Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Έθνος εναντίον τάξης, Η ιδεολογική αυτονομία του ελληνικού «σοσιαλισμού» του 19ου αιώνα και οι «εθνικές» του ερμηνείες




 

Της Βίκυς Καραφουλίδου

Η περιχάραξη των ορίων που οι ίδιες οι κοινωνικές συνθήκες επιβάλλουν στην εννοιολογική συγκρότηση των «κοινωνικών τάξεων» και του σοσιαλιστικού κώδικα δεν παύει να είναι η μία όψη των συγκεκριμένων σημασιολογικών διαδρομών. Η δεύτερη έγκειται στη μερική αυτονομία του ιδεολογικού λόγου από τους κοινωνιολογικά επιβεβλημένους περιορισμούς του. Ένας «σοσιαλισμός» για πολύ καιρό αποστερημένος, αρχικά όλων των «τάξεων» του, ειδικά δε του προλεταριάτου του λίγο αργότερα, εμφανίζεται τελικά ιδιαίτερα ασταθής, ευπαθής ή ευάλωτος σε εκείνες τις ειδικές πιέσεις που χαρακτηρίζουν προνομιακά την κοινωνικοπολιτική σφαίρα του περιβάλλοντος υποδοχής. Καθίσταται δηλαδή ιδιαίτερα δεκτικός απέναντι στα δύο κυρίαρχα (και αλληλένδετα) ζητούμενα του ελληνικού κόσμου· στο υπ’ αριθμόν ένα αίτημα της ελληνικής κοινωνίας καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, την εθνική αποκατάσταση των υπόδουλων ελληνικών περιοχών, και στο εξίσου σταθερό πρόταγμα της εσωτερικής συγκρότησης (ή/και ανασυγκρότησης) του ελληνικού κράτους. Η προσαρμοστικότητα βέβαια των διακινούμενων πολιτικών νοημάτων στα εθνικά συμφραζόμενά τους είναι κοινή παραδοχή για την ιστορία των ιδεών. Αν κάτι έχει εδώ ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι οι ειδικοί χρόνοι και οι ξεχωριστοί τρόποι του οικείου και καθολικού, αλλά όχι πάντοτε εσωτερικά συμπαγούς, φαινομένου.

Πριν το 1885, όσο δηλαδή ο «σοσιαλισμός» δεν υποστηρίζεται από την έννοια των «κοινωνικών τάξεων», η διαδικασία της πρόσληψης παρουσιάζεται ιδιαίτερα δημιουργική, σε βαθμό που να τείνει να αλλοιώνει την ίδια την πρωτότυπη σύλληψη. Αυτή η τελευταία αποκαθίσταται κυρίως μέσα από τον αντισοσιαλιστικό λόγο, ο οποίος επιθυμώντας να καταδικάσει και προληπτικά να αποκηρύξει το ευρωπαϊκό παράδειγμα, το παρουσιάζει στο ελληνικό κοινό σε γενικές γραμμές όπως πραγματικά έχει, προσθέτοντας μονάχα τον αρνητικό στιγματισμό του, σε μικρότερες ή μεγαλύτερες δόσεις. Αντίθετα, και με την εξαίρεση του επτανησιακού ριζοσπαστισμού (όπου και κοινωνικό κίνημα υπάρχει, και πραγματικό πολιτικό διακύβευμα), οι φιλικά προσκείμενοι στις σοσιαλιστικές ιδέες επεμβαίνουν ενεργητικά στη μεταφραστική, λεξιλογική και νοηματοδοτική, πράξη, σταθερά πάντοτε προς την ίδια κατεύθυνση. Ενσωματώνουν ενεργητικά στη σοσιαλιστική προβληματική τα κυρίαρχα θέματα της εθνικής «ολοκλήρωσης» και της οικοδόμησης του ελληνικού κράτους. Παρότι, κατά το 19ο αιώνα, τα επαναστατικά κινήματα γενικά συναιρούσαν τις κοινωνικές διεκδικήσεις με τα εθνικά οράματα, στην Ελλάδα, η συγκεκριμένη συζυγία δεν συνιστά ακριβώς στρατηγική επιλογή, ούτε εκφράζει μια ενιαία, κοινωνικά εμπλουτισμένη, χειραφετητική ψυχική διάθεση. Με την εξαίρεση του πρώιμου –για την τάση αυτή– Φ. Πυλαρινού και του επτανήσιου ριζοσπάστη Π. Πανά, ή του εξαιρετικά βραχύβιου Δημοκρατικού Συλλόγου Πατρών, η συνάρθρωση κοινωνικού και εθνικού προβλήματος, πραγματώνεται με υψηλό σημασιολογικό κόστος, ή αλλιώς, αρκετά συχνά, με όρους χειραγώγησης της κοινωνικής διαμαρτυρίας, ώστε η τελευταία να μετατραπεί σε ένα επιπλέον επιχείρημα στην υπηρεσία του ελληνικού αλυτρωτισμού και των επιμέρους εξωτερικών του πολιτικών. Οι επινοητικές αυτές δεξιώσεις του σοσιαλιστικού σχεδίου, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο ειλικρινείς, δείχνουν να προκαθορίζουν την επιλογή των ευρωπαϊκών πηγών και την προνομιακή τους ανάγνωση. Κυρίως όμως, μοιάζουν να λειτουργούν ως πραγματικό αντιστάθμισμα στο ερμηνευτικό έλλειμμα του, σχεδόν χωρίς κοινωνικές συγκρούσεις, ελληνικού «σοσιαλισμού» της περιόδου. Ανασκευάζουν δηλαδή όχι απλώς τα απόντα κοινωνικά ερείσματα, αλλά αναπληρώνουν την ταξική αδιαφάνεια της ελληνικής κοινωνίας, καθιστώντας δυνατή την επιβίωση και τη διαιώνιση της σοσιαλιστικής κριτικής, έστω σε μικρή κλίμακα, ακόμη και με όρους τελικά εξαιρετικά δυσμενείς για το ίδιο το κοινωνικό ζήτημα.

Μετά το 1885, η μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών και η εσωτερική ενδυνάμωση που η σύλληψη της «κοινωνικής τάξης» προσφέρει στον σοσιαλιστικό λόγο, ευνόητα περιορίζουν την ιδιάζουσα ελευθερία της εποχής των προανακρουσμάτων. Πάνω στο γύρισμα του αιώνα, οι πειραματισμοί έχουν παρέλθει και το ζήτημα της κοινωνικής ανισότητας έχει αμετάκλητα τεθεί αυτό καθ’ αυτό, σε όλες τις ηθικές, πολιτικές και οικονομικές διαστάσεις του. Τότε, εν μέσω μιας οξύτατης οικονομικής κρίσης, για πρώτη φορά σε τέτοια ένταση, παρατηρείται μια σημαντική αποδέσμευση από το εθνικό βλέμμα, καθώς οι σοσιαλιστές επικεντρώνουν κατ’ αποκλειστικότητα στο κοινωνικό ζήτημα, υπόρρητα αναγνωρίζοντάς το ως υπέρτερο της εθνικής αποκατάστασης. Η δυναμική αυτή αποστασιοποίηση δείχνει να περιχαράσσει ικανοποιητικά την πολιτική αυτοτέλεια της σοσιαλιστικής αντιπρότασης, καθιστώντας αρκετά ευδιάκριτη τη ριζική διαφορά της από κάθε άλλη εκδοχή πολιτικού λόγου.

Η κερδισμένη ιδεολογική αυτονομία του «σοσιαλισμού», ωστόσο, δεν θα διαρκέσει για πολύ. Σύντομα, οι προνομιακά «εθνικές» ερμηνείες της έννοιας ξαναρχίζουν, μετατοπίζοντας ωστόσο δραστικά το πεδίο εφαρμογής τους. Από το 1907 και έπειτα, φαίνεται πως ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος εμφανίζεται εκ νέου ικανός, σε οξυμένες ιστορικοπολιτικές συγκυρίες, να επιδρά στον «σοσιαλισμό» με τον ίδιο περίπου τρόπο, όπως και πριν το 1885. Όμως όχι πια στο επίπεδο των σημασιών, αλλά της πολιτικής στρατηγικής. Μερικώς καλύπτει την αντικειμενική υστέρησή του σε υπολογίσιμο εργατικό ή λαϊκό ακροατήριο, βαρύνει αρκετά στην επιλογή και στην επεξεργασία των πηγών, ενώ τείνει να επιταχύνει την πολιτική ενεργοποίηση του σοσιαλιστικού κόσμου, αδρανοποιώντας ταυτόχρονα συστηματικά τη δυνατότητά των αναλυτικών εργαλείων που αυτός διαθέτει, ώστε να ασκηθεί ριζοσπαστική κριτική στους κοινούς τόπους του εθνικού φαντασιακού.

Συμπερασματικά λοιπόν, και μιλώντας πλέον συνολικά για ολόκληρο το 19ο και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, δίπλα στην αμετάκλητη «αντικειμενικότητα» της κοινωνικής πραγματικότητας, η εθνική ιδεολογία μαζί με τα μοτίβα για τις χρόνιες παθολογίες του ελληνικού κράτους, μπορεί να αναγορευτεί σε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που επέδρασαν, κατά περίσταση, στη διαμόρφωση της εγχώριας σοσιαλιστικής κριτικής. Με άλλα λόγια, φαίνεται πως ο ελληνικός «σοσιαλισμός», στα πρώτα του βήματα, με τη σημαίνουσα εξαίρεση των κρίσιμων –για τη διαμόρφωση της πολιτικής του ταυτότητας– χρόνων του 1885-1907, υποστηρίζει και έμμεσα υποστηρίζεται από μια κυρίαρχη και πανίσχυρη συλλογική συνείδηση. Μια συνείδηση που δεν ήταν απλώς ταξικά καθορισμένη, αλλά ταξικά «υπερφορτισμένη», εφόσον το περιεχόμενο του νεοελληνικού εθνικισμού βρισκόταν σε άμεση αντιστοιχία με την καπιταλιστική παρουσία των ελλήνων στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Και που ακριβώς γι’ αυτό το λόγο θα ανέμενε κανείς, τουλάχιστον προγραμματικά, να βρίσκεται στο στόχαστρο της εγχώριας σοσιαλιστικής αμφισβήτησης.

Προγραμματικά ίσως, ιστορικά όμως όχι. Έχει ήδη επισημανθεί η αυξημένη δυσκολία του σοσιαλιστικού σχεδίου να πετυχαίνει μαζικές κινητοποιήσεις όταν το αντιμάχονται το έθνος ή η θρησκεία. Γιατί ο σοσιαλιστικός λόγος μεθοδεύει την πολιτική του απεύθυνση επικαλούμενος την ταξική θέση και συνείδηση, μια αρκετά επεξεργασμένη και αφηρημένη σύλληψη, όταν δεν υποστηρίζεται από την κουλτούρα του εργοστασίου, συχνά ανίκανη να καταλύσει τους κατεστημένους ουσιοκρατικούς και πολιτισμικά βιωμένους κώδικες αυτοπροσδιορισμού. Η δυσκολία αυτή μοιάζει ακόμα μεγαλύτερη εκεί που οι ιδεολογικοί αντίπαλοι διεκδικούν, για δικούς τους ιστορικούς λόγους, επιθετικά τα πλήθη για τον εαυτό τους. Στην προοπτική μιας εκ προοιμίου άνισης αναμέτρησης –και σε σχέση πια με τους όρους αλληλεπίδρασης πολιτικής γλώσσας και κοινωνίας, σε μια χώρα με αργοπορημένη ταξική αυτογνωσία– διαφαίνονται αρκετά καθαρά οι ιστορικές αμηχανίες του σοσιαλιστικού εγχειρήματος ή αλλιώς η αδυναμία του να αρθεί υπεράνω της κυρίαρχης ιδεολογίας. Μιας ιδεολογίας που, πολύ γρήγορα και σε πολύ μεγάλο βαθμό, έχει διαποτίσει τον δημόσιο χώρο, διαρκώς διεγείροντας το κοινό αίσθημα προς ικανοποίηση άλλων, πιο «επιτακτικών» κοινωνικών, πολιτικών και εδαφικών αναγκών.

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο «Η γλώσσα του σοσιαλισμού. Ταξική προοπτική και εθνική ιδεολογία στον ελληνικό 19ο αιώνα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα. Ο τίτλος είναι δικός μας.

* Εικαστικό: Horace Vernet (χαράκτης: J. P. M. Jazet), «Μάστιγες του 19ου αιώνα: σοσιαλισμός και χολέρα». Επιχρωματισμένη χαλκογραφία. Από το εξώφυλλο του βιβλίου (μακέτα: Εριφύλη Αράπογλου)

1 σχόλιο:

Ποντος και Αριστερά είπε...

Πάντως, αυτό που δεν έχει μελετηθεί, αλλά αντιθέτως έχει υποβαθμιστεί δραματικά, είναι η σοσιαλιστική ιδεολογία στον ελληνισμό της Ανατολής, Τόσο στους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όσο και στους Έλληνες της Ρωσίας.

Από τα αποσπασματικά στοιχεία που γωρίζουμε, πρέπει να υπήρξε ένα πολύ ενδιαφέρον σοσιαλιστικό κίνημα, που συνομιλούσε με τα πλέον προχωρημένα στοιχεία των άλλων εθνικών ομάδων σ’ ένα περιβάλλον μετασχηματισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γνωρίζουμε επίσης ότι για ιστορικούς λόγους η βιομηχανική εργατική τάξη απαρτιζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από Έλληνες, οι οποίοι εξοντώθηκαν μαζικά είτε κατά την έναρξη της Γενοκτονίας μετά το 1914 (στα Αμελέ Ταμπουρού κ.λπ.) είτε με τη νίκη του κεμαλικού εθνικισμού του ’22. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι η εκτέλεση των 700 μεταλλωρύχων στην Μπάλια (Βιθυνία) από τα κεμαλικά στρατεύματα το Σεπτέμβρη του '22.

Επίσης, εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει η ανάπτυξη των σοσιαλιστικών ιδεών στους Πόντιους του Σοβιετικού Καυκάσου και της Νότιας Ρωσίας. Ιδιαίτερο συμβολισμό έχει το γεγονός ότι το ΠΡΩΤΟ ελληνικό αντικαπιταλιστικό θεατρικό έργο γράφτηκε στο Βατούμι το 1905 στην ποντιακή διάλεκτο από τον Γιώργο Φωτιάδη. Ο Φωτιάδης, όπως και αρκετοί άλλοι Έλληνες πήραν μέρος στην αποτυχημένη εξέγερση του 1905 και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη βαθμιαία προσχώρησή τους σε πιο ριζοσπαστικές θεωρήσεις.

Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι το ΣΕΚΕ ήρθε σε επαφή με την Κομιντέρν με τη διαμεσολάβηση των Ποντίων. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι μαζί με το Λιγδόπουλο, δολοφονήθηκε και ο Αρίων Αλεξάκης μέλος του ΚΚΡ(μπ) και υπεύθυνος της Κομιντέρν για τα Βαλκάνια. Αυτή ακριβώς την παράδοση έφεραν στην Ελλάδα οι Ποντοκαυκάσιοι πρόσφυγες, οι οποίοι υπήρξαν η πρώτη σχετικά συμπαγής ομάδα που εντάχθηκε στην Αριστερά και επάνδρωσε μαζικά το (α’ και β’) αντάρτικο στη δεκαετία του 40.

Απλώς η αφόρητη και ενοχλητική ελλαδοκεντρική και κρατικοκεντρική προσέγγιση της Αριστεράς, η ρατσιστική της στάση προς τους πρόσφυγες του ’22 (όχι ως πρόσωπα, αλλά ως ιστορική εμπειρία) οδήγησαν σ’ αυτή την υποβάθμιση και την ανυπαρξία μελετών γύρω απ’ όλα αυτά που προαναφέρθηκαν.

Με μια έννοια, το αστικό ιδεολόγημα της Ελλάδας ως “μητρόπολης του ελληνισμού” αποθεώθηκε με την πρακτική της ελλαδικής Αριστεράς.

πόσοι μας διάβασαν: