Κώστας Παλούκης,
ανακοίνωση στο Συνέδριο Νέες προσεγγίσεις στην ελληνική κοινωνία στον μεσοπόλεμο 14/1/2010
Το 1925 πρόσφυγες «πετιούνται» σε μια απόμακρη περιοχή της Αθήνας, σε έναν σκουπιδότοπο, στο Περιστέρι. Ζουν μέσα σε παράγκες, χωρίς εργασία και υποδομές, με τεράστια προβλήματα σε ύδρευση, ηλεκτρισμό, υγιεινή, με πολλές αρρώστιες, έλλειψη σε μεταφορικά μέσα κ.α. Ο νέος αυτός προσφυγικός κόσμος βρίσκεται όχι μόνο στο γεωγραφικό περιθώριο της Αθηναϊκής κοινωνίας, αλλά και στο κοινωνικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό και πολιτικό περιθώριο. Οι κάτοικοι γενικά είναι παραδομένο ι στις δυνάμεις της φύσης, ενώ η
φτώχεια, η πείνα και υποαπασχόληση κυριαρχούν.
Στα 1934 ιδρύεται στην περιοχή ένα νέο υπερσύγχρονο εργοστασιακό συγκρότημα της οικογένειας Λαναρά το οποίο απασχολεί περίπου 1800, κυρίως νεαρές εργάτριες, αλλά και εργάτες, στο σύνολό τους κάτοικοι της περιοχής, για να φτάσει με την επέκταση τους 2500. Η λειτουργία του εργοστασίου συνιστά σταθμό και θα αποτελέσει στοιχείο της ταυτότητας του Περιστερίου. Χιλιάδες άνεργα και υποαπασχολούμενα εργατικά χέρια απέκτησαν εργασία. Σταδιακά την δεκαετία του 1930 ο συνοικισμός από μια ανοργάνωτη παραγκούπολη εξελίσσεται, αν και όχι χωρίς προβλήματα, σε μια οργανωμένη κοινωνία. Στα 1939 μάλιστα η πλειονότητα των παραγκών θα έχει αντικατασταθεί με κτιστά σπίτια, ενώ η γειτονιά θα έχει πλατείες λεωφόρους, δρόμους, εκκλησίες. Το Ελεύθερο Βήμα (Ελεύθερον Βήμα, 13/3/39) πανηγυρίζει γράφοντας πως η υγιεινή και άνετη προσφυγική κατοικία είναι ο επίλογος ενός μεγάλου έργου μιας δεκαπενταετούς ηρωικής προσπάθειας που αποκαθιστά οριστικά και βελτιώνει την τύχη των άτυχων προσφύγων.
Στην παρούσα ανακοίνωση θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε τα πολιτισμικά και ταξικά στοιχεία της γειτονιάς στο Περιστέρι τα όποια όρισαν την περιοχή από περιθώριο έξω από το αστικό κέντρο σε ανταγωνιστικό ταξικό και ριζοσπαστικό πόλο. Με έναν αντίστοιχο τρόπο η Pamela E. Swett στο βιβλίο της Neighbors and enemies: the culture of radicalism in Berlin, 1929-1933 περιγράφει πως ο κόσμος του Kreuzberg αναδύεται σε έναν ανταγωνιστικό πολιτισμικό και πολιτικό πόλο μέσα στην πόλη του Βερολίνου. Στο Kreuzberg ο ατομικός ριζοσπαστισμός της μπυραρίας μετατρέπεται σε πολιτικό ριζοσπαστισμό δημιουργώντας μια ενιαία ριζοσπαστική πολιτισμική ταυτότητα. Η παρούσα ανακοίνωση βασίζεται στον μεσοπολεμικό τύπο και σε βιβλία για το Περιστέρι.
Η γειτονιά, όπως την περιγράφει ο Στάθης Δαμιανάκος στο έργο του Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, όχι απλώς ως χώρος παράταξης κτιρίων, αλλά ως κοινωνική σχέση συνάρθρωσης νοικοκυριών και ανθρώπων, ως συγκατοίκηση, είναι η κεντρική μορφή συλλογικής οργάνωσης της καθημερινότητας. «Στο Περιστέρι», γράφει ο Ν. Θεοδοσίου, «η φτώχεια δεν απομονώνει τους ανθρώπους… . Το αντίθετο μάλιστα. Το βασικό χαρακτηριστικό της ζωής στις παράγκες είναι η έντονη κοινωνικότητα. Ο γείτονας είναι πάντα δίπλα στον αναξιοπαθούντα συνάνθρωπό του». Ο σημερινός Περιστεριώτης αναπολεί ρομαντικά αυτόν τον χαμένο κόσμο, σαν να είναι μια δεύτερη χαμένη πατρίδα. «Μπορεί να ήτανε πιο φτωχά τότε, αλλά ο κόσμος ήτανε πιο καλός, σε λυπούντανε, σ' αγαπούσανε, αν είσαι φτωχειά να σου δώσουνε κατιτίς…», λέει η Ρόζα Πετράκη, ενώ η Έλλη Γαβατίδου προχωράει περισσότερο: «Εκείνο που θα ήθελα, να ξαναγύριζα σ' εκείνη την εποχή κι ας υπήρχε η φτώχεια, είναι η αγάπη που είχανε οι γείτονοι. Αγάπη πραγματική. Μέχρι σήμερα τ' αναπολώ».
Ο πόνος του χαμού ενός προσώπου ήταν συλλογικός. Την ίδια στιγμή μοιράζονταν τη χαρά με μεγάλα γλέντια σε βαφτίσια, αρραβώνες και γάμους, με κάθε αφορμή, έξω στους δρόμους, όπως σε πανηγύρια. Οι εργάτες τα βράδια γυρίζοντας από την δουλειά έβρισκαν την αντοχή να διασκεδάσουν με σαντούρι και όργανα. «Νάσουν τις αποκριές», γράφει η Έλλη Γαβατίδου, «δεν έμενε γυναίκα που να μη μασκαρευτεί. Οι γυναίκες ντυνόμασταν όμορφα, βάζαμε ψηλό-ψηλό τακούνι, σαν το νύχι ήταν εκεί που τελείωνε, κι επειδή, όταν περπατούσαμε, φοβόμασταν μη σπάσει, πηγαίναμε λικνιστικά και είχε η γυναίκα εκείνο το θηλυκό περπάτημα».
Η γειτονιά όμως επίσης είναι οι εμπορικές λειτουργίες που καλύπτουν τις άμεσες βιοτικές ανάγκες, ενώ ταυτόχρονα διαρθρώνεται από ιδιαίτερες φιγούρες με συγκεκριμένες λειτουργίες και αξίες. Το κουρείο, το καφενείο, το γήπεδο, η ταβέρνα ήταν αντρικοί χώροι συμποσιασμού, τόποι δημόσιας συζήτησης και πολιτικοποίησης. Εκεί οι άντρες διαμόρφωναν τις πολιτικές απόψεις ή μίλαγαν για ποδόσφαιρο και σεξ. Το μπακάλικο, το φουρνάρικο, τα ψώνια στον μπακάλη ή τον γαλατά, η συζήτηση στο βυτιοφόρο του νερού ήταν αντίστοιχα γυναικείοι χώροι κοινωνικοποίησης. Εκεί διαμορφώνονταν οι απόψεις για ζητήματα ιδιωτικής ζωής.
Η γειτονιά διαμόρφωνε τους κώδικες και τους κανόνες λειτουργίας της κοινότητας, η ακολουθία τους ήταν τιμή, παραβίασή τους θεωρούταν ατιμία και ωθούσε τα μέλη στο περιθώριο 5. Η τιμή, όπως γράφει η Έφη Αβδελά στο βιβλίο Δια Λόγους Τιμής, είναι η αναγνώριση της αξίας ενός ατόμου στα δικά του μάτια, αλλά κυρίως στα μάτια των άλλων. Η ταύτιση των ατόμων με την οικογένειά τους, η άμεση επίδραση της συμπεριφοράς του ενός στη δημόσια αξία του άλλου, η οικογενειακή διάσταση της τιμής και της υπόληψης σημαίνουν ότι το παράπτωμα ενός μέλους της οικογένειας θεωρείται ότι ατιμάζει όλα τα άλλα και ιδιαίτερα τον αρχηγό της οικογένειας. Ο αλκοολισμός, η αρσενική επίδειξη, η κομπορρημοσύνη θεωρούνται τιμή και η αποτυχία αυτών των στόχων θεωρούνται «προσβολή». Συνεπώς, σύμφωνα με την Αβδελά ένας άντρας βιώνει τραυματικά την ντροπή από την ανυπόληπτη συμπεριφορά ενός θηλυκού μέλους της οικογένειας. Η ντροπή είναι αυτή που θα τον οδηγήσει στην κάθαρση. Η γειτονιά ήταν ο παράγοντας που λειτουργούσε ως κοινή γνώμη επιδρώντας άμεσα ή έμμεσα καθοριστικά στις ιδιωτικές υποθέσεις. Συμπεριφορές λοιπόν που θεωρούνται παραδοσιακές και χαρακτηρίζουν τον αγροτικό χώρο, όχι μόνο διατηρούνται αλλά και αναπαράγονται μέσα στα νέα αστικά πλαίσια, στις νέες πόλεις και γειτονιές που δημιουργούνται, όπως αυτή στο προσφυγικό Περιστέρι. Εξάλλου η περιοχή σταδιακά δέχεται νέους εσωτερικούς μετανάστες από τα νησιά και την Πελοπόννησο με τις δικές τους κουλτούρες.
Το 1931 διαβάζουμε στον τύπο ότι ένας ράπτης επιστρέφοντας μεθυσμένος στο σπίτι του απειλούσε τη σύζυγό του και τις κόρες του να τις σκοτώσει και να κάψει το παράπηγμα. Η γειτονιά παρεμβαίνει, σβήνει τη φωτιά και παραδίδει τον δράστη στην αστυνομία. Η αιτία της επίθεσης ήταν ο «κακός δρόμος» της θυγατέρας που εξέθετε την τιμή της οικογένειας και του πατέρα. Προφανώς κάποιος καλοθελητής γείτονας αποκάλυψε εκείνο το βράδυ στον ράπτη τα πεπραγμένα της. (Αθηναϊκά Νέα, 14/6/31) Σε άλλο δημοσίευμα αδελφός ελαιοχρωματιστής επιχείρησε να σκοτώσει την αδελφή του επειδή «υπωπτεύετο ότι η Μαρία έχει εραστήν και μάλιστα ότι συναντήθη μετ αυτού μετά την έξοδόν της εκ του υφαντουργείου Λαναρά»( Ελεύθερον Βήμα, 9/6/35). Οι κανόνες αυτές της γειτονιάς όριζαν αυστηρά τη θέση των δύο φύλων στην οικογένεια, τη θέση της γυναίκας στο σπίτι, την πολιτική, τις ερωτικές επαφές. Με αυτόν τον τρόπο παραβιάζουν και καταπιέζουν με ασφυκτικό τρόπο την ατομικότητα, κυρίως των νέων και ιδιαίτερα των νέων κοριτσιών τα οποία με την εργασία τους στο εργοστάσιο φαίνεται να αυτονομούνται ή να διεκδικούν την αυτονομία τους προκαλώντας τριγμούς στις παραδοσιακές ιεραρχίες, καθώς μπορεί να έχουν καλύτερες αμοιβές από άλλα αντρικά μέλη της οικογένειας ή τις παλιότερες γενιές. Η προσβολή τιμής μπορεί να είναι καθαρά ενδοοικογενειακή και να αφορά τις εσωτερικές ιεραρχίσεις και τις σχέσεις των άρρενων μελών. Για παράδειγμα 55χρονος πατέρας μαχαίρωσε τον 30χρονο γιο του όταν ο τελευταίος του έκανε την παρατήρηση να μην βρίζει την μητέρα του (1933). Η υπόληψη όμως είναι και πολιτική. Αλλού λοιπόν διαβάζουμε ότι κοπέλα από το Περιστέρι εγκατέλειψε την οικογένειά της ερχόμενη σε σύγκρουση με τον πατέρα της, όταν εκείνος της απαγόρευσε να είναι μέλος κομμουνιστικής οργάνωσης.( Αθηναϊκά Νέα, 19/8/32) Οι ρήξεις στις παραδοσιακές έμφυλες ιεραρχίες και τα χάσματα στις γενιές είναι επιπλέον ιδεολογικές με την ανάδυση μιας ριζοσπαστικής νεανικής δράσης μέσα από τις κομμουνιστικές οργανώσεις.
Πολλές φορές προσβολές, ερωτικοί διαξιφισμοί, ερωτικές απογοητεύσεις, ζηλοτυπίες, υποψίες και εγωισμοί οδηγούσαν σε φόνους και βία γεμίζοντας τις εφημερίδες με σχετικές ειδήσεις. Για παράδειγμα ερωτευμένος 55χρονος κτηματίας αποπειράθηκε να σκοτώσει ζωντοχήρα επειδή αρνούταν τον έρωτά του. Αλλού διαβάζουμε ότι σύζυγος δολοφονείται από τον εραστή της γυναίκας του. Η αίσθηση της ατιμίας οδήγησε κάποιον από το Περιστέρι σε διγαμία ισχυριζόμενος «ότι σύνηψεν τον δεύτερον γάμον επειδή η πρώτη τον ηπάτα» (Αθηναϊκά Νέα, 16/3/40). Πλανόδιος παίκτης γραμμοφώνου τραυμάτισε για λόγους τιμής τη σύζυγό του. Καραγιωργέας αφού πιέστηκε από την οικογένειά του να εγκαταλείψει την μνηστή του για να παντρευτεί πλούσια μανιάτισσα, σκότωσε την πρώην μνηστή του «για να μην την απολαύση άλλος αφού αυτός την είχε στερηθή». (Ελεύθερον Βήμα 1/1/39) Πολλές φορές τα άγρια ερωτικά δράματα είχαν οικονομικές βάσεις, όπως, όταν 28χρονος εισπράκτορας λεωφορείου σκότωσε την αρραβωνιαστικιά του, επειδή η μητέρα της αθέτησε την υπόσχεση γάμου εξαιτίας της απόλυσης από την δουλειά του. Ερωτικού είδους «ατιμίες» οδηγούσαν κοπέλες κυρίως σε απόπειρες αυτοκτονίας με τη χρήση συνήθως κινίνης, αλλά και άντρες συνήθως με όπλο, όπως αποπειράθηκε ο εν λόγω εισπράκτορας. Πολλές φορές οι καρποί των παράνομων συνευρέσεων ήταν έκθετα παιδιά που ανεβρίσκονταν σε σημεία της γειτονιάς. Δεν είναι όμως μόνο οι γυναίκες θύματα βίας, αλλά και οι άντρες όταν αυτοί παραβιάζουν τους κώδικες, όπως εκείνος που δάρθηκε από τη σύζυγο και την πεθερά του, ή εκείνος ο οινοπώλης ο οποίος πυροβολήθηκε από 25χρονη «εγκαταληφθείσα». Το γεγονός αυτό είναι αξιοσημείωτο από τον αρθρογράφο της εφημερίδας διότι συνήθως οι γυναίκες στα «εγκλήματα τιμής» επιτίθεντο με βιτριόλι και όχι με πιστόλι που είναι αντρικό όπλο.
Εκτός από τα εγκλήματα ηθικής τιμής υπήρχαν και εγκλήματα οικονομικής ή γενικότερα επαγγελματικής τιμής. Οικονομικές διαφορές και βεντέτες φτάνανε στο φόνο, όπως μεταξύ δύο μανιατών στο Περιστέρι οι οποίοι μετέφεραν την οικογενειακή σύγκρουση από τη Μάνη στην πόλη. «Με τον Μαλεύριν, είπε ο δράστης στην αστυνομία, «έχομεν παληές ιστορίες για κάτι κτήματα της οικογενείας μας» (Αθηναϊκά Νέα, 20/5/37). Αντίστοιχα σε άλλη περίπτωση, κρητικός βοσκός σκότωσε γεωργό όταν ο τελευταίος διαμαρτυρήθηκε για την καταπάτηση του χωραφιού του. Αλλού διαβάζουμε για μια αιματηρή συμπλοκή με περίστροφα που προκάλεσε πολλούς τραυματισμούς όταν πρόσφυγας άνοιξε ανταγωνιστικό παντοπωλείο κοντά σε ήδη ένα. Οι συγκρούσεις με σουγιάδες πολλές φορές ήταν απλά προσωπικής τιμής και χαρακτηρίζονταν από τις εφημερίδες «δι' ασήμαντον αφορμήν», όπως αυτή που αναφέρεται να έλαβε χώρα μέσα σε μια ταβέρνα της περιοχής. Επίσης, φόνος μπορούσε να προκληθεί απλά από παρεξήγηση(!), όπως για παράδειγμα όταν διεκόπη το ηλεκτρικό ρεύμα και ο δράστης θεώρησε ότι το διέπραξε το θύμα. Στα 1927, «δι' ασήμαντον αφορμήν» δύο ομάδες προσφύγων που βρίσκονταν σε ευθυμία ήρθαν σε συμπλοκή μεταξύ τους με αποτέλεσμα ο συνοικισμός να μετατραπεί σε πεδίο μάχης καθώς ρίχνονται 20 σφαίρες. Αλλά δεν είναι μόνο τα εγκλήματα τιμής και εκδίκησης, καθώς διαβάζουμε στον τύπο σωρεία μικροεγκλημάτων να έχουν ως επίκεντρο το συνοικισμό. Η καθημερινή βία είναι τόσο συχνή και τα πάθη τόσο έντονα στο Περιστέρι που τα Αθηναϊκά Νέα δημοσιεύουν ένα σατιρικό ποίημα με τίτλο «Το Περιστέρι» παιχνιδίζοντας με το διπλό νόημα της λέξης. Στην πραγματικότητα το ποίημα αυτό καταδεικνύει το διχασμό μεταξύ του αστικού κόσμου της Αθήνας και του λαϊκού κόσμου του Περιστερίου. Είναι ο τρόπος που ο εξωτερικός αστικός κόσμος των Αθηνών προσλαμβάνει το περιθωριοποιημένο κόσμο του Περιστερίου:
Το Περιστέρι
Κακώς μάς λέγουν ότι η περιστερά
Εινε η αθωότης προσωποποιημένη
Είς τον συνοικισμόν Περιστερίου το αντίθετον συμβαίνει
Εκεί οι έρωτες οι πονηροί και τα πολλά τα μίση
Εκεί το αίμα ρέει ποταμηδόν
Εκεί συνήθως σφάζονται τα τρυφερά ημίση
Στα καφενεία, εις το σπίτι, καθ'οδόν!
Γι'αυτό προτείνω τοις ενδιαφερομένοις
Ν'αλλάξη ο συνοικισμός Περιστερίου
Και να ονομασθή συνοικισμός Υαίνης
Ή άλλου ίσως τρομερού θηρίου
Αριστοφάνης
Η ένταξη του ατόμου μέσα στην οικογένεια και την γειτονιά δημιουργεί το πρότυπο, δηλαδή την παραδοσιακή ένταξη του ατόμου μέσα σε συλλογικές δομές. Δημιουργεί όμως και την ριζοσπαστική παρέκκλιση αναδεικνύοντας ένα λαϊκό και ανεκτικό φιλελεύθερο κλίμα σε κάθε διαφορετικό και ξεχωριστό. Και οι δύο τάσεις συνυπάρχουν και αντιπαρατίθενται ταυτόχρονα. Ακραία εκδοχή της παρέκκλισης είναι ο κόσμος του ρεμπέτικου όπου η παρέκκλιση γίνεται κανόνας και υμνείται. Εκεί όπως γράφει ο Στάθης Δαμιανάκος, οι αξίες της ατομικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας έρχονται σε αντίθεση με τους κανόνες συμβατικής ηθικής. Από τη πλευρά της συμβατικής ηθικής η εργασία χαρακτηρίζεται ως μέσο στήριξης της οικογένειας, κυριαρχεί η αποταμίευση και η συσσώρευση υλικών αγαθών, από την άλλη η εργασία λειτουργεί ως μέσο για την ικανοποίηση αναγκών κατανάλωσης, διασκέδασης και απόλαυσης. Στην πραγματικότητα όμως οι δύο αυτοί κόσμοι δεν είναι ξεχωριστοί, έχουν κοινό παρανομαστή καθώς διαπνέονται από κοινές αρετές, όπως το φιλότιμο, η μπέσα, η δύναμη, ο ηρωισμός, η γεναιότητα, η ικανότητα στις ερωτοτροπίες και στις γλεντικές πρακτικές. Το ρεμπέτικο τραγούδι εκφράζει τον καϋμό του εργαζόμενου άντρα και της ανεξάρτητης γυναίκας, οι οποίοι παρότι καταπονούνται σωματικά παραμένουν «ωραίοι». Ο κόσμος της «υπόγειας ταβέρνας» έρχεται να συμπληρώσει, να ντύσει μουσικά και να ορίσει τον λαϊκό πολιτισμό, τις έμφυλες εικόνες και βεβαίως να στιγματίσει τη λαϊκή γειτονιά στο Περιστέρι.
Η λαϊκή φήμη του Περιστεριού θα ξεπεράσει την απόμακρη περιοχή και σταδιακά θα προσελκύει ξένους που θα έρχονται να διασκεδάσουν. Από το κέντρο διασκέδασης των αδελφών Κατελούζη «πέρασαν σχεδόν όλες οι φίρμες του λαϊκού μας τραγουδιού και μουσικάντηδες: Στράτος, Ρούκουνας, Μπαγιατέρας, Βαμβακάρης, Χιώτης, μέχρι και ο Νουράκης ο Σμυρνιός αμανετζής. Ο οικισμός όμως είχε τους δικούς του τραγουδιστές και μουσικούς. Ο μουσικοσυνθέτης Παναγιώτης Τούντας ή κατά άλλους ο Κώστας Ρούκουνας έχει συνθέσει το τραγούδι η «Λαναριώτισσα» (Μια μικρή απ' το Περιστέρι). Το τραγούδι αυτό ερμηνεύει για πρώτη φορά η Ρόζα Εσκενάζυ το 1939. Σε αυτό η «Λαναριώτισσα» παρουσιάζεται μεν με τα χαρακτηριστικά της απελευθερωμένης γυναίκας εργάτριας, παρομοιάζεται δε σατυρικά με βρεγμένη κλώσα. Αυτό δε μειώνει, αλλά εξυψώνει την κουρασμένη εργάτρια που πρέπει να αντεπεξέλθει στην πολύωρη δουλειά της στο εργοστάσιο και ταυτόχρονα να ζήσει και τη ζωή της. Είναι το το δυναμικό πρότυπο της θηλυκότητας της ανεξάρτητης γυναίκας της εργατικής τάξης. Το πρότυπο αυτό βρίσκεται πολύ μακριά από τη γυναίκα θύμα. Η γυναίκα στο Περιστέρι, όπως είδαμε, υιοθετεί αντρικές συμπεριφορές, μπορεί να πυροβολεί, όπως ακριβώς οι άντρες.
«Λαναριώτισσα» (Μια μικρή απ' το Περιστέρι).
Μια μικρή απ' το Περιστέρι/ μεσ' του Λαναρά δουλεύει.
Ολη μέρα μασουρίζει/ και το βράδυ μου γυρίζει.
Βάζει πούντρα και κραγιόνι/ κι έρχεται και μ' ανταμώνει.
Στην ταβέρνα ξεκινάμε/ και τη σούρα αρχινάμε.
Σα σουρώσει η μικρούλα/ μου φωνάζει αχ, μανούλα,
το μυαλό μου μασουρίζει/ και σαν αργαλειός γυρίζει.
Τότε φεύγουμε για σπίτι/και στο δρόμο, σαν μαγνήτης
με τραβάει στην αγκαλιά της/ και μου δίνει τα φιλιά της.
Το πρωί βαλαντωμένη/ σαν την κλώσα τη βρεγμένη
μεσ' του Λαναρά πηγαίνει/ και στον αργαλειό της φαίνει
Αν το ρεμπέτικο εκφράζει τον πεσιμισμό ή την ριζοσπαστική ατομική εξέγερση των λαϊκών στρωμάτων, η ανάγκη για υπέρβαση των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και η αισιοδοξία εκφράζονταν παράλληλα μέσα από συλλογικούς τρόπους.
Η καθημερινή βελτίωση της ζωής των κατοίκων είναι σίγουρα αποτέλεσμα των δικών τους αγώνων. Πολιτικοί, πολιτιστικοί και μορφωτικοί σύλλογοι, επιτροπές αγώνα, αθλητικά σωματεία, θεατρικές παραστάσεις, λαϊκά θεάματα, όπως ο καραγκιόζης και ο κινηματογράφος, η έντονη πολιτικοποίηση και η σύγκρουση με τις κυβερνήσεις, η αρχική κυριαρχία του βενιζελισμού και η σταδιακή επικράτηση της αριστεράς, αλλά και η εμφάνιση της άκρας δεξιάς, εκφράζουν στο Περιστέρι την άλλη αγωνιστική, αισιόδοξη και συλλογική διάθεση στιγματίζοντας εξίσου την περιοχή. Η άνοδος του ΚΚΕ στον σημαντικότερο προσφυγικό σύλλογο του Περιστερίου και η τελική του επικράτηση στα 1933-4 συνδέεται με την διαρκή και αγωνιστική παρέμβασή του στα προβλήματα της περιοχής. Ως εκ τούτου, βίαιες πολιτικές συγκρούσεις στο δρόμο και στους συλλόγους μεταξύ των κατοίκων, αλλά και μεταξύ κατοίκων και αστυνομίας συμπληρώνουν την εικόνα του βίαιου χαρακτήρα της περιοχής. Έτσι, αναδεικνύεται μια πολιτική ριζοσπαστικοποίηση η οποία έρχεται επίσης σε σύγκρουση με τις παραδοσιακές ιεραρχίες και ιδεολογικές σταθερές των προσφύγων.
Σταδιακά λοιπόν διαμορφώνεται η λαϊκή ταυτότητα της περιοχής. Δεν είναι μόνο τα Αθηναϊκά Νέα που στα 1942 βλέπουν το Περιστέρι ως κάτι ξεχωριστό, δηλαδή για τον δημοσιογράφο περιοχή βίας και ακολασίας, αλλά είναι και οι ίδιοι οι Περιστεριώτες που ορίζουν τον δικό τους κόσμο ως διαφορετικό. Είναι η «δυτική πλευρά » που σημαίνει οι «λαϊκοί συνοικισμοί», εκεί δηλαδή που διαμένουν «οι πτωχοί βιοπαλαισταί εκ των λαϊκών τάξεων», είναι όλοι αυτοί που σε αντίθεση με την «ανατολική πλευρά» είναι οι μη ευνοημένοι. (Αθηναϊκά Νέα, 14/10/42)
Πολιτισμικά στοιχεία του μικροσκοπικού αριθμητικά περιθωρίου που ζούσε παλιότερα στο κέντρο της Αθήνας υιοθετούνται και αναπαράγονται από ένα νέο και αρκετά μεγάλο τμήμα πληθυσμού που συνιστά ένα νέο περιθώριο έξω από την Αθήνα, στο Περιστέρι. Βία, μαχαιρώματα, γάμοι, διαζύγια, βαφτίσια, ερωτικές αντιζηλίες, ελεύθερες ερωτικές σχέσεις, αυτοκτονίες, ρεμπέτικη παράδοση, διασκέδαση και συμποσιασμός έχουν ως κοινό παρανομαστή τον λόγο περί τιμής, αξιοπρέπειας και ηθικής, ένα κοινό λαϊκό πολιτισμό, έναν κοινό λαϊκό τόπο. Μέσα σε μια γειτονιά όμως που μετασχηματίζεται και αλλάζει διαρκώς μορφή, οι παραδοσιακές έμφυλες και γενεακές, αλλά και πολιτικές-ιδεολογικές ιεραρχίσεις δέχονται σοβαρή αμφισβήτηση. Από τη μία η οικονομική κρίση θίγει κυρίως τον αντρικό πληθυσμό και από την άλλη το εργοστάσιο Λαναρά προσφέρει εργασία σε νέους και νέες. Τόσο η τάση επιβεβαίωσης της ιεραρχίας όσο και η τάση αμφισβήτησής της προκαλούν βίαιες αντιδράσεις και γενούν ταυτόχρονα έναν συντηρητικό και έναν εξεγερσιακό ριζοσπαστισμό που διεκδικούν εξίσου να υπηρετήσουν τον κοινό αυτόν αξιακό κώδικα. Το περιβάλλον της ταβέρνας και του συμποσιασμού, οι ερωτικές σχέσεις, οι οικονομικές σχέσεις, αλλά και το περιβάλλον των συλλογικών διεκδικήσεων και της εμφάνισης του κομμουνισμού, αν και διαφορετικά μεταξύ τους περιβάλλοντα, επιτρέπουν να αναδυθεί αυτός ο ριζοσπαστισμός μέσω της βίας σε μία κοινή πολιτισμική ταυτότητα. Ενώ οι κάτοικοι της περιοχής κατανοούσαν τον ριζοσπαστισμό της βίας και το πνεύμα του αξιακού κώδικα ως ένα εσωτερικό σύστημα που αυτορύθμιζε την ζωή της κοινότητας, ο εξωτερικός παρατηρητής-δημοσιογράφος μικροαστός έβλεπε σε αυτό το πνεύμα την αναρχία και τη μιζέρια. Η λαϊκή κουλτούρα παραμένει ανταγωνιστική στην «αστική», αλλά πλέον ορίζει γεωγραφικά και ταξικά έναν ολόκληρο κόσμο. Αυτή η νέα λαϊκότητα μετατρέπεται από «κουλτούρα του περιθωρίου» σε ηγεμονική ανταγωνιστική πρόταση, ιδιαίτερα την περίοδο της κατοχής που οι τάσεις αυτές θα γενικευτούν, καθώς το «μαζικοποιημένο περιθώριο των δυτικών» ορίζει πολιτισμικά έναν νέο εργατικό ταξικό πόλο σε αντίθεση με τον αστικό πόλο του κέντρου των Αθηνών. Συνιστά μια πολιτισμική –γεωγραφική έκφανση της ταξικής διαπάλης και σύντομα της εμφύλιας διαπάλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου