετική εργατική δημοκρατία της Βαυαρίας» τον Απρίλιο του 1919 είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μια «σοβιετική εργατική δημοκρατία» σε μια αγροτική και βαθιά καθολική περιοχή, δημοκρατία κηρυγμένη από διανοούμενους της Αριστεράς, δασκάλους και εμιγκρέδες και σχεδόν χωρίς καθόλου εργάτες. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο υπουργός Εξωτερικών της κατάργησε δια νόμου το χρήμα, τηλεγραφώντας την απόφασή του στον Λένιν. Όταν ο τελευταίος απαντά, ρωτώντας αν τα «σοβιέτ» έχουν ασφαλίσει τις τράπεζες και αν έχουν κρατήσει ομήρους από την αστική τάξη, ο υπουργός απαντά ότι αυτό είναι αδύνατο, αφού η προηγούμενη κυβέρνηση έφυγε, παίρνοντας μαζί της μάλιστα και το κλειδί της τουαλέτας. Δεν είναι να απορεί κανείς που λίγο αργότερα η σοβιετική δημοκρατία συντρίφτηκε τόσο ριζικά, με τέτοιο μίσος από τα Freikorps, που η Βαυαρία όχι μόνο δεν είδε ποτέ ξανά αριστερές πολιτικές, όχι μόνο έγινε η γενέτειρα των ναζί, το κόμμα των οποίων ιδρύθηκε λίγους μήνες μετά στο Μόναχο, αλλά ακόμα και σήμερα είναι η πιο ριζικά συντηρητική από όλες τις ομόσπονδες γερμανικές δημοκρατίες.
Το γενικό πολιτικό αποτέλεσμα φαίνεται από μια λεπτομέρεια. Μέχρι το '21, η ως τότε «επανάσταση» (γιατί έτσι αναφέρονταν σε αυτή και οι δεξιοί και οι αριστεροί) έγινε «λεγόμενη επανάσταση» [4]. Οι λόγοι πίσω από την αλλαγή ορολογίας ήταν προφανώς διαφορετικοί για σοσιαλδημοκράτες και μοναρχικούς• το πολιτικό αποτέλεσμα που υποκρύπτει όμως, η ιδεολογική ήττα της αριστεράς, ήταν καταστροφικό. Και τα λάθη συνεχίστηκαν και στην αμέσως επόμενη περίοδο. Το κίνημα απέτυχε όχι μόνο στον στόχο της επανάστασης, αλλά και στους εφικτούς πολιτικούς στόχους που τέθηκαν (ή θα έπρεπε να τεθούν). Προς το τέλος της περιόδου είχαμε το παράδοξο ότι ενώ η εκλογική επιρροή του ΚΚΓ μεγάλωνε (όχι, βέβαια, τόσο γρήγορα όσο των ναζί) με τη συσπείρωση των εργατών σε συνδικάτα (και του Κ.Κ. και του SPD) να παραμένει υψηλή, το κίνημα να μην ακολουθεί το κόμμα. Ο αγώνας είχε χάσει τα πολιτικά του χαρακτηριστικά, μένοντας στις (οξύτατες βέβαια) οικονομικές διεκδικήσεις. Ταυτόχρονα, το Κ.Κ. σταδιακά μετατρεπόταν σε κόμμα ανέργων, χωρίς πραγματική παρέμβαση στους εργασιακούς χώρους και η πολιτική του άρχισε να μετατρέπεται σε πολιτική καμπάνια με υπερεπαναστατικό λόγο, αλλά μηδαμινές πραγματικές πολιτικές επιτυχίες. Η πρόταση που έγινε για αντιφασιστικό μέτωπο το '33 μένει στα χαρτιά. Μεταξύ '29 και '32 το Κ.Κ. ρίχνει 6 φορές το σύνθημα της γενικής απεργίας, αντιμετωπίζοντας, όμως, γενική αδιαφορία και απαξίωση. Παρά την εκλογική του άνοδο, ο αριθμός μελών μειωνόταν σταθερά. Η ιδεολογική κρίση του (που δεν είχε γίνει αντιληπτή ως τέτοια, το αντίθετο!), σε συνδυασμό με την κρίση της αστικής ιδεολογίας, επέτρεψε τη σταδιακή διείσδυση μικροαστικών, «υπερπεπαναστατικών» ιδεολογημάτων στην εργατική τάξη. Η προσχώρηση πολλών αναρχοσυνδικαλιστικών και «αυθορμητιστικών» συλλογικοτήτων κυρίως στους φασίστες, αλλά και στους ναζί, όπου αποτέλεσαν την αριστερή πτέρυγα (και που σφάχτηκαν το '34), είναι μόνο ένα δείγμα αυτής της μικροαστικής ιδεολογικής ηγεμονίας. Τέτοιες «υπεραριστερές» φασιστικές οργανώσεις εξακολουθούν να υπάρχουν και στην Ευρώπη και εδώ σήμερα και, ενδεχομένως, οι μειοψηφικές οργανώσεις του είδους να παίξουν και αυτές τον ρόλο τους ως το «συνεπές» αντισυστημικό τμήμα του ενδεχόμενου φασιστικού κινήματος στο μέλλον.
Αλλά η κυριότερη ανεπάρκεια του Κ.Κ. στον δρόμο για τον ναζισμό ήταν η γραμμή του σοσιαλφασισμού, της προτεραιότητας της πάλης με τη σοσιαλδημοκρατία, γραμμή που συνοψίζεται ως «μετά την πτώση της σοσιαλδημοκρατίας, θα μείνουν μόνο οι φασίστες κι εμείς• άρα, μόνον εμείς». Η γραμμή αυτή ήταν καταστροφική, δεδομένου ότι το Κ.Κ. δεν αδιαφόρησε μόνο για από τα πάνω συνεργασίες με το SPD, αλλά κυρίως για τις εργατικές μάζες που ήταν παγιδευμένες σε αυτό, θεωρώντας τες οριστικά χαμένες και επομένως αδιαφορώντας για την πολιτική και συνδικαλιστική δράση του μεγαλύτερου μέρους της εργατικής τάξης. Φαίνεται ότι η ηγεσία πίστευε ότι τα μέλη του κόμματος φυτρώνουν στα δέντρα. Και όχι μόνο αυτό: διακηρύσσοντας την επικείμενη δικτατορία του προλεταριάτου, αδιαφόρησε για γραμμή μαζών, αφού η επανάσταση όπου να 'ναι θα ερχόταν από μόνη της, λόγω της επικείμενης κρίσης. Η έλλειψη πολιτικών συμμαχιών με τα πληττόμενα μικροαστικά στρώματα (την κινηματική βάση του φασισμού) στοίχισε πολύ. Και επιπλέον, το κόμμα αδιαφόρησε παγερά και για την κατάσταση της αγροτιάς, που το «εκδικήθηκε», αποτελώντας τη μεγάλη εκλογική δεξαμενή του Χίτλερ.
Οι με σοσιαλδημοκρατική ηγεμονία κυβερνήσεις της πρώτης περιόδου της δημοκρατίας βρίσκονταν διαρκώς μεταξύ σφύρας και άκμονος, συντετριμμένες διαρκώς από τις αντιφάσεις τους. Το SPD (η σοσιαλδημοκρατία) ήταν το μεγαλύτερο κόμμα της εργατικής τάξης, με μαρξιστική αναφορά και με βάση οργανωμένη στο συνδικαλιστικό κίνημα, ενίοτε ιδιαίτερα μαχητική, με την ειδική λειτουργία του συμβιβασμού των αστικών συμφερόντων με τα εργατικά. Η λειτουργία αυτή δεν επιτυγχάνεται εργαλειακά (η σοσιαλδημοκρατία ως ένα εργαλείο στα χέρια της αστικής τάξης που κάνει ό,τι συμφέρει την τελευταία), γιατί έτσι κινδυνεύει να αυτοακυρωθεί (όπως συμβαίνει τελευταία με τις ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατίες), χάνοντας την υποστήριξη της εργατικής της βάσης. Η λειτουργία της, επομένως, βασιζόταν σε μια σειρά από πραγματικούς, αν και ακροβατικούς, συμβιβασμούς. Από τη μια υπερασπιζόταν τη συνταγματική τάξη και την αστική δημοκρατία (που εν πολλοίς ήταν δικό της έργο, πληρωμένο, μάλιστα, με το αίμα κομμουνιστών), μια δημοκρατία που σχεδόν κανένας άλλος δεν θα υπερασπιζόταν, αλλά από την άλλη μεριά την κρίσιμη στιγμή δεν είχε τρόπο να καταφύγει στην εργατική τάξη και το κίνημα, του οποίου ήταν διαρκώς σε όλη αυτήν την περίοδο ο κυριότερος πολιτικός εκπρόσωπος, λόγω του προφανούς κινδύνου ανατροπής της αστικής δημοκρατίας προς όφελος του σοσιαλισμού, ενδεχόμενου που οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες φοβόντουσαν διαρκώς. Επιπλέον, σε αυτούς έπεφτε ο κλήρος να σεβαστούν τις «διεθνείς υποχρεώσεις» της Γερμανίας από τη μία, αλλά από την άλλη δεν μπορούσαν βέβαια να ρίξουν τα βάρη για τη συμφωνία των Βερσαλλιών στην πολύ ωφελημένη από την συγκυρία της ήττας αστική τάξη και τη φεουδαρχική της σύμμαχο. Τέλος, η ισχυρή εργατική τους υποστήριξη είχε να κάνει με τη σύνδεσή τους με πολιτικές που ευνόησαν την ανάπτυξη μερικών από τα πιο δυναμικά τμήματα του εξαγωγικού βιομηχανικού κεφαλαίου (στο οποίο «ανήκε» και το αντίστοιχο προλεταριάτο): σε όλη την περίοδο της Βαϊμάρης, ακόμα και όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν περιελάμβανε σοσιαλδημοκράτες, η Πρωσία, η πιο βιομηχανική ομόσπονδη δημοκρατία με το «κόκκινο Βερολίνο» και το βιομηχανικό Ρουρ, έμεινε σταθερά σοσιαλδημοκρατική, μέχρι έξι μήνες από το τέλος.
Η αφασία της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στην άνοδο του φασισμού και οι σοβαρότατες ευθύνες της (αφού εξακολουθούσε να είναι η μαζικότερη εργατικής βάσης πολιτική οργάνωση) απορρέουν από τη διαρκή συμπόρευσή της με το μεσαίο κεφάλαιο, τη στιγμή που το μεγάλο κεφάλαιο δεν την ήθελε πλέον, ούτε αυτήν ούτε κανενός είδους συνεργασία με την εργασία. Το μεγάλο κεφάλαιο ουδέποτε έγινε σοσιαλδημοκρατικό, γεγονός που εξηγεί και την αμοιβαία αλληλοαποκλειόμενη κοινωνική λειτουργία φασισμού και σοσιαλδημοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κάουτσκι, ηγετικό στέλεχος όλη αυτή την περίοδο της αριστερής πτέρυγας του SPD, είχε προτείνει τη συμμαχία προλεταριάτου και βιομηχανικού κεφαλαίου (ειδικότερα του μεσαίου κεφαλαίου) ενάντια στο μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο. Η θέση αυτή του Κάουτσκι στην πραγματικότητα διαμόρφωσε σε βάθος χρόνου τις σοσιαλδημοκρατικές-κεϊνσιανές πολιτικές του 20ού αιώνα. Ακόμα και σήμερα, οι θέσεις που ακούγονται συχνά περί «καπιταλισμού καζίνο», σύμφωνα με τις οποίες η κρίση οφείλεται στο «κακό» τραπεζικό κεφάλαιο που με τα τεράστια χρέη του «πνίγει» το βιομηχανικό, «παραγωγικό» κεφάλαιο, έλκουν την μακρινή τους καταγωγή από τη σοσιαλδημοκρατία της Βαϊμάρης.
Διχασμένη και αντιφατική, η σοσιαλδημοκρατία δεν έκανε ούτε καν αυτά που θα μπορούσε να είχε κάνει για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Ακολούθησε μια διαρκή πολιτική κατευνασμού (Tolerierungspolitik), χωρίς ποτέ να θίξει τους κρατικούς μηχανισμούς, ακόμα και όταν αυτοί πυροβολούσαν τις απεργίες. Δεν αποφάσιζε διαδηλώσεις για να μην προκαλέσει. Δεν χρησιμοποίησε ποτέ τη λαϊκή πολιτοφυλακή που είχε συγκροτήσει. Δεν συναίνεσε στην καθυστερημένη πρόταση (1933!) για συγκρότηση αντιφασιστικού μετώπου (αν και ομολογουμένως θα ήταν δύσκολο να το κάνει με αυτούς που την αποκαλούσαν σοσιαλφασιστική). Και στο τέλος, ψήφισε για πρόεδρο τον αντιδραστικό Χίντεμπουργκ για να μην γίνει πρόεδρος ο Χίτλερ και, σεβόμενη τους θεσμούς, δεν αντέδρασε ποτέ στα αλλεπάλληλα «θεσμικά» πραξικοπηματα που έγιναν με τη συναίνεση του ψηφισμένου προέδρου. Οι ευθύνες της είναι σαφώς μεγαλύτερες από τις ευθύνες του Κ.Κ.
Η περίοδος της Βαϊμάρης χαρακτηρίζεται επομένως από διαρκή ασταθή ισορροπία στο πολιτικό επίπεδο. Οι ανταγωνισμοί μεταξύ των αστικών κομμάτων έφτασαν σε ένα πολύ οξύ επίπεδο, ενίοτε στα όρια του καταστροφικού. Προς το τέλος της περιόδου είναι πλέον σαφής η κρίση ηγεμονίας του άρχοντος συγκροτήματος, του ταξικού συνασπισμού που κυβερνούσε: οι εσωτερικές αντιφάσεις μεταξύ των μερίδων της αστικής τάξης εκδηλώνονταν με την κρίση εκπροσώπησης. Η κατάσταση επέτρεψε τη δημιουργία και επέκταση ημιαυτόνομων δικτύων και ομάδων πίεσης που διάβρωσαν τη λειτουργία του κράτους και τον ρόλο των κομμάτων σε αυτό: οι παραστρατιωτικές ομάδες που φτιάχτηκαν για την άμεση καταπολέμηση της επανάστασης είχαν αποκτήσει μια σχεδόν ανεξάρτητη δυναμική στην άσκηση της εξουσίας, ειδικά στις πόλεις (γειτονιά, συνοικία). Μερικές από αυτές (όχι τα ναζιστικά παραστρατιωτικά) ήταν στην πραγματικότητα ιδιωτικοί στρατοί συγκεκριμένων μονοπωλίων, με άμεση οικονομική υπαγωγή σε αυτά και μηχανισμός άσκησης πολιτικής από αυτά. Επίσης, υπήρξε μια ισχυρή αύξηση του ρόλου του ίδιου του κρατικού μηχανισμού που, τρόπον τινά, σταμάτησε να υπακούει στην κυβέρνηση ή υπάκουε μόνο εν μέρει, μεταφέροντας απευθείας την εξουσία στον κρατικό μηχανισμό. Παρατηρήθηκε, δηλαδή, μια ιδιότυπη κατάσταση σχεδόν «δυαδικής» ή παράλληλης εξουσίας.
Ένα τελευταίο σημείο για τις πολιτικές διεργασίες της δημοκρατίας είναι το ζήτημα του κρατικού μηχανισμού. Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις, μπλεγμένες με τις αντιφάσεις τους, ουδέποτε κατάφεραν να επιβάλλουν τις απαραίτητες, από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων, μεταρρυθμίσεις στον «αποτελεσματικό» (όπως ήταν η κοινή πεποίθηση των αρχουσών τάξεων) στρατιωτικοποιημένο και ακραία αυταρχικό κρατικό μηχανισμό. Η αριστερή πτέρυγα, αναμένοντας τον μαρασμό του μετά την επανάσταση, ουδέποτε πίεσε για δημοκρατικού τύπου αλλαγές που θα βοηθούσαν τον αγώνα της. Η κρατική ιεραρχία, που στα ανώτερα κλιμάκια ήταν επανδρωμένη από γιούνκερ φεουδάρχες, ειδικά στον στρατό και τη δικαιοσύνη, ποτέ δεν ξέχασε την ταξική της θέση. Σαμποτάρισε συστηματικά τις όποιες μεταρρυθμιστικές αλλαγές, εκτέλεσε όσους κατηγορήθηκαν ως κομμουνιστές που συμμετείχαν σε εξεγέρσεις και απελευθέρωσε όσους σκότωναν κομμουνιστές (ενίοτε, μάλιστα, επιτρέποντάς τους να μετατρέψουν τη δίκη τους σε βήμα προπαγάνδας, όπως στον ίδιο τον Χίτλερ). Το αντιδραστικό κράτος δέχτηκε μια χαρά τη συμπόρευση με τα Freikorps και έγινε η βάση για τη σύμπηξη συμμαχιών με τους ναζί. Η σκληρά ιεραρχική και αντιδημοκρατική του δομή δέχτηκε με φυσικό τρόπο τη μετάβαση στο ιεραρχικό μοντέλο της Fuhrerprizip, του φυτέματος δηλαδή στην κορυφή ενός ναζιστή γκαουλάϊτερ που αποφάσιζε για τα πάντα και έλεγχε τα πάντα. Τέλος, χρησιμοποιήθηκε συστηματικά ως μηχανισμός καταστολής της εργατικής τάξης, διανέμοντας κατά το δοκούν και εκβιαστικά τα επιδόματα ανεργίας και διάφορα άλλα κοινωνικά επιδόματα, τα οποία είχαν πρωτοποριακά θεσπίσει οι σοσιαλδημοκράτες.
[1] Σοσιαλδημοκράτης υπουργός της πρώτης μεταπολεμικής δημοκρατικής κυβέρνησης. Η άθλια, προδοτική, κατασταλτική πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας, την περίοδο εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αναμφίβολα συντέλεσε τα μέγιστα στην ανοιχτή εχθρότητα των κομμουνιστών απέναντί τους όλη την περίοδο της δημοκρατίας. Εντούτοις δεν ήταν αυτή η αιτία της γραμμής του σοσιαλφασισμού.
[2] Είναι χαρακτηριστικό εδώ ότι στην κρίσιμη ψηφοφορία στο Ράιχσταγκ, η πλάστιγγα έγειρε υπέρ της υπερψήφισης της ταπεινωτικής συνθήκης ύστερα από τη γνωμοδότηση του αρχηγού του Επιτελείου Στρατού, ενός αντιδραστικού ευγενούς, από αυτούς που έβαλαν την Αυτοκρατορία στον πόλεμο, ο οποίος επιχειρηματολόγησε ότι σε περίπτωση μη υπογραφής η Γερμανία δεν θα μπορούσε να αμυνθεί αν οι σύμμαχοι εισέβαλαν. Αυτός εισηγήθηκε, οι σοσιαλδημοκράτες το «έχαψαν», η κυβέρνηση το χρεώθηκε. Είναι, επίσης, ενδεικτικό της στάσης της σοσιαλδημοκρατίας, ότι ενώ είχε πλέον στα χέρια της μέσω του «αποστάτη» (όπως τον αποκάλεσε ο Λένιν) Κάουτσκι τα πλήρη αρχεία του γερμανικού και του αυστρουγγρικού Υπουργείου Εξωτερικών που έδειχναν καθαρά τις ευθύνες των δύο τυχοδιωκτικών αυτοκρατορικών καθεστώτων για την έναρξη του πολέμου, δεν τόλμησε να τα δημοσιοποιήσει και να καταγγείλει έτσι τις αντιδραστικές άρχουσες τάξεις, αλλά τα κράτησε μυστικά, προστατεύοντάς τες. Η δικαιολογία ήταν ότι αν τα δημοσιοποιούσαν, οι σύμμαχοι θα έβαζαν ακόμα βαρύτερους όρους στη συνθήκη. Ο έτερος ρεφορμιστής (που επίσης συγκέντρωσε τα πυρά του Λένιν), ο Μπέρνσταιν, υπέρμαχος αυτός της δημοσιοποίησης των ντοκουμέντων, κατηγορήθηκε για σύμμαχος των ξένων ιμπεριαλιστών. Στη Δεξιά, εκτός από τον μύθο του πισώπλατου μαχαιρώματος, είχε έτσι προσφερθεί στο πιάτο και ο μύθος της «αθωότητας», ότι δηλαδή η αντιδραστική αυτοκρατορική Γερμανία δεν είχε ευθύνες για το ξέσπασμα του πολέμου. Η σοσιαλδημοκρατία είχε για μια φορά ακόμα συμπιεστεί μεταξύ δύο εχθρών προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσά τους...
[3] Τον Μάρτιο του '19, ο Νόσκε είχε εκδώσει μια διαταγή που έλεγε: «οποιοσδήποτε φέρει όπλο και το στρέφει κατά των ενόπλων δυνάμεων θα πυροβολείται επί τόπου». Μόνο στις ταραχές του Μαρτίου του '19 και μόνο στο Βερολίνο, υπήρξαν τουλάχιστον 1.000 νεκροί διαδηλωτές.
[4] Το ότι μια τέτοια μετατόπιση υποκρύπτει κάτι σημαντικό, μπορεί να φωτιστεί από αντίστοιχα δικά μας παραδείγματα. Η Δεξιά σταμάτησε να αποκαλεί την χούντα «επανάσταση». Η ΝΔ έχει υιοθετήσει την ορολογία «λαθρομετανάστες» της Χ.Α.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου