Ο θάνατος του Έρικ Χόμπσμπαουμ σε ηλικία 95 ετών, μας στερεί από έναν μεγάλο ιστορικό, έναν αριστοτέχνη συγγραφέα μιας ρωμαλέας και ευανάγνωστης πρόζας, κι έναν λόγιο, του οποίου η πνευματική περιέργεια και η εμβέλεια δεν έχει σχεδόν κανένα προηγούμενο. Όταν τον γνώρισα, είχε ήδη ξεπεράσει προ πολλού την ηλικία συνταξιοδότησης – πρώτα στο Πανεπιστήμιο του Μπίρκμπεκ, το πανεπιστήμιο των παλιών εργατών του πνεύματος, για τα ιδανικά των οποίων πάντα υπερηφανευόταν, και ύστερα σε συναντήσεις του Past and Present, του περιοδικού που είχε βοηθήσει να ιδρυθεί. Ωστόσο, ο Χόμπσμπαουμ, παρόλο που είχε ήδη ξεπεράσει τα 80, ήταν ακόμη πολύ δραστήριος.
Δίδασκε στο Μπίρκμπεκ από τα τέλη της δεκαετία του 1940, κι όπως διατηρούσε επί 50 χρόνια εκεί ένα μικρό γραφείο, νομίζω ότι τον πρωτοσυνάντησα στον στενό διάδρομο έξω απ’ αυτό, αδύνατο, κι ελαφρά σκυφτό. Οι ήδη αδύναμοι ώμοι του, κάτω από το σπορ τζάκετ που φορούσε, σε έκαναν να θέλεις να τον προστατέψεις, αλλά το συναίσθημά σου αυτό εξαφανιζόταν μόλις άρχιζε να μιλάει. Ο Χόμπσμπαουμ δεν είχε ανάγκη από προστασία, και το μυαλό του διατηρούσε μια εκπληκτική ενέργεια και διαύγεια μέχρι το τέλος. Κι ύστερα ήταν η φωνή του – αποφασιστική, σχεδόν στρατιωτική, εκείνο το χαρακτηριστικό προστακτικό ερωτηματικό – «δεν είναι και το πρώτο μυαλό, νομίζω;» – που περιέκλειε ολόκληρη την Βρετανία των μέσων του προηγούμενου αιώνα, η οποία έχει πια χαθεί, και η οποία αποτελούσε μέρος του Χόμπσμπαουμ τόσο, όσο και ο ατελείωτος σχολιασμός του Μαρξισμού.
Βέβαια, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς άλλον Μαρξιστή που να άξιζε σε τέτοιο βαθμό τον τίτλο του Μέλους της Τιμής, που του απονεμήθηκε το 1998, όσο ο Χόμπσμπαουμ, διότι όσα αυτός προσέφερε σε τούτη την χώρα, ήταν περισσότερα απ’ όσα του έδωσε εκείνη. Έφτασε στην Αγγλία μαθητής το 1933, έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως τότε στην Βιέννη και το Βερολίνο (μια ιστορία που θα αφηγηθεί αργότερα στην καταπληκτική του αυτοβιογραφία Interesting Times), όπου και γνώρισε την άνοδο των Ναζί και ανακάλυψε τον Μαρξισμό. Στο Κέμπριτζ, στο οποίο σπούδασε κατά την δεκαετία του ’30, είχε την φήμη της παντογνωσίας. Την εποχή που διηύθυνε τον τοπικό πυρήνα του Κομμουνιστικού Κόμματος από τις πανεπιστημιακές αίθουσες, ο νεαρός Χόμπσμπαουμ κλήθηκε να στελεχώσει την κλειστή κοινωνία των Αποστόλων. Ανήκε στην αντιφασιστική γενιά, κι από τη στιγμή που έκανε τις πολιτικές του επιλογές παρέμεινε αφοσιωμένος σ’ αυτές σε ολόκληρη την ζωή του, και ποτέ δεν απολογήθηκε γι’ αυτές.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος άρχισε να ψάχνει για δουλειά, αλλά η προσχώρησή του στο κόμμα του στάθηκε εμπόδιο: ακόμα και στην Αγγλία ένας μικρός Μακκαρθισμός πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Το Κέμπριτζ του γύρισε την πλάτη, αλλά το Μπίρκμπεκ τον καλωσόρισε. Πάνω από το εστιατόριο Γκαριμπάλντι του Σάφρον Χιλ, έγινε μέλος μιας εξαιρετικής λέσχης – της Ομάδας Ιστορικών του Κομμουνιστικού Κόμματος (CPHG). Αν σήμερα οι Βρετανοί ιστορικοί συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο εξωστρεφή τμήματα της ακαδημίας, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο έργο του CPHG. Μετά το 1946, τα μέλη του βοήθησαν στην μετεξέλιξη ενός στυφού κύκλου συνταγματολόγων διεπόμενων από την νοοτροπία του βασιλιά και της βασίλισσας, και κατέστησαν δημοφιλή την μελέτη των απλών ανθρώπων, τοποθετώντας την κοινωνική και οικονομική ιστορία στο επίκεντρο του επαγγέλματος.
Το περιοδικό Past and Present ήταν μια όαση, κι ένας αγωγός για νέες ιδέες από το εξωτερικό. Ο τοπικισμός της αγγλικής πνευματικής ζωής άρχισε να υποχωρεί. Όπως αρέσκονταν να λένε κάποτε οι Μαρξιστές, το γεγονός ότι ο Μαρξισμός αποτελούσε την πνευματική γεννήτρια αυτής της επανάστασης, δεν ήταν τυχαίο. Παρείχε μια φυσική γέφυρα σε άλλες κοινωνικές επιστήμες – ιδιαίτερα στην κοινωνιολογία και τα οικονομικά – όπου συνέβαιναν συναρπαστικά πράγματα, ενώ την ίδια στιγμή που έκανε την Αγγλία πατρίδα της βιομηχανικής επανάστασης και το επίκεντρο της ιστορικής δράσης, εμφυσούσε μια παγκόσμια άποψη των πραγμάτων.
Ο Χόμπσμπαουμ βρισκόταν στην καρδιά όλων αυτών. Ακόμη κι αν δεν έπαψε ποτέ ν’ ασχολείται με το άλλο πάθος του, την τζαζ – για την οποία έγραψε πολλά θαυμάσια με το ψευδώνυμο Φράνσις Νιούτον – ταυτοχρόνως σφυρηλατούσε δεσμούς με Γάλλους, Γερμανούς και Ιταλούς ιστορικούς, και άφηνε τις ιδέες και τα ενδιαφέροντά τους να διαμορφώσουν τα δικά του. Ο ιστορικός που είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός με την ιστορία του φαβιανισμού, άρχιζε τώρα να γράφει για τους Ιταλούς χωρικούς και τους Νοτιοαμερικανούς ληστές. Κι ύστερα, ξεκίνησε το εξαιρετικό τετράτομο έργο του, το οποίο αποτελεί ακόμη μια ακαταμάχητη και απαράμιλλη εισαγωγή στην παγκόσμια ιστορία από την Γαλλική Επανάσταση μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα, για χιλιάδες αναγνώστες («Η Εποχή των Επαναστάσεων», «Η Εποχή του Κεφαλαίου», «Η Εποχή των Αυτοκρατοριών», «Η Εποχή των Άκρων»).
Ξαναδιαβάζοντας αυτά τα βιβλία, δεν μπορούμε να μην κατακλυστούμε από την συγγραφική δεινότητα του Χόμπσμπαουμ. Ένα από τα δυσκολότερα πράγματα για έναν ιστορικό, είναι να καταστήσει ένα επιχείρημα αναγνώσιμο. Κι αυτό, ο Χόμπσμπαουμ το κάνει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Η στροφή στην αφήγηση, η ανάγκη να πει κάποιος ιστορίες, δεν είναι γι’ αυτόν. Ο Χόμπσμπαουμ είναι γεμάτος από ιστορίες. Αλλά οι ιστορίες του μιλούν για τάσεις, κοινωνικές δυνάμεις, και μεγάλης κλίμακας αλλαγές σε μεγάλες αποστάσεις. Το να πει κανείς αυτό το είδος της ιστορίας με τρόπο τόσο συναρπαστικό όσο αν αφηγούνταν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αποτελεί πραγματική πρόκληση για το ύφος και την σύνθεση. Και στην τετραλογία του, ο Χόμπσμπαουμ μας δείχνει πώς μπορούμε να το πετύχουμε.
Σίγουρα, κάποια κομμάτια λειτουργούν καλύτερα από άλλα. Το «Η Εποχή των Αυτοκρατοριών», παραμένει ένα κατόρθωμα. Κανένας άλλος Ευρωπαϊστής δεν έγραφε από την ίδια του τη χώρα την μια στιγμή για την Νότια Αμερική και την άλλη για την Κίνα. Αντίθετα, ‘Η Εποχή των Άκρων’ – ο τόμος που αναφέρεται στον 20ό αιώνα, συγκριτικά μειονεκτεί. Αυτό που διηγείται στην πραγματικότητα, είναι η ιστορία η οποία αναδύεται πιο ανοιχτά στην αυτοβιογραφία του Χόμπσμπαουμ, ενώ στην πορεία παρεμβάλλονται και οι πολιτικές του συμπάθειες. Αλλά αν αυτό εξεταστεί εκ των υστέρων, δεν εκπλήσσει σχεδόν καθόλου, ούτε αξίζει τον θόρυβο που προκάλεσε στην αρχή.
Κανείς δεν θα διάβαζε τον Χόμπσμπαουμ για τις διαυγείς εκτιμήσεις των ορίων του κομμουνισμού τις οποίες κάνει, όπως κανείς δεν θα έβρισκε πολλά πράγματα στο έργο του για τον ρόλο του φύλου στην ιστορία (ένα άλλο τυφλό σημείο). Αυτό όμως που αρκετοί από εμάς μπορούμε να επισημάνουμε, είναι το εκπληκτικό του επίτευγμα, ο μετασχηματισμός της ιστορίας σ’ ένα παγκόσμιο μυθιστόρημα (διήγημα, ιστορία), πράγμα στο οποίο ο Χόμπσμπαουμ πρωτοπόρησε. Η κληρονομιά του συνεχίζεται μέσα από ένα ευημερών κι εξωστρεφές επάγγελμα του ιστορικού, κληρονομιά το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της οποίας βρίσκεται στο ότι προέρχεται από έναν άνθρωπο που διόλου ενδιαφερόταν να ιδρύσει δική του σχολή. Για όλους όσοι αγαπούν την ιστορία, ο θάνατός του είναι ένα πολύ θλιβερό νέο. Είθε τα βιβλία του να διαβάζονται για πολλά χρόνια ακόμη.
Του Μαρκ Μαζάουερ για τη βρετανική εφημερίδα The Guardian - Μετάφραση: Δάφνη Μαρία Βουβάλη για το bookbar.gr
Δίδασκε στο Μπίρκμπεκ από τα τέλη της δεκαετία του 1940, κι όπως διατηρούσε επί 50 χρόνια εκεί ένα μικρό γραφείο, νομίζω ότι τον πρωτοσυνάντησα στον στενό διάδρομο έξω απ’ αυτό, αδύνατο, κι ελαφρά σκυφτό. Οι ήδη αδύναμοι ώμοι του, κάτω από το σπορ τζάκετ που φορούσε, σε έκαναν να θέλεις να τον προστατέψεις, αλλά το συναίσθημά σου αυτό εξαφανιζόταν μόλις άρχιζε να μιλάει. Ο Χόμπσμπαουμ δεν είχε ανάγκη από προστασία, και το μυαλό του διατηρούσε μια εκπληκτική ενέργεια και διαύγεια μέχρι το τέλος. Κι ύστερα ήταν η φωνή του – αποφασιστική, σχεδόν στρατιωτική, εκείνο το χαρακτηριστικό προστακτικό ερωτηματικό – «δεν είναι και το πρώτο μυαλό, νομίζω;» – που περιέκλειε ολόκληρη την Βρετανία των μέσων του προηγούμενου αιώνα, η οποία έχει πια χαθεί, και η οποία αποτελούσε μέρος του Χόμπσμπαουμ τόσο, όσο και ο ατελείωτος σχολιασμός του Μαρξισμού.
Βέβαια, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς άλλον Μαρξιστή που να άξιζε σε τέτοιο βαθμό τον τίτλο του Μέλους της Τιμής, που του απονεμήθηκε το 1998, όσο ο Χόμπσμπαουμ, διότι όσα αυτός προσέφερε σε τούτη την χώρα, ήταν περισσότερα απ’ όσα του έδωσε εκείνη. Έφτασε στην Αγγλία μαθητής το 1933, έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως τότε στην Βιέννη και το Βερολίνο (μια ιστορία που θα αφηγηθεί αργότερα στην καταπληκτική του αυτοβιογραφία Interesting Times), όπου και γνώρισε την άνοδο των Ναζί και ανακάλυψε τον Μαρξισμό. Στο Κέμπριτζ, στο οποίο σπούδασε κατά την δεκαετία του ’30, είχε την φήμη της παντογνωσίας. Την εποχή που διηύθυνε τον τοπικό πυρήνα του Κομμουνιστικού Κόμματος από τις πανεπιστημιακές αίθουσες, ο νεαρός Χόμπσμπαουμ κλήθηκε να στελεχώσει την κλειστή κοινωνία των Αποστόλων. Ανήκε στην αντιφασιστική γενιά, κι από τη στιγμή που έκανε τις πολιτικές του επιλογές παρέμεινε αφοσιωμένος σ’ αυτές σε ολόκληρη την ζωή του, και ποτέ δεν απολογήθηκε γι’ αυτές.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος άρχισε να ψάχνει για δουλειά, αλλά η προσχώρησή του στο κόμμα του στάθηκε εμπόδιο: ακόμα και στην Αγγλία ένας μικρός Μακκαρθισμός πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Το Κέμπριτζ του γύρισε την πλάτη, αλλά το Μπίρκμπεκ τον καλωσόρισε. Πάνω από το εστιατόριο Γκαριμπάλντι του Σάφρον Χιλ, έγινε μέλος μιας εξαιρετικής λέσχης – της Ομάδας Ιστορικών του Κομμουνιστικού Κόμματος (CPHG). Αν σήμερα οι Βρετανοί ιστορικοί συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο εξωστρεφή τμήματα της ακαδημίας, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο έργο του CPHG. Μετά το 1946, τα μέλη του βοήθησαν στην μετεξέλιξη ενός στυφού κύκλου συνταγματολόγων διεπόμενων από την νοοτροπία του βασιλιά και της βασίλισσας, και κατέστησαν δημοφιλή την μελέτη των απλών ανθρώπων, τοποθετώντας την κοινωνική και οικονομική ιστορία στο επίκεντρο του επαγγέλματος.
Το περιοδικό Past and Present ήταν μια όαση, κι ένας αγωγός για νέες ιδέες από το εξωτερικό. Ο τοπικισμός της αγγλικής πνευματικής ζωής άρχισε να υποχωρεί. Όπως αρέσκονταν να λένε κάποτε οι Μαρξιστές, το γεγονός ότι ο Μαρξισμός αποτελούσε την πνευματική γεννήτρια αυτής της επανάστασης, δεν ήταν τυχαίο. Παρείχε μια φυσική γέφυρα σε άλλες κοινωνικές επιστήμες – ιδιαίτερα στην κοινωνιολογία και τα οικονομικά – όπου συνέβαιναν συναρπαστικά πράγματα, ενώ την ίδια στιγμή που έκανε την Αγγλία πατρίδα της βιομηχανικής επανάστασης και το επίκεντρο της ιστορικής δράσης, εμφυσούσε μια παγκόσμια άποψη των πραγμάτων.
Ο Χόμπσμπαουμ βρισκόταν στην καρδιά όλων αυτών. Ακόμη κι αν δεν έπαψε ποτέ ν’ ασχολείται με το άλλο πάθος του, την τζαζ – για την οποία έγραψε πολλά θαυμάσια με το ψευδώνυμο Φράνσις Νιούτον – ταυτοχρόνως σφυρηλατούσε δεσμούς με Γάλλους, Γερμανούς και Ιταλούς ιστορικούς, και άφηνε τις ιδέες και τα ενδιαφέροντά τους να διαμορφώσουν τα δικά του. Ο ιστορικός που είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός με την ιστορία του φαβιανισμού, άρχιζε τώρα να γράφει για τους Ιταλούς χωρικούς και τους Νοτιοαμερικανούς ληστές. Κι ύστερα, ξεκίνησε το εξαιρετικό τετράτομο έργο του, το οποίο αποτελεί ακόμη μια ακαταμάχητη και απαράμιλλη εισαγωγή στην παγκόσμια ιστορία από την Γαλλική Επανάσταση μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα, για χιλιάδες αναγνώστες («Η Εποχή των Επαναστάσεων», «Η Εποχή του Κεφαλαίου», «Η Εποχή των Αυτοκρατοριών», «Η Εποχή των Άκρων»).
Ξαναδιαβάζοντας αυτά τα βιβλία, δεν μπορούμε να μην κατακλυστούμε από την συγγραφική δεινότητα του Χόμπσμπαουμ. Ένα από τα δυσκολότερα πράγματα για έναν ιστορικό, είναι να καταστήσει ένα επιχείρημα αναγνώσιμο. Κι αυτό, ο Χόμπσμπαουμ το κάνει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Η στροφή στην αφήγηση, η ανάγκη να πει κάποιος ιστορίες, δεν είναι γι’ αυτόν. Ο Χόμπσμπαουμ είναι γεμάτος από ιστορίες. Αλλά οι ιστορίες του μιλούν για τάσεις, κοινωνικές δυνάμεις, και μεγάλης κλίμακας αλλαγές σε μεγάλες αποστάσεις. Το να πει κανείς αυτό το είδος της ιστορίας με τρόπο τόσο συναρπαστικό όσο αν αφηγούνταν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αποτελεί πραγματική πρόκληση για το ύφος και την σύνθεση. Και στην τετραλογία του, ο Χόμπσμπαουμ μας δείχνει πώς μπορούμε να το πετύχουμε.
Σίγουρα, κάποια κομμάτια λειτουργούν καλύτερα από άλλα. Το «Η Εποχή των Αυτοκρατοριών», παραμένει ένα κατόρθωμα. Κανένας άλλος Ευρωπαϊστής δεν έγραφε από την ίδια του τη χώρα την μια στιγμή για την Νότια Αμερική και την άλλη για την Κίνα. Αντίθετα, ‘Η Εποχή των Άκρων’ – ο τόμος που αναφέρεται στον 20ό αιώνα, συγκριτικά μειονεκτεί. Αυτό που διηγείται στην πραγματικότητα, είναι η ιστορία η οποία αναδύεται πιο ανοιχτά στην αυτοβιογραφία του Χόμπσμπαουμ, ενώ στην πορεία παρεμβάλλονται και οι πολιτικές του συμπάθειες. Αλλά αν αυτό εξεταστεί εκ των υστέρων, δεν εκπλήσσει σχεδόν καθόλου, ούτε αξίζει τον θόρυβο που προκάλεσε στην αρχή.
Κανείς δεν θα διάβαζε τον Χόμπσμπαουμ για τις διαυγείς εκτιμήσεις των ορίων του κομμουνισμού τις οποίες κάνει, όπως κανείς δεν θα έβρισκε πολλά πράγματα στο έργο του για τον ρόλο του φύλου στην ιστορία (ένα άλλο τυφλό σημείο). Αυτό όμως που αρκετοί από εμάς μπορούμε να επισημάνουμε, είναι το εκπληκτικό του επίτευγμα, ο μετασχηματισμός της ιστορίας σ’ ένα παγκόσμιο μυθιστόρημα (διήγημα, ιστορία), πράγμα στο οποίο ο Χόμπσμπαουμ πρωτοπόρησε. Η κληρονομιά του συνεχίζεται μέσα από ένα ευημερών κι εξωστρεφές επάγγελμα του ιστορικού, κληρονομιά το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της οποίας βρίσκεται στο ότι προέρχεται από έναν άνθρωπο που διόλου ενδιαφερόταν να ιδρύσει δική του σχολή. Για όλους όσοι αγαπούν την ιστορία, ο θάνατός του είναι ένα πολύ θλιβερό νέο. Είθε τα βιβλία του να διαβάζονται για πολλά χρόνια ακόμη.
Του Μαρκ Μαζάουερ για τη βρετανική εφημερίδα The Guardian - Μετάφραση: Δάφνη Μαρία Βουβάλη για το bookbar.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου