Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Ο τελευταίος σοσιαλδημοκράτης





του Σπύρου Μαρκέτου
Στον ιστορικό και δημόσιο διανοούμενο Τόνυ Τζαντ, που πέθανε πρόσφατα, ταίριαζαν οι χαρακτηρισμοί με τους οποίους ο ίδιος περιγράφει το ίνδαλμά του, τον Άρθουρ Καίσλερ: πνευματώδης και διασκεδαστικός, γενναίος και αντισυμβατικός, μανιακός αντικομμουνιστής, όχι ιδιαίτερα δημοφιλής αλλά για τους φίλους του πολύτιμος, ξεσήκωνε θύελλες στο πέρασμά του –“αλλά ακριβώς γι’ αυτό υπάρχουν οι διανοούμενοι”- έβλεπε πολλά πράγματα σωστά και τα έβλεπε πριν από πολλούς άλλους. Μάλιστα, όπως λέει για τον Καίσλερ, αλλά θα μπορούσε να μιλά και για τον εαυτό του, “πίσω από τις κρίσεις οργής και τους καυγάδες, πέρα από τη βιαιότητα και τη θηρευτική σεξουαλικότητα, τις εκκεντρικότητες και την πολυπραγμοσύνη, μοιάζει να υπήρχε ένα σταθερό ρεύμα ηθικής μέριμνας και πολιτικής οξυδέρκειας που χάρισε στα καλύτερα γραπτά του μια λάμψη καθόλου πρόσκαιρη”.[1] Πουθενά δεν υποστηρίζει πάντως ότι ο Καίσλερ, που ανάμεσα στις πολλές του ασχολίες έγραψε και βιβλία με ιστορικές φιλοδοξίες, ήταν μεγάλος ιστορικός.

Όπως ο Καίσλερ, έτσι και ο Τζαντ ήταν ασυνήθιστα γενναίος για διανοούμενος, τόσο στην προσωπική του ζωή όσο και στις πολιτικές του τοποθετήσεις. Αντιμετώπισε την άσχημη αρώστια του με κουράγιο, τόνισε εύγλωττα την ευθύνη που έχουν οι άνθρωποι του πνεύματος για τη διαμόρφωση της δημόσιας κουλτούρας, υπερασπίστηκε την αξία της ισότητας, διέγνωσε έγκαιρα την παγίωση της ανισότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έδωσε απεγνωσμένες μάχες ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, κατακεραύνωσε τον αμερικανικό μιλιταρισμό, και στηλίτευσε την αυταρχική και αντιδημοκρατική ροπή των σύγχρονων κρατών που αυτοδικαιολογούνται με αγοραίες καταγγελίες της ‘τρομοκρατίας’. Έδειξε μάλιστα πως η γλώσσα των εξουσιαστών και των ημιδιανοούμενων παπαγάλων τους περί ‘τρομοκρατίας’ δεν είναι απλώς ξύλινη και παραπλανητική, αλλά και μας εμποδίζει να σκεφτούμε την τραγική ύπαρξη, στον κόσμο μας, του κακού –ο Τζαντ ήταν ένας από τους στοχαστές που δεν φοβούνταν να μιλήσουν για καλό και κακό. Ακόμη, χάρισε αξέχαστα παρατσούκλια σε δικαίους και αδίκους (ο Τόνυ Μπλαιρ ήταν “ο πλαστικός νάνος στον αγγλικό Κήπο της Λήθης”)[2] και, τέλος, τιμώντας τις αρχές του εγκατέλειψε την υπόθεση του Ισραήλ, στην οποία είχε στρατευτεί νέος, για να υπερασπιστεί τη δημιουργία ενός ενιαίου και δημοκρατικού κράτους στην Παλαιστίνη.

Τούτη η τελευταία πλευρά της δραστηριότητάς του έγινε η πιο γνωστή στη χώρα μας. Ο Τζαντ, δείχνοντας αληθινό πείσμα, μίλησε με τις σωστές λέξεις για τον γολγοθά των παλαιστίνιων και, βάζοντας στη θέση τους κάποιους γκαιμπελίσκους που ταυτίζουν την κριτική στο Ισραήλ με τον αντισημιτισμό, βοήθησε ν’ ανοίξει στη Δύση και ιδίως στις ΗΠΑ ένα πολύτιμο πεδίο κριτικού λόγου.[3] Η ριζοσπαστική αριστερά ανέδειξε αυτήν ακριβώς την όψη της δράσης του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το οξυδερκές και παθιασμένο του άρθρο που δημοσίευσε πρόσφατα ο Δρόμος,[4] ενώ στις μεταξύ τους συζητήσεις οι προοδευτικοί ιστορικοί στάθηκαν λίγο περισσότερο στις πραγματικές αδυναμίες του έργου του. Για παράδειγμα, η Νένη Πανουργιά επισήμανε τις ατεκμηρίωτες αναφορές στην ελληνική ιστορία που έχει το πιο φιλόδοξο βιβλίο του, ο Μεταπόλεμος –αλλά γι’ αυτό, αργότερα. Διχασμένο εμφανίστηκε και το αντίπαλο στρατόπεδο. Κάποιος ταλαίπωρος σιωνιστής, που καταφέρνει να είναι συνάμα και φανατικός έλληνας εθνικιστής, τον κάρφωσε ότι δεν έδειξε τον δέοντα σεβασμό στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, ενώ αντίθετα ένας παντογνώστης πολιτικός επιστήμονας τον ύμνησε άμετρα και προσπάθησε, δίκην γκρούπη, να δανειστεί λίγη από την αίγλη του διαφημίζοντας κάποια επαγγελματική τους συνεργασία. Με δυο λόγια, ένα κομφούζιο.

Ωστόσο αν αρκετές του ιδέες ηχούν ριζοσπαστικές σήμερα, που κάθε τι το αριστερό καταγγέλλεται σαν αριστερισμός, και αν ο Τζαντ ήταν πράγματι αριστερός με την έννοια ότι πρόβαλλε ανυποχώρητα τις αξίες της ισότητας και της ελευθερίας, πάντως ριζοσπάστης δεν ήταν. Τού άρεσε να μιλά για την αριστερά σαν συντηρητική δύναμη, σαν ένα γερό φράγμα που θ’ αντισταθεί στην παλίρροια της επερχόμενης ανισότητας, κι έμεινε στρατευμένος, τις τελευταίες δύσκολες δεκαετίες, στη σοσιαλδημοκρατία του καιρού της νιότης του, η οποία ωστόσο στο μεταξύ είχε δύσει. Τούτη η πολιτική του επιλογή ήταν αλληλένδετη με την ανάγνωση που έκανε, ως ιστορικός, του εικοστού αιώνα και των ριζοσπαστικών κινημάτων, και τα αδιέξοδα της πρώτης σίγουρα συνδέονταν με κάποιες πτυχές της δεύτερης. Η σοσιαλιστική αλλ’ αντικομμουνιστική αριστερά –φρούτο αρκετά σπάνιο στη χώρα μας, όπου ο σοσιαλισμός μαζικοποιήθηκε και ρίζωσε κάτω από τη σκέπη της Τρίτης Διεθνούς- ήταν, για τον Τζαντ, το σπίτι του. Όπως περιγράφει ο ίδιος,

Ανατράφηκα μαρξιστής. Σήμερα αυτό δεν είναι κάτι για να το καυχιέσαι, αλλά είχε και τα θετικά του. Γονείς και παπούδες και γιαγιάδες ήταν ποτισμένοι απ’ όλες τις αντιλήψεις κι εν μέρει και από την πίστη που είχε διαμορφώσει το ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κίνημα στις καλύτερες ημέρες του. Καθώς η οικογένειά μου προερχόταν από εκείνο τον κλάδο του ανατολικοευρωπαϊκού εβραϊσμού που είχε ασπαστεί τη σοσιαλδημοκρατία και τη Μπουντ (την εβραϊκή εργατική οργάνωση Ρωσίας και Πολωνίας αρχές του εικοστού αιώνα) ήταν μέχρι το μεδούλι αντικομμουνιστική. Στα μάτια της ο μπολσεβικισμός δεν ήταν μόνο δικτατορία, αλλά και παρωδία του μαρξισμού –εξίσου σοβαρή κατηγορία και αυτή. Όταν πια πήγα στο πανεπιστήμιο είχα συστηματικά μπολιαστεί με όλα τα κλασικά κείμενα του δέκατου ένατου αιώνα, κι έτσι είχα αποκτήσει ανοσία απέναντι στον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχονταν τις μαρξιστικές αποκαλύψεις οι άλλοι πρωτοετείς, με τα μάτια ανοιγμένα διάπλατα, που τις ανακάλυπταν για πρώτη φορά.[5]

Μια τέτοια σύνδεση του αντικομμουνισμού με τη σοσιαλδημοκρατία και τη Μπουντ δεν ηχεί ολότελα πειστική –στο κάτω κάτω, την ίδια προέλευση είχαν και πάρα πολλοί μπολσεβίκοι, ή ο Αβραάμ Μπεναρόγια και οι άλλοι σεφαρδίτες που έστησαν τη Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη κι έπειτα το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας, πρόδρομο του ΚΚΕ. Και σ’ όλο τον κόσμο ένα μεγάλο κομάτι της σοσιαλδημοκρατικής και της μη μαρξιστικής αριστεράς, ιδίως στη βάση της, πάγια έριχνε γέφυρες προς την ΕΣΣΔ και την Τρίτη Διεθνή, και άλλωστε ο σοσιαλισμός δεν είχε διασπαστεί το 1917, αλλά ήδη από το 1914 σε εθνική βάση, όταν οι εθνικές ηγεσίες του υποστήριξαν τη φιλοπόλεμη πολιτική των κρατών τους· μετά απ’ αυτό η Δεύτερη Διεθνής ποτέ δεν ξαναζωντάνεψε, αλλά πήρε την κατιούσα, ώσπου μετατράπηκε πια στις ημέρες μας σε φάρσα, στα χέρια του Παπανδρέου και του ισραηλινού κολλητού του. Χώρια που και κομμουνισμός δεν σήμαινε αναγκαστικά, ούτε τότε ούτε αργότερα, υποστήριξη του Στάλιν.[6] Ο Τζαντ λοιπόν προβάλλει εδώ τη δική του ιδεοληπτική επιλογή σ’ έναν ευρύτερο πολιτικό χώρο, για τον οποίο ο αντικομμουνισμός δεν ήταν αυτονόητος. Και γενικότερα αποφεύγει ν’ αναμετρηθεί με τη νεότερη ριζοσπαστική σκέψη, συμπεριλαμβανομένης της κομμουνιστικής, και όποτε το κάνει διαλέγει μάλλον εύκολους στόχους. Αλλά γι’ αυτά θα μιλήσουμε παρακάτω.

Προτού γίνει δημόσιος διανοούμενος, ο Τζαντ είχε αναδειχτεί σ’ έναν από τους εξέχοντες ιστορικούς της νεότερης και σύγχρονης Ευρώπης στην Αμερική. Και από εκεί, έγινε γνωστός στην Ευρώπη. Δεν ξέρω με ποιά κριτήρια χαρακτηρίστηκε «ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους ιστορικούς”, και το τελευταίο ιστορικό του έργο, ο Μεταπόλεμος, “το κορυφαίο ίσως βιβλίο για τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή ιστορία”.[7] Το σίγουρο είναι ότι είχε εμπεριστατωμένη άποψη για τα σημαντικά προβλήματα και την έκφραζε δημόσια, με πάθος, παρρησία και στυλ. Αυτή τον βοήθησε, για παράδειγμα, να δει από τους πρώτους πως η πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ λιγότερο θελκτική από τις διαφημίσεις της.[8] Από την άλλη μεριά, και μολονότι είχε στενή επαφή με τη γαλλική παιδεία, ελάχιστα επηρεάστηκε στη θεματολογία και τη μεθοδολογία του από την επανάσταση των Αννάλ.

Ο Μεταπόλεμος[9] είναι το πιο ώριμο και φιλόδοξό του έργο, από το οποίο προφανώς και ο ίδιος ο Τζαντ θα ήθελε μάλλον να κριθεί, και όπου φαίνεται καλύτερα ο τρόπος που διάβαζε την ιστορία. Έγινε δεκτός με διθυράμβους, γενικά πιο σοβαρούς από αυτόν που μόλις προηγουμένως ακούσαμε, και οι αρετές του είναι πράγματι πολλές. Γραμένος σε άμεσο και προσωπικό ύφος, με ηθικό οίστρο που αντισταθμίζεται πάντως από συναρπαστικές περιγραφές και γερές δόσεις ξερού χιούμορ, διαβάστηκε και διαβάζεται ευχάριστα από ειδικούς και μη, ιδίως από το φιλελεύθερο καλλιεργημένο αγγλοσαξωνικό κοινό στο οποίο πρώτα πρώτα απευθυνόταν και του οποίου τις αντικομμουνιστικές προκαταλήψεις σε μεγάλο βαθμό απηχούσε. Ευρύτατος στη σύλληψή του και στηριγμένος σε εκτενέστατη έρευνα, σαφής στις απόψεις του, γεμάτος καλοδιαλεγμένες εικόνες που αναδεικνύουν με πάθος και ζωντάνια το διανοητικό κλίμα των καιρών που περιγράφει και τις ψυχολογικές τους διεργασίες, είναι οργανωμένος γύρω από κεντρικές ιδέες με τις οποίες μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί κανείς, αλλά πάντως τις καταλαβαίνει. Η αδιάκοπη ηθικολογία του συγγραφέα περιστασιακά κουράζει, αλλά είναι φανερό ότι στηρίζει την οργάνωση ολόκληρης της αφήγησης. Αποτυπώνεται χαρακτηριστικά σ’ ένα από τα δυνατότερα κεφάλαια του βιβλίου, για την αποναζιστικοποίηση στη μεταπολεμική Γερμανία, που οι σκηνές του, ακριβώς επειδή έμμεσα παραπέμπουν στο σήμερα, καρφώνονται στη μνήμη. Αναφέρει τα ερωτηματολόγια για τη δράση των γερμανών επί ναζισμού, που μοιράστηκαν τότε μαζικά από τους Συμμάχους και «αντιμετωπίστηκαν με κοροϊδίες».

Αν κατάφεραν κάτι, ήταν κυρίως να ξεπλύνουν διάφορους ύποπτους, βοηθώντας τους να πάρουν πιστοποιητικά καλού χαρακτήρα (τα λεγόμενα «πιστοποιητικά Περσίλ»). Η επανεκπαίδευση είχε σίγουρα περιορισμένη απήχηση. Ήταν ένα πράγμα να βάζεις τους γερμανούς να παρακολουθούν ντοκυμανταίρ, και τελείως άλλο πράγμα να τους κάνεις να δουν, πόσο μάλλον να σκεφτούν γι’ αυτά που έβλεπαν. Πολλά χρόνια αργότερα, ο συγγραφέας Στέφαν Χέρμλιν περιέγραφε τη σκηνή σ’ ένα σινεμά της Φραγκφούρτης, όπου οι γερμανοί έπρεπε να παρακολουθήσουν ντοκυμανταίρ για το Νταχάου και το Μπούχενβαλντ προτού παραλάβουν τα δελτία σίτισής τους. «Στο μισόφωτο του προβολέα, μπορούσα να δω πως απ’ την αρχή του φιλμ ο περισσότερος κόσμος γύριζε αλλού το πρόσωπό του και δεν κοίταζε την οθόνη προτού τελειώσει το έργο. Σήμερα σκέφτομαι πως αυτό το γυρισμένο αλλού πρόσωπο ήταν η στάση πολλών πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων [...] Ο άτυχος λαός στον οποίο ανήκα ήταν συναισθηματικός και συνάμα πορωμένος. Δεν τον ένοιαζαν τα συγκλονιστικά γεγονότα, δεν ήθελε κανένα γνώθι σαυτόν».[10]

Το πρόβλημα με τους ηθικολόγους είναι ότι συχνά φτιάχνουν μια εικόνα του κόσμου στα μέτρα τους και χρησιμοποιούν διπλά κριτήρια, άλλα για την καλή πλευρά και άλλα για την κακή. Ο Τόνυ Τζαντ, ένας από τους λίγους ιστορικούς που επαναλαμβάνουν κατά κόρον αυτές τις δυο βαρειές λέξεις,[11] δεν είχε αμφιβολίες για το ποιά ήταν η καλή και η κακή πλευρά στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ζωής κατά το μεγαλύτερο μέρος του μεταπολέμου, στον Ψυχρό Πόλεμο. Καλή ήταν η Δύση, κακοί οι σοβιετικοί. Αλλά στον Μεταπόλεμο λάμπουν με την απουσία τους τα περιστατικά που θολώνουν αυτή την εικόνα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ελληνικό Εμφύλιο, στον οποίο δεν αφιερώνεται ούτε μια από τις σχεδόν χίλιες σελίδες του βιβλίου. Μολονότι ήταν ο ένας από τους δυο εμφύλιους της μεταπολεμικής Ευρώπης –ο άλλος, της Γιουγκοσλαβίας, καλύπτει μισό κεφάλαιο- και πολλαπλά σημαντικός για την πορεία της ηπείρου, απλώς ξεχνιέται, όπως άλλωστε και το Δόγμα Τρούμαν, που γεννήθηκε μ’ αφορμή του. Oύτε και αναφέρονται πολιτικά και πολιτισμικά δεδομένα που χωρίς αυτά είναι ακατανόητα τα γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών, όπως η υπονόμευση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών από την ΣΙΑ με το διαβόητο πρόγραμμα Stay Behind. Υπαινικτικά μόνον παρουσιάζεται ο ρόλος των αμερικανικών υπηρεσιών στη χειραγώγηση της ευρωπαϊκής διανόησης, που τόσο αναλυτικά και γλαφυρά περιγράφηκε από την Φράνσες Στόνορ Σώντερς.[12] Ο βρετανοαργεντινός πόλεμος του 1983, για να φέρουμε ένα τελευταίο παράδειγμα, στον οποίο η Μάργκαρετ Θάτσερ λίγο έλειψε να ρίξει πυρηνικά στο Μπουένος Άιρες, δεν πιάνει παραπάνω από μισή γραμμή του βιβλίου. Αν κατά βάθος οι διαφορές μεταξύ ‘ολοκληρωτικής’ Ανατολής και ‘φιλελεύθερης’ Δύσης ήταν μικρότερες απ’ ό,τι φαινόταν στην επιφάνεια, ο Μεταπόλεμος δεν μας αφήνει κάν να υποπτευθούμε τίποτε τέτοιο.[13]

Οι λίγες αναφορές του Τζαντ στην Ελλάδα, ατεκμηρίωτες (δεν αντιστοιχούν στη βιβλιογραφία που δίνεται στο τέλος του βιβλίου) και γεμάτες λάθη, απηχούν τις προκαταλήψεις του και δίνουν την εντύπωση πως η ιστορία μας δεν απουσιάζει τυχαία από την αφήγησή του, αλλά μάλλον επειδή από αρκετές απόψεις την υπονομεύει. Ωστόσο τούτο το πρόβλημα, λυπηρό βέβαια, δεν είναι το κυριότερο. Σε σχέση με την Ελλάδα και γενικά τον ευρωπαϊκό νότο ο Τζαντ πιάνεται αδιάβαστος, αλλά οι σχετικές σελίδες, που προστέθηκαν απλώς επειδή χρειαζόταν να κλείσουν μερικές τρύπες της ιστορίας του, δεν αντιπροσωπεύουν το γενικότερο επίπεδο του έργου του, ούτε από μόνες τους ακυρώνουν τα ευρύτερα επιχειρήματά του. Λίγο λιγότερο ασήμαντες είναι και οι λαθροχειρίες ή αβλεψίες που αναφέραμε αμέσως προηγουμένως. Άλλες είναι, κατά τη γνώμη μου, οι σημαντικότερες ελλείψεις, και πρώτα πρώτα η επιμελημένη του προσπάθεια να μην κάνει τον παραμικρό υπαινιγμό σ’ ο,τιδήποτε θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι συνδέεται με το φαινόμενο που άλλος κόσμος ονομάζει πάλη των τάξεων, ή σ’ αυτά που θα μπορούσαν ν’ αποκληθούν όρια του καπιταλισμού –οικονομικά, οικολογικά, ιστορικά- και τα οποία κάποιοι μελετητές πιστεύουν ότι πλησιάζουμε επικίνδυνα. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο ακόμη.

Κατά τη γνώμη μου, βασικό πρόβλημα του Μεταπόλεμου, πέρα από τον συμπιληματικό του χαρακτήρα, τη στραβή του δομή και το άνισό του επίπεδο, είναι ότι εστιάζει υπερβολικά στις ιδέες, τους θεσμούς και τις πράξεις των ελίτ κι εντέλει διέπεται από μια ασφυκτικά στενή, και παραδοσιακή και συντηρητική, αντίληψη για το ποιός φτιάχνει την ιστορία. Απουσιάζουν από τη σκέψη του Τζαντ γενικότερα οι λαϊκές τάξεις ως δρων υποκείμενο και ιδίως ως πολιτικό υποκείμενο. Όσο και αν περιλαμβάνει τα υποχρεωτικά πλέον, στις ημέρες μας, κεφάλαια του τύπου «Η Ευρώπη ως τρόπος ζωής’, δεν έχει πουθενά τις διοράσεις που θα πρόσφερε μια αληθινή ‘ιστορία από τα κάτω’. Κι επομένως η αλλαγή παρουσιάζεται σαν κάτι που έρχεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, από τα πάνω –το ιστοριογραφικό αντίστοιχο την πολιτικής τοποθέτησης του Τζαντ , που ήταν αριστερή αλλά δεν είχε, και ούτε ήθελε να έχει, σχέση με τα μαζικά κινήματα της εποχής μας.

Υπάρχει ένα ισχυρό ‘εμείς’ στον Τζαντ, μια λέξη που επανέρχεται εκνευριστικά σ’ όλα του τα κείμενα χωρίς να ορίζεται καθαρά, αλλά σίγουρα δεν είναι το ‘εμείς, οι αριστεροί’ ή το ‘εμείς, του τάδε κινήματος’. Κάπου διευκρινίζεται ως “εμείς οι αμερικανοί”,[14] αλλά αυτό δεν μας φωτίζει περισσότερο, και σίγουρα δεν είναι υποκοριστικό του ‘εμείς, ο λαός’. Αλλού, όπως όταν λέει “έχουμε ξεμάθει να σκεφτόμαστε πολιτικά”,[15] είναι σαφές ότι στην πραγματικότητα το ‘εμείς’ είναι ‘εσείς’, ή μάλλον ούτε καν ‘εσείς’, αλλά ‘κάποιοι άλλοι, οι πολλοί, αλλά πάντως ούτε εγώ ούτε σεις’. Θα μπορούσε ωστόσο να φανταστεί κανείς, απ’ όσα γράφει, ότι αυτό που εννοεί είναι ‘εμείς, οι ηθικοί, οι μορφωμένοι, οι υπεύθυνοι’, ή κάπως στενότερα ‘εμείς, οι φιλελεύθεροι σοσιαλδημοκράτες’, ή ενδεχομένως, κάπως ωμότερα, ‘εμείς, οι εύποροι και ισχυροί, αλλά καλοί’. Ίσως τελικά, ‘εμείς, οι ηθικοί, μορφωμένοι, υπεύθυνοι, εύποροι, ισχυροί, καλοί αμερικανοί φιλελεύθεροι σοσιαλδημοκράτες”. Πολύς κόσμος όμως, που αγωνίζεται ενεργά για μια κοινωνία πιο εξισωτική και δημοκρατική, δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του σε τέτοιες περιγραφές.

Για τον Τζαντ η ιστορία φτιάχνεται κυρίως από πολιτικούς, επιχειρηματικά και κάθε λογής άλλα στελέχη, και διανοούμενους. Οι ιδέες, τα πρόσωπα, οι θεσμοί είναι πράγματα πολύ πιο σημαντικά από τη δυναμική του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος και τα λαϊκά κινήματα· εκτίμηση που αποτυπώνεται στη δομή του βιβλίου και την κατανομή της ύλης, και θεωρείται τόσο αυτονόητη ώστε δεν κρίνεται σκόπιμο με οποιονδήποτε τρόπο να δικαιολογηθεί. Οι λαοί πείθονται, σαγηνεύονται, παραπλανούνται, παρασύρονται, παρεκτρέπονται, δεξιώνονται την ποπ κουλτούρα, μεθούν, ξεσπούν, εγκληματούν πού και πού, αλλά γενικά δεν έχουν πολιτική πρωτοβουλία. Ακόμη και από τις ανατολικοευρωπαϊκές εξεγέρσεις, το κοντινότερο στην επανάσταση πράγμα που είδε η ήπειρος μετά τον δικό μας Εμφύλιο, η λαϊκή αυτενέργεια απουσιάζει, τα κινήματα είναι υπόθεση όλων των άλλων εκτός από τους ανώνυμους. Ας πούμε, η πολωνική Αλληλεγγύη φτιάχτηκε από την εκκλησία και τους διανοούμενους –συν την πολιτική λιτότητας που επέβαλε το κομμουνιστικό κόμμα.[16]
Ο λαός, στη σκέψη του συγγραφέα, αντιδρά ή δεν αντιδρα, αλλά σε τελική ανάλυση σπάνια δρα, ακόμη και στα μη αυταρχικά καθεστώτα. Με την έναρξη του δεύτερου Πολέμου του Ιράκ οργανώθηκε στο Λονδίνο η μαζικότερη διαμαρτυρία στην ιστορία της Βρετανίας, με παραπάνω από ένα εκατομμύριο διαδηλωτές, που δεν μπόρεσε βεβαίως ν’ αποτρέψει την προαποφασισμένη αγγλοαμερικανική επίθεση, αλλά κατά κοινή ομολογία άλλαξε τη δυναμική της. Δεν αναφέρεται καν στον Μεταπόλεμο (όπως άλλωστε ούτε και ο ίδιος ο πόλεμος, με εξαίρεση κάποιες παρεμπίπτουσες παρατηρήσεις). Παρόμοια, τα ειρηνιστικά κινήματα του 1980, που όχι μόνον επηρέασαν τους σχεδιασμούς των υπερδυνάμεων, αλλα και άνοιξαν χώρο για την ανάπτυξη όλων των αντισυστημικών κινημάτων των επόμενων δεκαετιών, απαξιώνονται χιουμοριστικά μέσα σε λίγες αράδες.[17] O λαός, ό,τι και αν λέει, στην πραγματικότητα θέλει να κυβερνιέται, όπως πολύ καλά αντιλήφθηκε η Μάργκαρετ Θάτσερ.[18]

Υπάρχει κι ένα ευρύτερο πρόβλημα, που βέβαια απαξιώνεται από τους εμπειριστές ιστορικούς, οι οποίοι υπερασπίζονται ως αρετή την ιδιογραφικότητα των γραπτών τους, αλλά κατά κοινή ομολογία στενεύει τους ορίζοντές τους, πράγμα που που είναι για τους ίδιους καλό, για άλλους κακό. Ο Μεταπόλεμος δεν συνέχεται από καμιά στοχασμένη μεθοδολογία ή κάποια γενικότερη θεώρηση της ιστορίας της ηπείρου μας, πόσο μάλλον του νεοτερικού μας κοσμοσυστήματος. Αντίθετα, είναι ένα παστίς από γοητευτικές και καλογραμένες, σίγουρα, προσωπογραφίες και μελέτες περιπτώσεων, αρκετές δημοσιευμένες νωρίτερα αλλού, με διανοητικά ισχνό συνδετικό ιστό, δηλαδή κυρίως τις ηθικές βεβαιότητες και τα σοσιαλδημοκρατικά αξιώματα του συγγραφέα. Βέβαια, όπως έλεγαν και οι παλιοί, στα μεγάλα αρκεί και που προσπάθησε κανείς, και το να γράψεις μια γενική ιστορία της Ευρώπης σίγουρα δεν είναι από τα μικρά. Το αποτέλεσμα θυμίζει ωστόσο μια ιστορία καλού μαθητή ή ευφυούς δημοσιογράφου, και όχι ιστορικού ικανού να βάλει τάξη στο χάος των εμπειρικών δεδομένων, που διακρίνει σχήματα τα οποία δεν μπόρεσαν να δουν οι συγκαιρινοί. Κάποιος εξοικειωμένος με τις δημοσιογραφικές και πολιτικές αναλύσεις των χρόνων που περιγράφονται απολαμβάνει στον Τζαντ τα γυρίσματα της φράσης του, τις έξυπνες συνδέσεις που κάνει και τους αξέχαστους χαρακτηρισμούς προσώπων και καταστάσεων, αλλά δεν συναντά και πολλά καινούρια πράγματα, και πάντως δεν ανακαλύπτει καμιά ιδιαίτερα πρωτότυπη οπτική.
Χωρίς θεωρία είσαι καταδικασμένος να εστιάζεις την προσοχή σου στο προφανές και το επίκαιρο, αφήνοντας να σου διαφύγουν μερικές φορές τα σημαντικότερα. Έτσι, στο έργο του Τζαντ βρίσκουμε μια εμπεριστατωμένη κι εκτενή παρουσίαση των πολιτικών διαδικασιών της ευρωπαϊκής ενοποίησης, και μάλιστα με κριτικές αιχμές κατά του νεοφιλελευθερισμού, του ‘δημοκρατικού ελλείμματος’ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ, αλλά καμιά αναφορά στις διαδικασίες που οδήγησαν στην τωρινή παγκόσμια κρίση, οι οποίες βέβαια ήταν από καιρό φανερές σε όσους διέθεταν κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία.
Για να σταθούμε σε μια μόνο χαρακτηριστική περίπτωση, δυο χρόνια προτού εκδοθεί ο Μεταπόλεμος, ένα αριστερό ερευνητικό ίδρυμα εξηγούσε ότι η λεγόμενη ‘απελευθέρωση’ των χρηματοπιστωτικών αγορών και η πολιτική του ‘εύκολου χρήματος’ είχαν φτιάξει μια τεράστια πιστωτική φούσκα που κόντευε να εκραγεί.[19] Και δεν ήταν το μόνο. Αν ο Τζαντ έβλεπε με λιγότερη συγκατάβαση τη ριζοσπαστική αριστερά και τα κινήματα των αδύνατων ίσως να είχε προσέξει τέτοιες κριτικές, και η ιστορία του να μη γερνούσε τόσο γρήγορα –και από κάποιες απόψεις τόσο άσχημα. Αλλά ενώ όλο το σύστημα ζούσε πια με δανεικά χρήματα και χρόνο, οι ‘υπεύθυνοι’ σοσιαλδημοκράτες πίστευαν πως ο καπιταλισμός είχε βρει τρόπο να εξορθολογιστεί και να επιβιώσει μακροπρόθεσμα, κι εξόρκιζαν κάθε ιδέα ριζοσπαστικής αλλαγής. Άλλοι μελετητές πιο ταπεινοί και συστηματικοί, και λιγότερο γοητευμένοι από την ισχύ της μητρόπολης, όπως για παράδειγμα ο Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν, την ίδια εποχή έβγαζαν πολύ διαφορετικά συμπεράσματα.[20]

Από το ίδιο του το θέμα και αναπόφευκτα -ίσως βέβαια και να μην είναι ολότελα δίκαιο αυτό- ο Μεταπόλεμος μπαίνει δίπλα δίπλα στις πολύ πιο αναλυτικά επεξεργασμένες παρουσιάσεις των ίδιων χρόνων από μεγάλους ιστορικούς όπως ο Έρικ Χόμπσμπαουμ και ο Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν,[21] με τους οποίους τελικά δεν μπορεί να συγκριθεί, ακόμη και στο ύφος. Έχει αξέχαστους χαρακτηρισμούς και αφορισμούς (“Η μεταπολεμική Βιέννη, σαν και τη μεταπολεμική δυτική Ευρώπη, ήταν ένα επιβλητικό οικοδόμημα χτισμένο πάνω σ’ ένα ακατανόμαστο παρελθόν”), αλλά δεν αποφεύγει πάντοτε τους σολοικισμούς, τους πλεονασμούς, το στόμφο και τη λεξιλαγνεία (όλα αυτά μαζεμένα στην ίδια πρόταση: “An irenic, pacific continent had risen, 'Phoenix-like', from the ashes of its murderoussuicidalpast”) και υποκύπτει πότε πότε στον πειρασμό του μεγαλοπρεπούς κλισέ (“Παραμονές της τελικής πτώσης της ευρωπαϊκής ηπείρου στην άβυσσο, οι προοπτικές της έμοιαζαν να έχουν χάσει κάθε ελπίδα”),[22] Mε δυο λόγια, για να σταθώ στην προηγούμενη αντιπαραβολή, δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά στην προκλητική και λιτή διαύγεια του Βαλλερστάιν (ένα παράδειγμα από τον τελευταίο: “το 1989, η χρονιά του τέλους των λεγόμενων κομμουνισμών, στην πραγματικότητα σήμαινε την πτώση του φιλελευθερισμού ως ιδεολογίας. Εξοργιστικό, απαράδεκτο, λέτε; Ακριβώς τώρα, την ώρα που αναβιώνει η πίστη στην ελεύθερη αγορά και στην αξία των ανθρώπινων δικαιωμάτων; Όχι και τόσο!»).[23]

Ο ίδιος ο Τζαντ, θέλοντας ν’ αποκλείσει προκαταβολικά τέτοιες συγκρίσεις, ανατρέχει στον γνωστό αρχιλόχειο στίχο που ανέσυρε ο Μπέρλιν (πολλά μεν οίδ’ αλώπηξ, εχίνος δ’ εν μέγα - πολλά τερτίπια ξέρει η αλεπού, ενώ ο σκαντζόχοιρος ένα μόνο, αλλά μεγάλο): αν ο Βαλλερστάιν είναι σκαντζόχοιρος, αυτός ήταν αλεπού. Ίσως κάποιοι καιροί να ευνοούν τους σκαντζόχοιρους και άλλοι τις αλεπούδες· ίσως το μεγαλείο του Βαλλερστάιν να ήταν ότι έμεινε σκαντζόχοιρος στα χρόνια που βασίλευαν οι αλεπούδες, και η τραγωδία του Τζαντ ότι έμεινε αλεπού σε μια εποχή που θέλει σκαντζόχοιρους. Πάντως ο θεμελιωτής της κοσμοσυστημικής προσέγγισης δεν αναφέρεται ούτε καν στη βιβλιογραφία που δίνει ο Τζαντ, όπως άλλωστε και όλοι οι άλλοι διανοούμενοι της αντικαθεστωτικής αριστεράς, από τον Έντουαρντ Τόμσον και τον Πέρρυ Άντερσον ως τον Τέρρυ Ήγκλετον και τον Σλάβοϊ Ζίζεκ. Παράλειψη βέβαια εκπληκτική για ένα βιβλίο που υποτίθεται ότι εστιάζει, μεταξύ των άλλων, στη διανοητική ιστορία.

Για να επιμείνουμε λίγο περισσότερο στις διαφορές του από τον Βαλλερστάιν, που μας βοηθούν και να δούμε λίγο πιο καθαρά τα τυφλά του σημεία. Ο Βαλλερστάιν έχει γραφή λιγότερο σέξυ, καθώς ελάχιστα ασχολείται με πρόσωπα, και κάπως κουραστικά ανασύρει στην επιφάνεια τις άρρητες προϋποθέσεις της σκέψης του, ώσπου την οργανώνει ιστορικά και συγχρόνως αναλυτικά, σ’ ένα δυναμικό σύστημα που φιλοδοξεί να ξεπεράσει τον διαχωρισμό μεταξύ ιδιογραφικών και νομοθετικών επιστημών. Από την άλλη μεριά ο Τζαντ, με τα λογικά του άλματα και τις ιδιοσυγκρασιακές επιλογές της θεματολογίας του, δεν διατυπώνει καθαρά τη φιλοσοφία της ιστορίας του, η οποία ωστόσο συχνά αφήνεται έμμεσα να φανεί, και δυστυχώς, παρ’ όλες τις τραγικές της πλευρές, δεν μοιάζει πάντοτε ν’ αποστασιοποιείται αρκετά από μια κοινότοπη πολιτισμική κριτική. Πάρτε για παράδειγμα την εκτίμηση ότι
οι μεγάλες αφηγήσεις του Εθνους, της Ιστορίας και της Προόδου, που χαρακτήριζαν τις πολιτικές οικογένειες του εικοστού αιώνα, μοιάζουν αμετάκλητα χρεωκοπημένες. Κι έτσι περιγράφουμε τώρα τους συλλογικούς μας σκοπούς με όρους αποκλειστικά οικονομικούς –ευμερία, μεγέθυνση, ΑΕΠ, αποτελεσματικότητα, παραγωγή, επιτόκια και χρηματιστηριακές επιδόσεις- σαν όλα αυτά να μην ήταν απλά μέσα για κάποιους κοινωνικούς ή πολιτικούς σκοπούς τους οποίους επιδιώκουμε συλλογικά, αλλά αναγκαίοι κι επαρκείς αυτοσκοποί.[24]

Αφήνοντας κατά μέρους την αμφίβολη εμπειρική τεκμηρίωση της ιδέας για τη χρεωκοπία κάποιων ‘μεγάλων αφηγήσεων’, ακόμη και αν η τελευταία ίσχυε, που δεν το νομίζω, και πάλι δεν εξηγεί πώς και γιατί αυτές αντικαταστάθηκαν από την Οικονομία, που σε τελευταία ανάλυση και αυτή δεν είναι παρά μια άλλη ‘μεγάλη αφήγηση’. Αντίθετα, στις πολύ πιο δουλεμένες περιγραφές της τύχης των ίδιων εννοιών που μας δίνει, για παράδειγμα, ο Βαλλερστάιν, δεν έχουμε απλές εμπειρικές διαπιστώσεις, αλλά και κρίσεις που, αν συναρτηθούν με την ευρύτερη δυναμική του παγκόσμιου συστήματος, επιτρέπουν συγκριτικές αποτιμήσεις και πολύ καλύτερό τους έλεγχο.

Πιο ταιριαστά στο στυλ και στις δυνατότητες του Τζαντ ήταν έργα που δεν φιλοδοξούσαν να δώσουν μια γενική σύνθεση, όπως ο Μεταπόλεμος, αλλά περιορίζονταν στην παρουσίαση επιμέρους πεδίων που κατείχε καλά. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο διαβάζονται με μεγαλύτερο ενδιαφέρον –στην πραγματικότητα, μονορούφι- οι Επανεκτιμήσεις του,[25] μια σειρά συναρπαστικών δοκιμίων οργανωμένων γύρω από σαφείς θεματικούς άξονες: τα δεινά του κομμουνισμού, η ευθύνη των διανοούμενων, η αμερικανική ηγεμονία, οι τόποι που γνώρισε ο συγγραφέας και οι μνήμες τους. Εδώ θα περιοριστούμε σε λίγες παρατηρήσεις για τον πρώτο απ’ αυτούς, που μας ενδιαφέρει πιο άμεσα.

Τα δεινά του κομμουνισμού απαριθμούνταν αδιάκοπα στο έργο του Τζαντ, και μάλιστα η εξομοίωσή του με τον φασισμό ήταν πάγιο ρητορικό του σχήμα: «Ό,τι και αν λέει ο Χόμπσμπαουμ, που το αρνείται κατηγορηματικά, υπήρχε μια ‘θεμελιώδης συνάφεια’ μεταξύ των άκρων της αριστεράς και της δεξιάς τον εικοστό αιώνα, προφανής σε όλους εκείνους που τα έζησαν».[26] Ως εδώ δεν έχουμε τίποτε το καινούριο. Όταν όμως μαθαίνουμε ότι κυρίως ο Λένιν έφταιγε για τη σημερινή αποβαρβάρωση του καπιταλισμού αρχίζουμε ν’ αναρωτιόμαστε αν είναι πάντοτε στερεή η λογική του συγγραφέα:
«Ο κόσμος μπορεί κάποτε να μετανιώσει [γράφει ο Χόμπσμπαουμ] που, μπροστά στο δίλημμα που έθεσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα, δεν διάλεξε τον σοσιαλισμό». Αλλά η Κόκκινη Ρόζα τα έγραφε αυτά πριν από εκατό χρόνια. Ο σοσιαλισμός που ονειρεύτηκε ο Έρικ Χόμπσμπαουμ δεν είναι πια διαθέσιμος, και γι’ αυτό φταίει κυρίως η βάρβαρη δικτατορική παρέκκλισή του, στην οποία ο Χόμπσμπαουμ αφιέρωσε όλη τη ζωή του. Ο κομμουνισμός μίανε και σύλησε τη ριζοσπαστική κληρονομιά. Αν σήμερα έχουμε μπροστά μας έναν κόσμο χωρίς καμιά μεγάλη αφήγηση της κοινωνικής προόδου, χωρίς κανένα πολιτικά εύλογο σχέδιο κοινωνικής δικαιοσύνης, αυτό οφείλεται εν πολλοίς στ’ ότι δηλητηρίασαν το πηγάδι ο Λένιν και οι κληρονόμοι του. [...] Οι αξίες και οι θεσμοί που είχαν σημασία για την αριστερά, από την ισότητα μπροστά στο νόμο ως τη δικαιωματική εξασφάλιση δημόσιων παροχών –και οι οποίοι δέχονται επίθεση σήμερα- δεν όφειλαν τίποτε στον κομμουνισμό. Εβδομήντα χρόνια ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ δεν πρόσφεραν τίποτε στο σύνολο της ανθρώπινης ευημερίας. Τίποτε.[27]

Με δυο λόγια, ο παντοδύναμος Λένιν και οι κακόβουλοι κληρονόμοι του μας έφραξαν το μέλλον. Μας καταδίκασαν στην αγιάτρευτη βαρβαρότητα, έστω και αν πέρασαν δεκαετίες από την πτώση των καθεστώτων τους, και το καλύτερο που απομένει να κάνουμε εμείς σήμερα είναι να διασφαλίσουμε μια σοσιαλδημοκρατική αποβαρβάρωση λάιτ, σώζοντας μια ελαφρά αναιμική ισότητα απέναντι στο νόμο συν κάποιες δημόσιες παροχές. Κάτι μου λέει πως δεν θ’ αργήσουμε ν’ ακούσουμε παρόμοια επιχειρήματα και από τον τρέχοντα πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Αλλά δεν φταίγαν μόνον οι κομμουνιστές. Τα σκάγια του Τζαντ παίρνουν και τον ίδιο τον μαρξισμό:
Ήταν ένα άλμα στηριγμένο στην πίστη, ένα εργαλείο για να ξηλώνεις και ν’ αποκωδικοποιείς το υφάδι της κοινωνικής εμπειρίας. Η ‘επιστήμη’ του βρισκόταν στο να ερμηνεύει όλα τα εξωτερικά πολιτικά ή κοινωνικά δεδομένα σύμφωνα μ’ ένα πρωτόκολλο καχυποψίας: Τα πράγματα δεν είναι τέτοια που μοιάζουν. Αποκαλύπτουν το αληθινό τους νόημα μόνον όταν αποκωδικοποιούνται σύμφωνα με τη γνώση των μυημένων –οπότε γίνονται εντελώς κατανοητά, και τα πάντα βρίσκουν τότε τη θέση τους σ’ ένα τέλειο σχήμα.[28]

Όχι ότι δεν υπήρχε και αυτός ο μαρξισμός, όλοι μας τον γνωρίσαμε, και άλλωστε αντίστοιχα σχηματικές εκδοχές φορτώνεται κάθε σώμα κωδικοποιημένων αντιλήψεων, ιδίως εκείνα που αξιώνουν να είναι ‘ιδεολογικά’ ή ‘επιστημονικά’. Αλλά βέβαια αυτός εδώ δεν ήταν ο μόνος μαρξισμός που κυκλοφορούσε στην πλατεία, και ο Τζαντ όφειλε να ξέρει και τους υπόλοιπους. Πηγαίνοντας ακόμη παραπέρα, χαρακτηρίζει τον μαρξισμό ‘πολιτική θρησκεία’, [29] και διαρκώς χρησιμοποιεί, όταν τον κατακεραυνώνει, τη λέξη ‘πίστη’ και τις παρόμοιες. Για την ακρίβεια, τον θεωρεί κάτι σαν πολιτικό σατανισμό: «οι ριζοσπαστικές ιδεολογίες του εικοστού αιώνα είχαν κάτι που τις έκανε εξαιρετικά θελκτικές, κι επομένως ήταν αληθινά διαβολικές» (η έμφαση του συγγραφέα).[30]
Διαβολική ή όχι, πάντως η μαρξιστική σκέψη χώρεσε πολύ περισσότερα πράγματα, και ιστορικά λειτούργησε ως ιδέα-δύναμη με τρόπους ασύγκριτα πιο πλούσιους από εκείνους που φιλοσοφικά σαρώνει, αποσπώντας τον θαυμασμό του Τζαντ–και, ναι, από κάποιες απόψεις όχι άδικα- ο Λέτσιεκ Κολακόφσκι.[31] Περιλαμβάνει, ας πούμε, για να σταθούμε στο χώρο της ιστορίας, και την πολιτικά κι επιστημονικά ριζοσπαστική σκέψη του Έντουαρντ Τόμσον, με την οποία όμως ο Τζαντ αποφεύγει ν’ αναμετρηθεί πραγματικά, ίσως κι επειδή η τελευταία εστιάζει στην εμπειρία των απλών ανθρώπων μάλλον παρά στη διανόηση. Τού ρίχνεται μάλιστα επειδή τόλμησε «από την ασφάλεια της δροσερής βεράντας του στη μέση της Αγγλίας» να μεμφθεί τον Κολακόφσκι -«γιατί άφησες τις λιγουλάκι δυσάρεστες εμπειρίες σου από την κομμουνιστική Πολωνία να κρύψουν το κοινό μαρξιστικό ιδανικό μας;»- προσθέτοντας ότι όσοι διαβάσουν την απάντηση του τελευταίου δεν θα ξαναπάρουν ποτέ τον Τόμσον στα σοβαρά».[32] Εδώ δεν έχουμε απλώς μια διάφανη υπεκφυγή, αλλά διανοητικό έγκλημα πάθους μέρα μεσημέρι. Με τούτη τη λογική, τίποτε δεν εμποδίζει τον καθένα να πει -«Τέρμα κάθε συζήτηση, είσαστε όλοι κότες! Επειδή το λέω εγώ, κι έχω δίκιο, αφού τα μέρη μου είναι λιγότερο δροσερά από την Αγγλία ή τη Νέα Υόρκη». Και αν οι ιστορικοί εξακολουθούν να παίρνουν τον Τόμσον στα σοβαρά, ίσως αυτό να μην οφείλεται μόνο στο ότι –κακώς- δεν πολυδιαβάζουν Κολακόφσκι.

Το αντικομμουνιστικό μένος του συγγραφέα τον κάνει περιστασιακά να σχετικοποιεί ακόμη και την ηθική, που κατά τα λοιπά αδιάλλακτα πρεσβεύει. Στις Επανεκτιμήσεις αναδημοσιεύει ένα άρθρο που είχε γράψει για να υπερασπιστεί, αρκετές δεκαετίες μετά το θάνατό του, το όνομα ενός μακαρθικού καταδότη ο οποίος είχε καρφώσει, μεταξύ άλλων, τον στενότερό του φίλο σαν πράκτορα της Μόσχας. Καρφί και καρφωμένος ήταν γνωστοί διανοούμενοι, και ο δεύτερος ήταν επίσης ανώτερος κρατικός λειτουργός· ακολούθησαν δίκες, καταδίκες και φυλακίσεις που κατέστρεψαν τη ζωή του, αλλά μέχρι να πεθάνει επέμενε πως ήταν αθώος. Ο Τζαντ, αντίθετα, πιστεύει ότι μετά το άνοιγμα των ανατολικοευρωπαϊκών αρχείων βρέθηκαν αποδείξεις ότι ήταν στ’ αλήθεια κατάσκοπος των σοβιετικών. Ίσως να ήταν έτσι τα πράγματα, ίσως να ήταν αλλιώς. Το βέβαιο είναι ότι ο κατηγορούμενος είχε, ήδη απ’ τον καιρό των διώξεων, εξασφαλίσει τη γενική συμπάθεια, ενώ τον κατήγορο ακόμη και οι αντικομμουνιστές άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν τον έβλεπαν. Άδικο, απαράδεκτο, ανεξήγητο! Ο Τζαντ το αποδίδει κυρίως στο ότι ο καταδότης ήταν τύπος μοναχικός και ατημέλητος, ενώ το θύμα του ψηλό, όμορφο και κοινωνικά πετυχημένο.[33] Δεν αφήνει καν να φανεί πως πέρασε απ’ το μυαλό του το ενδεχόμενο, μια κοινωνία, ακόμη και η αμερικανική των χρόνων του Μακάρθυ, να μην αισθανόταν φλογερό θαυμασμό κι εκτίμηση για κείνους που κατέδιδαν τους φίλους τους.

Τέλος πάντων, όλα αυτά τα πταίσματα του Τζαντ πρέπει να συνεκτιμηθούν με τις αρετές του. Τέτοια ήταν η απερίφραστη, και στους κύκλους του αντιδημοφιλής, επιμονή του στη βασική αριστερή αξία της ισότητας, έστω και αν την ήθελε αδύναμη και όχι ισχυρή. Η έμφασή του στην αναζωογόνηση του κράτους προνοίας επίσης δεν του έφερε φίλους στις ΗΠΑ, όπου πάντως διάλεξε να ζήσει, ενώ εξίσου σόκαρε και η κριτική του στην επιστροφή του αυταρχικού κράτους. Μια καλή αφετηρία για να προσεγγίσουμε την πολιτική του αντίληψη θα ήταν ίσως ένα εκτενές άρθρο του δημοσιευμένο τέλη του 2009, κάτι σαν πνευματική του διαθήκη, όπου ανακεφαλαιώνει τα βασικά μοτίβα της σκέψης του.[34]

Βασική εκτίμηση του «Τι είναι ζωντανό και τι νεκρό στη σοσιαλδημοκρατία» είναι ότι «η σοσιαλδημοκρατία και το κράτος προνοίας αντιμετωπίζουν σοβαρές πρακτικές προκλήσεις σήμερα. Δεν τίθεται ζήτημα επιβίωσής τους, αλλά τώρα πια δεν έχουν την ίδια αυτοπεποίθηση που έδειχναν προηγουμένως».[35] Ακόμη χειρότερα, η συζήτηση για το τι είναι καλό και τι κακό έχει υποκατασταθεί από την προκατάληψη του οικονομισμού, που είχε κυριαρχήσει με καταστροφικά αποτελέσματα πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κι επικρατεί ξανά στις ημέρες μας. Προσέξτε το αντιπαθητικό ‘εμείς’ στην παράγραφο που ακολουθεί, ‘εμείς οι ιθύνοντες’ μάλλον παρά ‘εμείς ο λαός’:
Τα τελευταία τριάντα χρόνια σε μεγάλο μέρος του αγγλοσαξωνικού κόσμου (αλλά λιγότερο στην ηπειρωτική Ευρώπη και αλλού), όταν αναρωτιόματε αν υποστηρίζουμε κάποια πρόταση ή πρωτοβουλία, δεν ρωτάμε αν είναι καλή ή κακή. Αντίθετα ρωτάμε, είναι αποτελεσματική; Είναι παραγωγική; Θα βοηθήσει το ΑΕΠ; Θα συμβάλει στην οικονομική μεγέθυνση; Τούτη η κλίση ν’ αποφεύγουμε τα ηθικά ζητήματα, να περιοριζόμαστε σε ζητήματα ζημιάς και κέρδους, σε οικονομικά ζητήματα με τη στενότερη έννοια του όρου, δεν είναι όμως καμιά ενστικτώδης ανθρώπινη κατάσταση. Είναι επίκτητη προτίμηση.[36]

Στη ‘μη πολιτική’ εποχή μας επιπλέουν οι πολιτικοί που σκέφτονται οικονομιστικά, γιατί άλλωστε και όλος ο κόσμος έχει μάθει να σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο, ενώ η χάραξη της οικονομικής πολιτικής ανατίθεται σε ‘μη πολιτικά δρώντα υποκείμενα’ όπως είναι κατά τον Τζαντ οι κεντρικές τράπεζες, οι διεθνείς θεσμοί και οι πολυεθνικές εταιρείες.[37] Οι δημοκρατίες ατροφούν αφού δεν έχουν σημαντικές πολιτικές επιλογές, και συνάμα αναπτύσσεται, όπως έγινε ήδη στη μετασοβιετική κεντρική και ανατολική Ευρώπη, «η πολιτική της ματαίωσης, της λαϊκιστικής δυσφορίας».[38]
Όλα αυτά εν μέρει παρεξηγούν τις πολωτικές κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες των τελευταίων δεκαετιών, κι εν μέρει μεταφράζουν σε ανώδυνη πολιτική γλώσσα την κριτική που ανέπτυξαν το ίδιο διάστημα τα αριστερά κινήματα.  Η εκτίμηση ότι η σοσιαλδημοκρατία και το κράτος προνοίας θα επιβιώσουν είναι βέβαια πρόωρη όσο συνεχίζονται οι Πόλεμοι του Χρέους, που μόλις άρχισαν. Η κριτική που ασκεί ο συγγραφέας στον κυρίαρχο οικονομισμό σίγουρα είναι βάσιμη, αλλά οι αιχμές της χάνονται όσο αποστειρώνεται από κάθε αναφορά σ’ αυτό που οι παλιοί σοσιαλδημοκράτες έλεγαν ‘πάλη των τάξεων’. Για να επιπλεύσουν η σοσιαλδημοκρατία και το κράτος προνοίας, και να παροπλιστεί ο ‘οικονομισμός’, θα πρέπει πρώτα να κερδηθεί μια τιτάνια σύγκρουση με τη σημερινή αριστοκρατία, δηλαδή τις ιδιωτικές τράπεζες και τις μεγάλες εταιρείες που κάθε άλλο παρά απολιτικές είναι, αλλά κάτι τέτοιο ο Τζαντ αρνείται ακόμη και να το σκεφτεί.

Εντέλει ο συγγραφέας του Μεταπόλεμου περνά για απουσία πολιτικής την πολιτική κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου, που πράγματι ελάχιστα περιορίστηκε από το κράτος τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά ωστόσο αμφισβητείται ήδη ενεργά από τα αντισυστημικά κινήματα, την πολιτικότητα ή και την ίδια την ύπαρξη των οποίων των οποίων ο Τζαντ αρνείται ν’ αναγνωρίσει. Ακριβώς χάρη σ’ αυτά τα κινήματα, που τόσο ελάχιστα τον απασχολούν, και όχι στην εξαντλημένη και ψευδώνυμη πλέον σοσιαλδημοκρατία, το τέλος της πολιτικής δεν ήρθε ακόμη. Και μένουν ζωντανές οι ελπίδες για την αναζωογόνηση της δημοκρατίας, η οποία δεν σημαίνει παθητική υποταγή όλων στο κράτος και τους κομματικούς μηχανισμούς, αλλά το κράτος του δήμου, δηλαδή των ακτημόνων, δηλαδή εκείνο το πολιτικό καθεστώς που διευκολύνει τους αγώνες των φτωχότερων.

Ο Τζαντ λοιπόν δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, ο κορυφαίος ιστορικός που φαντάζονται κάποιοι, ούτε ο πάντοτε οξυδερκής πολιτικός στοχαστής που βρήκε το πώς θα ξεπεράσει τα αδιέξοδά της η (συστημική) αριστερά και πώς θα σωθεί το κράτος προνοίας, όπως φανταζόταν ο ίδιος. Το ιστορικό του όραμα αποδείχθηκε κιόλας χωλό, ενώ η πολιτική του πρόταση απευθύνεται σε κάποιες ελίτ που ελάχιστα ενδιαφέρονται να την ακούσουν και μοιάζει να οδεύει στα αζήτητα. Γιατί τότε να τον διαβάζουμε; Ή μάλλον, γιατί τότε τον διαβάζουμε;
Εδώ δεν μπορώ παρά να δώσω μια προσωπική απάντηση. Τον διαβάζω, και μερικές φορές τον ξαναδιαβάζω, πρώτα πρώτα γιατί μ’ αρέσει. Έγραφε ωραία, κατείχε πολλά πεδία που τυχαίνει να μ’ ενδιαφέρουν κι εμένα, και αν οι εξάρσεις του ήταν γενικά προβλέψιμες, πάντως στα θέματα που γνώριζε καλά είχε πάντοτε κάτι πρωτότυπο να πει. Στα παλιότερα βιβλία του, για τους γάλλους διανοούμενους,[39] συχνά ήταν εξοργιστικός, αλλά και άλλο τόσο εύστοχος. Η σκέψη του είχε μέσα της αρκετή τεστοστερόνη, σχεδόν όση και της Αντρέα Ντβόρκιν, για να δώσει μαστοριά στο λόγο του και να τραβήξει την προσοχή. Αν οι ιστορικοί του εικοστού αιώνα πρέπει έτσι και αλλιώς να διαβάσουν τον Μεταπόλεμο, άλλα κομάτια του για όσα έχουν να πουν και στον ειδικό και άλλα απλώς από επαγγελματική υποχρέωση, πάντως πολλές από τις διοράσεις του είναι χρήσιμες για το ευρύτερο κοινό, και ιδίως για κείνο που συνήθως θαυμάζει τα άκακα χρυσόψαρα που κολυμπούν στα ενυδρεία των διάφορων Ρηβιού οφ Μπουκς.

Τελικά νομίζω πως αυτό που με τραβάει στον Τόνυ Τζαντ, ακόμη δυνατότερο από την ευρυμάθεια, το πάθος και τη δουλεμένη του γραφή, αυτό που κάνει μέχρι και την ηθικολογία του να μη μοιάζει τόσο μεγάλο αμάρτημα, είναι ότι ο άνθρωπος αυτός είχε άποψη. Είχε τον δικό του τρόπο να κρίνει και να εκτιμά τα πράγματα, με τον οποίο μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί, αλλά πάντως τον αναγνωρίζει κι εντέλει τον σέβεται. Η όρασή του ήταν ασπρόμαυρη αλλά συνάμα η φωνή του ήταν τόσο ζωντανή, ώστε νομίζω πως ακόμη και μετά από πολύ καιρό, οι άνθρωποι που θα θέλουν να μάθουν πώς ήταν ο δύσκολος εικοστός αιώνας, θα τον διαβάζουν. Προσπερνούσε αδιάφορος τις μόδες της εποχής, ή τουλάχιστον τις περισσότερες· δεν σεβόταν ιερές υποθέσεις και δεν έσκυβε μπροστά στα ιερά τέρατα, ή τουλάχιστον στα περισσότερα· κι εντέλει, παρ’ όλες τις ιδιοτροπίες του, ή ίσως κι εξαιτίας τους, σ’ έκανε πολλές φορές ν’ αναρωτιέσαι, όταν άκουγες κάτι, τι θα έλεγε άραγε γι’ αυτό ο Τόνυ Τζαντ. Κατάφερε δηλαδή να φτιάξει, ακόμη και μέσα στο νου ανθρώπων μ’ αρκετά διαφορετικές αντιλήψεις από τις δικές του, μια κόχη όλη δική του, με κάτοικο έναν αιώνιο Τόνυ Τζαντπάντοτε έτοιμο, μισός κριτής και μισός προφήτης, να ξεσπαθώσει ή να χαϊδέψει. Και αυτό σίγουρα μα σίγουρα δεν είναι από τα μικρά.






[1]  «Αrthur Koestler, The Exemplary Intellectual», στο Tony Judt, Reappraisals. Reflections on the Forgotten Twentieth Century, Penguin, Χάρμοντζουερθ 2008, σ. 42-43. Ο Καίσλερ, μάλλον ξεχασμένος σήμερα, ήταν ένας απογοητευμένος από τον κομμουνισμό δημοσιογράφος που τα έργα του θεωρούνταν σχεδόν υποχρεωτικά αναγνώσματα, για αριστερούς και μη, τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη.
[2] «The Gnome in the Garden: Tony Blair and Britain’s ‘Heritage’», στο ίδιο, σ. 224.
[3] Βλ. πρόχειρα τα σχετικά δοκίμια στο ίδιο, σ. 163-177, 268-285, 286-295.
[4] Τόνυ Τζουντ, «Ισραήλ: Η εναλλακτική λύση», Δρόμος της Αριστεράς 28, φ. της 28ης Αυγούστου 2010.
[5] «Elucubrations: The ‘Marxism’ of Louis Althusser», στο T. Judt, Reappraisals..., ό.π., σ. 106.
[6] Μια ισορροπημένη παρουσιάση της σύνθετης σχέσης της κομμουνιστικής με τη μη κομμουνιστική αριστερά βλ. στο πολύ σημαντικό Geoff Eley, Σφυρηλατώντας τη δημοκρατία. Η ιστορία της αριστεράς στην Ευρώπη, 1850-2000, τ. Α-Β, Σαββάλας, Αθήνα 2010. Ο Τζουντ το αναφέρει στη βιβλιογραφία του Μεταπόλεμου, αλλά δεν συζητά πουθενά τα επιχειρήματά του.
[7] Από κάποιον που δεν είναι επαγγελματίας ιστορικός, αλλά προφανώς εφεύρε κάποιο ιδιαίτερα ακριβές ιστορικόμετρο: Στάθης N. Kαλυβας, “Διανοούμενοι και προφήτες”, Η Καθημερινή, φ. της 22ας Αυγούστου 2010. Αν κρίνουμε από την εκτίμηση του ίδιου στρατευμένου δεξιού διανοούμενου, πως στον Τζουντ έχουμε “συνύπαρξη της μαχητικότητας με την απουσία πολιτικής στράτευσης”, μάλλον δεν πρόκειται για σοβαρά κριτήρια.
[8] Tony Judt, A Grand Illusion? An Essay on Europe, Hill & Wang, Νέα Υόρκη 1996· και συμπυκνωμένα στο Tony Judt, "Europe: The Grand Illusion", The New York Review of Books, φ. της 11ης Ιουλίου 1996.
[9] Tony Judt, Postwar. A History of Europe Since 1945, Penguin, Νέα Υόρκη 2005.
[10] T. Judt, Postwar..., ό.π,, σ. 57.
[11] Βλ. και «Hannah Arendt and Evil», στο T. Judt, Reappraisals..., ό.π., σ. 73-92.
[12] Frances Stonor Saunders The Cultural Cold War: The CIA and the World of Arts and Letters, New Press, Νέα Υόρκη, Λονδίνο 1999, ένα εκπληκτικό βιβλίο που αξίζει να μεταφραστεί και να διαβαστεί απ’ όλους όσοι ενδιαφέρονται για τη διανοητική ιστορία της ηπείρου μας. Για τα μυστικά και παράνομα δίκτυα που οργάνωσε η ΣΙΑ κατά μήκος και πλάτος της Ευρώπης βλ. Daniele Ganser, NATO’s Secret Armies. Opertation Gladio and Terrorism in Western Europe. An Approach to NATO’s Secret Stay-Behind Armies, πρόλογος John Prados, Frank Cass, Λονδίνο 2005· Eric Wilson (επιμ.), Government of the Shadows. Parapolitics and Criminal Sovereignty, Pluto Press, Λονδίνο, Νέα Υόρκη 2009· και στα ελληνικά, Ντανιέλε Γκάνσερ, Οι μυστικοί στρατοί του ΝΑΤΟ: Η επιχείρηση Gladio και η τρομοκρατία στη Δυτική Ευρώπη, μετάφραση Κωνσταντίνος Φασούλης, πρόλογος-επιμέλεια Κλεάνθης Γρίβας, Antilogos, Αθήνα 2007· Νίκος Κλείτσικας, Andrea Speranzoni, Φαινόμενα τρομοκρατίας. Ο ελληνικός νεοφασισμός μέσα από τα απόρρητα έγγραφα των Μυστικών Υπηρεσιών, Προσκήνιο, Αθήνα 2003.
[13] Για τις ομοιότητες στα οράματα των δυο στρατοπέδων βλ. Susan Buck-Morss, Dreamworld and Catastrophe. The Passing of Mass Utopia in East and West, MIT Press, Καίμπριτζ ΜασσαχουσέτηςΛονδίνο 2000. Για την παρόμοια λειτουργία τους στο πλαίσιο του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος βλ. Immanuel Wallerstein, Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας. Εισαγωγή στην Ανάλυση Κοσμοσυστημάτων, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2009.
[14] «The World We Have Lost», στο T. Judt, Reappraisals..., ό.π., σ. 5-6.
[15]  Στο ίδιο, σ. 11.
[16] T. Judt, Postwar..., ό.π,, κεφάλαιο 19.
[17] T. Judt, Postwar..., ό.π,, σ. 591. Μια πολύ πιο ζωντανή περιγραφή και οξυδερκή ανάλυσή τους βλ. στα κεφάλαια 23 και 24 του G. Eley, Σφυρηλατώντας τη δημοκρατία..., τ. Β΄, ό.π..
[18] T. Judt, Postwar..., ό.π,, σ. 541.
[19] New Economics Foundation, Real World Economic Outlook, Λονδίνο 2003.
[20] Βλ. το απαραίτητο I. Wallerstein, Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας. Εισαγωγή στην Ανάλυση Κοσμοσυστημάτων, ό.π. -μια γενική εισαγωγή στο έργο του Βαλλερστάιν δημοσιευμένη ένα χρόνο πριν από τον Μεταπόλεμο. Ο Βαλλερστάιν, παρ’ όλο τον ριζοσπαστισμό του και την ενεργή εμπλοκή του στα αντισυστημικά κινήματα, καλείται να δημοσιεύσει στα ίδια περιοδικά της αμερικανικής ελίτ με τον Τζουντ, όπως το Foreign Affairs, και δεν έχει μικρότερη επιστημονική αναγνώριση· διατέλεσε πρόεδρος της Διεθνούς Κοινωνιολογικής Εταιρείας και της διεθνούς Επιτροπής Γκιουλμπεκιάν για την Αναδόμηση των Κοινωνικών Επιστημών Ωστόσο δεν αναφέρεται ούτε καν στη βιβλιογραφία που δίνει ο Τζουντ.
[21] Eric Hobsbawm, Η εποχή των άκρων. Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, μετάφραση Βασίλης Καπετανγιάννης, Θεμέλιο, Αθήνα 1997· I. Wallerstein, Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας, ό.π..
[22] T. Judt, Postwar..., ό.π,, σ. 3, 5, 6.
[23] Μια εκπληκτική διαπίστωση που θα είχε μπει πολύ στη μύτη του Τζουντ αν είχε καταδεχτεί να την προσέξει, γραμένη προτού κάν κατακαθήσει η σκόνη από την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων: «Η κατάρρευση του φιλελευθερισμού» (1992), στο Immanuel Wallerstein, Η Δύση και οι άλλοι, μετάφραση Ελίνα Φωτεινού, επιστημονική θεώρηση και πρόλογος Σπύρος Μαρκέτος, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2010.
[24] «The World We Have Lost», στο T. Judt, Reappraisals..., ό.π., σ. 11.
[25] Tony Judt, Reappraisals. Reflections on the Forgotten Twentieth Century, Penguin, Χάρμοντζουερθ 2008.
[26] «Eric Hobsbawm and the Romance of Communism», στο T. Judt, Reappraisals..., ό.π., σ. 126.
[27]  Στο ίδιο, σ. 125-126.
[28]  «Αrthur Koestler, The Exemplary Intellectual», στο T. Judt, Reappraisals..., ό.π,, σ. 26.
[29]  «Goodbye to All that? Leszek Kolakowski and the Marxist Legacy», στο T. Judt, Reappraisals..., ό.π., σ. 134. Βλ. ωστόσο την κατεδάφιση τούτης της πολιτικά διόλου αθώας έννοιας, της ‘πολιτικής θρησκείας’, από έναν κάθε άλλο παρά μαρξιστή ιστορικό στο Peter Gay, Το κόμμα της ανθρωπότητας. Θέσεις για τον Γαλλικό Διαφωτισμό, μετάφραση Θεοχάρης Αναγνωστόπουλος, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2009, στο δοκίμιο για την Ουράνια πόλη του Μπαίκερ.
[30] «The World We Have Lost», στο T. Judt, Reappraisals..., ό.π., σ. 17.
[31] Leszek Kolakowski, Main Currents of Marxism,τ. Α΄-Γ΄, Oxford University Press, Οξφόρδη 3 1982· βλ. και το σχετικό δοκίμιο του Τζουντ στο T. Judt, Reappraisals..., ό.π. σ. 129-146. Κατά τη γνώμη μου, πιο ζυγισμένα από τον Κολακόφσκι είδε τον μαρξισμό ο δυστυχώς ξεχασμένος σήμερα, και πολύ μεγάλος, Τζωρτζ Λιχτχάιμ: George Lichtheim, Marxism, Routledge and Kegan Paul, Λονδίνο 1974. Εστιάζοντας και αυτός στις φιλοσοφικές του όψεις, αλλά μη μένοντας μόνο σ’ αυτές, και χωρίς μάλιστα να τού διαφεύγει η τραγική διάσταση κάθε ανθρώπινης προσπάθειας για την ελευθερία.
[32] «Goodbye to All Τhat? Leszek Kolakowski and the Marxist Legacy», στο T. Judt, Reappraisals..., ό.π., σ. 136.
[33] «An American Tragedy? The Case of Whittaker Chambers», στο T. Judt, Reappraisals..., ό.π., σ. 312 κ.ε..
[34] Tony Judt, «What Is Living and What Is Dead in Social Democracy?”, The New York Review of Books, τ. της 17ης Δεκεμβρίου του 2009. Το άρθρο στηρίχτηκε σε μια πρόσφατη διάλεξή του, στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
[35] Tony Judt, «What Is Living and What Is Dead in Social Democracy?”, ό.π..
[36]  Στο ίδιο.
[37] «The World We Have Lost», στο T. Judt, Reappraisals..., ό.π., σ. 11.
[38] Στο ίδιοσ. 12.
[39] Tony Judt, Past Imperfect: French Intellectuals, 1944-1956, University of California Press, Μπέρκλεϋ, Λος Άντζελες, Οξφόρδη 1992· και του ίδιου, The Burden of Responsibility: Blum, Camus, Aron, and the French Twentieth Century, University of Chicago Press, Σικάγο 1998. Για τους ιστορικούς της αριστεράς και του εργατικού κινήματος είναι πολύ χρήσιμα και τα πρώτα του έργα, Socialism in Provence 1871-1914: A Study in the Origins of the Modern French Left, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1979, και  La reconstruction du parti socialiste: 1921-1926, Presses de la Fondation Nationale des Sciences Politiques, Παρίσι 1976.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: