Κώστας Παλούκης, ανακοίνωση στο Δεκεμβριανά 1944 Το παρελθόν και οι χρήσεις του Αθήνα, 12-13 Δεκεμβρίου 2014
Η βία σε βάρος τροτσκιστών και αρχειομαρξιστών από μέρους των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ την περίοδο της Κατοχής και της εξέγερσης των Δεκεμβριανών παρέμενε για χρόνια μια αποσιωπημένη πλευρά του αντιστασιακού κινήματος. Την τελευταία εικοσαετία η αριστερή βία εμφανίζεται σε αρκετές μελέτες είτε ως κύριο είτε ως συμπληρωματικό θέμα. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί μια συζήτηση μέσα στην οποία μπορεί να εντάσσεται ηθελημένα ή αθέλητα η «υπόθεση» των τροτσκιστών και των αρχειομαρξιστών. Αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν το ερμηνευτικό πλαίσιο προσφεύγει σε μια ουσιοκρατική πρόσληψη του σταλινικού φαινομένου και της «κόκκινης βίας» οπότε γίνεται αρκετά συμβατό με αντίστοιχες προσεγγίσεις της σύγχρονης ελληνικής αντι-εαμικής και διεθνούς αντικομμουνιστικής ιστοριογραφίας. Η παρούσα ανακοίνωση επιχειρεί μέσα από τις πηγές της περιόδου και τις νεώτερες αφηγήσεις των αρχειομαρξιστών και τροτσκιστών να εμπλουτίσει τη σχετική συζήτηση επιμένοντας στην πολιτική διάσταση.
Οι μήνες πριν από την απελευθέρωση φαίνεται να κυριαρχούνται από έναν μεγάλο κύκλο βίας. Σε αυτό το πλαίσιο στοχοποιήθηκαν αρχειομαρξιστές και τροτσκιστές και συνελήφθηκαν στην επαρχία και στην Αθήνα μια σειρά από στελέχη και οπαδοί τους. Προφανώς υπήρχε μια εντολή από κάποιο ανώτερο κομματικό κέντρο. Μετά την απελευθέρωση συνεχίστηκαν εξαφανίσεις, συλλήψεις και επιθέσεις από την ΟΠΛΑ και την Εθνική Πολιτοφυλακή.
Συγκεκριμένα στο Αγρίνιο παρατηρείται το φαινόμενο να λαμβάνει μεγάλη ένταση από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1944 καθώς συλαμβάνονται, κρατούνται και εκτελούνται μετά από δίκη ή εκτελούνται άμεσα οι Παναγιώτης Αναστασίου, Καλογεράκης Κώστας, Μήτσος Καπετανάκης, Λευτέρης Καπετανάκης, Νίκος Ξανθόπουλος και Κώστας Λαδάς. Οι περισσότεροι δραστηριοποιούνταν εντός του ΕΛΑΣ με δικές τους ομάδες αναλαμβάνοντας μάλιστα σημαντικές επιχειρήσεις. Η αποτυχία της ομάδας του Αναστασίου να ανατινάξει ένα τρένο με ταγματασφαλίτες που πήγαινε προς το Αγρίνιο χρεώθηκε στον ίδιο. Σύμφωνα με τον Γιάννη Καρύτσα ο Αναστασίου είχε συνομιλήσει με τον Βελουχιώτη ο οποίος του εγγυήθηκε την ελευθερία του. Ο αρχειομαρξιστής Ξανθόπουλος ο οποίος είχε συλληφθεί και βασανιστεί από τους ιταλούς, συνελήφθηκε από τον ΕΛΑΣ με το πρόσχημα της επιστράτευσης, κρατήθηκε για 40 ημέρες, βασανίστηκε και εκτελέστηκε στον δρομο προς τα βουνά του Καρπενησιού. Ο Λευτέρης Καπετανάκης δεν είχε σχέση με την πολιτική και απλά τύχαινε να είναι αδελφός του αρχειομαρξιστή Μήτσου Καπετανάκη.
Στην Βοστίνα Ηπείρου οι αρχειομαρξιστές είχαν αναπτύξει έντονη αντιστασιακή δράση. Συνεργάστηκαν με τους κομματικούς σε ενιαίο μέτωπο στις εκλογές των λαϊκών επιτροπών ενάντια στους οπαδούς του Ζέρβα. Οι αρχειομαρξιστές μάλιστα πλειοψήφησαν, αλλά απώλεσαν την πλειοψηφία όταν ενδυναμώθηκε το ΚΚΕ. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν και να εκτελεστούν οι αρχειομαρξιστές Θωμάς Παπαδόπουλος και Πλιάκος. Στο Αμύνταιο της Μακεδονίας οι αρχειομαρξιστές είχαν με βάση τις δικές τους πηγές συγκροτήσει μια ευάριθμη ομάδα ανταρτών. Οι κομματικοί προκάλεσαν τους αρχειομαρξιστές ηγέτες αντάρτες σε συνάντηση για να συντονιστούν μαζί τους. Ωστόσο, ήταν παγίδα και τους δολοφόνησαν. Επίσης, ομάδες συγκροτήθηκαν στην Έδεσσα, την Κοζάνη, την Καβάλα, τη Φθιώτιδα και αλλού. Σε όλες αυτές τις περιοχές οι κομματικοί εκτέλεσαν αρχειομαρξιστές. Πιο γνωστή περίπτωση ήταν εκείνη του τυφλού τροτσκιστή πρώην αρχειομαρξιστή και ανάπηρου πολέμου Σταύρου Βερούχη, ο οποίος είχε εκλεγεί εθνοσύμβουλος της ΠΕΕΑ από την περιοχή Πλατανιστός της Ν. Εύβοιας. Τελικά, δολοφονήθηκε άγρια από τον ΕΛΑΣ αρκετά μακριά από το χωριό του καθώς μετέβαινε στο Καρπενήσι.
Τον Σεπτέμβρη του 1944 οι κομματικοί σκότωσαν δύο αρχειομαρξιστές φοιτητές στον Βύρωνα καθώς μοίραζαν προκηρύξεις εναντίον της κυβέρνησης Ράλλη. Συνέλαβαν τον Μανώλη Καβαλιέρο στην οδό Βουλιαγμένης ιστορικό στελεχος του αρτεργατικού κινήματος ο οποίος δηλώνεται εξαφανισμένος, όπως και ακόμη 3 αρχειομαρξιστές. Στην Αθήνα τις ημέρες της απελευθέρωσης καταγγέλλεται η επίθεση σε σπίτι και κουρείο αρχειομαρξιστή, η κατάσχεση υλικού της οργάνωσης και ο ξυλοδαρμός του μετά από νέα επίθεση λίγες ημέρες αργότερα. Καταγγέλλεται σύλληψη μέσα από καφενείο αρχειομαρξιστή και ο άγριος ξυλοδαρμός του σε ρεύμα στο Πολύγωνο. Σύλληψη και βασανισμός 4 τροτσκιστών και ενός αρχειομαρξιστή στην Καλλιθέα. Κακοποίηση αρχειομαρξιστή στην Κυψέλη, απόπειρα δολοφονίας δια ξυλοδαρμού αρχειομαρξιστή στα Κάτω Σφαγεία κλπ. Τέλος, καταγγέλλεται η σύλληψη και εξαφάνιση των τροτσκιστών Δημοσθένη Βουρσούκη και Γιώργου Δόξα. Οι αρχειομαρξιστές και οι τροτσκιστές προσπαθούσαν να δημοσιοποιήσουν αυτές τις επιθέσεις και διαμαρτύρονταν στις εαμικές οργανώσεις.
Φαίνεται πως οι εκτελέσεις των εξαφανισμένων πραγματοποιούνται όλες σχεδόν ανεξαρτήτως της ημερομηνίας σύλληψής τους τον Δεκέμβρη. Για παράδειγμα τότε εκτελέστηκε στο Περιστέρι ο εξαφανισμένος Μανόλης Καβαλιέρος από την ΟΠΛΑ, όπως και οι Βουσούρκης και Δόξας. Ο Στίνας περιγράφει την δολοφονία του τροτσκιστή Σπανέα, ο οποίος εκτελέστηκε μετά από μια συζήτηση. Συνολικά οι δολοφονημένοι αρχειομαρξιστές σύμφωνα με την Πάλη των Τάξεων ήταν: 15 στην Αθήνα, 9 στην Λαμία, 10 στην Πάτρα και στο Αγρίνιο, 7 στην Μακεδονία, 2 στον Πειραιά, και 6 αλλού. Στην πράξη εκτελέστηκε ένα μεγάλο μέρος από την ιστορική συνδικαλιστική ηγεσία του αρχειομαρξισμού. Ο Εμμανουηλίδης καταγράφει επίσης 15 νεκρούς τροτσκιστές από τις κατοχικές δυνάμεις και 54 από το ΚΚΕ. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πρώην αρχειομαρξιστές. Σύμφωνα με την Πάλη των Τάξεων δολοφονήθηκαν περίπου 700 με την κατηγορία του αρχειομαρξιστή ή τροτσκιστή, ανάμεσα στους οποίους πολλοί ήταν πρώην ή νυν μέλη και στελέχη του ΚΚΕ.
Γενικά, όλες οι εκτελέσεις φαίνεται πως πραγματοποιήθηκαν μακριά από τον χώρο δράσης των θυμάτων. Στην επαρχία γίνονταν στον δρόμο προς το βουνό, συγκεκριμένα στην Στερεά Ελλάδα στα βουνά του Καρπενησιού, ενώ στην Αθήνα γίνονταν σε εαμοκρατούμενες περιοχές εκτός του κέντρου με ελάχιστη τροτσκιστική παράδοση, π.χ. Περιστέρι. Όμως αυτό δε σήμαινε απαράτητα ότι οι εκτελεστές, συνήθως στην επαρχία, δεν ήταν συντοπίτες με τα θύματα. Σύμφωνα με τα αντιπολιτευτικά έντυπα οι συλλήψεις, οι επιθέσεις και οι εξαφανίσεις αρχικά προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις στον κόσμο του ΕΑΜ, ενώ καταγράφονται περιπτώσεις αποτυχίας σύλληψης αρχειομαρξιστών μετά από παρέμβαση του απλού κόσμου.
Η εντολή εκτέλεσης αρχειομαρξιστών/τροτσκιστών, ιδιαίτερα όσων δρούσαν εντός του ΕΑΜ, δεν φαίνεται να έγινε αποδεκτή από αρκετά στελέχη του εαμικού κινήματος, όπως π.χ. ο Βελουχιώτης. Σύμφωνα με τον Καρυτσά η παρέμβαση κάποιων ηγετικών προσωπικοτήτων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ της περιοχής του Αγρινίου σταμάτησε την επέκταση των εκτελέσεων και για αυτό δεν καταγράφηκε καμία μετά την είσοδο του ΕΛΑΣ στην πόλη ή την περίοδο των Δεκεμβριανών. Ακόμα, η εντολή δεν φαίνεται να εφαρμόστηκε παντού, αφού οι περισσότερες καταγεγραμμένες περιπτώσεις αφορούσαν κυρίως την Δυτική, την Κεντρική Ελλάδα, κάποιες περιοχές της Μακεδονίας, την Αθήνα και τον Πειραιά.
Ο τροτσκιστής Παναγιώτης Φλωριάς από την Κεφαλλονιά γράφει σε μια αφήγηση το τρόπο διάσωσής του. Η περίπτωσή του ίσως είναι ενδεικτική της διάσωσης αρκετών τροτσκιστών. Ο Φλωριάς συμμετείχε στο ΕΑΜ και μάλιστα στην τοπική επιτροπή του χωριού του γιατί τον εμπιστεύτηκαν οι συντοπίτες του περισσότερο από τα μέλη του ΚΚΕ. Όμως το ίδιο έμπιστος ήταν και στα τοπικά στελέχη του ΕΑΜ, καθώς χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές σε σημαντικές θέσεις. Παρουσιάζεται να φέρει όπλο, να συμμετέχει στις εκλογές της ΠΕΕΑ και να υποστηρίζει τον αγώνα. Του επιβλήθηκε περιορισμός από την λαϊκή ασφάλεια του ΕΑΜ την περίοδο του Δεκέμβρη, ωστόσο, δεν εκτελέστηκε. Προφανώς, η τοπική κοινωνία δεν μπορούσε να αποδεχτεί, αλλά και η τοπική οργάνωση του ΕΑΜ να οργανώσει έναν τέτοιο φόνο. Ο μόνος τροπος ήταν η απομάκρυνσή του από το νησί και αυτό δεν ήταν εύκολο να γίνει. Μάλιστα, ο περιορισμός θα πρέπει να ερμηνευθεί ίσως σαν ένα μέτρο προστασίας που έλαβαν οι συναγωνιστές συντοπίτες του για τον τίμιο αγωνιστή και ξεροκέφαλο συμπατριώτη τους που δεν ήθελε να συμβιβαστεί, παρά σαν μια τιμωρία. Συνεπώς, η βία αυτή είχε όρια στην ηθική της νομιμοποίηση και τα όρια αυτά καθορίζονταν από τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες και την σχέση των αρχειομαρξιστών/τροτσκιστών με αυτές ή ίσως και την σχέση της περιφέρειας με το κέντρο των αποφάσεων του ΚΚΕ.
Είναι προφανές ότι η βία σε βάρος των αρχειομαρξιστών/τροτσκιστών συμβάδιζε με την ανάδειξη της βίας κατά την περίοδο της Κατοχής σε κύριο εργαλείο των πολιτικών αντιπαραθέσεων και στην γενικευμένη στρατιωτικοποίηση της ταξικής πάλης. Ο θάνατος και η καταφυγή στον φόνο αποτελούσε μια καθημερινότητα για τους ανθρώπους του αντιστασιακού κινήματος. Ο ολοκληρωτικός αυτός πόλεμος δεν άφηνε πολλά περιθώρια σκέψης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο μπορεί να ερμηνευθεί σε ένα πρώτο επίπεδο η βία σε βάρος των αμιγώς τροτσκιστικών οργανώσεων. Οι πολιτικοί στόχοι, ρητορικές και πρακτικές του ΕΑΜ και των τροτσκιστών συγκροτούσαν δύο εχθρικά πολιτικά συστήματα τα οποία αντιμετώπιζαν το ένα το άλλο με όρους προδοσίας. Από τη μία, «Πεμπτοφαλαγγίτες», «Προβοκάτορες από τ’ αριστερά», «Η Γκεστάπο με μαρξιστική μάσκα», “τα ψωραλέα τροτσκιστικά παλιόσκυλα του Χίτλερ” ήταν η κομματική ρητορική εναντίον των δύο τροτσκιστικών οργανώσεων. Από την άλλη, οι αμιγώς τροτσκιστές θεωρούσαν γενικά, παρά τις εσωτερικές τους διαφοροποιήσεις, ότι το ΚΚΕ είχε περάσει στο αστικό στρατόπεδο. Κατηγορούσαν το ΕΑΜ ως “ξετσίπωτο υπερεθνικιστικό” με στόχο να παρασύρει τις μάζες στον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό, χαρακτήριζαν την σοβιετική γραφειοκρατία ως αντιδραστική και θεωρούσαν τον ΕΛΑΣ εχθρικό στρατό. Ο Μάριος Εμμανουηλίδης στο έργο του καταδεικνύει πως η μεσοπολεμική στερεοτυπική εικόνα για τους τροτσκιστές κατέστησε δυνατό και νομιμοποίησε το πέρασμα από την πολιτική συκοφάντηση στον αποκλεισμό και την τρομοκρατία και τέλος στις μαζικές εκτελέσεις του 1944. Σίγουρα επικρατούσε ο φόβος στην ηγεσία του ΚΚΕ ότι η δικαίωση των προβλέψεων των τροτσκιστών ήταν δυνατόν να ασκήσει επίδραση πάνω στην εαμική βάση. Όμως δεν μπορούσε παρά να είναι περιορισμένη, εξαιτίας της έλλειψης οποιασδήποτε πολιτικής σύγκλισης. Στην πραγματικότητα τα μέλη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ θεωρούσαν τους αμιγώς αντι-εαμικούς τροτσκιστές πραγματικούς εχθρούς της αντίστασης.
Η βία όμως σε βάρος των αρχειομαρξιστών, αλλά και των άλλων τροτσκιστών που συμμετείχαν στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δεν θεμελιώνεται πολιτικά με τον ίδιο τρόπο. Οι αρχειομαρξιστές παροτι είχαν παρόμοια ανάλυση με τους αμιγώς τροτσκιστές σε σχέση με τον ρόλο των βρετανών, τον πατριωτισμό του ΚΚΕ και την ανάγκη μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, ωστόσο διατηρούσαν μια εντελώς διαφορετική στάση απέναντι στο ΕΑΜ. Ένα μεγάλο μέρος τους πίστευε πως οι επαναστάτες θα έπρεπε να εκμεταλλευτούν την ριζοσπαστικοποίηση των μεγάλων μαζών που ακολουθούσαν το ΕΑΜ και να τις στρέψουν προς την επανάσταση. Ουσιαστικά, ήταν μια ομάδα που δρούσε στη βάση του εαμικού κινήματος χωρίς να εντάσσεται επίσημα σε αυτό. Πολλοί συνεργάστηκαν ή και προσχώρησαν ατομικά στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, όπως στο Αγρίνιο και τη Βοστίνα Ηπείρου, ήταν εκείνοι που πήραν την πρωτοβουλία για την ίδρυση αντάρτικων ομάδων. Πολλά στελέχη αναδείχτηκαν καπετάνιοι. Αντίστοιχα, στην Αθήνα τα συνδικαλιστικά στελέχη δρούσαν στη βάση του Εργατικού ΕΑΜ. Στην αρχή του 1943 οι αρχειομαρξιστές πρότειναν τη δημιουργία ταξικού επαναστατικού μετώπου με αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο, αλλά το ΕΑΜ αρνήθηκε. Όταν αποχώρησαν οι γερμανικές δυνάμεις, εκτίμησαν πως η νέα σύγκρουση θα γίνει με τους βρετανούς. Επιτροπή αρχειομαρξιστών ζήτησε επίσημη προσχώρηση του αρχειομαρξιστικού κόμματος στο ΕΑΜ με την προϋπόθεση ότι δε θα υπεράσπιζαν τα συμφέροντα των Αγγλο-αμερικανών ιμπεριαλιστών και δε θα στήριζαν την κυβέρνηση Παπανδρέου. Οι κομματικοί απάντησαν πως η αποδοχή αυτών των όρων σημαίνει διάσπαση του συμμαχικού αγώνα. Οι αρχειομαρξιστές γενικά κατήγγειλαν τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης της Τεχεράνης και της Συμφωνίας του Λιβάνου, ενώ η κριτική εντάθηκε την περίοδο της κυβέρνησης της Εθνικής Ενότητας. Για τους αρχειομαρξιστές η “λεφτεριά που καταχτήθηκε” τον Οκτώβρη του 44 έπρεπε να ολοκληρωθεί “με την ανατροπή της αστικής τάξης”, την τιμωρία των δολοφόνων του λαού και “την άνοδο της εργατικής τάξης στην εξουσία”. Αυτό θα το έκανε μόνο ο ένοπλος ΕΛΑΣ. Γι’ αυτό υποστήριζαν πως ο ΕΛΑΣ δεν πρέπει να αφοπλιστεί, αλλά να καταστεί πραγματικός επαναστατικός και λαϊκός στρατός. Μάλιστα, τον Δεκέμβρη του 44 το αρχειομαρξιστικό κόμμα διεκήρυξε από μόνο του την προσχώρηση στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
Η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ φαίνεται πως δεν μπορούσε να ελέγξει και να εμποδίσει την είσοσο αρχειομαρξιστών και φιλοεαμικών τροτσκιστών στο αντιστασιακό κίνημα. Ωστόσο, επίσημα τους καταδίκαζε με επιχειρήματα που όμως δεν έπειθαν. Για παράδειγμα ο Σιάντος το 1943 κατηγορούσε ως πέμπτη φάλαγγα την εφημερίδα Νέα Εποχή, παρότι υποστήριζε το ΕΑΜ και αναφερόταν θετικά στον Νίκο Ζαχαριάδη. Ο Π. Ρούσσος ειρωνευόταν τον φιλοσοβιετισμό των φαλτσετοφόρων αρχειομαρξιστών παραθέτοντας χωρία που μόνο με εντελώς διασταλτικές ερμηνείες συμφωνούσαν με τα συμπεράσματά του. Κατά την απελευθέρωση ο Αποστόλου γράφει ένα εκτενές άρθρο για την ιστορία του αρχειομαρξισμού καταλήγοντας ότι εκμεταλλεύονται “τη δίκαιη αγανάκτηση του κόσμου για τις τέτοιες ενέργειες της αντίδρασης και προσπαθούν να σπρώξουν τους εργαζόμενους σ΄ενέργειες που να στηρίζουν το παιχνίδι της αντίδρασης”.
Η άσκηση βίας εναντίον των αρχειομαρξιστών εξηγείται πράγματι ως ένα βαθμό από τον φόβο ότι η δικαίωση των συνθημάτων τους θα μπορούσε να επηρεάσει τμήματα της βάσης του ΕΑΜ. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η βία ανάμεσα στις δύο οργανώσεις, ΚΚΕ και αρχειομαρξισμό, είχε ένα ιστορικό βάθος στο μεσοπόλεμο καθώς ξεκινούσε από το 1923 και στιγμάτισε σημαντικά την μέχρι τότε κοινή τους ιστορία. Αυτό γίνεται σαφές την δεκαετία του 40 τόσο στον έντυπο όσο και στον ζωντανό διάλογο ανάμεσα από τη μία στο ΚΚΕ και από την άλλη στους τροτσκιστές και τους αρχειομαρξιστές. Σύμφωνα με το μεταβαρκιζιανό ΚΚΕ το “τρομοκρατικό φασιστικό παρελθόν τους” συνδέεται άρρηκτα με “την αντεθνική, προδοτική πολιτική στάση τους στα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και του Δεκέμβρη”. Ο Ριζοσπάστης με άρωμα αντιπαράθεσης από το μεσοπόλεμο, δείχνει όχι μόνο το ιστορικό χάσμα, αλλά και την ευκολία με την οποία οι παλιές αντιπαραθέσεις ανακαλούνται στη μνήμη και των δύο ρευμάτων. Ανώνυμο άρθρο επανέφερε τις μεσοπολεμικές κατηγορίες ότι ο Γιωτόπουλος ήταν πράχτορας του γενικού επιτελείου, ότι το αρχειομαρξιστικό κόμμα όχι μόνο δεν έχει δώσει θυσίες αντίστοιχες με του ΚΚΕ, αλλά δολοφόνησε μέλη και στελέχη του. Ο ίδιος ο Ζαχαριάδης υπογράφοντας ως “Κ” έφερε στην επιφάνεια όσα βίαια γεγονότα χώριζαν τα δύο ρεύματα από την δεκαετία του 1920. Στη διάλεξη ανάμεσα σε ΚΚΕ και αρχειομαρξιστικό κόμμα, στα 1946, ο Λευτέρης Αποστόλου θα αναφερθεί ξανά στο βίαιο παρελθόν των αρχειομαρξιστών που είχε ως αποτέλεσμα τραυματισμους και νεκρούς του ΚΚΕ. Αντίστοιχα, η αρχειομαρξιστική Πάλη των Τάξεων συνδέει τους νεώτερους νεκρούς από τα χέρια μελών του ΚΚΕ με τους νεκρούς από τον μεσοπόλεμο. Είναι φανερό πως η ανάμνηση της μεσοπολεμικής βίαιης σχέσης αναπαράχθηκε σε όλες τις νεώτερες γενιές και των δύο ρευμάτων με τη μορφή της «συλλογικής μνήμης». Εξάλλου οι περισσότεροι από τους εκτελεσμένους ήταν πρόσωπα που με τον έναν ή τον άλλο βαθμό είχαν πρωταγωνιστήσει στις μεσοπολεμικές αντιπαραθέσεις και βιαιότητες ανάμεσα στα δύο ρεύματα. Βέβαια, το αντίστοιχο συνέβαινε και με πρόσωπα προερχόμενα από το αστικό στρατόπεδο. Όμως το ΚΚΕ είχε ως στρατηγική επιλογή να ξεχάσει αυτές τις μνήμες και να ενσωματώσει όσους προέρχονταν από το βενιζελικό ή μοναρχικό στρατόπεδο.
Η επίσημη απάντηση της ηγεσίας του ΚΚΕ στην κατηγορία για δολοφονίες τροτσκιστών ήταν ότι «σε όλο το διάστημα της ξένης φασιστικής κατοχής και του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα αυτοί πήραν εντελώς αντεπαναστατική στάση αρνούμενοι το ΕΑΜ και τον αγώνα που έκανε το ΚΚΕ». Ωστόσο, όπως προκύπτει από δημόσιες ή γραπτές τοποθετήσεις τόσο ο ίδιος ο Ζαχαριάδης όσο και ο Λευτέρης Αποστόλου κράτησαν αποστάσεις από την πολιτική των φόνων. Επίσης, από το 1945 και έπειτα αναπτύσσεται μια έντονη κριτική μέσα στο ΚΚΕ με κύριο πόλο τους Πετσόπουλο και Ζαχαριά. Αυτοί υιοθετώντας σε μεγάλο βαθμό την κριτική των αρχειομαρξιστών για τα Δεκεμβριανά ασκούσαν ταυτόχρονα κριτική για τις δολοφονίες. Φαίνεται πως το μεταβαρκιζιανό ΚΚΕ συνειδητά επανέφερε στον διάλογο αυτές τις μνήμες για να δώσει άλλοθι στις δολοφονίες.
Αλλά εκτός από όσους διαφώνησαν δημόσια με τις κεντρικές επιλογές του ΚΚΕ υπήρχαν και άλλα μέλη του ΚΚΕ που επαναξιολόγησαν αρνητικά αυτές τις δολοφονίες. Προσωπικά μου έχει κατατεθεί μια μαρτυρία γιού ΟΠΛΑτζή σύμφωνα με την οποία ο πατέρας του κατά την διάρκεια της εξορίας γνώρισε καλύτερα τους αρχειομαρξιστές και τους συμπάθησε γιατί ήταν πολύ μορφωμένοι και καταρτισμένοι μαρξιστικά. Δημιουργήθηκαν σε αυτόν τύψεις και ενοχές και ο φόβος ότι χωρίς να το γνωρίζει είχε εκτελέσει αρχειομαρξιστές. Ησύχασε μόλις έλαβε την διαβεβαίωση από συναγωνιστή του αρκετά χρόνια αργότερα ότι ο ίδιος δεν είχε σκοτώσει κανέναν αρχειομαρξιστή. Φαίνεται λοιπόν ότι η ιστορική ηγεσία, αλλά και η βάση του ΚΚΕ, όπως ακόμα και τα ίδια υποκείμενα, δηλαδή οι εκτελεστές, δεν αντιμετώπισαν ποτέ αυτήν την δράση ως κομμάτι μιας ηρωικής αφήγησης, αλλά μάλλον αρνητικά εντάχθηκε στη συλλογική μνήμη και μάλιστα αποσιωπήθηκε. Η απόφαση της μεταβαρκιζιανής ηγεσίας του ΚΚΕ να οργανώσεις τρεις δημόσιες διαλέξεις με τις διεθνιστικές οργανώσεις θα πρέπει ακριβώς να συνδεθεί με την προσπάθεια από τη μία να απαντήσει στις πολιτικές κριτικές τους, αλλά και από την άλλη να σηματοδοτήσει την αποστασιοποίησή της από τους φόνους αποκαθιστώντας τον διάλογο μαζί τους.
Η εχθρική στάση του Αρχειομαρξιστικού Κόμματος απέναντι στον Δημοκρατικό Στρατό την περιοδο του εμφυλίου πολέμου συσκότισε στην μετέπειτα ευρύτερη συλλογική μνήμη την φιλοεαμική δράση τους και συχνά αποτελεί επιχείρημα επεξήγησης των εκτελέσεων του 1944. Ωστόσο, το ΚΚΕ ως συλλογικό σώμα τόσο στην βάση όσο και στην ηγεσία του μάλλον αντιμετώπιζε τους φόνους των τροτσκιστών/αρχειομαρξιστών ως κάτι ξένο από τις δικές του πρακτικές. Η σύνδεση των δολοφονιών των τροτσκιστών και αρχειομαρξιστών με την ΟΠΛΑ ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο η δράση της ενοχοποιήθηκε από το μεταπολεμικό ΚΚΕ και για πολλά ήταν μέρος της αυτολογοκριμένης μνήμης των αριστερών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου