Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Τα σχολικά εγχειρίδια νεοελληνικής ιστορίας της υπερορίας Η επανάσταση του 1821 κάτω από τον προβολέα του ΕΑΜ




ΤΟΥ  ΔΗΜΗΤΡΗ  ΜΑΡΙΟΛΗ
* Η εργασία αυτή είναι αποτέλεσμα έρευνας και κατατέθηκε ως σεμιναριακή εργασία στα πλαίσια του μαθήματος – σεμιναρίου με τίτλο «Ιστορία, Ιστοριογραφία και Εννοιολόγηση Ι & ΙΙ»  με διδάσκοντες τους καθηγητές Ν. Θεοτοκά και Ν. Κοταρίδη του ΠΜΣ του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου από το Δημήτρη Μαριόλη, δάσκαλο και μεταπτυχιακό φοιτητή του αντίστοιχου ΠΜΣ κατά τη διάρκεια του εαρινού εξαμήνου του ακαδημαϊκού έτους 2010 – 2011.
* Ευχαριστώ ιδιαίτερα το προσωπικό της Καϊρείου  Βιβλιοθήκης που πρόθυμα μου προμήθευσε αντίτυπα των σχολικών εγχειριδίων της υπερορίας.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα δυο τελευταία χρόνια του εμφυλίου,  περίπου 25.000 χιλιάδες παιδιά 1 οδηγήθηκαν από τις δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού στις λαϊκές δημοκρατίες. Το καθήκον της εκπαίδευσης των ελληνοπαίδων της υπερορίας, σήμαινε οργάνωση σχολείων, εκπαίδευση δασκάλων και συγγραφή σχολικών εγχειριδίων που να αποτελούν έμπρακτο δείγμα μιας άλλης κοσμοαντίληψης, μιας άλλης παιδαγωγικής ιδεολογίας και πρακτικής. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι ανάγκες, το Μάιο του 1948, συγκροτείται στο Βουκουρέστι η Επιτροπή Βοήθεια στο Παιδί (ΕΒΟΠ) υπό την εποπτεία του Υπουργού Παιδείας και Υγιεινής της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, Πέτρου Κόκκαλη.
Με ευθύνη της ΕΒΟΠ, εκδίδεται το 1951, η Σχολική Νεοελληνική Ιστορία, 2  με στόχο να καλύψει τις ανάγκες εκπαίδευσης των παιδιών που φοιτούσαν στις μεγαλύτερες τάξεις του βασικού σχολείου και στα επαγγελματικά. Το 1963 και ενώ η ΕΒΟΠ έχει καταργηθεί, εκδίδεται η Ιστορία της Ελλάδας 3 με συγγραφέα το Γιώργο Ζωίδη. Τα δυο αυτά εγχειρίδια αποτελούν τα μοναδικά σχολικά βιβλία νεοελληνικής ιστορίας που εκδόθηκαν με ευθύνη του ΚΚΕ στην υπερορία και από αυτή την άποψη παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον ως δείγματα γραφής των ιστοριογραφικών αλλά και εκπαιδευτικών αντιλήψεων του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. 4
Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας θα μελετήσουμε τα δυο σχολικά εγχειρίδια νεοελληνικής ιστορίας της υπερορίας, θα συγκρίνουμε τις ιστορικές αναγνώσεις της επανάστασης του 1821 και τις προσεγγίσεις της διαμόρφωσης του ελληνικού έθνους. Θα επιχειρήσουμε να επισημάνουμε τις επιρροές της μαρξιστικής ιστοριογραφίας και τις καινοτομίες που εισήγαγαν τα συγκεκριμένα εγχειρίδια στην ελληνική σχολική ιστοριογραφία. Να προσεγγίσουμε την πολιτική συγκυρία και τις εξελίξεις στο κομμουνιστικό κίνημα και πώς αυτές διαμεσολαβούν στην πρόσληψη και διαχείριση του ιστορικού παρελθόντος. 5 Να αναζητήσουμε πίσω από τις σελίδες των σχολικών εγχειριδίων, το «αναλυτικό πρόγραμμα» που τις διατρέχει, δηλαδή, το ιστορικό περιεχόμενο αλλά και την ιστορική συνείδηση και κρίση που επιδιώκεται να διαμορφωθεί, τον τρόπο σκέψης και προσέγγισης του παρελθόντος, τις αξίες, τις αντιλήψεις που επιδιώκεται να καλλιεργηθούν στη νέα γενιά.
Ιστοριογραφώντας κάτω από τη σκιά της ήττας : η περίπτωση της Σχολικής Νεοελληνικής Ιστορίας του 1951
Η εγκατάσταση, η φροντίδα και η διαπαιδαγώγηση των χιλιάδων ελληνοπαίδων της υπερορίας δεν ήταν μια απλή υπόθεση. Πόσο μάλλον που γινόταν κάτω από το βάρος μιας εντυπωσιακής εκστρατείας συκοφάντησης που μιλούσε για «παιδομάζωμα» και απαιτούσε τον άμεσο επαναπατρισμό των παιδιών. 6 Η Έλλη Αλεξίου περιγράφει τις πρώτες δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι εξόριστοι εκπαιδευτικοί και μαθητές7 επισημαίνοντας την ανάγκη να γραφτούν και να τυπωθούν νέα σχολικά βιβλία καθώς τα αντίστοιχα εγχειρίδια του ελληνικού κράτους δεν ήταν δυνατόν για ιδεολογικούς, παιδαγωγικούς και πολιτικούς λόγους να χρησιμοποιηθούν στα σχολεία της υπερορίας.

Έτσι λοιπόν, από την πρώτη στιγμή, η ΕΒΟΠ, αναλαμβάνει ανάμεσα στα άλλα, τη συγγραφή νέων σχολικών εγχειριδίων, στηριγμένη από τις κυβερνήσεις των λαϊκών δημοκρατιών που διέθεσαν μεγάλα ποσά του προϋπολογισμού τους για βιβλία, οικήματα, (στην αρχή χωριστά ελληνικά σχολεία) οικοτροφεία, επισιτισμό, ιατρική περίθαλψη, διδακτικό, υπηρετικό προσωπικό. Οι εκπαιδευτικοί που εργάστηκαν κατά κύριο λόγο γι’ αυτή την προσπάθεια, ήταν οι Αθανασιάδης Γιώργος, Αλεξίου Έλλη, Ζωίδης Γιώργος, Καλοδίκης Περικλής, Μητσόπουλος Θανάσης, Μινέεμη Μαρίκα, κ.α.

«Η νέα παιδεία οφείλει να είναι εθνική στη μορφή και σοσιαλιστική στο περιεχόμενο» 8 σύμφωνα με τον κορυφαίο παιδαγωγό της ΕΒΟΠ, Γιώργο Αθανασιάδη. Τα σχολικά και εξωσχολικά βιβλία της ΕΒΟΠ, «είναι γραμμένα έτσι που να διδάσκουν στα παιδιά της Ελλάδας την αγάπη προς την Πατρίδα και να εμπνέουν την προσήλωση στα ιδανικά της ελευθερίας, της ειρήνης, της δημοκρατίας, του προλεταριακού διεθνισμού, την αγάπη για την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, της φιλίας με τους λαούς». 9 Οι συγγραφικές ομάδες των εκπαιδευτικών της ΕΒΟΠ στηρίζονται σε μια αντίληψη για τα σχολικά βιβλία, που είχε εκφραστεί με ολοκληρωμένο τρόπο, στο πόρισμα για το σχολικό βιβλίο του τομέα εκπαιδευτικών της «ΕΠ-ΑΝ» τον Ιούνιο του 1946. 10 Το πόρισμα, αποτελεί σημαντικό τεκμήριο τόσο για την κριτική του αριστερού εκπαιδευτικού ρεύματος στα σχολικά βιβλία του ελληνικού κράτους όσο και για την κατανόηση των κατευθυντήριων αρχών των σχολικών βιβλίων ιστορίας της υπερορίας. Θέτοντας την εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων και τον παράγοντα του λαϊκού κινήματος στο επίκεντρο της ιστορικής αφήγησης, προκρίνουν ταυτόχρονα την αναζήτηση επαναστατών «προγόνων» 11 στην επανάσταση του 1821 αλλά και την ανάγκη διαπαιδαγώγησης μέσω της προβολής προσωπικοτήτων – συμβόλων. 12
Μέσα στο πλήθος των σχολικών βιβλίων που γράφτηκαν και εκδόθηκαν στην υπερορία, η Σχολική Νεοελληνική Ιστορία είναι το μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο νεοελληνικής ιστορίας που το περιεχόμενό του καλύπτει την περίοδο από την Τουρκοκρατία έως τον εμφύλιο. 13 Το σχολικό βιβλίο ιστορίας της ΕΒΟΠ, επηρεασμένο από τη μαρξιστική ιστορική σχολή, σε αντίθεση με τα βιβλία του ελληνικού κράτους  δεν είναι μια ιστορία μαχών και πολέμων. Υπάρχουν σε όλες τις ενότητες, εκτεταμένες αναλύσεις για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, για τις κοινωνικές τάξεις και το ρόλο που διαδραμάτισαν στην εποχή τους. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι, πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για μια ιστορία του εργατικού κινήματος και των αγώνων του. 14
Τα σχολικά βιβλία της υπερορίας παρέχονταν δωρεάν στους μαθητές, επομένως, είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι, το συγκεκριμένο εγχειρίδιο που κυκλοφόρησε σε 10.000 αντίτυπα, αποτελούσε τα επόμενα χρόνια – τουλάχιστον έως την καθαίρεση του Ζαχαριάδη – το μοναδικό σημείο αναφοράς για τη νεοελληνική ιστορία στα σχολεία της προσφυγιάς. Δεδομένου ότι ως σχολικό βιβλίο έμπαινε μέσω των παιδιών στα σπίτια των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού που διψούσαν για απαντήσεις, επωμίστηκε ένα βάρος πολύ πιο δυσβάσταχτο από εκείνο της διαμόρφωσης ιστορικής συνείδησης και διαπαιδαγώγησης της νέας γενιάς. Καθήκον εξαιρετικά δύσκολο, αφού οι συγγραφείς του, ιστοριογραφούσαν για την τελευταία ενότητα του βιβλίου τα γεγονότα από την Κατοχή και την Αντίσταση έως τα Δεκεμβριανά, τη Βάρκιζα και τον εμφύλιο σε μια συγκυρία όπου οι κάνες των όπλων δεν είχαν ακόμα σιγήσει και οι εξελίξεις στο διεθνές και στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα ήταν ραγδαίες.
Έτσι, η ιστορική αφήγηση ξεκινά με την πτώση της Κωνσταντινούπολης επισημαίνοντας από την εισαγωγή ακόμα ότι «σήμερα η πατρίδα μας είναι σκλαβωμένη» 15 και καταλήγει με τη φωτογραφία του αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού που συνοδεύεται από τη λεζάντα «Ο μαχητής του ΔΣΕ με το όπλο παρά πόδας στέκει ακοίμητος φρουρός της λευτεριάς και της ανεξαρτησίας της πατρίδας μας». 16
Οι αποφάσεις και οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ για την επίμαχη περίοδο διαθλώνται  στις σελίδες του βιβλίου απηχώντας την δραματική αναζήτηση απαντήσεων και τις αλλαγές πολιτικής γραμμής σε ακανθώδη ζητήματα, όπως π.χ. το σλαβομακεδονικό. 17 Η εκτίμηση για τα Δεκεμβριανά και τον εμφύλιο γίνεται από την οπτική γωνία της ηγετικής ομάδας που κυριαρχούσε σε εκείνη τη συγκυρία στο κόμμα, με σημαντικές αποσιωπήσεις. Ο πόλεμος δεν αποκαλείται εμφύλιος, ενώ πουθενά δεν αναφέρεται η τελική έκβαση των μαχών. Οι αρνητικές αυτές εξελίξεις, σύμφωνα με το εγχειρίδιο, βαραίνουν την ηγεσία του ΕΑΜ. 18 Η συμφωνία της Βάρκιζας εμφανίζεται ως ένας αποδεκτός και αναγκαίος συμβιβασμός, του οποίου η καταπάτηση οδήγησε στον ένοπλο αγώνα ενάντια στο μοναρχοφασισμό και την ξενοκρατία. 19
Νέοι προσανατολισμοί στο κομμουνιστικό κίνημα και στο ιστοριογραφικό του σχήμα : η Ιστορία της Ελλάδας του Ζωίδη
Η Έλλη Αλεξίου, διορθώνοντας ένα αναγνωστικό του ’56, επαναφέρει στην ορθογραφία διφθόγγους και αποστρόφους (απόβλητες για χρόνια από την επίσημη κομμουνιστική γραφή) και εξελληνίζει ονόματα και καταστάσεις : το εργοστάσιο Ότμεντ γίνεται εργοστάσιο «Νίκος Μπελογιάννης», ο Στάσεκ Σωτήρης, ενώ την Πρωτομαγιά, όπου άλλοτε κρατούσαν «μεγάλες κόκκινες σημαίες», τώρα θα κρατούν «μεγάλες σημαίες, γαλάζιες και κόκκινες».
Άννα Ματθαίου, Πόπη Πολέμη, Ο ιδεότυπος του νέου κομμουνιστή, Τα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια της υπερορίας (1948 – 1968) 20
Στα χρόνια που ακολούθησαν την έκδοση της Σχολικής Νεοελληνικής Ιστορίας, οι κομμουνιστές ιστοριογράφοι προσανατολίστηκαν στη συγγραφή ενός έργου νεοελληνικής ιστορίας που θα αντικαθιστούσε τη Σύντομη μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας του Ζέβγου. Συγκροτείται η «επιτροπή για τη σύνταξη της Νεοελληνικής Ιστορίας» με επικεφαλής το Μ. Πορφυρογένη και εισηγείται τη συγγραφή ενός συνοπτικού εγχειριδίου που «θα πιάνει τους βασικούς σταθμούς της νεοελληνικής ιστορίας χωρίς απαρίθμηση γεγονότων και θα κυριαρχείται από τις βασικές εκτιμήσεις και θέσεις του σ. Ν. Ζαχαριάδη». 21 Για την επίτευξη ενός τέτοιου εγχειρήματος προτείνονται μια σειρά μέτρα όπως η συνεργασία με το Σ. Μάξιμο και το Ν. Σβορώνο. 22 Συγκροτείται ο Ιστορικός Κύκλος και καθορίζεται ως προθεσμία για την έκδοση του Δοκιμίου Νεοελληνικής Ιστορίας το 1954. Η προθεσμία θα εκπνεύσει πριν ολοκληρωθεί το Δοκίμιο και το όλο εγχείρημα θα ανασταλεί μετά τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις του 1956 με το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και την 6η ολομέλεια του ΚΚΕ. Η νέα εποχή της «αποσταλινοποίησης» και της καθαίρεσης του Ζαχαριάδη, έχει άμεσες συνέπειες στις ιστοριογραφικές επιλογές των Ελλήνων κομμουνιστών. Έτσι, το 1958, στον πρόλογο του Βοηθήματος Νέας Ιστορίας της Ελλάδας, ο Π. Ρούσος συμπεραίνει ότι «η θεωρία του εντελώς νέου λαού στην ιστορία, ολότελα άσχετου με τον αρχαιότερο δεν ανταποκρινόταν στα γεγονότα» και ασκεί κριτική στις «δογματικές υπερβολές και ανακρίβειες του σχήματος Ζαχαριάδη» που «ερχόταν σε σύγκρουση με πλήθος δεδομένα της ιστορίας μας και της μαρξιστικής – λενινιστικής επιστήμης». 23 Το ζήτημα βέβαια είναι, εάν αυτό το συμπέρασμα αποτελεί  πόρισμα της μελέτης που προηγήθηκε στα πλαίσια της συγγραφής του Δοκιμίου ή προσαρμογή των ιστοριογραφικών επιλογών στις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις και ανατροπές στην ηγεσία του διεθνούς και ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. 24 Ενδιάμεσος σταθμός για την εξέλιξη του ιστοριογραφικού σχήματος που επεξεργαζόταν το κόμμα, θα μπορούσε να θεωρηθεί το Σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ, που κυκλοφόρησε στις αρχές του 1954 για συζήτηση στις κομματικές οργανώσεις αλλά αποσύρθηκε με απόφαση της ΚΕ το Νοέμβρη του 1954. 25

Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις, ο προσφυγικός μαθητικός πληθυσμός σταδιακά ενσωματώνεται στο εκπαιδευτικό σύστημα κάθε χώρας και η σύνθεσή του αλλάζει 26 καθώς οι πρόσφυγες δημιουργούν οικογένειες και γεννούν παιδιά. Ιδρύονται πάνω από 160 σχολεία στις ελληνικές παροικίες όπου τα ελληνόπουλα φοιτούν μαζί με τα ντόπια παιδιά «για να μπορούν να ευθυγραμμίζονται στις γνώσεις με τους ντόπιους συμμαθητές τους» 27 ενώ παράλληλα παρακολουθούν το δικό τους ελληνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. 28 Μπαίνοντας στη δεκαετία του ’60, ο πολιτικός στόχος και το αίτημα που τίθεται είναι η παλλινόστηση 29 γεγονός που επηρεάζει συνολικά το περιεχόμενο εκπαίδευσης των προσφυγόπουλων. Τα παιδιά των πολιτικών προσφύγων πρέπει «στο πείσμα των καιρών, να μορφωθούν και να διαπαιδαγωγηθούν έτσι ώστε να μείνουν Έλληνες, να διατηρήσουν καθαρή την εθνική τους συνείδηση». 30 Η στροφή από «την εθνική μορφή με σοσιαλιστικό περιεχόμενο στην ελληνικότητα και το νόστο» 31 καταγράφεται στα νέα πιο ελληνοκεντρικά σχολικά εγχειρίδια. Ο Μητσόπουλος, εκ των συγγραφέων σχολικών βιβλίων και εκπαιδευτικών της ΕΒΟΠ, υποστηρίζει ότι «τα εκπατρισμένα ελληνόπουλα μάθαιναν την εθνική τους ιστορία από διδακτικά βιβλία καλύτερα από εκείνα που χρησιμοποιούσαν τα ελληνόπουλα στην ίδια την Ελλάδα», 32 ενώ η Έλλη Αλεξίου, τονίζει ιδιαίτερα την προσπάθεια εθνικής διαπαιδαγώγησης των ελληνόπουλων της υπερορίας, αναφέροντας ότι «μοχθήσαμε υπεράνθρωπα για να τα κρατήσουμε πιστά στις παραδόσεις μας, στην ιστορία μας, στη γλώσσα». 33
Σε αυτή τη συγκυρία, εκδίδεται το δεύτερο – και τελευταίο – σχολικό βιβλίο νεοελληνικής ιστορίας της υπερορίας. Πρόκειται, όπως έχουμε προαναφέρει, για το εγχειρίδιο Ιστορία της Ελλάδας, Νέοι Χρόνοι, Βιβλίο Πρώτο, Τουρκοκρατία, Επανάσταση του 1821  του Γιώργη Ζωίδη. Εκδόθηκε το 1963 στη Βαρσοβία σε 15.180 αντίτυπα και αξιοποιήθηκε «ελλείψει καταλληλότερου» για τη μέση παιδεία 34 ενώ προβλεπόταν η συγγραφή και δεύτερου μέρους. Όπως αναφέρει και ο τίτλος του, περιορίζεται στην περίοδο από την πτώση της Κωνσταντινούπολης έως τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια. 35 Πρόκειται για ένα σαφώς πιο ελληνοκεντρικό βιβλίο σε σχέση με τη Σχολική Νεοελληνική Ιστορία αφού οι μοναδικές αναφορές στη διεθνή και ευρωπαϊκή ιστορία αφορούν την επιρροή της  γαλλικής επανάστασης στους επαναστατημένους Έλληνες  και τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στην Επανάσταση.
Συγκριτική ανάλυση περιεχομένου των σχολικών εγχειριδίων νεοελληνικής ιστορίας της υπερορίας
Από το Βυζάντιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία : η «τεθλασμένη γραμμή» που δημιουργεί ο πόλεμος και η κατάκτηση 36
Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και η διάλυση του Βυζαντίου, σηματοδοτούν και για τα δυο εγχειρίδια, οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική οπισθοδρόμηση, επιβράδυνση της κοινωνικής εξέλιξης και αντικατάσταση του φεουδαρχικού – θεοκρατικού βυζαντινού καθεστώτος με το αντίστοιχο οθωμανικό.  Έχει ένα ενδιαφέρον βέβαια, να εξετάσουμε το βαθμό συνέπειας και σύγκλισης με τη μαρξιστική αντίληψη για τον πόλεμο και την κατάκτηση. 37 Στη Σχολική Νεοελληνική Ιστορία, επισημαίνεται ότι το φεουδαρχικό καθεστώς που επικρατούσε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία  «συνεχίστηκε και τώρα. Μόνο που άλλαξαν οι αφέντες». 38 Η Οθωμανική αυτοκρατορία χαρακτηρίζεται «φεουδαρχικό και θεοκρατικό» κράτος» 39 και παρουσιάζεται αναλυτικά το καθεστώς ιδιοκτησίας γης, 40 τα συστήματα φεουδαρχικών σχέσεων 41 και το φορολογικό σύστημα 42 ενώ ιδιαίτερα φορτισμένη είναι και στα δυο εγχειρίδια η αναφορά στο παιδομάζωμα. 43 Η υπέρμετρη εκμετάλλευση των αγροτών αποτελούσε το σημαντικότερο περιορισμό που έθετε το φεουδαρχικό καθεστώς στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. 44
Η οικονομική και κοινωνική οπισθοδρόμηση, στηρίζεται καταρχήν στην εκτίμηση ότι οι πρώτες μορφές κεφαλαιοκρατικής παραγωγής που είχαν εμφανιστεί στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σαρώθηκαν από την τουρκική επιδρομή 45 καθώς οι Τούρκοι «ήταν πιο καθυστερημένοι από τους λαούς που κατέκτησαν». 46 Το εμπόριο, οι τέχνες και τα γράμματα περιορίστηκαν και επιπλέον, «μερικές πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη καταστράφηκαν από τους πολέμους που έγιναν για την κατάκτησή τους». 47
Συναντάμε εδώ τα βασικά σχήματα που αναλύθηκαν από τον Μαρξ, είτε αδιαμεσολάβητα είτε διαμεσολαβημένα από τα έργα του Ζέβγου, 48 του Κορδάτου, 49 αλλά και της Παγκόσμιας Ιστορίας της Ακαδημίας της ΕΣΣΔ 50 : η πρώιμη ανάπτυξη κεφαλαιοκρατικής παραγωγής στην Κωνσταντινούπολη, 51 η διαδοχή της  βυζαντινής φεουδαρχικής θεοκρατίας από το οθωμανικό θεοκρατικό καθεστώς, 52 ο χαρακτηρισμός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως ημιβάρβαρης και ημιασιατικής χώρας ασυμβίβαστης με τις καπιταλιστικές σχέσεις. 53
Η διαμόρφωση του ελληνικού έθνους
Η ανάπτυξη εθνικής συνείδησης και η διαμόρφωση του ελληνικού έθνους προσεγγίζονται στη Σύγχρονη Νεοελληνική Ιστορία ως αποτέλεσμα οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών εξελίξεων 54 που συντελέστηκαν από τα τέλη του 16ου ως τις αρχές του 19ου αιώνα. 55 Μοναδική βιβλιογραφική αναφορά και πηγή εδώ, είναι η αντίληψη του Ζαχαριάδη για το ελληνικό έθνος όπως διατυπώθηκε στις Θέσεις για την Ιστορία του ΚΚΕ. 56
Στο εγχειρίδιο παρατηρούμε, ότι στην ιστορική αφήγηση γεγονότων της αρχαιότητας και του μεσαίωνα, χρησιμοποιείται εκτεταμένα, ο όρος «Ελλάδα» ως γεωγραφικός προσδιορισμός. 57 Συγκεκριμένα, στην ενότητα της εισαγωγής που χρησιμοποιείται για πρώτη φορά, συνοδεύεται με την απαραίτητη εξήγηση : «στη χώρα που σήμερα λέγεται Ελλάδα». 58 Στην ιστορική αναδρομή της εισαγωγής, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η αναφορά στη Μακεδονία της αρχαιότητας ως διακριτή υπόσταση από την «Ελλάδα» ή τις «ελληνικές πόλεις». 59
Στην Ιστορία της Ελλάδας εισάγεται η έννοια της λαότητας ή εθνότητας των Ελλήνων ως προεθνική κοινότητα ανθρώπων. 60 Η λαότητα 61 συγκροτείται από κοινά στοιχεία κοινωνικής και ιστορικής προέλευσης, όπως η γλώσσα και ο πολιτισμός, σε αντίθεση με την έννοια του γένους που χαρακτηρίζεται από την «κοινή καταγωγή», τη «συγγένεια του αίματος». 62 Η λαότητα των Ελλήνων, το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα μετατρέπεται σε έθνος. Οι παράγοντες που συντελούν σε αυτή την εξέλιξη είναι η ανάπτυξη της ελληνικής αστικής τάξης, το κίνημα του διαφωτισμού, οι αγώνες των αγροτών και της κλεφτουριάς που «αποτελεί το ένοπλο τμήμα της», η «ενεργητική πολιτική της Ρωσσίας στα Βαλκάνια» και η Γαλλική επανάσταση. 63
Ωστόσο, η ιστορική αφήγηση του βιβλίου δεν είναι συνεπής με την εννοιολόγηση των όρων «γένος», «λαότητα» και «έθνος», όπως τουλάχιστον ορίζονται στη σχετική ενότητα. Ποιο είναι το πρόβλημα ; Η ενότητα «Διαμόρφωση του ελληνικού έθνους» ξεκινά στη σελίδα 68 και ενώ η ιστορική αφήγηση έχει φτάσει στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο όρος λαότητα ή εθνότητα δεν έχει χρησιμοποιηθεί ούτε μια φορά μέχρι τη σελίδα 68. Έχουν χρησιμοποιηθεί οι όροι : ελληνικός λαός, 64 Ελλάδα (και άλλες βαλκανικές χώρες), 65 ελληνισμός (και υπόδουλος ελληνισμός), 66 Έλληνες αγρότες, 67 ελληνικές περιοχές, 68 ελληνικοί πληθυσμοί. 69 Οι όροι αυτοί προσεγγίζουν σε κάποιες περιπτώσεις τον όρο της ελληνικής «λαότητας» σε κάποιες άλλες όμως αποκλίνουν αισθητά. Όταν αναφέρεται ότι οι Τούρκοι κατέλαβαν την Ελλάδα και τις άλλες βαλκανικές χώρες, 70 ή όταν αναφέρεται η πολιτιστική άνθιση στην Κρήτη του 17ου αιώνα σε αντιπαράθεση με την «άλλη Ελλάδα» 71 (ποια ακριβώς ήταν τότε η «άλλη Ελλάδα» ; συμπίπτει με την «Ελλάδα» που κατέκτησαν οι Τούρκοι το 1453 ; ) Επιπλέον, οι όροι αυτοί στο σύνολό τους εντάσσονται σε ένα πλαίσιο ιστορικής αφήγησης που περιέχει τα στοιχεία του συναισθήματος, του συναρπαστικού και της εθνικής περιπέτειας, υπονομεύοντας την προσέγγιση του έθνους ως ιστορικής κατασκευής, ως φαινόμενου του ύστερου 18ου αιώνα όπως ισχυρίζεται το εγχειρίδιο. 72
Ας δούμε ένα παράδειγμα όπου η ιστορική αφήγηση του βιβλίου αναιρεί την εννοιολόγηση των όρων «γένος», «λαότητα» και «έθνος». Στην ενότητα που αφορά το κρυφό σχολειό, συναντάμε την παρακάτω φράση : «Τα κρυφά σχολειά κράτησαν ακοίμητη την ελπίδα στην καρδιά των ραγιάδων για την ανάσταση του γένους». 73
Όπως είδαμε όμως, στην έννοια του γένους, αποδίδεται διαφορετικό φορτίο που περικλείει την έννοια της κοινής καταγωγής και της συγγένειας του αίματος ενώ αναγνωρίζεται ότι τα κοινά γνωρίσματα που χαρακτήριζαν τους ανθρώπους που ανήκαν στη λαότητα των Ελλήνων «δεν ήταν βιολογικά όπως ήταν στην κοινότητα των γενών»» αλλά ήταν «η κοινότητα της γλώσσας, μια ορισμένη κοινότητα εδάφους και η κοινή ψυχοσύνθεση». 74
Πνευματική ανάπτυξη και εκπαίδευση
Σύμφωνα με τη Σχολική Νεοελληνική Ιστορία, στους δυο πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης, «το Πατριαρχείο και ο κλήρος ρύθμιζαν και την εκπαίδευση στη σκλαβωμένη Ελλάδα. Στις επαρχίες δεν υπήρχαν σχολειά. Ο κλήρος που ήξερε λίγη ανάγνωση και γραφή, δίδασκε στα χωριά τα λίγα κολυβογράμματα». 75 Αντίστοιχα, η Μεγάλη του Γένους Σχολή, «μόρφωνε τους νέους μέσα στο συντηρητικό και αντιδραστικό πνεύμα, προσπαθώντας να διατηρήσει τις καθυστερημένες αντιλήψεις του Βυζαντίου». 76 Η πνευματική και πολιτισμική ανάπτυξη του 17ου αιώνα, αποτέλεσμα της οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης και σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης, χαρακτηρίζεται «νεοελληνική αναγέννηση». Αυθεντικός φορέας αυτής της πνευματικής αναγέννησης είναι ο λαός και χαρακτηριστικότερη έκφρασή της τα δημοτικά τραγούδια. Είναι ο λαός που «δημιουργεί το δικό του πολιτισμό», «τη δική του νεοελληνική γλώσσα», «εκφράζει τους πόθους του, τις ιδέες και τους αγώνες του», «την αγάπη για τη ζωή, μα πάνω απ’ όλα την αγάπη για τη λευτεριά». 77 Αντίθετα, στα σχολεία που ιδρύθηκαν στη «σκλαβωμένη Ελλάδα δε μπόρεσε να μπει το δημιουργικό φως της νεότερης επιστήμης», επικρατούσε «καθυστερημένο και αντιδραστικό πνεύμα», «δε δίδασκαν τις φυσικές επιστήμες ή τις έβαζαν σε δευτερότερη σειρά», «δίδασκαν θεολογία, γραμματική και αρχαία ελληνική γλώσσα». 78  Μεταφέρεται εδώ αυτούσια, η αντίληψη που συναντάμε στα γραπτά του Ζέβγου και του Μπελογιάννη ότι φορέας του νεοελληνικού πολιτισμού είναι ο λαός σε αντίθεση με την αστική τάξη της οποίας η πνευματική δημιουργία είναι εγκλωβισμένη στο σύνδρομο της προγονοπληξίας και του βυζαντινισμού. 79
Αντίθετα, στην Ιστορία της Ελλάδας, ο άξονας της αντιπαράθεσης μετατοπίζεται για να προσαρμοστεί με την αντίληψη για τον προοδευτικό ρόλο της αστικής τάξης του 17ου – 18ου αιώνα. 80 Έτσι, η πνευματική αφύπνιση του 17ου αιώνα, αποτέλεσμα και εδώ των οικονομικών – κοινωνικών εξελίξεων (ανάπτυξη βιοτεχνίας και εμπορίου, διαμόρφωση αστικής τάξης) συνοδεύεται από την οξύτατη αντιπαράθεση «στον τομέα της ιδεολογίας ανάμεσα στους  νεωτεριστές – προοδευτικούς στοχαστές και τους συντηρητικούς λόγιους». Αυτή η αντιπαράθεση, «είναι η εκδήλωση, η έκφραση της ταξικής πάλης που διεξαγόταν μέσα στον υπόδουλο ελληνισμό. Η αστική τάξη και η αγροτιά από τη μια μεριά θέλουν να ξαπλωθεί η μόρφωση, να φωτιστεί ο λαός, να νοιώσει τη θλιβερή του κατάσταση και να παλαίψει να την αλλάξει. Όμως από την άλλη μεριά, το Πατριαρχείο, οι Φαναριώτες και οι κοτζαμπάσηδες …πάλαιβαν για να κρατήσουν το λαό στο σκοτάδι της αμάθειας». 81
Όσο αφορά την περίοδο των πρώτων αιώνων μετά την άλωση, η Ιστορία της Ελλάδας σε αντίθεση με το πρώτο εγχειρίδιο της ΕΒΟΠ αλλά και με τη μαρξιστική ιστοριογραφία, μεταφέρει και υιοθετεί αυτούσιο το μύθο του κρυφού σχολειού. Όπως αναφέρεται,  «τη συγκεκριμένη περίοδο «ο λαός έμεινε εντελώς αγράμματος και καθυστερημένος. Μόνο οι πιο εύποροι μάθαιναν μερικά κολυβογράμματα. Κι αυτά με φόβο μην τους πάρουν μυρουδιά οι καταχτητές». Ακολουθεί αναλυτική  αφήγηση για τη δημιουργία και τη λειτουργία αυτών των σχολείων, όπου περιγράφεται με γλαφυρό ύφος, η δίψα των παιδιών των ραγιάδων για μάθηση, οι απαγορεύσεις των κατακτητών, ο ρόλος  των κληρικών και η θετική συμβολή των κρυφών σχολειών που «κράτησαν ακοίμητη την ελπίδα στην καρδιά των ραγιάδων για την ανάσταση του γένους». 82 Το κείμενο συνοδεύεται από το ποίημα «φεγγαράκι μου λαμπρό» και την εικόνα του γνωστού πίνακα του Ν. Γύζη, Το Κρυφό Σχολειό. Πιθανόν, το γενικότερο κλίμα της στροφής των σχολικών βιβλίων της υπερορίας προς τον ελληνοκεντρισμό, του αιτήματος για παλλινόστηση και της αγωνιώδους προσπάθειας των κομμουνιστών της υπερορίας να αποδείξουν ότι «έμειναν Έλληνες» μπορεί, ως ένα βαθμό, να ερμηνεύσει τη συγκυριακή  υιοθέτηση του μύθου του κρυφού σχολειού από την κομμουνιστική ιστοριογραφία. 83
Οι κοινωνικές τάξεις και ο ρόλος τους στην επανάσταση του 1821
Η βασική διαφορά ανάμεσα στις αναλύσεις των δυο εγχειριδίων για την κοινωνική διαστρωμάτωση της προεπαναστατικής περιόδου και το ρόλο των κοινωνικών τάξεων, αφορά την προσέγγιση της αστικής τάξης. Στη Σχολική Νεοελληνική Ιστορία, Κλήρος, Φαναριώτες και τζάκια, αποτελούσαν τα καινούργια φεουδαρχικά στρώματα τα οποία μαζί με τους Τούρκους εκμεταλλεύονταν και καταπίεζαν τη φτωχή αγροτιά. 84 Οι Φαναριώτες - υπαλληλική αριστοκρατία προσκολλημένη στο Πατριαρχείο που στην πορεία μπήκε στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης – χαρακτηρίζονται ως εχθροί κάθε εθνικοαπελευθερωτικού και προοδευτικού κινήματος. 85 Στα τέλη του 16ου αιώνα, εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε η νέα τσιφλικάδικη τάξη, από όσους «πρόσφερναν υπηρεσίες στους Τούρκους» και τους επιτρεπόταν έτσι «ν’ αρπάζουν τη γη απ’ τους φτωχούς ραγιάδες». 86 Η ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυτιλίας και της βιοτεχνίας, δεν φαίνεται να συνοδεύεται πουθενά στη Σχολική Νεοελληνική Ιστορία από την εμφάνιση αστικής τάξης. Αντίθετα, εκτεταμένες αναφορές γίνονται στους αγρότες που αποτελούν τη «μεγάλη μάζα του ελληνικού λαού» και ζουν σε καθεστώς πολιτικής καταπίεσης, φτώχειας, εξαθλίωσης και αγραμματοσύνης. 87 Σταδιακά, η δυνατότητα μετακίνησής τους από το ένα τσιφλίκι στο άλλο, καταργείται και η κοινωνική τους θέση επιδεινώνεται. Η συγκεκριμένη ταξική κοινωνική ανάλυση καθορίζει και το ρόλο των κοινωνικών τάξεων στην επανάσταση του ’21. Στην ενότητα «Ποιοι δεν ήθελαν και ποιοι ήθελαν την επανάσταση», 88 οι Φαναριώτες, το Πατριαρχείο, οι κοτζαμπάσηδες και οι εμποροκαραβοκυραίοι, αποτελούν ένα κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων αντίθετων με κάθε επαναστατικό κίνημα. Μόνο οι κοτζαμπάσηδες όταν κηρύχθηκε η επανάσταση «παρασύρθηκαν κι αυτοί από τη λαϊκή δύναμη» και «προσπαθούσαν να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία και να μπούνε αυτοί στα χέρια των Τούρκων». 89 Από την άλλη πλευρά, η περιγραφή του μπλοκ των δυνάμεων που ήθελε την επανάσταση, θυμίζει έντονα τα λαϊκά μέτωπα του μεσοπολέμου και βεβαίως το ΕΑΜ : «Κείνοι που ήθελαν την επανάσταση ήταν : Η αγροτιά που είχε δημιουργήσει την κλεφτουριά. Οι ναύτες που έδερναν τις θάλασσες κι έφερναν τα πλούτη στους καραβοκυραίους. Οι βιοτέχνες, οι εργάτες, οι μικρέμποροι κι οι μικροκαραβοκύρηδες που αποτελούσαν την πιο προοδευτική μερίδα του λαού. Μ’ ένα λόγο την επανάσταση την ήθελε όλο το εργαζόμενο και καταπιεζόμενο έθνος». 90 Βεβαίως, το εγχειρίδιο δεν πρωτοτυπεί, η εμφάνιση του μετώπου των «εθνικών δημοκρατικών δυνάμεων» με πρωτοπόρα την αγροτιά έχει ήδη περιγραφεί στο έργο του Ζεύγου, 91 όπως επίσης και η εχθρική στάση του Πατριαρχείου, 92 των Φαναριωτών, 93 των κοτζαμπάσηδων 94 αλλά και του εμποροτραπεζιτικού κεφαλαίου. 95
Στην Ιστορία της Ελλάδας, η αγροτιά και οι κοτζαμπάσηδες αποτελούν «τις δυο βασικές τάξεις του υπόδουλου ελληνισμού». 96 Οι κοτζαμπάσηδες, περιγράφονται ως θανάσιμος εχθρός κάθε απελευθερωτικής προσπάθειας, τάξη βαθύτατα αντιδραστική, που «τα άνομα συμφέροντά της ήταν στενά δεμένα με τα συμφέροντα των κατακτητών». 97 Αντίστοιχα, οι Φαναριώτες ήταν «τυφλά όργανα των Τούρκων και άσπονδοι αντίπαλοι του απελευθερωτικού αγώνα του ελληνικού λαού και του αγώνα των άλλων βαλκανικών λαών». 98 Στα στηρίγματα του κατακτητή συμπεριλαμβάνονται το Πατριαρχείο και ο ανώτερος κλήρος, ενώ ο κατώτερος κλήρος «που ζούσε από κοντά το σκληρό μόχθο και τα βάσανα των ραγιάδων, στη μεγάλη του πλειοψηφία, συμμερίστηκε τα δεινά της σκλαβιάς και πάλεψε για λευτεριά». 99
Η ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυτιλίας και της βιοτεχνίας και η μετατροπή του αγρότη σε κολίγο, αποτελούν σημαντικές οικονομικές εξελίξεις που οδηγούν στην επαναστατική διαδικασία : «Μπροστά σ’ αυτή την αφόρητη κατάσταση, οι αγρότες, οι έμποροι, οι βιοτέχνες, αντιμετωπίζοντας την ωμή βία και την απάνθρωπη εκμετάλλευση του τουρκικού φεουδαρχισμού δεν βλέπουν άλλη διέξοδο από την πάλη, τον ένοπλο αγώνα για να σπάσουν τα δεσμά της σκλαβιάς. Έτσι λοιπόν, όλη η εσωτερική πορεία και ανάπτυξη έβαλε επιτακτικά το ζήτημα της απαλλαγής των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό, της δημιουργίας ενιαίας εθνικής αγοράς και ελεύθερου εθνικού κράτους. Επικεφαλής αυτού του κινήματος τέθηκε η ελληνική αστική τάξη». 100  Εδώ συμπυκνώνεται και η θεμελιώδης διαφορά του ιστορικού σχήματος που ακολουθεί το δεύτερο εγχειρίδιο της Ιστορίας της Ελλάδας σε σχέση με το εγχειρίδιο του 1951. Κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης είναι η αστική τάξη 101 και η αγροτιά. Η αστική τάξη μάλιστα διακρίνεται σε δυο «μερίδες» : Τη μερίδα της αστικής τάξης «που συνδεόταν άμεσα με την οικονομία της Ελλάδας», 102  δηλαδή τους έμπορους που συνδέονται με την εσωτερική αγορά και τους «βιοτέχνες της Ελλάδας». 103 Αυτή η πτέρυγα χαρακτηρίζεται προοδευτική αλλά οικονομικά και πολιτικά αδύναμη. Και τη μερίδα της αστικής τάξης που «δεν συνδεόταν στενά με την ελληνική αγορά» 104 όπως οι εμποροκαραβοκυραίοι και οι έμποροι των ελληνικών παροικιών που ήθελαν ελεύθερο κράτος για να απαλλαγούν από φεουδαρχία και να αντιμετωπίσουν τον οικονομικό ανταγωνισμό των Άγγλων αλλά δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν τις περιουσίες τους και τη θέση τους σε περίπτωση αποτυχίας της επανάστασης. Αυτή τη πτέρυγα χαρακτηρίζεται συντηρητική, αφού «ταλαντεύεται στις αρχές και στη διάρκεια της επανάστασης και πολλές φορές συμβιβάστηκε με τους κοτζαμπάσηδες κι ήρθε σε αντίθεση και σύγκρουση με τις λαϊκές μάζες». 105
Οι κλέφτες και οι αρματολοί ως προγονικές φιγούρες των ανταρτών
«αντάρτης, κλέφτης, παλικάρι, πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός»
αντάρτικο τραγούδι
Η οικειοποίηση των κλεφτών και της δράσης τους 106 ως αγωνιστικό πρότυπο προδρομικό του αντάρτικου κινήματος, λειτούργησε με ένταση και επιτυχία - πριν ακόμα αναπτυχθεί το κίνημα της αντίστασης - σε όλη τη δεκαετία του ’40 και δημιούργησε τη δική της ιστορία που δεν μπορεί να αγνοηθεί από τη σύγχρονη ιστοριογραφία. 107 Οι ανακοινώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, οι ομιλίες των πρωταγωνιστών της αντίστασης, ακόμα και η εικονογράφηση του σχολείου όπου συνεδρίαζε το Μάη του 1944 το Εθνικό Συμβούλιο στις Κορυσχάδες με μορφές αγωνιστών του ’21, δημιούργησαν μια ιστορική δυναμική καθώς οι αντάρτες είχαν τη βεβαιότητα ότι αποτελούσαν ιστορική συνέχεια του κινήματος της κλεφτουριάς και δρούσαν έχοντας επίγνωση αυτής της ιστορικής ευθύνης. 108 Σε αυτό το πλαίσιο, της ιστορικής ανατροφοδότησης, είναι εύλογο ότι για τα σχολικά εγχειρίδια της υπερορίας, οι κλέφτες αποτελούν τα ιδανικά πρότυπα, τις προδρομικές μορφές των ανταρτών. Οι αγρότες αποτελούσαν την κοινωνική βάση της κλεφτουριάς και η καταπίεσή τους από τους Τούρκους την απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία του κλέφτικου κινήματος. 109 Οι κλέφτες είναι οι «αντάρτες ενάντια στην τουρκική εξουσία», οι «σταυραετοί της λευτεριάς» που «πολεμούν με πάθος τους καταχτητές και τους κοτζαμπάσηδες». 110 Η συμπεριφορά τους διέπεται από τον ίδιο ηθικό κώδικα που όφειλαν να ακολουθούν και οι αντάρτες είτε απέναντι στους ανθρώπους του λαού 111 είτε απέναντι στην εξουσία. 112
Επιπλέον, η περιγραφή της σχέσης των αγροτών με τους κλέφτες, δημιουργεί και τους αντίστοιχους παραλληλισμούς για τη σχέση των ανταρτών με το αγροτικό στοιχείο, τα χωριά και τις κοινότητες. Πρόκειται για μια συνεχή σχέση αλληλοτροφοδότησης και ανανέωσης όπου η κλεφτουριά αποτελεί το οπλισμένο χέρι, τον προστάτη και εκδικητή της καταπιεσμένης αγροτιάς και οι αγρότες την επιμελητεία, τις εφεδρείες και την κοινωνική βάση στρατολόγησης του κλέφτικου κινήματος : «Μπροστά σ’ αυτήν την καταπίεση ο λαός αντιστεκόταν. Οι αγρότες που είχαν γερή και αδάμαστη ψυχή βγαίναν στο βουνό κι αποτελούσαν αντάρτικες ομάδες (…) πολεμούσαν τους τούρκους εκμεταλλευτές και τους κοτζαμπάσηδες (…) προστάτευαν την αγροτιά (…) οι κλέφτες ήταν το μαχητικό τμήμα της αγροτιάς, οι εκδικητές κι οι υπερασπιστές της. Οι αγρότες πύκνωναν διαρκώς τις γραμμές της κλεφτουργιάς, τους εφοδίαζαν με μπαρουτόβολα και τρόφιμα, τους εξασφάλιζαν άσυλο το χειμώνα», 113 «όταν οι εχθροί ήταν πολλοί και οι κλέφτες βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, οι γεωργοί παρατούσαν τα ζευγάρια κι έτρεχαν να τους βοηθήσουν». 114
Αντίθετα, επισημαίνεται η επαμφοτερίζουσα στάση και αντιμετωπίζονται με κριτική διάθεση και από τα δυο εγχειρίδια οι αρματολοί, οι οποίοι είναι «καπεταναίοι που συνθηκολογούσαν με τους Τούρκους κι ανελάμβαναν τη φύλαξη της τάξης σε ορισμένες περιοχές». 115 Παρ’ ότι «βγήκαν απ’ το αγροτικό κίνημα της κλεφτουργιάς», χαρακτηρίζονται ως «εχθροί του αγροτικού κινήματος», 116 «τυφλά όργανα του καταχτητή», 117 που χρησιμοποιήθηκαν από τους Τούρκους «όταν δυνάμωσε το απελευθερωτικό κίνημα της κλεφτουριάς» για την κατάπνιξη ή έστω τον περιορισμό του. Οι αρματολοί ξαναγίνονται κλέφτες είτε γιατί «συχνά έρχονταν σε σύγκρουση με τους Τούρκους» 118 είτε γιατί η αποτυχία τους να καταπνίξουν το κλέφτικο κίνημα τους  οδηγεί σε μεταμέλεια 119 με αποτέλεσμα την αποσύνθεση του αρματολισμού.

Ο Ρήγας Φεραίος, η Φιλική Εταιρία και η πάλη για την ηγεμονία
Η ταξική και πολιτική τοποθέτηση του Ρήγα Φεραίου και της Φιλικής Εταιρίας στα δυο εγχειρίδια είναι αντίστοιχες με τις εκτιμήσεις που αφορούν την αστική τάξη και το ρόλο της. Έτσι, στη Σχολική Νεοελληνική Ιστορία, ο Ρήγας Φεραίος, δεν προσδιορίζεται ταξικά παρά μόνο ιδεολογικά με βάση την επιρροή που είχε στις ιδέες και το έργο του η Γαλλική Επανάσταση, 120 ενώ οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρίας «ήταν από τα λαϊκά μικροαστικά στρώματα». 121 Η συντηρητική, «δεξιά» στροφή της Φιλικής Εταιρίας, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του Σκουφά, 122 αποδίδεται στην έλλειψη «ξεκαθαρισμένου λαϊκού προγράμματος». Εδώ η καταγραφή του ιστορικού γεγονότος και η ερμηνεία του δίνουν τη θέση τους στην πολιτική εκτίμηση και μάλιστα εκ των υστέρων : η σχολική ιστορία δεν αφηγείται αυτό που έγινε ούτε ερμηνεύει τις αιτίες των γεγονότων, αλλά υποδεικνύει αυτό που «έπρεπε» να γίνει. 123
Στην Ιστορία της Ελλάδας έχουμε μια εκτεταμένη πολυσέλιδη αναφορά στο Ρήγα Φεραίο, τη ζωή του, τις ιδέες του, το έργο του και τη δράση του. 124 Γίνεται αναλυτική αναφορά στην επίδραση της γαλλικής επανάστασης στους Έλληνες αστούς 125 και αναφέρεται ότι «από τα μεγάλα αστικοδημοκρατικά ιδανικά φλογίζεται και ο μεγάλος επαναστάτης δημοκράτης Ρήγας Βελεστινλής», 126 ο οποίος ήταν «έμπορος και λόγιος». 127 Ο Ρήγας και οι συνεργάτες του, χαρακτηρίζονται «εκπρόσωποι της αστικής τάξης». 128 Εκπρόσωποι «της ανερχόμενης αστικής τάξης» χαρακτηρίζονται και οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρίας η οποία ήταν «μαζική πολιτική επαναστατική οργάνωση» με «πλατιά λαϊκή βάση». 129 Η διαπάλη για την ηγεμονία μέσα στη Φιλική Εταιρία «καθρεφτίζει την πάλη που διεξαγόταν ανάμεσα στην προοδευτική και τη συντηρητική μερίδα της αστικής τάξης». 130 Σε αυτή τη διαπάλη «αναμίχθηκαν οι Άγγλοι με τους πράκτορές τους Α. Μαυροκορδάτο και μητροπολίτη Ιγνάτιο». 131 Ο Μαυροκορδάτος χαρακτηρίζεται ως «η πιο μαύρη, η πιο σκοτεινή μορφή της επανάστασης», «εκπρόσωπος της συντηρητικής μερίδας της αστικής τάξης» και «τυφλό όργανο των Άγγλων». 132 Στις γραμμές της Φιλικής Εταιρίας διαμορφώνονται τρεις τάσεις : η ριζοσπαστική – δημοκρατική (Σκουφάς, Παπαφλέσσας, Κολοκοτρώνης, Νικηταράς), η συντηρητική (Μαυροκορδάτος, Νέγρης, Κουντουριώτης) και η αντιδραστική (μεγαλοκοτζαμπάσηδες, μητροπολίτες). 133 Η αναφορά στην πρώτη εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, συνοδεύεται από εισαγωγικά που δηλώνουν την αμφισβήτηση στη λαϊκή απήχηση και την πολιτική της νομιμοποίηση ενώ οι εκλογές που προηγήθηκαν χαρακτηρίζονται «ψευτοεκλογές» που οργάνωσαν οι κοτζαμπάσηδες και οι καραβοκυραίοι. 134 Σε αυτή την εθνοσυνέλευση κυριαρχούν οι κοτζαμπάσηδες και οι μεγαλοκαραβοκυραίοι που παραμερίζουν τη Φιλική Εταιρία και καταργούν ακόμα και τα σύμβολά της. Η ηγεμονία των κοτζαμπάσηδων και της συντηρητικής πτέρυγας, οδηγεί σε αποσύνθεση τους οπλαρχηγούς και σε αποτυχίες και ήττες την επανάσταση. Η αντιπολίτευση που συγκροτείται από τον Κολοκοτρώνη, τον Υψηλάντη και άλλους φιλικούς ζητά τη σύγκληση νέας εθνοσυνέλευσης. Παρά τη λαϊκή υποστήριξη δεν καταφέρνουν να εκλέξουν την πλειοψηφία των βουλευτών λόγω του εκλογικού συστήματος έμμεσης εκλογής που είχαν επιβάλλει οι κοτζαμπάσηδες. 135 Ως κορυφαία μορφή της δημοκρατικής παράταξης εμφανίζεται ο Κολοκοτρώνης, 136 ο οποίος όμως «με την αναποφασιστικότητα του, τις ταλαντεύσεις του, τους συμβιβασμούς του με ορισμένους κοτζαμπάσηδες» 137 χρεώνεται την ευθύνη της πολιτικής και στρατιωτικής ήττας του συνασπισμού των δημοκρατικών και της επικράτησης των κοτζαμπάσηδων και μεγαλοκαραβοκυραίων. Η αντιπαράθεση των δυο πλευρών συνεχίζεται αμείωτη μέχρι το τέλος της επανάστασης με τους κοτζαμπάσηδες να υπονομεύουν την επανάσταση και τους οπλαρχηγούς να τη διασώζουν στις κρίσιμες στιγμές.

Διαχρονικοί φίλοι και προαιώνιοι εχθροί
Η προσέγγιση των Μεγάλων Δυνάμεων από τα δυο σχολικά εγχειρίδια της υπερορίας, επιβεβαιώνει την άποψη ότι «το παρόν επιβάλλει στο παρελθόν τα προβλήματά του, παραμερίζοντας, με συγκινητική αδιαφορία, τα πραγματικά περιστατικά». 138 Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι συγγραφείς των εγχειριδίων παραμέρισαν όχι μόνο τα πραγματικά περιστατικά, αλλά και τις έως τότε ιστοριογραφικές προσεγγίσεις τους από την ελληνική μαρξιστική ιστοριογραφία. Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, οι επεκτατικές τάσεις και ο αντιδραστικός χαρακτήρας της τσαρικής Ρωσίας, είτε αγνοούνται είτε προσεγγίζονται κάτω από την οπτική γωνία μιας σχεδόν μεταφυσικής διαχρονικής φιλίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι, σε πείσμα των ιστορικών δεδομένων, του ιστορικού, κοινωνικού και πολιτικού πλαισίου του 18ου και 19ου αιώνα, η Ρωσία εμφανίζεται στα εγχειρίδια ως «διαχρονικός φίλος», προστάτης και υπερασπιστής των Ελλήνων και όλων των Βαλκανικών λαών. Είναι η Ρωσία «η μόνη χώρα που βοήθησε την ελληνική επανάσταση», 139 η δύναμη που  «από την αρχή ακόμα της επανάστασης ήθελε να επέμβει ενάντια στους Τούρκους», 140 «που ευνοούσε την επανάσταση και ήθελε την απελευθέρωση της Ελλάδας και των άλλων βαλκανικών χωρών», αλλά «δεν τολμούσε να βοηθήσει φανερά γιατί αντιστέκονταν σ’ αυτό οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα η Αγγλία και η Αυστρία». 141
Σε αντιδιαστολή με τη Ρωσία, «η αγγλική πολιτική στην αρχή έδειξε καθαρά εχθρική στάση» και παρ’ ότι «ο Κάνινγκ άλλαξε πολιτική στα 1825», μόνο «φαινομενικά έκανε πως υποστηρίζει τους Έλληνες», ενώ την ίδια στιγμή «έστειλε πράκτορες στην Ελλάδα». 142
Στο δεύτερο εγχειρίδιο γίνεται μια διακριτική προσπάθεια να ερμηνευτούν οι σχέσεις Ρωσίας και βαλκανικών λαών στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων και του ρωσικού επεκτατισμού. Έτσι, «η ανάγκη της Ρωσσίας να βγει στο Νότο την έφερε σε αντίθεση με τους Τούρκους» και γι΄αυτό το λόγο  «έχουμε συνταίριασμα των συμφερόντων της Ρωσσίας με τα συμφέροντα των υπόδουλων λαών της Βαλκανικής». 143 Αλλά και πάλι, όταν η Ρωσία καταδικάζει την ελληνική επανάσταση ή εγκαταλείπει τους επαναστατημένους Έλληνες, η ευθύνη δεν είναι δική της – ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο δική της. Έτσι, τα ορλωφικά απέτυχαν γιατί «οι προύχοντες του Μοριά δεν κράτησαν το λόγο τους» 144 και επιπλέον «πολλοί προύχοντες και κυρίως οι Μαυρομιχαλαίοι ήρθαν σε διάσταση με τον Αλέξιο Ορλώφ» 145 ενώ η αλλαγή των σχεδίων Αικατερίνης που απέσυρε τη ρωσική υποστήριξη από την εξέγερση του 1770, αντισταθμίζεται από «τις ραδιουργίες και γενικά την αγγλική αντίδραση στα ρωσικά σχέδια». 146 

Με το ξέσπασμα της επανάσταση του 1821, «ο λαός φωνάζοντας Μοσκοβιά Μοσκοβιά ξεχύνεται επάνω στον εχθρό» 147, ενώ όταν ο Καποδίστριας επισκέφτεται τις πρωτεύουσες των τριών μεγάλων δυνάμεων, η επίσκεψη στη Γαλλία «δεν έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα», ο βασιλιάς της Αγγλίας τον δέχεται «με μεγάλη ψυχρότητα» αλλά «η ρωσική κυβέρνηση τον δέχτηκε με μεγάλη ευμένεια». 148

Η κήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στη «δραστήρια διπλωματική και στο τέλος ένοπλη βοήθεια της Ρωσίας». 149 Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1829 αποτελεί και για τα δυο εγχειρίδια το σημείο κλειδί: «Μόλις ο Ντίμπιτς κατέλαβε την Ανδριανούπολη, απαίτησε από την Τουρκία να δεχτεί το Πρωτόκολλο της 22 Μάρτη του 1829». 150 Ιδιαίτερα στη Σχολική Νεοελληνική Ιστορία, παρατίθεται ολόκληρο το απόσπασμα από το κείμενο του Ένγκελς που αφορά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1829 και αποδίδει την ανεξαρτησία της Ελλάδας στις ρωσικές ένοπλες επεμβάσεις. 151 Αυτή η παραπομπή της Σύγχρονης Νεοελληνικής Ιστορίας, αποκαλύπτει ότι οι συγγραφείς του εγχειριδίου είχαν υπόψη τους κάποια τουλάχιστον από τα κείμενα των Μαρξ – Ένγκελς για την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ανατολικό ζήτημα. Το πιο πιθανό είναι ότι γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν τη μετάφραση του Ορφέα Πετράνου κειμένων των Μαρξ – Ένγκελς – Λένιν για την Ελλάδα, που εκδόθηκε το 1935 και αποτελούσε ανθολογία μικρών αποσπασμάτων αποκομμένων από τα συφραζόμενα. Ωστόσο ακόμα και μέσα από το βιβλίο του Πετράνου, καταγράφεται η πολεμική των Μαρξ – Ένγκελς για την τσαρική Ρωσία που θεωρούσαν ότι θα γίνει ακόμα πιο αντιδραστική και πιο επεκτατική, «αν ο σουλτάνος κάποτε αντικατασταθεί από τον τσάρο» 152 και επομένως πιο επικίνδυνη για το επαναστατικό κίνημα της Δύσης.

Σε κάθε περίπτωση το πνεύμα των σχετικών κειμένων ήταν γνωστό στους Έλληνες κομμουνιστές μέσα από το έργο του Ζεύγου που χρησιμοποιούσε αρκετά αποσπάσματα από τα σχετικά κείμενα των Μαρξ – Ένγκελς και κρατούσε αποστάσεις απέναντι στη «συντηρητική Αγγλία και τον αντιδραστικό τσαρισμό». 153 Όπως γνωστή τους ήταν και η προσέγγιση του Κορδάτου που τόνιζε εμφατικά ότι προστάτιδες δυνάμεις δεν υπήρξαν ποτέ για την Ελλάδα. 154

Ωστόσο, οι επιλογές της σοβιετικής ιστοριογραφίας, 155 όπως τουλάχιστον καταγράφονται στην Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας της ΕΣΣΔ, 156 δεν αφήνουν ανεπηρέαστους τους Έλληνες κομμουνιστές ιστοριογράφους της υπερορίας. Σε αυτό το κλίμα της ευθυγράμμισης με τις ιστοριογραφικές επιλογές του σοβιετικού πατριωτισμού αποδίδονται και οι αντιρρήσεις με το έργο του Σβορώνου ο οποίος επιμένει να βάζει «στο ίδιο καζάνι την Αγγλία με τη Ρωσία». 157
Χαρακτήρας και γενική εκτίμηση της επανάστασης του 1821
Σύμφωνα με τη Σχολική Νεοελληνική Ιστορία, τα προβλήματα που είχε να λύσει η επανάσταση ήταν «η εθνική ανεξαρτησία από το ζυγό των Τούρκων», το αγροτικό ζήτημα που ήταν «ενωμένο και αναπόσπαστο από το εθνικό» καθώς «η καλύτερη από την καλλιεργήσιμη γη ήταν στα χέρια των τούρκων μπέηδων και πασάδων», η λύτρωση του λαού «από την εκμετάλλευση και την καταπίεση των κοτζαμπάσηδων», η ανατροπή της κυριαρχίας «των αρχόντων και του κλήρου», η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος δημοκρατικού «χωρίς ξένους και ντόπιους» και η λύση του γλωσσικού προβλήματος με την κυριαρχία της γλώσσας του λαού. Η γενική εκτίμηση είναι ότι «ο λαός ήθελε την επανάσταση εθνικοαπελευθερωτική και σύγχρονα αστικο-δημοκρατική». 158
Για να υλοποιήσει αυτό το πρόγραμμα, η επανάσταση «έπρεπε να ακολουθήσει λαϊκές λύσεις», και για να το επιτύχει αυτό χρειαζόταν «να υπάρχει γερή οργάνωση και να ‘ναι αποφασιστικοί οι λαϊκοί ηγέτες». Η έλλειψη αποφασιστικής και ικανής οργάνωσης με πολιτικό πρόγραμμα και προσανατολισμό που να υπηρετεί τα παραπάνω σημεία 159 και η ήττα των ριζοσπαστικών στοιχείων στην αντιπαράθεση με τους κοτζαμπάσηδες, 160 καταγράφονται εδώ, ως βασικές αιτίες για την αποτυχία του επαναστατικού κινήματος. Αλλά και στο επίπεδο των εθνικών της διεκδικήσεων, η επανάσταση θα πετύχει μέρος μόνο των στόχων της αφού ένα μεγάλο τμήμα περιοχών που επαναστάτησαν θα μείνουν έξω από το πρώτο ελληνικό κράτος. 161
Σημειώνουμε εδώ, πως στην αντίστοιχη ενότητα της Σύντομης μελέτης της Νεοελληνικής Ιστορίας του Γιάννη Ζεύγου με τίτλο «Προβλήματα – Χαρακτήρας της ελληνικής επανάστασης», σκιαγραφείται ένα πανομοιότυπο «αστικοδημοκρατικό» πρόγραμμα της επανάστασης του 1821. 162 Συνακόλουθα, ο Ζεύγος εκτιμά ότι η επανάσταση του 1821 δεν έλυσε το εθνικό ζήτημα 163 και απέτυχε να αντιμετωπίσει τα κοινωνικά επίδικα που έθεσε. 164 Κύριος υπεύθυνος για την αποτυχία της επανάστασης θεωρείται η αστική τάξη που δεν ανταποκρίθηκε στην ιστορική της αποστολή, 166 ενώ σημαντικές είναι και οι ευθύνες των Φιλικών. 165 Ακόμα μεγαλύτερη επιρροή είχε βεβαίως η εκτίμηση του Ζαχαριάδη, ότι «η αστικοτσιφλικάδικη αντίδραση» έπνιξε τους «δημοκρατικούς σκοπούς της επανάστασης». 167 Η άποψη αυτή, κινείται στα πλαίσια της συνολικής αντίληψης που είχε διαμορφώσει το ΚΚΕ για τη θέση και την παραγωγική διάρθρωση της Ελλάδας και συνακόλουθα το χαρακτήρα της επερχόμενης επανάστασης που θα ήταν αστικοδημοκρατικός «με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση». 168 Από την άλλη πλευρά,  ο Κορδάτος εκτιμά πως η επανάσταση του 1821 – κίνημα κατεξοχήν εθνικό 169 - προδόθηκε από κοτζαμπάσηδες, Φαναριώτες αλλά και αστούς 170 και παρ’ ότι ελευθέρωσε «μια γωνιά της Ελλάδας», έμεινε ημιτελής και ως προς τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. 171 Σε διαφορετικό μήκος κύματος, η Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας της ΕΣΣΔ, εκτιμά ότι «η ελληνική επανάσταση είχε μεγάλη προοδευτική σημασία. Ήταν ένα επαναστατικό αστικό κίνημα εναντίον της φεουδαρχίας και της αντίδρασης». 172
Στην Ιστορία της Ελλάδας, ο χαρακτήρας της επανάστασης είναι εθνικοαπελευθερωτικός, ενώ οι αναφορές στο κοινωνικό της περιεχόμενο είναι αισθητά περιορισμένες και σηματοδοτούνται κατά κύριο λόγο από το αγροτικό ζήτημα. 173 Η έκβαση του επαναστατικού αγώνα κρίνεται επιτυχής αφού εξασφαλίζει στις λαϊκές δυνάμεις τη δυνατότητα να αγωνιστούν από καλύτερες θέσεις για τα εθνικά αλλά και τα κοινωνικά και πολιτικά επίδικα. 174 Ο λαϊκός παράγοντας ήταν άλλωστε η κινητήρια δύναμη της επανάστασης, αφού την προάσπισε στις δύσκολες στιγμές 175 απέναντι στην προδοτική στάση των κοτζαμπάσηδων, τις συμβιβαστικές διαθέσεις των μεγαλοκαραβοκυραίων και το διπλωματικό πόλεμο της Αγγλίας.

Πηγές και βιβλιογραφικές αναφορές

Στη Σχολική Νεοελληνική Ιστορία, οι βιβλιογραφικές αναφορές στο Ζαχαριάδη και στο έργο του Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ, αποτελούν ένδειξη πολιτικής νομιμοποίησης των ιστοριογραφικών επιλογών της συγγραφικής ομάδας. 176 Αντίθετα, η αδιόρατη αλλά συνεχής παρουσία του Ζεύγου πίσω από τις γραμμές της Σχολικής Νεοελληνικής Ιστορίας δεν συνοδεύεται από βιβλιογραφικές αναφορές παρ’ ότι είναι εμφανής σε αρκετά σημεία η - σχεδόν αυτούσια - μεταφορά του ιστορικού σχήματός του. Άλλωστε, η χρήση του αντίστοιχου βιβλίου του Ζεύγου σε διαλέξεις και μαθήματα, στην περίοδο πριν την έκδοση του εγχειριδίου της ΕΒΟΠ, έχει ήδη χαρακτηρισθεί από την ηγεσία του κόμματος ως εξτρεμισμός. 177 Σε γενικές γραμμές, οι παραπομπές και οι αναφορές του εγχειριδίου της ΕΒΟΠ σε πηγές, είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Έχουμε μόλις δυο αναφορές στα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη (σ.48 και 92), άλλες δυο στα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη (σ. 89 και 114) και από μια αναφορά στον Μαρξ (σ.105), στον Ένγκελς (σ. 4) και στον «προοδευτικό Βαυαρό καθηγητή» Τιρς (σ. 114)
 Αντίθετα, στην Ιστορία της Ελλάδας, έχουμε συχνές παραπομπές, βιβλιογραφικές αναφορές και παράθεση πηγών. Ιδιαίτερα συχνή είναι η χρήση δημοτικών τραγουδιών και λαϊκών παραδόσεων που παίρνουν εδώ το χαρακτήρα πηγών ή τεκμηρίων που απηχούν και επιβεβαιώνουν ιστορικά γεγονότα όπως τα βίωσε και τα μετάπλασσε σε τραγούδι η «λαϊκή μούσα». Και σε αυτό το εγχειρίδιο δεν υπάρχει καμία αναφορά σε Έλληνες μαρξιστές ιστορικούς. Αντίθετα - ως μια ακόμα επιβεβαίωση του εθνικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης της υπερορίας - παρατίθενται δυο αποσπάσματα από την Ιστορία του ελληνικού έθνους του Παπαρρηγόπουλου. 178
Αντί συμπεράσματος
Ποια είναι η θεμελιώδης διαφορά αυτών των εγχειριδίων με τα αντίστοιχα που εκδίδει το ελληνικό κράτος ; Τα εγχειρίδια εισάγουν στην ελληνική σχολική ιστοριογραφία για πρώτη φορά τον παράγοντα των οικονομικών σχέσεων, την οικονομική ιστορία και την ιστορία της πάλης των τάξεων. Η ανάλυση των παραγωγικών σχέσεων και του ταξικού ανταγωνισμού, αντικαθιστούν την ιστορία των μαχών και των ανδραγαθημάτων και  επιχειρείται να χρησιμοποιηθούν ως κλειδί για την κατανόηση του παρελθόντος. Το παρελθόν προσεγγίζεται πράγματι με τα εργαλεία των οικονομικών σχέσεων, των παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, τις κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνουν, την ανάπτυξη των κοινωνικών τάξεων και τον ταξικό ανταγωνισμό. Ο βαθμός της μηχανιστικής χρήσης των αναλυτικών εργαλείων του ιστορικού υλισμού και της μηχανιστικής αντιγραφής ιστοριογραφικών μοντέλων από τους σχολικούς ιστοριογράφους της υπερορίας είναι ευθέως ανάλογος με τα προβλήματα ελλιπούς ιστορικής έρευνας, απουσίας πρωτογενούς τεκμηρίωσης, επεξεργασίας και ανάλυσης της ελληνικής μαρξιστικής ιστοριογραφίας.
Επιπλέον, η χρήση της μαρξιστικής μεθοδολογίας, προσαρμόζεται εκ των προτέρων, για να υπηρετήσει τα προτάγματα και τις κατευθύνσεις του κομμουνιστικού κινήματος και να ανταποκριθεί στα επίδικα που θέτει η πολιτική συγκυρία. Η απόσταση ανάμεσα στην ιδεολογική λειτουργία της ιστορίας και στην ιδεολογική χρήση της, αποδεικνύεται μικρή για τα εγχειρίδια της υπερορίας. Η ιστορική προσέγγιση της επανάστασης του ’21 φωτίζεται από τον προβολέα των γεγονότων της αντίστασης και του εμφυλίου καλλιεργώντας παραλληλισμούς – ενίοτε και ιστορικούς αναχρονισμούς - και δημιουργώντας την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας και δικαίωσης των ταξικών αγώνων : κλέφτες και αντάρτες, μηχανορραφίες των Άγγλων, τουρκοκοτζαμπάσηδες και συνεργάτες των κατακτητών, εκλογές με νοθεία και καλπονοθευτικά συστήματα.
Οι εξελίξεις στο διεθνές και το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα - και όχι η ιστορική έρευνα και η πρωτογενής τεκμηρίωση με τα μαρξιστικά αναλυτικά εργαλεία - οδηγούν τους κομμουνιστές ιστοριογράφους σε σημαντικές μετατοπίσεις που αφορούν το χαρακτήρα και την έκβαση της επανάστασης του ’21, το ρόλο των κοινωνικών τάξεων και ιδιαίτερα της αστικής τάξης, το κίνημα του διαφωτισμού, την προσέγγιση της διαμόρφωσης του ελληνικού έθνους.
Οι ίδιοι πάνω κάτω άνθρωποι, ενταγμένοι στο ίδιο κόμμα, στα πλαίσια του ίδιου εκπαιδευτικού μηχανισμού, χρησιμοποιώντας (ή έστω επικαλούμενοι) και στις δυο περιπτώσεις μαρξιστικά εργαλεία ανάλυσης, σε εντελώς διαφορετικές όμως πολιτικές συγκυρίες, οδηγούνται σε διαφορετικές προσεγγίσεις του παρελθόντος και συνακόλουθα, παράγουν διαφορετικές σχολικές ιστορίες.

Υποσημειώσεις
1. Ο συνολικός αριθμός των ελληνοπαίδων που μετακινήθηκαν στις λαϊκές δημοκρατίες κυμαίνεται ανάμεσα στις 25.000 και τις 28.000. Στην 3η συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, τον Οκτώβριο του 1950, κατατίθεται εισήγηση του Β. Μπαρτζώτα όπου ο αριθμός των παιδιών ανέρχεται στις 17.902 σε σύνολο 55.881 πολιτικών προσφύγων. Στο σχετικό πίνακα δεν καταγράφονται τα παιδιά που είχαν μεταφερθεί στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία, ο αριθμός των οποίων εκτιμάται ότι φτάνει τις 11.600 (ή 9.500) και 2000 αντίστοιχα. Ολόκληρη η έκθεση Μπαρτζώτα, δημοσιεύτηκε στο Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, Σύγχρονη Εποχή, 1995, τόμος Ζ΄, σελ. 480 – 536. Από την άλλη πλευρά, οι εκτιμήσεις των οργανώσεων της εθνικόφρονης πτέρυγας - που επιδίδονταν σε πλατιά καμπάνια αποκαλώντας τη μετακίνηση των ελληνοπαίδων «παιδομάζωμα» - ανέβαζαν τον αριθμό τους στις 28.000.

2. Ελληνική Επιτροπή «Βοήθεια στο Παιδί» (ΕΒΟΠ), Σχολική Νεοελληνική Ιστορία, Για τις μεγαλύτερες τάξεις του βασικού σχολείου και τα επαγγελματικά, Εκδοτικό «Νέα Ελλάδα», Βουλγαρία, τυπώθηκε τον Απρίλη του 1951 σε 10.000 αντίτυπα

3. Γιώργης Ζωίδης, Ιστορία της Ελλάδας, Νέοι Χρόνοι, Βιβλίο Πρώτο, Τουρκοκρατία, Επανάσταση του 1821, για τη Μέση Παιδεία, Panstwowoe Zaklady Wydawnictw Szkolnych, Warszawa 1963

4.  Θα πρέπει επιπλέον να πάρουμε υπόψη μας ότι σε σύγκριση με τις δυσμενείς συνθήκες (φυλακίσεις, εξορίες, παρανομία) μέσα στις οποίες ιστοριογραφούσαν έως τότε οι έλληνες κομμουνιστές, οι συγγραφείς των δυο εγχειριδίων ιστοριογραφούσαν στην υπερορία, αλλά σε συνθήκες ελευθερίας και πρόσβασης στις μαρξιστικές βιβλιοθήκες των χωρών που τους φιλοξενούσαν.

5. Μια ολοκληρωμένη μελέτη των συγκεκριμένων σχολικών εγχειριδίων αποτελεί σαφώς ένα ενδιαφέρον αλλά πιο απαιτητικό εγχείρημα καθώς προϋποθέτει ανάδειξη αναλυτικών κατηγοριών που διαπερνούν όλο το σώμα των εγχειριδίων και συνολική μελέτη της κομμουνιστικής ιστοριογραφίας για τη νεοελληνική ιστορία. Απαιτεί ακόμη την ανάδειξη πλευρών που μπορεί να μοιάζουν δευτερεύουσες αλλά για ένα σχολικό εγχειρίδιο δεν είναι, όπως οι παιδαγωγικές αντιλήψεις, η γλώσσα, η εικονογράφηση, η διδακτική προσέγγιση, η ύπαρξη ή η απουσία εργασιών, χαρτών κλπ.
6.  Η συνεχής δημοσίευση στο Διδασκαλικό Βήμα της εποχής αποφάσεων και ψηφισμάτων διαμαρτυρίας επιθεωρητών, Συλλόγων Δασκάλων, Συλλόγων Γονέων, ακόμη και μαθητών δημοτικών σχολείων, αντανακλά το κλίμα που είχε καλλιεργηθεί μέσα στα σχολεία και αποτελεί προφανώς τμήμα μιας συνολικότερης προπαγάνδας για το «παιδομάζωμα». Βλ. Διδασκαλικό Βήμα, περίοδος Γ΄, αρ. φύλλου 121, 125, 126, 130, τεύχη που εκδόθηκαν και κυκλοφόρησαν από το Νοέμβριο του 1949 έως το Φεβρουάριο του 1950.



7. «Τα παιδιά στην ολόπρωτη αρχή δεν είχαν μόνο ανάγκη εκπαίδευσης, μα γενικότερης περίθαλψης (…) τα σκολειά της πρώτης περιόδου ήσαν καθαυτό πολυμελείς οικογένειες. Από βιβλία δεν υπήρχε απολύτως τίποτε (…) αν ήταν να ανατυπωθούν τα αναγνωστικά λόγου χάρη της Ελλάδας το πράγμα θα ήτανε εύκολο και απλό. Μα αυτό δε μπορούσε να γίνει με κανένα τρόπο. Δεν μπορούσαν να μεταφερθούν εδώ ούτε οι παπαδίστικοι τύποι, η θρησκευτική εκμετάλλευση και οι ποικίλες δεισιδαιμονίες (…) ούτε η εσκεμμένη αποσιώπηση των λαϊκών αγώνων κατά των ανθρωποφάγων χιτλερικών, ούτε η προβολή του «αμερικάνικου ενδιαφέροντος». Έλλη Αλεξίου, Άπαντα, Βασιλική Δρυς, 16α, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1981, σελ. 363

8.  Γιώργος Αθανασιάδης, «Διδακτική» από το Εκδοτικό Νέα Ελλάδα, 1951, στο Άννα Ματθαίου, Πόπη Πολέμη, «Ο ιδεότυπος του νέου κομμουνιστή, Τα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια της υπερορίας (1948 – 1968)», περ. Αρχειοτάξιο, Μάιος 2003 

9.  «Οι εκδόσεις μας», περ. Νέος Κόσμος, αρ.1, Ιανουάριος 1951, σ.43

10.  Για τα σχολικά βιβλία της ιστορίας, το πόρισμα ανέφερε ότι, «παρ’ όλη τη σημαντική βελτίωση των τελευταίων χρόνων (ιστορίες του Γυμνασίου πριν τη δικτατορία), είναι περισσότερο ιστορίες πολέμου και μαχών (ιδιαίτερα του Δημοτικού Σχολείου) και βιογραφίες μεγάλων ανδρών. Αγνοούν τους αγώνες των λαϊκών μαζών, τοποθετούν και αντικρύζουν λαθεμένα τα ιστορικά γεγονότα, παρουσιάζουν υπερτροφικά το ρόλο της προσωπικότητας – δημιουργού των ιστορικών γεγονότων, δίνουν πολύ λίγο μέρος στην ιστορία της εργασίας και του πολιτισμού. Είναι φανερές σ’ αυτά οι τάσεις για υποτίμηση των γειτονικών λαών, οι σωβινιστικές και ιμπεριαλιστικές τάσεις και συχνά, η παραποίηση και διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας για να εξυπηρετηθούν ίσα ίσα αυτές οι τάσεις». Τομέας Εκπαιδευτικών «ΕΠ-ΑΝ», «Το σχολικό βιβλίο», Ανταίος, δεκαπενθήμερο περιοδικό για τη μελέτη των προβλημάτων ανοικοδόμησης, χρόνος 1ος, αρ. 23-24, 10 Ιουνίου 1946

11.  Σύμφωνα με τους εκπαιδευτικούς της ΕΠ-ΑΝ, «η ιστορία Δημοτικού και Γυμνασίου (…) πρέπει να αντικρύζει σωστά τα ιστορικά φαινόμενα με τα αίτια και τις συνέπειές τους (…) Να αναπτύσσει την πορεία εξέλιξης της εργασίας και του πολιτισμού. Να ιστορεί τη συμμετοχή των λαϊκών μαζών στους εθνικούς μας αγώνες. Να απαλλαχτεί από τις σωβινιστικές και τις ιμπεριαλιστικές τάσεις, να καλλιεργεί τα ιδανικά της ειρήνης και της αλληλεγγύης και να τονίζει την ανάγκη για την αμοιβαία κατανόηση και τη συνεργασία των λαών (…) πρέπει να διαποτίσει τους εφήβους μας με τα δημοκρατικά ιδανικά που φλόγιζαν τους προγόνους μας, τους αγωνιστές του ’21 και να κεντρίζει για εθνική δράση (…) να έχουμε συλλογή από κείμενα ιστορικών πηγών (…) Καλά βιβλία με εικόνες μεγάλων ανδρών που τίμησαν και δόξασαν την πατρίδα, θα βοηθήσουν στην εθνική και την πολιτική αγωγή των παιδιών και εφήβων». Τομέας Εκπαιδευτικών «ΕΠ-ΑΝ», «Το σχολικό βιβλίο – Πως πρέπει να γραφτούν τα σχολικά βιβλία», Ανταίος, δεκαπενθήμερο περιοδικό για τη μελέτη των προβλημάτων ανοικοδόμησης, χρόνος 2ος, αρ. 1, 15 Ιουλίου 1946

12.  Προς επιβεβαίωση της αντίληψης για την ανάγκη διαπαιδαγώγησης μέσω της προβολής προσωπικοτήτων – συμβόλων, στη Σχολική Νεοελληνική Ιστορία, ο Ζαχαριάδης είναι ο «αδάμαστος αρχηγός» που αποτελεί «παράδειγμα πίστης, αφοσίωσης και ηρωισμού», αφού σε όλες τις διώξεις και τις φυλακίσεις «έμεινε αλύγιστος, τιμή και παράδειγμα για το ηρωικό ΚΚΕ». ΕΒΟΠ, ό.π., σελ.232

13.  Με βάση τον κατάλογο με τις εκδόσεις των κομμουνιστών της υπερορίας που παραθέτουν στο ογκώδες έργο τους οι Ματθαίου – Πολέμη, υπάρχουν μόνο τα δυο σχολικά βιβλία νεοελληνικής ιστορίας που μελετάμε : Άννα Ματθαίου, Πόπη Πολέμη, Η εκδοτική περιπέτεια των ελλήνων κομμουνιστών, από το βουνό στην υπερορία (1947 – 1968), Βιβλιόραμα, ΑΣΚΙ, Αθήνα, 2003. Όμως, όπως θα διαπιστώσουμε, το εγχειρίδιο του Ζωίδη, σταματάει στη διακυβέρνηση Καποδίστρια.

14.  Από τις 243 σελίδες του βιβλίου, οι 54, αφορούν τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις : Γαλλική Επανάσταση, σοσιαλιστικά και επαναστατικά ρεύματα του 19ου αιώνα, Παρισινή Κομμούνα, Ρωσική Επανάσταση, άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη, διεθνείς εργατικοί αγώνες, κλπ.

15.  Από την εισαγωγή ακόμη, τα στοιχεία της προβολής του παρόντος στο παρελθόν και της αναζήτησης επαναστατών «προγόνων» είναι έντονα : «σήμερα η πατρίδα μας είναι σκλαβωμένη» και «οι αγώνες που κάνει ο λαός μας για την εθνική του ανεξαρτησία, για τη λευτεριά και το ψωμί του, είναι συνέχεια άλλων ηρωικών αγώνων που έκαναν οι παππούδες και οι προπάποι μας πριν 130 χρόνια (…) και τότε είχαν να αντιμετωπίσουν τους ντόπιους προδότες, τους τουρκολάτρες εκμεταλλευτές του λαού, τους τσιφλικάδες και τους κοτζαμπάσηδες», ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 3.

16.   Ό.π., σελ. 243

17.  Πιο χαρακτηριστική περίπτωση, είναι η θέση που διατυπώνεται στο βιβλίο για το σλαβομακεδονικό. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά : «το ΚΚΕ είναι το μόνο κόμμα που αναγνώρισε τη σλαβομακεδονική μειονότητα. Το 1924 το ΚΚΕ κήρυξε την ισοτιμία και την αδελφότητα ανάμεσα στον ελληνικό και το σλαβομακεδονικό λαό (…) Ξέρουν οι Σλαβομακεδόνες ότι με τη νίκη της Λαϊκής Δημοκρατίας στην Ελλάδα, θα αποχτήσουν κι αυτοί την εθνική τους λευτεριά». Ό.π., σελ. 216 – 217. Το εγχειρίδιο χρησιμοποιώντας τη φράση «εθνική λευτεριά» κινείται ανάμεσα στην απόφαση της 5ης Ολομέλειας που στην πολιτική της απόφαση διακήρυσσε ότι «σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ και της λαϊκής επανάστασης, ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του έτσι όπως το θέλει ο ίδιος» και της 6ης Ολομέλειας που επανέφερε τη θέση περί ισοτιμίας αναφέροντας ότι «η πάλη ενάντια στην καταπίεση των Σλαβομακεδόνων, η πάλη για την ισοτιμία τους, η αναγνώριση του δικαιώματος να ζούνε λεύτεροι και αφέντες στην πατρική τους γη». Βλ. Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, Σύγχρονη Εποχή, 1995, τόμος ΣΤ, σελ. 337 - 338 και τόμος Ζ΄, σελ. 13 – 19.

18.  «Από την καθοδήγηση του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια του αγώνα έγιναν σοβαρά σφάλματα. Ήρθε σε συμμαχία με την κυβέρνηση του Καΐρου και με τους Άγγλους. Τους επέτρεψε να πατήσουν το πόδι τους στην Ελλάδα που είχε ελευθερωθεί με τις λαϊκές δυνάμεις. Αυτοί ήρθαν σαν καινούριοι καταχτητές. Μόλις πάτησαν το πόδι τους εξαπόλυσαν επίθεση ενάντια στο λαό, το Δεκέμβρη του 1944». ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 242

19.   «Ο λαός αγωνίστηκε ηρωικά μα αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να κάνει τη συμφωνία της Βάρκιζας για να εξασφαλίσει ειρηνική ζωή και τη δημοκρατία στον τόπο. Μα η συμφωνία αυτή καταπατήθηκε (…) Μπροστά σ΄ αυτή τη νέα κατάσταση άλλη διέξοδο δεν έμενε. Ο λαός ήταν υποχρεωμένος να συνεχίσει τον αγώνα του ενάντια στο μοναρχοφασισμό και την ξενοκρατία. Ο αγώνας αυτός, που άρχισε το Δεκέμβρη του 1944, ακόμα συνεχίζεται. Ο ελληνικός λαός είναι αποφασισμένος ν’ αγωνιστεί για την εθνική ανεξαρτησία του, για την οριστική λευτεριά του. Αυτό το επιβάλλει η ανάγκη που έχει ο λαός να ζήσει και να προοδέψει. Το επιβάλλει η τιμή κι η Ιστορία της Πατρίδας μας» Ό.π., σελ. 243

20.  Άννα Ματθαίου, Πόπη Πολέμη, «Ο ιδεότυπος του νέου κομμουνιστή, Τα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια της υπερορίας (1948 – 1968)», περ. Αρχειοτάξιο, Μάιος 2003, σ. 161

21. Άννα Ματθαίου, Πόπη Πολέμη, Η εκδοτική περιπέτεια των Ελλήνων κομμουνιστών, από το βουνό στην υπερορία (1947 – 1968), ό.π., σελ. 67

22.  «Απαιτείται να γίνει έρευνα στις βιβλιοθήκες των Λαϊκών Δημοκρατιών, να παραγγελθούν βιβλία, να αναζητηθεί βιβλιογραφικό υλικό σε φίλους ή συντρόφους στο Παρίσι, Λονδίνο, Βιέννη (ως προς το αρχειακό υλικό της αυστριακής πρωτεύουσας θα μπορούσε να βοηθήσει ο Σ. Μάξιμος), να ζητηθεί βοήθεια από το Ινστιτούτο Ιστορίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Να συνεπικουρηθεί το έργο από πρόσθετους συνεργάτες» (μνημονεύονται ο Γ. Ζωίδης και Αλ. Αλ. Ψηλορείτης). Νέο σημείωμα προς το ΠΓ εκ μέρους της επιτροπής (κ.190, Φ 8/14/247) «Να αποσπασθούν βοηθοί – συνεργάτες οι 1) Ζωίδης, 2) Παύλος Κοντογιώργης, 3) Σιδηρόπουλος (Ρήγας) Επίσης να εξεταστεί αν θα μπορούσε να βοηθήσει ο σ. Αλέκος [Ψηλορείτης]. Προτείνουμε επίσης να φέρουμε από το Παρίσι το σ. Σβορώνο που έχει ασχοληθεί ειδικά». Ό.π., σ.67

23.  Ό.π., σ. 70
24.  Γι’ αυτό το λόγο, ο Κρεμμυδάς θεωρεί ότι πρέπει να μιλάμε για κομμουνιστική και όχι μαρξιστική ιστοριογραφία : «Και στην περίπτωση της κομμουνιστικής ιστοριογραφίας τα οικονομικά γεγονότα προσεγγίζονται κατ’ αρχήν με πολιτικούς όρους, παρά την τοποθέτηση των κοινωνικών σχέσεων στο κέντρο της ανάλυσης· δεν αντιμετωπίζονται πρωτίστως ως τέτοια, ούτε με βάση πρωτογενή τεκμηρίωση κυρίως δεν αντιμετωπίζονται ως μέρος ενός συνόλου, όπως είναι εύλογο να περιμένει κανείς». Βασίλης Κρεμμυδάς, «Το όνομα των τομών, στο, Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης – Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης (επιμ.), Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας. Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα, 2004, τ. Α΄, σελ. 397 - 398

25. Στο Σχέδιο Προγράμματος, περιέχονται δυο εκτεταμένες ενότητες με τίτλους «Ρίζες, προέλευση και δημιουργία του νεοελληνικού έθνους» και «Η επανάσταση του 1821. Χαρακτήρας και κινητήριες δυνάμεις της. Πορεία και αποτελέσματά της». Εδώ, παρατηρείται μια μετατόπιση σε σχέση με το ιστοριογραφικό σχήμα του Ζέβγου για το ρόλο της αστικής τάξης : «Κινητήριες δυνάμεις στην επανάσταση, δηλαδή οι τάξεις και τα λαϊκά στρώματα που ενδιαφέρονταν για την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση, ήταν : Το εμπορικό και ναυτεμπορικό κεφάλαιο, η αστική τάξη σαν ηγεμόνας της επανάστασης. Η αγροτιά, σαν κύριος φορέας της. Οι συντεχνίες και η φτωχολογιά στις πόλεις. Δηλαδή, όλος ο λαός». Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, Σύγχρονη Εποχή, 1995, τόμος Ζ΄, σελ. 612

26.  Ένα σημαντικό ποσοστό από την πρώτη γενιά προσφυγόπουλων ήταν σλαβόφωνα. 

27.  Θανάσης Μητσόπουλος, «Η αποστολή των παιδιών στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια του εμφυλίου», στο συλλογικό Το όπλο παρά πόδα : οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην ανατολική Ευρώπη, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 2005,   σ.87

28.  Για τα μαθήματα του ελληνικού προγράμματος διατίθονταν από 6 έως 12 ώρες εβδομαδιαίως (γλώσσα, λογοτεχνία, γεωγραφία, πατριδογνωσία, ιστορία), Μητσόπουλος Θανάσης, ό.π., σελ. 88
29. Άννα Ματθαίου, Πόπη Πολέμη, Ο ιδεότυπος του νέου κομμουνιστή, ό.π. σελ. 161

30.  Θανάσης Μητσόπουλος, ό.π. σ. 84

31.  Άννα Ματθαίου, Πόπη Πολέμη, Ο ιδεότυπος του νέου κομμουνιστή, ό.π. σελ. 162

32. Θανάσης Μητσόπουλος, ό.π., σελ. 91

33.  Έλλη Αλεξίου, ό.π., σελ.365

34.  «Οι δάσκαλοί μας, μελετώντας το πολύτιμο αυτό βιβλίο της ιστορίας του Γ. Ζωίδη, πρέπει να μεταδώσουν στους μαθητές τον πατριωτισμό και την εθνική περηφάνεια που μας κληρονόμησαν οι ηρωικοί μας πρόγονοι με τους αγώνες τους για τη λευτεριά. Κι ακόμη να συνδέσουν τους αγώνες αυτούς με τους κατοπινούς αγώνες, με το έπος της Εθνικής μας Αντίστασης του 1940 – 1944 και με τους σημερινούς λαϊκούς αγώνες για τη δημοκρατία, την πρόοδο και την προκοπή της πατρίδας μας και του πολυβασανισμένου ήρωα λαού μας […] ΚΕ προς οργανώσεις προσφύγων  : οδηγίες χρήσης του βιβλίου για τη μέση και ανώτερη εκπαίδευση – πρόταση για το μάθημα της μητρικής γλώσσας των Ζ΄ και Η΄ τάξεων να διατεθεί μια ώρα για τη διδασκαλία της ιστορίας και να χρησιμοποιηθεί ελλείψει καταλληλότερου το βιβλίο του Ζωίδη». Ματθαίου Άννα, Πολέμη Πόπη, Η εκδοτική περιπέτεια των ελλήνων κομμουνιστών, από το βουνό στην υπερορία (1947 – 1968), ό.π., σελ. 409

35.  Η ιστορική αφήγηση σταματά με την ενότητα «Ο Καποδίστριας κυβερνήτης της Ελλάδας. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος και η συνθήκη της Ανδριανούπολης – Ανεξαρτησία της Ελλάδας», χωρίς να γίνεται αναφορά στη δολοφονία Καποδίστρια. Βλ. Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 204 - 209

36.  Ο Παναγιώτης Κονδύλης, σχολιάζοντας τα Grundrisse του Κ.Μάρξ καταλήγει ότι «ο πόλεμος και η κατάκτηση κάνουν την πορεία της ιστορίας πολύ πιο ανοιχτή και τεθλασμένη – τουλάχιστον όσο δεν υπάρχει ακόμα η παγκόσμια αγορά ως ενοποιητική δύναμη της παγκόσμιας ιστορίας». Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σελ.189 - 190.
37. Δηλαδή με την αντίληψη που συνδέει τον πόλεμο με την απόσπαση πλεονάσματος και την κατάκτηση με τις αλλαγές στον τρόπο παραγωγής. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά: «Ο κατακτητής λαός υποτάσσει τον κατακτημένο στον δικό του τρόπο παραγωγής, π.χ. οι Άγγλοι στην Ιρλανδία αυτόν τον αιώνα ( και ως ένα βαθμό στην Ινδία ) ή διατηρεί τον παλιό τρόπο παραγωγής και αρκείται στον φόρο υποτέλειας ( π.χ. Τούρκοι και Ρωμαίοι ) ή εμφανίζεται μια αλληλεπίδραση που γεννά κάτι καινούργιο , μια σύνθεση ( ως ένα βαθμό στις γερμανικές κατακτήσεις ). Κάρλ Μαρξ, GRUNDRISSE, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, Στοχαστής, Αθήνα, 1989, Τόμος Α’, σελ. 64 . Ενδεικτικά, για τη χρήση του όρου κατακτητικό σύστημα : «ως Κατακτητικό σύστημα εννοείται : ο τρόπος απόσπασης πλεονάσματος που στηρίζεται στον πόλεμο και όχι ιδεολογικές κατασκευές που προϋποθέτουν την τρισχιλιετή ιστορία του ελληνικού έθνους και ορίζουν  την οθωμανική κυριαρχία ως τα 400 χρόνια σκλαβιάς που ανέκοψαν την εθνική ιστορία των Ελλήνων». Νίκος Θεοτοκάς, Νίκος, Κοταρίδης , Η οικονομία της βίας, Παραδοσιακές και νεωτερικές εξουσίες στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006, σ. 12

38.  ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 8

39.  Ό.π., σελ.  9

40. Βακούφικη γη, ιδιοκτησίες εκκλησίας και μοναστηριών, «λίγα ορεινά και άγονα εδάφη στην ιδιοκτησία των αγροτών», ΕΒΟΠ, ό.π., σελ.  8-9, Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 6

41. Συντροφικό, τριτάρικο και γεώμορο βλ. ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 9 και Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 7

42.  Αναφέρονται κατά σειρά : δεκάτη, πρόστιμα, αγγαρείες, χαράτσι. ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 8-9 και Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 12-13

43.   «Οι Τούρκοι άρπαζαν ελληνόπουλα ως 7 χρονώ και τα τούρκευαν. Τ’ ανάθρεφαν στρατιωτικά κι όταν μεγάλωναν τάβαζαν στα τάγματα των Γενιτσάρων».  ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 9.  «Το παιδομάζωμα, αυτή η ακατάσχετη αιμοραγία του ελληνισμού, κράτησε δυο αιώνες. Στην περίοδο αυτή, αρπάχτηκαν ένα εκατομμύριο ελληνόπουλα».  Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 13

44. «Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην μπορεί ο αγρότης να βελτιώσει και να αναπτύξει το νοικοκυριό του και συνεπώς να μην μπορούν να αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας» Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 7. «Ο τουρκικός στρατιωτικός φεουδαρχισμός, ληστρικό καθεστώς όπως ήταν, όχι μόνο δεν βοηθούσε στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην πρόοδο της κοινωνίας αλλά τις εμπόδιζε». Ό.π., σελ. 33

45. «Στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε αρχίσει η αποσύνθεση του φεουδαρχικού καθεστώτος κι είχαν ξεπροβάλλει κιόλας τα πρώτα φύτρα της αστικής ανάπτυξης. Οι τούρκοι επιδρομείς που βρίσκονταν "στο πιο χαμηλό και βάρβαρο στάδιο της φεουδαρχίας” όπως λέει ο Μαρξ, ξέραναν σαν το λίβα τα φύτρα της αστικής ανάπτυξης και έριξαν την Ελλάδα αιώνες πίσω» Ό.π., σελ.  6

46.  ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 10

47. Ό.π., σελ.  10

48.  «Ωστόσο στις χώρες που αποτελούσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, διαμορφώνεται ολότελα διαφορετική κατάσταση, με την Οθωμανική κυριαρχία που πρέπει να την υπολογίζουμε εκατό χρόνια σχεδόν πριν από το 1453. Κυριαρχεί τώρα η ανατολική βαρβαρότητα. Και στις άλλοτε βυζαντινές χώρες έχουμε οικονομική και πνευματική οπισθοδρόμηση. Οι Οθωμανοί Τούρκοι ήταν πιο καθυστερημένοι από τους λαούς που κατάχτησαν. Ορισμένες πόλεις σαν τη Σαλονίκη μισοκαταστράφηκαν στην καταχτητική τους πορεία. Το εμπόριο με τη Δύση λιγόστεψε. Οι ανταλλαγές στο εσωτερικό περιορίστηκαν. Δυνάμωσαν τα στοιχεία της φυσικής οικονομίας. Η οθωμανική κυριαρχία δεν ανέτρεψε το φεουδαρχικό καθεστώς[…]συνεχίζεται το ίδιο φεουδαρχικό θεοκρατικό καθεστώς». Γιάννης Ζεύγος, Σύντομη μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας, έκδοση «Κόκκινης Σημαίας», Θεσσαλία, 1944, σελ. 5

49.  «Στους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας έχουμε μια γενική οπισθοδρόμηση. Η Μεσόγειος που ως τα τότε ήταν ο υγρός δρόμος των ανταλλαγών Ευρώπης και Ασίας έκλεισε. Το εμπόριο σταμάτησε και η εμπορευματική παραγωγή ατόνησε και διαμορφώθηκε η κλειστή (σπιτική) οικονομία».  Γιάνης Κορδάτος, Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1999, σελ. 52

50. «Τον 11ο αι. το Βυζάντιο από την άποψη της βιομηχανικής και εμπορικής ανάπτυξής του στεκόταν ψηλότερα από πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης». Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, κοινή έκδοση των εκδ. οίκων «Μέλισσα» και «Μόρφωση», Αθήνα, 1958, τόμος ΙΙΙ, Γ1, σελ. 635. Παραθέτουμε επίσης από το ίδιο έργο : «Η τουρκική κυριαρχία καθυστερεί την ιστορική ανάπτυξη των βαλκανικών λαών με αποτέλεσμα να διατηρηθούν σε αυτούς οι φεουδαρχικές σχέσεις. Το αποτέλεσμα από την τουρκική κατάκτηση είναι να καταστραφούν σημαντικά οι παραγωγικές δυνάμεις στις υποταγμένες χώρες». Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, ό.π., τόμος IV, Δ2, σελ. 634

51. «Τις πρώτες αρχές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής τις βρίσκουμε κιόλας σποραδικά στο 14ο – 15ο αιώνα σε μερικές πόλεις της Μεσογείου[…]η κεφαλαιοκρατική παραγωγή χρονολογείται μόλις από το 16ο αιώνα κι εδώ». Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της πολιτικής οικονομίας: Το προτσές παραγωγής του κεφαλαίου, τόμος πρώτος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 740. «Οι πρώτες ιστορικές μορφές όπου το κεφάλαιο εμφανίζεται αρχικά σποραδικά ή τοπικά, δίπλα – δίπλα με τους παλαιούς τρόπους παραγωγής, αλλά διαρρηγνύοντας τους σιγά σιγά παντού, είναι από τη μια μεριά η χειροτεχνία με την κυριολεξία της λέξης…η χειροτεχνία εμφανίζεται εκεί που υπάρχει μαζική παραγωγή για εξαγωγή, για την εξωτερική αγορά – επομένως πάνω στη βάση ενός μεγάλου θαλάσσιου και χερσαίου εμπορίου και μέσα στα εμπορικά τους κέντρα, τις ιταλικές πόλεις, την Κωνσταντινούπολη, τις πόλεις τις φλαμανδικές, τις ολλανδικές, μερικές ισπανικές πόλεις όπως η Βαρκελώνη, κλπ». Καρλ Μαρξ, Προκαπιταλιστικοί οικονομικοί σχηματισμοί, Κάλβος, Αθήνα, 1982, σελ.158

52.  «Ο δυτικός πολιτισμός και η ανατολική βαρβαρότητα στην εποχή των ελλήνων αυτοκρατόρων, η ανατολική βαρβαρότητα και ο δυτικός πολιτισμός στην εποχή της κυριαρχίας των τούρκων, μπλέχτηκαν τόσο στενά που το κέντρο αυτό της Θεοκρατικής αυτοκρατορίας, γέννηκε πραγματικό εμπόδιο στη διάδοση της ευρωπαϊκής προόδου. Όταν οι έλληνες αυτοκράτορες διώχτηκαν από τους τούρκους σουλτάνους, τότε το πνεύμα της παληάς Βυζαντινής αυτοκρατορίας επέζησε απ’ αυτή την αλλαγή των δυναστειών». Ορφέας Οικονομίδης (Πετρανός), Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν για την Ελλάδα, Ορφέας, Αθήνα, 1986, σελ.  37
53.  «…η τουρκική κυριαρχία, όπως και κάθε ανατολική, είναι ασυμβίβαστη με την καπιταλιστική κοινωνία· όση υπεραξία κερδίζεται δεν είναι σίγουρη από τα χέρια αρπακτικών σατραπών και πασάδων· λείπει ο πρώτος βασικός όρος της αστικής προσοδοφόρας δραστηριότητας : η ασφάλεια του προσώπου και της ιδιοκτησίας του εμπόρου». Καρλ Μαρξ, Φρίτριχ Ενγκελς, Η Ελλάδα, Η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, Γνώση, Αθήνα, 1985, σελ. 473 - 474
54. ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 17-21
55. «Μέσα σ’ όλες αυτές τις οικονομικές, κοινωνικές και πνευματικές αλλαγές, διαμορφώθηκε το ελληνικό έθνος κι αναπτύχθηκε η εθνική του συνείδηση. Η ανάπτυξη της εμπορικής κίνησης, οι ανταλλαγές, έγιναν αφορμή να συνδεθεί ο λαός σε μια κοινότητα. Το εμπόριο δένει με νέους δεσμούς τους ανθρώπους ενός τόπου. Οι επαρχίες νιώθουν πως έχουν κοινά συμφέροντα. Οι ορίζοντες τώρα πλαταίνουν (…) Ο τοπικισμός υποχωρεί μπροστά στις πλατύτερες ανάγκες που έχει το σύνολο, που έχει το έθνος».  Ό.π., σελ. 21-22. Η έμφαση στο πρωτότυπο.
56. «…το νεοελληνικό έθνος, απλώνοντας τις ρίζες του στο βυζαντινό μεσσαίωνα, πήρε τη βασική του διαμόρφωση κάτω από την κυριαρχία των σουλτάνων. Ζυμώθηκε και ανδρώθηκε μέσα σε ατέλειωτη σειρά από εθνικούς και δημοκρατικούς αγώνες». Ν. Ζαχαριάδης, Θέσεις για την Ιστορία του ΚΚΕ,http://zaxariadis.blogspot.com/2007/10/blog-post_7488.html

57.  Για παράδειγμα : «Το 146 π.Χ. η Ελλάδα καταχτήθηκε από νέο εχθρό, τους Ρωμαίους»  ή   μετά το 1453, «Η Ελλάδα έπεσε στην τουρκική κυριαρχία». ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 5
58. Ό.π., σελ. 3
59.  Στα αρχαία χρόνια, «ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππας, υπόταξε την Ελλάδα» ο Αλέξανδρος «ένωσε τα δουλοχτητικά κράτη της Ελλάδας και τη Μακεδονία»,  ενώ σημειώνεται ότι «οι αγώνες που έκαναν οι ελληνικές πόλεις ενάντια στην κυριαρχία των Μακεδόνων απέτυχαν  Ό.π., σελ. 4 - 5
60.  Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 68
61. Την έννοια της λαότητας συναντάμε και στην Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Παραθέτουμε χαρακτηριστικό απόσπασμα : «Όλες οι ορθόδοξες λαότητες (Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, ένα μέρος από τους Αλβανούς, Γεωργιανοί, Βλάχοι και Μολδαβοί) θεωρούνταν από τότε μια "ελληνική κοινότητα” - ρουμ μιλλετί που πάνω σ’ αυτή ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης δεν είχε μόνο θρησκευτική, αλλά και δικαστική εξουσία».  Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, ό.π., τόμος IΙΙ, Γ2, σελ. 1139 
62. Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 68
63. Ό.π., σελ.  72 - 73
64.  Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, «η αντίσταση του ελληνικού λαού στην τουρκική προέλαση συνεχίζεται» Ό.π., σελ.  5
65.  «Η Ελλάδα και οι άλλες βαλκανικές χώρες, μετά την τουρκική κατάχτηση μπήκαν σ’ ένα αργό, βασανιστικό δρόμο εξέλιξης». Ό.π., σελ.  6
66.  Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα για τη χρήση της έννοιας «ελληνισμός» : «Το παιδωμάζωμα, αυτή η ακατάσχετη αιμοραγία του ελληνισμού». Ό.π., σελ. 14, επίσης : «η αγροτιά ήταν στην περίοδο της τουρκοκρατίας η κύρια παραγωγική δύναμη και μια απ’ τις δυο βασικές τάξεις του υπόδουλου ελληνισμού». Ό.π., σελ.  13
67.  «Οι έλληνες αγρότες δεν μπορούσαν, ούτε έμειναν, με τα χέρια σταυρωμένα». Ό.π., σελ. 12
68.  Ό.π., σελ. 18
69.  Ό.π., σελ. 18
70.  Ό.π., σελ. 6
71.  Ό.π., σελ. 17
72.  Ό.π., σελ. 72-73
73.  Ό.π., σελ. 16
74.  Ό.π., σελ. 69
75.  ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 10
76.  Ό.π., σελ. 10
77. Ό.π., σελ. 21
78.  Ό.π., σελ. 21
79.  «Η αστική τάξη από τα πρώτα της φανερώματα κιόλας δεν παρουσιάζει κανένα σημάδι δημοκρατισμού. Η πνευματική καλλιτεχνική της δημιουργία, το ίδιο δεν περικλείνει δημιουργικά στοιχεία Νεοελληνικού πολιτισμού.…Το αντίθετο φαινόμενο παρατηρούμε στη λαϊκή δημιουργία. Στη δράση της λαϊκής μάζας, καθαυτό της αγροτιάς, βρίσκουμε ζωντανά φύτρα Νεοελληνικού πολιτισμού»  βλ. Γ. Ζεύγος, ό.π., σελ. 22. Επίσης, από το έργο του Ν. Μπελογιάννη : «Η στάση των λογίων απέναντι στο λαό, στη γλώσσα του και στη λαϊκή δημιουργία ζημίωσε, βέβαια, σοβαρά την ανέλιξη της νεοελληνικής γλώσσας και τη διαμόρφωση της Νεοελληνικής εθνότητας. Γι' αυτό και αιώνες ολόκληρους, μέχρι το πέσιμο του Βυζαντίου, ενώ σ' όλες τις ευρωπαϊκές χώρες είχε αρχίσει να διαμορφώνεται οριστικά η λογοτεχνία τους, όμως για τη νεοελληνική λογοτεχνία μόνο τις πρώτες μακρυνές ρίζες της, το υπέδαφός της, πρέπει ν' αναζητάμε όλη αυτή την περίοδο. Και πάλι ό,τι δημιουργήθηκε το οφείλουμε αποκλειστικά στις λαϊκές μάζες και στη ζωντανή γλώσσα τους. Και δεν ήταν η Ορθοδοξία, αλλά η λαϊκή γλώσσα και η λαϊκή τέχνη η πρωταρχική μαγιά που συντέλεσε στη διαμόρφωση του έθνους μας[…]μόνον η λαϊκή γλώσσα και η λαϊκή τέχνη – ιδίως η ποίηση – αυτά ακριβώς που μίσησαν και περιφρόνησαν οι Βυζαντινοί, στάθηκαν οι κεντρικοί πυρήνες για την κατοπινή μορφοποίηση του ελληνικού έθνους». Ν. Μπελογιάννης, Οι μακρινές ρίζες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, http://www.scribd.com/full/51917448?access_key=key-1canqzho6rwhs2pku1w5
80.  Αξίζει να σημειώσουμε εδώ, ότι την ίδια άποψη για τον κοινωνικό ρόλο της εθνικής αστικής τάξης που αποτελεί την κοινωνική βάση του διαφωτιστικού κινήματος σε κάθε βαλκανικό λαό, συναντάμε στην Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας της ΕΣΣΔ : «παντού η κοινωνική βάση στο κίνημα αυτό ήταν η εθνική εμποροβιοτεχνική κάστα». Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, ό.π., τόμος V, σελ. 331-332
81. Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 44
82. «Αυτήν ακριβώς την κατάσταση καθρεφτίζει η παράδοση για το κρυφό σχολειό, που έφτασε ως τις μέρες μας. Τα παιδιά των ραγιάδων διψούσαν για μάθηση. Όμως οι καταχτητές, στα πρώτα χρόνια ύστερα από το πάρσιμο της Πόλης, δεν επιτρέπανε να λειτουργούν σχολειά. Γι’ αυτό οι γονείς, συνεννοούνταν με κανένα καλόγηρο ή παπά για να μαθαίνει στα παιδιά τους λίγα κολυβογράμματα στα κρυφά. Μόλις νύχτωνε, λοιπόν, κι έβγαινε το φεγγάρι, ένα – ένα τα παιδιά ξεπορτίζανε και τραβούσαν για το "κρυφό σχολειό”, που ήταν συνήθως σε κάποια εκκλησία ή παρεκκλήσι. Η ανάμνηση του "κρυφού σχολειού” διατηρήθηκε στο παρακάτω ποίημα : Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό, να μαθαίνω γράμματα, πράγματα, σπουδάγματα… Φυσικά, μια και οι δάσκαλοι αυτών των σχολειών ήταν μισογραμματισμένοι κληρικοί, που ξέραν μόνο τα εκκλησιαστικά βιβλία, ανάλογα ήταν και τα γράμματα που μάθαιναν οι μαθητές […]Τα κρυφά σχολειά κράτησαν ακοίμητη την ελπίδα στην καρδιά των ραγιάδων για την ανάσταση του γένους». Ό.π. σελ. σ. 14 - 16
83.  Η Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, αναφέρει σχετικά για την ίδια περίοδο, ότι, «ο [έλληνας] πατριάρχης και οι επίσκοποί που τους είχαν παραχωρήσει μερικά προσωπικά προνόμια, είχαν το δικαίωμα να ελέγχουν τα σχολεία και τα βιβλία των ορθόδοξων λαοτήτων». Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, ό.π., τόμος III, Γ2 1139. Επίσης, «στα μοναστήρια λειτουργούσαν κάποτε κάποτε και σχολεία όπου οι μοναχοί μάθαιναν στα παιδιά γράμματα και εκκλησιαστική λειτουργική». Ό.π., τόμος IV, Δ2, σελ. 648
84.  ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 15
85.  Ό.π., σελ. 15
86.  Ό.π., σελ. 15
87.  Ό.π., σελ. 15
88.  Ό.π., σελ. 43
89.  Ό.π., σελ. 43-44
90.  Ό.π., σελ. 43-44
91.  «Η αγροτιά με πρωτοπόρο τμήμα την κλεφτουριά, αποτελούν τη βασική κινητήρια δύναμη της επανάστασης. Η αγροτιά και οι άλλες δημοκρατικές ομάδες του Έθνους, οι ναύτες πριν απ’ όλα, οι μικρέμποροι, οι γυρολόγοι, οι χειροτέχνες, οι μικροδιανοούμενοι κάθε λογής, εμποροϋπάλληλοι, δάσκαλοι, κατώτερος κλήρος, οι σπουδαστές, αποτελούσαν τη δραστήρια επαναστατική δύναμη. Αυτή η εθνική δημοκρατική δύναμη νίκησε την αντίδραση και συντηρητικότητα των ανώτερων τάξεων, παρέσυρε κι αυτές στον αγώνα».  Γ. Ζεύγος, ό.π., σελ. 35
92.  «το 1821 αφορίζει την επανάσταση μόλις ξέσπασε, εχτρός σε κάθε απελευθερωτική κίνηση, απελευθερωτική ιδεολογία». Ό.π., σελ. 34
93. Οι Φαναριώτες επιδίωκαν «Να μεταρρυθμιστεί η Τουρκία σε μικρές ηγεμονίες σαν τις Παραδουνάβιες για να τις διοικούν αυτοί»  Ό.π., σελ.  34
94. Οι κοτζαμπάσηδες «φιλοδοξούσαν να πάρουν τα χτήματα και τη θέση των Τούρκων. Μα κι ο κίντυνος είναι μεγάλος και η δράση της κλεφτουριάς τους τρομάζει».  Ό.π., σελ.  34
95.  «το Εμποροτραπεζιτικό κεφάλαιο του εξωτερικού επηρεασμένο και από την αντίδραση της Ιερής Συμμαχίας και από τη συντηρητική Αγγλία διστάζει και ακολουθεί πολιτική αντίθετη σε κάθε επαναστατική δράση».  Ό.π., σελ.  35
96.  Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 12
97.  Ό.π., σελ. 11
98. Ό.π., σελ. 10
99.  Ό.π., σελ. 10
100.  Ό.π., σελ. 100-101
101.  Αντίστοιχα, ο Κορδάτος υποστηρίζει ότι «στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα πρωτοστάτησεν η νέα τάξη, η αστική». Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, 20ος αιώνας, Αθήνα
1957, τ. Β, σελ. 7.
102.  Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 102
103.  Ό.π., σελ. 102
104.  Ό.π., σελ. 102
105. Ό.π., σελ. 102
106. «Η οικειοποίηση του 1821 από την Αριστερά πραγματοποιήθηκε με μεγάλη ένταση και αποτυπώνεται στη χρήση κάποιων εκ των πρωταγωνιστών του, όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Μακρυγιάννης, ως συμβόλων, ως προγονικών νομιμοποιητικών αναφορών σε σύγχρονα πολιτικά ζητήματα».  Παναγιωτίδης Σταύρος, Η διαμεσολαβημένη πρόσληψη του 1821 στη σύγκρουση Κορδάτου – Ζεύγου, μια περίπτωση ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας, μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2008, σελ. 77-78
107.  «Η Αριστερά διακατέχεται από μια σταθερή τάση αναζήτησης αγωνιστικών προτύπων στο παρελθόν πρόσφατο ή απώτερο – αναζήτηση επαναστατών προγόνων : ένας δεύτερος ιστορικισμός, εκείνος του κοινωνικού ζητήματος δίπλα στον πρώτο ιστορικισμό του εθνικού ζητήματος». Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Η αριστερή ιστοριογραφία για την Ελληνική Επανάσταση», στο, Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης – Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης (επιμ.), Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας. Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα, 2004, τ. Α΄, σελ. 567 
108.  Για παράδειγμα, στην εισήγηση του Γιώργη Σιάντου στο Εθνικό Συμβούλιο είναι χαρακτηριστική η ιστορική προβολή των δεδομένων της δεκαετίας του ’40 στο επαναστατικό παρελθόν του 1821 και οι συνακόλουθοι ιστορικοί παραλληλισμοί αλλά και αναχρονισμοί : «Το ίδιο σχεδόν φαινόμενο παρατηρήθηκε το 1821. Ο λαός ξεσηκώθηκε και ζητούσε τη λευτεριά του, τη γη του και να δει καλύτερες μέρες. Μα η αντίδραση που τα συμφέροντά της ήταν δεμένα με το Σουλτάνο, πήγε με τον ξένο καταχτητή. Μόλις όμως είδαν ότι πετύχαινε η επανάσταση, οι αντιδραστικοί προνομιούχοι της εποχής εκείνης καμώθηκαν πως πάνε μαζί της με σκοπό αντικειμενικό να επιβάλουν την ηγεμονία τους στο κράτος που δημιουργούνταν. Και το πέτυχαν. Το πέτυχαν γιατί η Φιλική Εταιρία, ο οργανωτής και καθοδηγητής της Επανάστασης του 1821, δεν ήταν τόσο δυνατή για να επιβάλλει τη λαϊκή κυριαρχία». Εθνικό Συμβούλιο, Περιληπτικά Πρακτικά εργασιών της πρώτης συνόδου, Έκδοση Κοινότητας Κορυσχάδων Ευρυτανίας, Κορυσχάδες, 1992, σελ. 117 - 118
109.  «Μπροστά σ’ αυτή τη φοβερή κατάσταση, τα καλύτερα παιδιά της αγροτιάς, τα πιο ψυχωμένα για να γλιτώσουν από το γιαταγάνι του τούρκου παρατούν τα χωριά τους και καταφεύγουν στα βουνά». Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 26
110. Ό.π., σελ. 26 - 27
111.  «αγαπούσαν το λαό, σέβονταν τις γυναίκες, δεν πείραζαν το βιός της φτωχολογιάς. Παίρναν μονάχα απ’ τους αγάδες και τους κοτζαμπάσηδες». Ό.π., σελ. 27
112.  «Όταν πιάνονταν οι κλέφτες προτιμούσαν να υποφέρουν κάθε λογής βασανιστήρια παρά να προσκυνήσουν τον εχθρό». Ό.π., σελ. 27
113.  ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 16
114.  Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ.27
115.  ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 15
116.  Ό.π., σελ. 15
117.  Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 29
118.  ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 15
119.  «Όταν δυνάμωσε η κλεφτουριά και κατάφερε απανωτά τα χτυπήματά της ενάντια στους Τούρκους και τους τουρκολάτρες, τότε έγιναν σοβαρές αλλαγές στα σώματα των αρματολών. Οι αρματολοί πάσχισαν στην αρχή να πνίξουν το κίνημα της κλεφτουριάς. Όμως αυτό στάθηκε αδύνατο, γιατί η κλεφτουριά είχε ρίξει τις ρίζες της βαθιά μέσα στη λαϊκή ψυχή. Τότε, άρχισαν να συνέρχονται. Να παρατούν τους τούρκους, να στασιάζουν και να περνούν στο πλευρό της κλεφτουριάς». Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 29
120.  «Η Γαλλική Επανάσταση, που ξέσπασε τότε, επηρέασε πολύ την ψυχή του Ρήγα. Ένιωσε κατάβαθα τα κηρύγματά της». ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 34
121.  Ό.π., σελ. 36
122. «Μετά το θάνατο του Σκουφά, επικρατούν μέσα στην Εταιρία τα συντηρητικά, τα δεξιά στοιχεία. Αυτοί υποτιμούσαν τις λαϊκές δυνάμεις της Φιλικής. Άρχισαν να ζητούνε πρόσωπα ανάμεσα στους τρανούς του γένους, για να τους δόσουνε την αρχηγία». Ό.π., σελ. 40
123.  «Ο αγώνας ήταν πάνω απ’ όλα εθνικός. Ο εχθρός ήταν ένας για όλο το έθνος. Γι’ αυτό έπρεπε να γίνουν δεκτοί όλοι οι τίμιοι και τολμηροί πατριώτες απ’ όλα τα στρώματα, να γίνει δεκτή κάθε εθνική δύναμη. Κι αυτή η σκέψη επικράτησε. Κι ήταν μια σκέψη σωστή. Μα έπρεπε πάνω απ’ όλα να κρατηθεί η Φιλική Εταιρία στη λαϊκή βάση της. Έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στα λαϊκά στοιχεία που ήταν μέσα στην Εταιρία, στη λαϊκή παράταξη. Κι ακόμα έπρεπε να χαραχτεί ξεκαθαρισμένο λαϊκό πρόγραμμα. Να μπει σαν πρόγραμμα το μοίρασμα της γης των μπέηδων και των πασάδων. Τη γη αυτή ο λαός θα την ελευθέρωνε με τον αγώνα και το αίμα του. Οι ραγιάδες της ελληνικής γης έπρεπε να ελευθερωθούν μαζί με τη γη τους, που οι ίδιοι θα ελευθέρωναν». Ό.π., σελ. 40
124.  Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 74-83
125.  Ό.π., σελ. 75
126.  Ό.π., σελ.  76
127.  Ό.π., σελ.  75
128. Ό.π., σελ.  108
129.  Ό.π., σελ.  110
130.  Ό.π., σελ.  113
131.  Ό.π., σελ.  113
132.  Ό.π., σελ.  141
133.  Ό.π., σελ.  114
134.  Ό.π., σελ.  145
135.  «Η προεκλογική πάλη είναι σκληρή. Οι κοτζαμπάσηδες προσπαθούν με κάθε θυσία να μη φτάσουν στην εθνοσυνέλευση αντιπρόσωποι του λαού. Γι’ αυτό το Εκτελεστικό (=η κυβέρνηση) των κοτζαμπάσηδων ψήφισε στις 9 Νοέμβρη νόμο, οι εκλογές να είναι έμμεσες (…) Έτσι, ενώ ο λαός ψήφισε τον Κολοκοτρώνη, Υψηλάντη κλπ. δηλαδή την προοδευτική, δημοκρατική παράταξη, στην εθνοσυνέλευση την πλειοψηφία την παίρνουν πάλι οι κοτζαμπάσηδες». Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 163
136.  Αντίστοιχα, στη Σχολική Νεοελληνική Ιστορία, αναφέρεται ότι «ο σ. Ζαχαριάδης θεωρεί τον Κολοκοτρώνη σαν υπόδειγμα εθνικού αγωνιστή». ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 54
137.  Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 166
138.  Φ. Ηλιού, ό.π., σελ. 3
139.  ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 82
140.  Ό.π., σελ. 82
141.  Ό.π., σελ. 46
142.  Ό.π., σελ. 81
143.  Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ.37
144.  Ό.π., σελ. 47
145.  Ό.π., σελ. 48
146.  Ό.π., σελ. 52
147.  Ό.π., σελ. 125
148.  Ό.π., σελ. 204 - 205
149.  Ό.π., σελ. 209
150.  Ό.π., σελ. 208
151.  «Ποιος έλυσε την έκβαση του αγώνα κατά την εξέγερση των Ελλήνων; Ούτε οι συνωμοσίες και οι ανταρσίες του Αλή Πασά στα Γιάννενα, ούτε η ναυμαχία στο Ναβαρίνο, ούτε ο γαλλικός στρατός στην Πελοπόννησο, ούτε οι συνδιασκέψεις και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, αλλά ο Ντίμπιτς ( = Ρώσος στρατηγός), που εισέβαλε επικεφαλής του ρωσικού στρατού μέσα απ' τα Βαλκάνια στην πεδιάδα του Έβρου· και τον καιρό που η Ρωσία, εντελώς ήσυχα και χωρίς να φοβάται τίποτα, έκανε τη δουλειά της με το κομμάτιασμα της Τουρκίας, οι διπλωμάτες της Δύσης συνέχιζαν να εγγυώνται και να υποστηρίζουν το status quo και το απαραβίαστο της Τουρκίας». ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 105. Στο ίδιο κείμενο του Ένγκελς αναλύεται η πολιτική αναγκαιότητα να οδηγηθεί σε έκρηξη η «από καιρό ήδη ώριμη σύγκρουση ανάμεσα σε ρωσσική απολυταρχία και ευρωπαϊκή δημοκρατία». Καρλ Μαρξ, Φρίτριχ Ενγκελς, ό.π., σελ. 124 
152.  Ορφέας Οικονομίδης, ό.π., σελ.  37 
153.  «Το νεοδημιουργημένο κράτος ήταν ένα "πολιτικό φάντασμα που μπορεί να παραβληθεί μόνο με τα Βαγνερικά ανθρωπάρια του Φάουστ” γράφει ο Μαρξ. Προοριζόταν απ’ τον αντιδραστικό Τσαρισμό για πολιτικός πρόσκοπος και απ’ την συντηρητική Αγγλία για πεδίο οικονομικής πολιτικής εκμετάλλευσης. […] [η αστική τάξη] ζητώντας σωτηρία στη συντηρητική Αγγλία παράδωσε την τύχη της Επανάστασης στην Τσαρική Ρωσσία για να καταλήξει στην «ελέω Θεού» μοναρχία». Γ.Ζεύγος, ό.π., σελ. 95
154.  «Προστάτιδες δυνάμεις, όπως ξενόδουλοι πολιτικοί και άκριτοι ιστορικοί αποκαλούν την Γαλλίαν, Ρωσίας και Αγγλίαν, δεν υπήρξαν ποτέ δια την Ελλάδα. Εάν ηγωνίσθησαν, έστω και με θυσίας ιδικάς των ακόμη, όπως κατά την εν Ναυαρίνω ναυμαχίαν, αι ανωτέρω δυνάμεις κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου υπέρ της Ελληνικής Επαναστάσεως τούτο, επαναλαμβάνομεν το έκαμαν δια να προστατεύσουν τα συμφέροντά των».  Γιάνης Κορδάτος, Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, ό.π., σελ. 271
155.  Η μεταστροφή της σοβιετικής ιστοριογραφίας σε πιο πατριωτικά ιστορικά σχήματα δεν περνάει απαρατήρητη από το Μαρκ Φερό που σημειώνει ότι αρχικά, η σοβιετική ιστοριογραφία, από τον Ποκρόφσκι μέχρι τον Ταρλέ και τον Πιονκόφσκι παρουσιάζει για την εκστρατεία του Ναπολέοντα μια ιστορική ανάγνωση απαλλαγμένη από το εθνικό πνεύμα και την καλλιέργεια ρωσικού πατριωτισμού, αλλά μετά το 1936, παρατηρούνται σοβαρές μετατοπίσεις σε αυτό το ιστορικό σχήμα. Έτσι, σύμφωνα με το αρχικό σοβιετικό ιστορικό σχήμα, «Η ρωσική εμπορική αριστοκρατία είχε θελήσει τον πόλεμο, για να εγκαθιδρύσει καπιταλιστικό σύστημα, σύμφωνα με το αγγλικό πρότυπο, στη ρωσική γη, ενώ ο Ναπολέων έφερνε στους ρώσους χωρικούς τις ελευθερίες και τα Φώτα της προόδου, τα οποία είχαν κατακτηθεί χάρη στη Γαλλική Επανάσταση». Όμως, «Μετά το 1936, έχουμε απότομη μεταβολή, εφόσον χρειάζεται να κινητοποιηθεί ο σοβιετικός πατριωτισμός : ο Ταρλέ, χωρίς να εξηγεί ούτε γιατί, ούτε με ποιο τρόπο, απαρνείται τις προηγούμενες δικές του θέσεις και υμνεί τον ηρωισμό των Ρώσων και την ιδιοφυία του Κουτούζωφ, καθώς ο πόλεμος τον οποίο διεξήγαγε ο Ναπολέων στη Ρωσία, "ήταν η πιο ιμπεριαλιστική από όλες τις εκστρατείες και στόχευε να κατακτήσει την Πολωνία και τη Λιθουανία υποτελείς, ώστε να λειτουργήσουν ως εφαλτήριο των συμφερόντων των γάλλων μεγαλοαστών”».   Μαρκ Φερό, Πως αφηγούνται την ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2000, σελ. 187 - 188
156.  Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα για το ρόλο της τσαρικής Ρωσίας στα Βαλκάνια : «Το απότομο δυνάμωμα της Ρωσίας και η εξίσου απότομη εξασθένιση της οθωμανικής αυτοκρατορίας έφεραν στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο θάλασσα και της ολοκληρωτικής κατάργησης της τουρκικής κυριαρχίας στην Ευρώπη». Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, ό.π., τόμος V, σελ. 310. Επίσης, «Απ’ τα τέλη του 17. αι. η ρωσική διπλωματία αρχίζει να ασχολείται ολοένα και πιο πολύ με τους βαλκανικούς λαούς. Οι καταπιεζόμενοι λαοί της Βαλκανικής χερσονήσου έβλεπαν πάντοτε στην ομόδοξη Ρωσία τον προστάτη τους και είχαν την ελπίδα  πως οι νίκες των ρωσικών όπλων θα τους απελευθέρωναν από τον τουρκικό ζυγό. Ό.π., σελ. 331. Επίσης,  «Οι πετυχημένες στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ρώσων ξεσηκώνουν τους Βαλκανικούς λαούς. Η εμφάνιση του ρωσικού στόλου στις ακτές της Ελλάδας προκαλεί στα 1770 εξέγερση στην Πελοπόννησο και στις νήσους του Αιγαίου πελάγους. Η συνθήκη ειρήνης του Καουτσούκ Καιναρτζή του 1774 είχε μεγάλη σημασία για τους βαλκανικούς λαούς. Πολλές διατάξεις της συνθήκης αυτής αφορούσαν τους χριστιανικούς λαούς που τους εξουσίαζε η Τουρκία και αναγνώριζαν στη Ρωσία το δικαίωμα να προστατεύει τα συμφέροντά τους». Ό.π., σελ. 331
157. Ο Νίκος Σβορώνος αφηγείται χαρακτηριστικά : «Καταλάβαινα, από ορισμένα προηγούμενα, ότι δεν είναι εύκολο να δουλέψει κανείς επιστημονικά στο κλίμα των Ελλήνων στις ανατολικές δημοκρατίες, κατά τον Εμφύλιο. Ο πρώτος πυρήνας της Ιστορίας της Ελλάδας γράφτηκε όταν μου ζητήθηκε μια μικρή Ιστορία για τα Ελληνόπουλα στις λαϊκές δημοκρατίες. Το δέχτηκαν. Είχανε αντιρρήσεις εκεί που δεν το περίμενα· ενώ για τις θέσεις μου για το ΕΑΜ και για την αντίσταση δεν είχαν καμιά αντίρρηση, μερικοί είχαν αντιρρήσεις για το ότι έβαζα στο ίδιο καζάνι την Αγγλία με τη Ρωσία, το 1821. Και επέμεναν – και μερικοί ακόμα επιμένουν. Τους είχα απαντήσει τότε ότι αν μερικοί κομμουνιστές θεωρούν ότι είναι απόγονοι του τσάρου, των Ρομανώφ, εγώ δεν είμαι». Κ.Θ. Δημαράς και Νίκος Σβορώνος, Η μέθοδος της ιστορίας, Ιστοριογραφικά και αυτοβιογραφικά σχόλια, συνεντεύξεις με τους Στέφανο Πεσμαζόγλου και Νίκο Αλιβιζάτο, Άγρα, Αθήνα, 1995, σελ. 122-123
158. ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 43
159. «Δεν μπόρεσε να οργανωθεί κεντρική εξουσία, λαϊκή, που να πάρει γερά την επανάσταση στα χέρια της». Ό.π., σελ. 73
160.  «οι πιο άξιοι λαϊκοί ηγέτες σκοτώθηκαν ή παραμερίστηκαν από τους κοτζαμπάσηδες».  Ό.π., σελ. 73
161.  «Ύστερα από εννιάχρονους σκληρούς αγώνες ένα μέρος της Ελλάδας ελευθερώθηκε. Μα έμειναν έξω πολλές ελληνικές επαρχίες και νησιά». Ό.π., σελ. 106
162.   «Η εθνική απελευθέρωση αποτελεί το βασικό πρόβλημα και τον άξονα κίνησης των εθνικών δυνάμεων. Το αγροτικό πρόβλημα αποτελεί το βαθύτερο κίνητρο της αγροτιάς και την ουσία του εθνικού ζητήματος. Οι ναύτες, εμψυχωμένοι από τον επαναστατικό αέρα που αναπνέουν στα γαλλικά λιμάνια παλεύουν να σπάσουν την τυραννική κυριαρχία των αρχόντων και του κλήρου. Ζητούσαν μεγαλύτερο μερίδιο στα κέρδη και δημοκρατική διακυβέρνηση των κοινοτήτων[…]Έτσι γύρω από τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, το αγροτικό, το δημοκρατικό, το εργατικό, που βγαίνουν στην επιφάνεια, μεγαλώνει η ταξική πάλη. Μα όλο το κοινωνικό πρόβλημα, φανερώνεται κυρίως σα γλωσσικό πρόβλημα, για τη μορφή της γλώσσας». Γ. Ζεύγος, ό.π., σελ.33
163.  «Ποια είναι τα αποτελέσματα αυτών των αγώνων ; Απ’ το νεοδημιουργημένο ελληνικό κράτος έμειναν έξω περισσότερες απ’ τις μισές ελληνικές επαρχίες. Η Ήπειρος, η Θεσσαλία, τα Εφτάνησα, η Χίο, η Μυτιλήνη, η Σάμο, η Κρήτη και τέλος τα Δωδεκάνησα και η Κύπρο, που δεν πήραν μέρος στην επανάσταση. Το εθνικό ζήτημα δε λύθηκε. Μισολύθηκε μόνο». Ό.π., σελ. 94
164. «Το νεοδημιουργημένο κράτος ήταν ένα "πολιτικό φάντασμα που μπορεί να παραβληθεί μόνο με τα Βαγνερικά ανθρωπάρια του Φάουστ” γράφει ο Μαρξ. Προοριζόταν απ’ τον αντιδραστικό Τσαρισμό για πολιτικός πρόσκοπος και απ’ την συντηρητική Αγγλία για πεδίο οικονομικής πολιτικής εκμετάλλευσης. Τις δημοκρατικές ελευθερίες τις έπνιξε η πολιτική των εμπορο-κοτζαμπάσηδων και επέβαλε την "ελέω Θεού” μοναρχία. Το αγροτικό ζήτημα μπήκε στο δρόμο αντιδραστικής λύσης. Η γη κρατικοποιήθηκε και δόθηκε υποθήκη στους Εγγλέζους τραπεζίτες. Τα τοκογλυφικά δάνεια αποτέλεσαν αφετηρία οικονομικής υποδούλωσης της χώρας. Πριν λυτρωθεί ο ελληνικός λαός από τους αγάδες άρχισε να νιώθει τις αλυσίδες των μεγιστάνων του κεφαλαίου. Η εθνικολαϊκή επανάσταση, κομμάτι της μεγάλης επαναστατικής κίνησης που ξεκίνησε από το 1789, απότυχε». Ό.π., σελ. 94 - 95
165.  «Ποιες είναι οι αιτίες ; Η αστική τάξη που ιστορικό της καθήκον ήταν να καθοδηγήσει το Έθνος στους εθνικοδημοκρατικούς αυτούς αγώνες, στάθηκε ανίκανη να εκπληρώσει τον ιστορικό της προορισμό. Αντί να στηριχθεί στις λαϊκές μάζες, συνασπισμένη με τους τσιφλικάδες, ευνούχισε την Επανάσταση και ζητώντας σωτηρία στη συντηρητική Αγγλία παράδωσε την τύχη της Επανάστασης στην Τσαρική Ρωσσία για να καταλήξει στην "ελέω Θεού” μοναρχία».  Ό.π., σελ. 95
166.  «έτοιμοι για κάθε θυσία, δεν μπόρεσαν να πιάσουν το πρόβλημα της επανάστασης στο σύνολό του. Δε ζήτησαν να στηριχθούν στις λαϊκές μάζες, να δώσουν τη γη στην αγροτιά, να σχηματίσουν εθνικολαϊκή κυβέρνηση και να εκμηδενίσουν στην ανάγκη μ’ επαναστατική βία κάθε αντίδραση». Ό.π., σελ. 95
167.  «Η αστικοτσιφλικάδικη αντίδραση, παίρνοντας με τη βοήθεια της αντιδραστικής Ευρώπης την ηγεμονία της επανάστασης και, σαν συνέχεια, τη διακυβέρνηση της χώρας, διαστρέβλωσε και έπνιξε τους δημοκρατικούς σκοπούς της και στη θέση τους έβαλε την ιδεολογία και την πολιτική της «Μεγάλης Ιδέας». Ν. Ζαχαριάδης, ό.π.
168. Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, Σύγχρονη Εποχή, 1981, τόμος Δ΄, σελ. 19
169.  «Μαζί με την εθνικήν απελευθέρωσιν, ο λαός επόθησε και την κοινωνικήν. Έπρεπε να γκρεμισθούν τα δεσμά της εθνικής και κοινωνικής καταπιέσεως». Γιάνης Κορδάτος, ό.π., σελ. 158
170.  Ό.π., σελ. 273 
171.  Ό.π., σελ.  272 
172.  Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, ό.π., τόμος VΙ, ΣΤ1, σελ. 207  
173.  «το εθνικό πρόβλημα ήταν το βασικό πρόβλημα της επερχόμενης επανάστασης. Στενά δεμένο με το εθνικό ήταν το αγροτικό πρόβλημα».  Γ. Ζωίδης, ό.π. σελ. 100
174.  «Παρά τις προδοσίες των κοτζαμπάσηδων, τους συμβιβασμούς των μεγαλοκαραβοκυραίων και τις σατανικές μηχανοραφίες της Αγγλίας, η επανάσταση στέφθηκε τελικά με επιτυχία. Με αφετηρία τη λεύτερη αυτή εθνική τους εστία θα παλαίψουν οι Έλληνες για να λευτερώσουν και τ’ άλλα σκλαβωμένα τους αδέλφια, για να πάρουν οι αγρότες  τη γη που πότισαν με το αίμα και τον ιδρώτα τους, για να ανθίσει στον τόπο μας μια λεύτερη δημοκρατική ζωή».  Ό.π., σελ. 208
175. Για παράδειγμα, μετά την πτώση του Μεσολογγίου, «την επανάσταση σώζουν πάλι οι επαναστατημένες λαϊκές μάζες και οι λαογέννητοι αρχηγοί που ξεδιπλώνουν φοβερή επαναστατική δραστηριότητα».   Ό.π., σελ.  193
176.  ΕΒΟΠ, ό.π., σελ. 22, 54, 120, 170
177.  «Στην πολιτική ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών γίνονται μερικοί εξτρεμισμοί, όπως π.χ. διαλέξεις και μαθήματα για την ιστορία του Ζεύγου, πάνω στις αποφάσεις της 6ης και 7ης ολομέλειας, που δεν τα καταλαβαίνουν τα παιδιά και δημιουργούν συγχύσεις». Απόσπασμα από την 3η συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, Οκτώβρης 1950, απόφαση πάνω στο δεύτερο θέμα : η κατάσταση και τα προβλήματα των πολιτικών προσφύγων στις Λαϊκές Δημοκρατίες, στο Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, Σύγχρονη Εποχή, 1981, τόμος Ζ΄, σελ. 81 
178. Παραθέτουμε εδώ το σύνολο των πηγών, παραπομπών και βιβλιογραφικών αναφορών της Ιστορίας της Ελλάδας : Δημοτικά τραγούδια (σελ. 13, 15, 23, 25, 27, 28, 29, 57, 58, 65, 67, 90, 91, 93, 94, 106, 123, 134, 136, 150, 151, 178, 191), Κ. Παπαρρηγόπουλος (σελ. 25, 168), Ρήγας Φεραίος (79, 80, 81), Ελληνική Νομαρχία (σελ. 58, 85), Κ. Μαρξ (σελ. 6, 97), Κ. Κούμας (σελ. 41), Κασομούλης (σελ. 59), Κολοκοτρώνης (σελ. 200), Περραιβός (σελ. 77), Μύνιχ (σελ. 45), Ληκ (σελ. 41), Αδαμάντιος Κοραής (σελ. 86), Ν. Σοφιανός (σελ. 14)
Βιβλιογραφία
ΤΟ ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΣ ΥΛΙΚΟ
- Ελληνική Επιτροπή «Βοήθεια στο Παιδί», Σχολική Νεοελληνική Ιστορία, Για τις μεγαλύτερες τάξεις του βασικού σχολείου και τα επαγγελματικά, Εκδοτικό «Νέα Ελλάδα», Βουλγαρία, 1951
- Ζωίδης Γιώργης, Ιστορία της Ελλάδας, Νέοι Χρόνοι, Βιβλίο Πρώτο, Τουρκοκρατία, Επανάσταση του 1821, για τη Μέση Παιδεία, Panstwowoe Zaklady Wydawnictw Szkolnych, Warszawa 1963
ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ
• Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, κοινή έκδοση των εκδ. οίκων «Μέλισσα» και «Μόρφωση», Αθήνα, 1958
• Αλεξίου Έλλη, Άπαντα, Βασιλική Δρυς, 16α, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1981
• Εθνικό Συμβούλιο, Περιληπτικά Πρακτικά εργασιών της πρώτης συνόδου, Έκδοση Κοινότητας Κορυσχάδων Ευρυτανίας, Κορυσχάδες, 1992
• Ζαχαριάδης Νίκος, Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ, 
http://zaxariadis.blogspot.com/2007/10/blog-post_7488.html
• Ζεύγος Γιάννης, Σύντομη μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας, έκδοση «Κόκκινης Σημαίας», Θεσσαλία, 1944
• Ζέβγος Γιάννης, Σύντομη Μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας, Νασιώτη, Αθήνα, γ΄ έκδοση (η χρονολογία έκδοσης δεν αναφέρεται στο αντίτυπο)
• Ηλιού Φίλιππος, «Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας, Σχόλιο στη συζήτηση Κορδάτου – Ζέβγου», Ανάτυπο από το περ. Αντί, 48/1976, Αθήνα, 1976
• Θεοτοκάς Νίκος, Κοταρίδης Νίκος, Η οικονομία της βίας, Παραδοσιακές και νεωτερικές εξουσίες στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2006
• Κ.Θ. Δημαράς και Νίκος Σβορώνος, Η μέθοδος της ιστορίας, Ιστοριογραφικά και αυτοβιογραφικά σχόλια, συνεντεύξεις με τους Στέφανο Πεσμαζόγλου και Νίκο Αλιβιζάτο, Άγρα, Αθήνα, 1995
• Κορδάτος Γιάνης, Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1999
• Κρεμμυδάς Βασίλης, «Το όνομα των τομών», στο, Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης – Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης (επιμ.), Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας. Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα, 2004, τ. Α΄, σελ. 391 - 406
• Ματθαίου Άννα, Πολέμη Πόπη, Η εκδοτική περιπέτεια των ελλήνων κομμουνιστών, από το βουνό στην υπερορία (1947 – 1968), Βιβλιόραμα, ΑΣΚΙ, Αθήνα, 2003
• Μαρξ Καρλ, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας (Grundrisse), Τόμος Α΄, Στοχαστής, Αθήνα, 1989
• Μαρξ Καρλ,  Προκαπιταλιστικοί οικονομικοί σχηματισμοί, Κάλβος, Αθήνα, 1982
• Μαρξ Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της πολιτικής οικονομίας: Το προτσές παραγωγής του κεφαλαίου, τόμος πρώτος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978
• Μαρξ Καρλ, Ενγκελς Φρίτριχ, Η Ελλάδα, Η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, Γνώση, Αθήνα, 1985
• Ματθαίου Άννα, Πολέμη  Πόπη, «Ο ιδεότυπος του νέου κομμουνιστή, Τα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια της υπερορίας (1948 – 1968)», περ. Αρχειοτάξιο, Μάιος 2003
• Μητσόπουλος Θανάσης, «Η αποστολή των παιδιών στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια του εμφυλίου», στο συλλογικό τόμο, Το όπλο παρά πόδα : οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην ανατολική Ευρώπη, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 2005
• Μητσόπουλος Θανάσης, Μείναμε Έλληνες. Τα σχολεία των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στις σοσιαλιστικές χώρες, Οδυσσέας, Αθήνα, 1979
• Μπελογιάννης Νίκος, Οι μακρινές ρίζες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, 
http://www.scribd.com/full/51917448?access_key=key1canqzho6rwhs2pku1w5
• Ορφέας Οικονομίδης (Πετρανός), Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν για την Ελλάδα, Ορφέας, Αθήνα, 1986
• Παναγιωτόπουλος Βασίλης, «Η αριστερή ιστοριογραφία για την Ελληνική Επανάσταση», στο, Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης – Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης (επιμ.), Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας. Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα, 2004, τ. Α΄, σελ. 567 – 576
• Παναγιωτίδης Σταύρος, Η διαμεσολαβημένη πρόσληψη του 1821 στη σύγκρουση Κορδάτου – Ζεύγου, μια περίπτωση ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας, μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2008
• Σβορώνος Νίκος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα, 2007
• Σβορώνος Νίκος, Το ελληνικό έθνος, Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, Πόλις, Αθήνα, 2004
• Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, Σύγχρονη Εποχή, 1981, τόμος Δ΄
• Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, Σύγχρονη Εποχή, 1995, τόμος Ζ΄
• Φερό Μαρκ, Πως αφηγούνται την ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2000

ΑΡΧΕΙΑ
- Ανταίος, δεκαπενθήμερο περιοδικό για τη μελέτη των προβλημάτων ανοικοδόμησης
- Αρχείο Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας (ΔΟΕ):  «Το Διδασκαλικό Βήμα»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ  
Ιστοριογραφώντας κάτω από τη σκιά της ήττας : η περίπτωση της Σχολικής Νεοελληνικής Ιστορίας του 1951
Νέοι προσανατολισμοί στο κομμουνιστικό κίνημα και στο ιστοριογραφικό του σχήμα: η Ιστορία της Ελλάδας του Ζωίδη 

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΟΡΙΑΣ
Από το Βυζάντιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία : η «τεθλασμένη γραμμή» που δημιουργεί ο πόλεμος και η κατάκτηση
Η διαμόρφωση του ελληνικού έθνους
Πνευματική ανάπτυξη και εκπαίδευση
Οι κοινωνικές τάξεις και ο ρόλος τους στην επανάσταση του 1821
Οι κλέφτες και οι αρματολοί ως προγονικές φιγούρες των ανταρτών
Ο Ρήγας Φεραίος, η Φιλική Εταιρία και η πάλη για την ηγεμονία
Διαχρονικοί φίλοι και προαιώνιοι εχθροί
Χαρακτήρας και γενική εκτίμηση της επανάστασης του 1821  
Πηγές και βιβλιογραφικές αναφορές   

ΑΝΤΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ  
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: