Ιστορικό μυθιστόρημα του Βασίλη Τσιράκη με φόντο τη Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ου αιώνα.
Στα βιβλιοπωλεία τη Δευτέρα 2/4/12, από τις εκδόσεις "ΤΟΠΟΣ".
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ:
Σελανίκ ή Σολούν ή Σαλονίκ, οι ονομασίες της πολυεθνικής Θεσσαλονίκης στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας και αφετηρία του μυθιστορήματος οι κοσμογονικές αλλαγές που πυροδότησε η κατάρρευση της.
Μέσα από τη ζωή τριών οικογενειών ξετυλίγονται τα γεγονότα και οι ανατροπές που συγκλονίζουν την πόλη φτάνοντας ως το Παρίσι και τη Ζυρίχη, από την παραμονή πρωτοχρονιάς του 1900 ως το φθινόπωρο του 1916.
Τρομοκρατικές ενέργειες, η επανάσταση των νεότουρκων, η Φεντερασιόν, οι πρώτες εργατικές απεργίες, δύο επιδημίες και μια χρεοκοπία, δυο συνεχόμενοι τοπικοί πόλεμοι, η δολοφονία ενός βασιλιά, η απόβαση της Αντάντ, ο διχασμός και η εθνική Άμυνα, διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό σκηνικό που σημαδεύει βαθιά την πόλη και τους ανθρώπους της. Και δίπλα σ’ όλα αυτά οι φιγούρες του νεαρού Κεμάλ Ατατούρκ, του Αβραάμ Μπεναρόγια, του στρατηγού Σαράιγ, αλλά και του Πικάσο και του Λένιν.
Οι έρωτες, οι φιλίες, οι μεγάλες προσδοκίες, δοκιμάζονται σκληρά στις μυλόπετρες της ιστορίας, που πορεύεται με τους δικούς της κανόνες και είναι τελικά ο μεγάλος πρωταγωνιστής.
«...κι όλα αυτά μέσα σε δεκατρία μόλις χρόνια, η ιστορία προχωρά με τα κέφια της, άλλοτε σέρνεται βαριεστημένα κι άλλοτε τρέχει πίσω από το χρόνο».
- Παρατίθενται δυο μικρά αποσπάσματα του μυθιστορήματος.
- ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 1Τέτοια αναστάτωση είχε να φανεί στην πόλη από τη σφαγή των προξένων, ο ήχος της έκρηξης εκκωφαντικός έφτασε ψηλά μέχρι τους λόφους του Σέιχ Σου και από τα ερημοτόπια του Σέδες ως τα αμπελοχώραφα της Καπουτζίδας, ένα πυκνό μαύρο σύννεφο φανέρωνε σε κάθε γωνιά της πόλης το κακό, πρώτη αντίδραση των κατοίκων της να κλειστούν στα σπίτια και να διπλομανταλώσουν, όχι όπως πέρυσι που έτρεχαν αλαφιασμένοι στα σοκάκια, το κακό μικρό, ο σεισμός ισχυρός μα δεν είχε αφήσει θύματα, μόνο τα ρεζιλίκια των λουόμενων στα χαμάμ, αρκετοί από δαύτους πάνω στον πανικό τους είχαν πεταχτεί τσίτσιδοι στους δρόμους.Δειλά δειλά οι πιο περίεργοι ξεμύτισαν στις αυλές, οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν, ένα ήταν σίγουρο, πως η έκρηξη ακούστηκε από το μόλο, μα πολεμικό πλοίο είχε να δέσει στο λιμάνι καιρό, με τούτο και με τ’ άλλο οι κάτοικοι ξεθάρρεψαν, μικροί μεγάλοι πήραν να κατηφορίσουν για την προκυμαία.Οι έμποροι της σκεπαστής αγοράς άφησαν στο πόδι τους τους παραγιούς κι οι εβραίοι χαμάληδες ξέζεψαν τα σαμάρια τους, ο βούλγαροι χτίστες έμπηξαν τα φτυάρια τους στη λάσπη κι οι λεβαντίνοι υπάλληλοι παράτησαν τις πένες πάνω στα στυπόχαρτα, στα ελληνικά καφενεία οι καφέδες ξεχείλιζαν στα ξεχασμένα μπρίκια και στα τούρκικα μπαρμπέρικα οι σαπουνάδες είχαν στεγνώσει στα αξύριστα μάγουλα των πελατών, την ίδια στιγμή στο αυστριακό ταχυδρομείο, η κορδέλα του τηλέγραφου είχε μαζευτεί σωρός στο πολυκαιρισμένο ξύλινο πάτωμά του.Από κάθε γειτονιά της πόλης, το Τσαΐρι στα δυτικά, το Ρογκό στο κέντρο, το Αχτσέ Μεσίντ στα ανατολικά και τον Κάμπο στα βόρεια, μέχρι το Κιλκίς μαχαλέ στο σταθμό και το Τρανσβάαλ έξω από τα παλιά τείχη, κόσμος κατηφόριζε στο λιμάνι. Και το ιππήλατο τραμ κάλπαζε κι αυτό φουριόζο από τη συνοικία των Εξοχών, με τον οδηγό του όρθιο να μαστιγώνει τα άλογα μπας και προλάβουν. Μόνο ψηλά στο Μπαΐρι, οι τούρκοι αγνάντευαν από τις αυλές των σπιτιών τους το τραγικό συμβάν, με τη στωικότητα που διακρίνει κάθε μουσουλμάνο της πόλης που σέβεται τον εαυτό του.Στη Σκάλα χαλασμός κυρίου. Οι ζαπιέδες με φωνές και σπρωξιές έδιωχναν τον κόσμο μακριά από την αποβάθρα, παρών ο ίδιος ο Χασάν αφέντης, ο υπαρχηγός της χωροφυλακής, ο Μπουλέτ μπέης, ο πανούργος διοικητής, σπάνια άφηνε το γραφείο του, από κει είχε στήσει το περίφημο δίκτυο χαφιέδων, για τις βρόμικες δουλειές είχε το Μαύρο Ταγματάρχη, ο Αράμπ Μπίμπασι, ο φόβος και ο τρόμος των χριστιανών, είχε κατέβει κι αυτός στη Σκάλα στριφογυρίζοντας το καμτσίκι του στον αέρα.Οι επιβάτες του Γουαλντακιβίρ στριμωγμένοι μπροστά στην ξύλινη ανεμόσκαλα ξεφώνιζαν πότε κραυγές απελπισίας και πότε παρακάλια, κάποιοι μέσα στον πανικό τους είχαν φουντάρει στη θάλασσα κουνώντας απεγνωσμένα τα χέρια, ευτυχώς τα κάθε λογής πλεούμενα του λιμανιού είχαν σπεύσει από την πρώτη στιγμή να τους περισυλλέξουν και οι σαλονικοί βαρκάρηδες φημίζονταν για το κουπί τους, στην αποβάθρα ο κόσμος σταυροκοπιόταν αναμένοντας στωικά το τέλος, κοντά μια ώρα από την έκρηξη ένας ψίθυρος σύρθηκε κατά μήκος του μόλου, κι αμέσως ένα επιφώνημα πέταξε σαν σμήνος πουλιών στον αέρα, το Γουαλντακιβίρ είχε βυθίσει και το τελευταίο κομμάτι της πλώρης του.ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 2Ξημερώματα Μεγάλης Πέμπτης ο Στεφάν κρυμμένος πίσω από τη φουντωτή τριανταφυλλιά παρατηρούσε τις νοικοκυρές των γύρω σπιτιών να βγάζουν στο μπαλκόνι τους ένα κόκκινο πανί, σημάδι πως είχαν ολοκληρώσει το βάψιμο των αυγών, σε λίγο θα παρακολουθούσαν τη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και θα μεταλάβαιναν της αγίας κοινωνίας, στο δίπατο των Ρηγάτων επικρατούσε απόλυτη σιγή, απέναντι στο φτωχόσπιτο του Ισαάκ Μεναχέμ, ένα ξύλινο κλουβί στην άκρη μιας χορταριασμένης αυλής που μόλις χωρούσε το γέρικο κορμό μια μουριάς, έφεγγε ένα αμυδρό φως.Ο Ισαάκ Μεναχέμ γιός χαμάλη, όταν έχασε τον πατέρα του στα δέκα του χρόνια, ο άγραφος νόμος έλεγε πως θα μπορούσε να κληρονομήσει το πόστο του στο λιμάνι, μα η μάνα του ούτε να το ακούσει, θα συνεχίσεις το σχολείο, του ξέκοψε και αμέσως έπιασε να κάνει την πλύστρα στα πλουσιόσπιτα των εβραίων βιομηχάνων και τραπεζιτών.Ο Ισαάκ επιστρέφοντας από το σχολείο την έβλεπε στο πόδι ως αργά το βράδυ ανάμεσα στα καζάνια και τις κάθε είδους σκάφες και κουβάδες, ν’ ανάβει το τζάκι για να βράσει το βρόχινο νερό, να ετοιμάζει τα λευκαντικά, το λουλάκι και το διάλυμα στάχτης και ποτάσας, να τρίβει τα καλούπια με το άσπρο σαπούνι και τα μυρωδικά, συνήθως δαφνόφυλλα και λεμονόφλουδες κι ύστερα να αραδιάζει τα ρούχα στη σκάφη, να τα ζεματίζει και να τα τρίβει με το πράσινο σαπούνι και την αλισίβα, να σαπουνίζει, να ξεπλένει και να στραγγίζει με όλη της τη δύναμη, ώσπου να ’ρθει η ευλογημένη ώρα να τα ρίξει στα πανέρια για άπλωμα.Ο Ισαάκ την έβλεπε μεγαλόσωμη και δυνατή να επιβάλλεται με την κορμοστασιά της, αντρογυναίκα, με τα μανίκια σηκωμένα ως τους αγκώνες, την ποδιά μόνιμα βρεγμένη και τις γαλότσες να τσαλαβουτούν στα απόνερα, μουσκεμένη στον ιδρώτα μέσα στους υδρατμούς, στα κρύα και τις ζέστες, να σκουπίζει κάθε τόσο με την ανάστροφη της παλάμης το μέτωπό της, όσο για το βήχα της ήταν πια συνήθειο της δουλειάς. Από τότε ο Ισαάκ μίσησε όχι μόνο τους εβραίους βιομήχανους και τραπεζίτες, αλλά και τους κάθε λογής αφεντάδες σε όποια φυλή κι αν ανήκαν, στα δεκαεπτά του, όταν αρρώστησε η μάνα του από χτικιό, έπιασε δουλειά στο καπνομάγαζο του Φερνάντεζ και στα είκοσι τρία του ήταν ήδη από τα ιδρυτικά μέλη της Φεντερασιόν.Ο Ισαάκ Μεναχέμ μαντάλωσε την αυλόπορτα και επιτάχυνε το βήμα του, είχε κοντά μια ώρα ποδαρόδρομο και έπρεπε να βιαστεί μη χάσει τη βάρδια του, ο επιστάτης του, ο Σεΐτ εφέντης, δεν αστειευόταν, τις προάλλες είχε στερήσει τα μεροκάματα δυο εβραίων, το καπνομάγαζο του Φερνάντεζ, από τις πρώτες πολυώροφες καπναποθήκες της πόλης, απασχολούσε πάνω από πεντακόσιους εργάτες άνδρες και γυναίκες όλων των εθνοτήτων, τα τελευταία χρόνια είχε ξεπεράσει και την Oriental Tobacco Trading του βαρόνου Χέρτζοκ στην Καβάλα, γεγονός που σηματοδοτούσε την άνοδο του οθωμανικού εξαγωγικού καπνεμπορίου, ο Ισαάκ ήξερε καλά πως η άνοδος της παραγωγής οφειλόταν στα δικά τους χέρια, στην επεξεργασία και διαλογή των καπνών από τους πασταλτζήδες και τους ντεγκτσήδες, στις γυναίκες που δούλευαν στους φούρνους και στις ράφτρες που έραβαν τα διαλεγμένα δέματα για να αποθηκευτούν από τους στοιβαδόρους και να σταλούν στην Ανατολή, αλλά και την Αμερική και την Αγγλία, ο Μεναχέμ πέρασε στην ώρα του την πύλη του καπνομάγαζου, ο Στεφάν πίσω του κοντοστάθηκε και ρώτησε το γέρο με τη βρόμικη στολή αν έχουν ανάγκη από χέρια και πόσο πάει το μεροκάματο, του φύλακα του φάνηκε παράξενη η δεύτερη ερώτηση, τον περιεργάστηκε από τη κορφή ως τα νύχια και του απάντησε πως πρέπει να περιμένει το μεσιέ Σαντόζ, τον υπεύθυνο για το προσωπικό, ο Στεφάν του ζήτησε ακόμα να μάθει την ώρα που σχολούσε η βάρδια και φεύγοντας έφτυσε κατάχαμα χωρίς να τον ευχαριστήσει για την πληροφορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου