Η δεκαετία του ’40 για αρκετούς είναι η εποχή της πραγματικής εκκίνησης της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας, κάνοντας τις προηγούμενες εποχές να φαντάζουν απλώς ως η «προϊστορία». Αυτό είχε να κάνει με το γεγονός ότι μέχρι το 1989 ο κώδικας με τον οποίο γινόταν προσληπτό το παρόν βασιζόταν στον ιδεολογικό και πολιτικό διπολισμό στην Ελλάδα που έχει ή φαινόταν να έχει αφετηρία τη δεκαετία του 1940. Συνεπώς, η κατάρρευση αυτού του κόσμου δικαιολογημένα έριξε όλο το βάρος της ιστοριογραφίας σε αυτήν την αφετηριακή εποχή. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι οι άλλες εποχές δε μελετούνταν ή σταμάτησαν να βρίσκονται υπό μελέτη. Αν το φόρουμ κοινωνικής ιστορίας επέλεγε πέρσι ή και πρόπερσι ή και παλιότερα να διοργανώσει ένα συνέδριο για τον μεσοπόλεμο θα υπήρχε μάλλον ο ίδιος πλούτος. Αλλά ένα τέτοιο συνέδριο έγινε μόλις στα 2011. Τι είναι αυτό που προκάλεσε τη μετατόπιση προς το μεσοπόλεμο; Είναι απλά ο κορεσμός του ενδιαφέροντος για την δεκαετία του 40 και η αναζήτηση της προϊστορίας της;
Ο μεσοπόλεμος για την αριστερά που κυριαρχούσε ιστοριογραφικά δεν είχε ενδιαφέρον ή και ίσως την ενοχλούσε γιατί της θύμιζε αυτό που θεωρούσε παιδική της αρρώστια, δηλαδή τον αριστερισμό, μαζί με όλα τα κακοήθη συμπτώματα, δηλαδή τον τροτσκισμό και τον αρχειομαρξισμό. Τα ιστοριογραφικά ρεύματα που εμπνέονταν από τον αστικό εκσυγχρονισμό μάλλον ενδιαφέρονταν κυρίως για τα πρώτα βήματα του βενιζελισμού και αρέσκονταν σε αντιστοιχήσεις πίσω από το δίπολο βενιζελισμού-αντιβενιζελισμού διαμορφώνοντας μια προπολεμική ηρωική δημοκρατική αφήγηση του αστισμού που μάλλον τη χρειαζόταν κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Μαζί με το αναλυτικό εργαλείο των πελατειακών σχέσεων δημιουργήθηκαν έτσι οι βασικοί άξονες πρόσληψης του μεσοπολέμου που μάλλον ήταν κοινοί για την ιστορική κοινότητα. Άλλες αναγνώσεις π.χ. από την δεξιά ήταν μάλλον περιθωριακές και δεν αφορούσαν την νέα επιστημονική ιστοριογραφία. Ο μεσοπόλεμος δεν είχε τίποτε το ηρωικό για κανέναν. Η αντίσταση της αριστεράς βρισκόταν μπροστά, το Γουδί για τον εκσυγχρονισμό βρισκόταν πίσω. Υπήρχε θα έλεγε κανείς μια ιστοριογραφική συναίνεση για τον μεσοπόλεμο που ήταν και μεθοδολογική, αλλά και ένα είδος υποτίμησης. Αυτή η συναίνεση βέβαια φαίνεται να διατηρείται ακόμη σε αντίθεση π.χ. με ότι συμβαίνει για τη δεκαετία του 1940.
Ο μεσοπόλεμος εισβάλλει, εισέρχεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος γιατί, μπορεί ο κόσμος που κατέρρευσε το 1989 να φτιάχτηκε το 1940, ο κόσμος όμως που καταρρέει σήμερα ξεκίνησε να φτιάχνεται το 1922. Για παράδειγμα ο κόσμος της εποχής 1940-1989, παρά την οξύτητα της αντιπαράθεση των στρατοπέδων, είχε ως κοινό παρανομαστή την αναφορά στο έθνος. Αυτή η κοινή αναφορά έχει ημερομηνία γέννησης το περίφημο γράμμα του Ζαχαριάδη. Δε θα μπορούσε ποτέ η Ελένη Κούκη να επιχειρήσει να προσεγγίσει μεθοδολογικά το ζήτημα για το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη με τον τρόπο που το έκανε στο συνέδριο γιατί ακριβώς κανείς, ακόμα και οι αναρχικοί, δε θα σκέφτονταν πρωτύτερα να κάψουν το κουβούκλιο του αγνώστου στρατιώτη που ήταν η αφορμή της. Τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί που γεννάει η εποχή μας φαίνεται να ξεφεύγουν από αυτά που γέννησε ο εμφύλιος και να επιστρέφουν σε αυτά που χαρακτήριζαν τον μεσοπόλεμο. Για αυτό το λόγο ίσως αυτή η συναίνεση που χαρακτήρισε το συνέδριο πολύ σύντομα να αντικατασταθεί από νέες αντιθέσεις και οξύνσεις. Η τοποθέτηση του Κώστα Κωστή και η αντιπαράθεση με την Λήδα Παπαστεφανάκη θα μπορούσε να είναι δηλωτικά στοιχεία μιας τέτοιας νέας σύγκρουσης. Για παράδειγμα στην αντιπαράθεση για τον εμφύλιο το ζήτημα της βίας προσεγγίζεται είτε ως κόκκινη βία που χαρακτηρίζει τον βίαιο κομμουνισμό είτε ως ηρωική αντίσταση στον κατακτητή και τους συνεργάτες του. Στον μεσοπόλεμο η βία και η αναφορά σε αυτή στο συνέδριο ξέφυγε από τις πολιτικές συνδηλώσεις, θα έλεγε κανείς απελευθερώθηκε από αυτές, χωρίς βέβαια να αποδεσμευτεί, και έγινε «κοινωνική» ή «πολιτισμική» βία. Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα τέτοια παραδείγματα που δείχνουν ότι η προσέγγιση του μεσοπολέμου δε γίνεται σήμερα ως μια επιστροφή στην προϊστορία της δεκαετίας του 1940, αλλά μάλλον ως η Αφετηρία. Το ζήτημα των προσφύγων και των μειονοτήτων δε γίνεται μέσα από το πρίσμα της στράτευσης σε ένα ιδεολογικοπολιτικό στρατόποεδο, αλλά ως ζήτημα ενσωματώσης που θυμίζει το ζήτημα της σύγχρονης μετανάστευσης. Δηλαδή ως κοινωνικό ζήτημα. Εάν την περίοδο 1940-1989 κυριάρχησε το εθνικό ζήτημα, την περίοδο 1909-1940 κυριάρχησε το κοινωνικό ζήτημα. Η επιστροφή σήμερα στο κοινωνικό ζήτημα μας οδηγεί στον μεσοπόλεμο. Σύντομα, θα χρειαστεί να επιστρέψουμε στο 40 με εργαλεία και προσεγγίσεις από το μεσοπόλεμο. Για παράδειγμα, στη συζήτηση για το Περιστέρι, υποστηρίχθηκε ότι η μεσοπολεμική εποχή προσεγγίζεται μέσα από το πρίσμα του εμφυλίου. Τώρα που το σκέφτομαι, θα έλεγα ότι γίνεται ακριβώς το αντίθετο. Με αυτό το πρίσμα θεωρώ ότι όλες οι περιοδολογήσεις δεν είναι τυχαίες, αλλά έχουν πειρεχόμενο. Είναι εξίσου χρήσιμες τόσο για τις ακολουθούμε όσο και για να τις υπερβαίνουμε.
Και ένας τελευταίος προβληματισμός. Στο συνέδριο εμφανίστηκαν τόσοι πολλοί νέοι ιστορικοί με διδακτορικά και μεταπτυχιακά, με έρευνες κλπ και ίσως άλλοι τόσοι και περισσότεροι που δεν ήρθαν. Όλοι εντυπωσιακά πολύ καλοί. Μέχρι τώρα θεωρούσα, άσχετα με το τι πιστεύουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους, πως όλοι αυτοί φυσικά δε θα στελεχώσουν τα πανεπιστήμια, αλλά την εκπαίδευση με αποτέλεσμα να έχουμε ένα καλύτερο σχολείο. Προφανώς ούτε αυτό πλέον ισχύει ως προοπτική. Σύντομα ο λόγος για τον οποίο η ιστορία θα γίνεται αντικείμενο μελέτης θα αλλάξει άρδην. Εμείς μέχρι τώρα απλά το κάνουμε έτσι, όπως παλιά, από κεκτημένη ταχύτητα….
4 σχόλια:
Η δεκαετία του ’40 για αρκετούς είναι η εποχή της πραγματικής εκκίνησης της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας, κάνοντας τις προηγούμενες εποχές να φαντάζουν απλώς ως η «προϊστορία». Αυτό είχε να κάνει με το γεγονός ότι μέχρι το 1989 ο κώδικας με τον οποίο γινόταν προσληπτό το παρόν βασιζόταν στον ιδεολογικό και πολιτικό διπολισμό στην Ελλάδα που έχει ή φαινόταν να έχει αφετηρία τη δεκαετία του 1940. Συνεπώς, η κατάρρευση αυτού του κόσμου δικαιολογημένα έριξε όλο το βάρος της ιστοριογραφίας σε αυτήν την αφετηριακή εποχή. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι οι άλλες εποχές δε μελετούνταν ή σταμάτησαν να βρίσκονται υπό μελέτη. Αν το φόρουμ κοινωνικής ιστορίας επέλεγε πέρσι ή και πρόπερσι ή και παλιότερα να διοργανώσει ένα συνέδριο για τον μεσοπόλεμο θα υπήρχε μάλλον ο ίδιος πλούτος. Αλλά ένα τέτοιο συνέδριο έγινε μόλις στα 2011. Τι είναι αυτό που προκάλεσε τη μετατόπιση προς το μεσοπόλεμο; Είναι απλά ο κορεσμός του ενδιαφέροντος για την δεκαετία του 40 και η αναζήτηση της προϊστορίας της;
Ο μεσοπόλεμος για την αριστερά που κυριαρχούσε ιστοριογραφικά δεν είχε ενδιαφέρον ή και ίσως την ενοχλούσε γιατί της θύμιζε αυτό που θεωρούσε παιδική της αρρώστια, δηλαδή τον αριστερισμό, μαζί με όλα τα κακοήθη συμπτώματα, δηλαδή τον τροτσκισμό και τον αρχειομαρξισμό. Τα ιστοριογραφικά ρεύματα που εμπνέονταν από τον αστικό εκσυγχρονισμό μάλλον ενδιαφέρονταν κυρίως για τα πρώτα βήματα του βενιζελισμού και αρέσκονταν σε αντιστοιχήσεις πίσω από το δίπολο βενιζελισμού-αντιβενιζελισμού διαμορφώνοντας μια προπολεμική ηρωική δημοκρατική αφήγηση του αστισμού που μάλλον τη χρειαζόταν κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Μαζί με το αναλυτικό εργαλείο των πελατειακών σχέσεων δημιουργήθηκαν έτσι οι βασικοί άξονες πρόσληψης του μεσοπολέμου που μάλλον ήταν κοινοί για την ιστορική κοινότητα. Άλλες αναγνώσεις π.χ. από την δεξιά ήταν μάλλον περιθωριακές και δεν αφορούσαν την νέα επιστημονική ιστοριογραφία. Ο μεσοπόλεμος δεν είχε τίποτε το ηρωικό για κανέναν. Η αντίσταση της αριστεράς βρισκόταν μπροστά, το Γουδί για τον εκσυγχρονισμό βρισκόταν πίσω. Υπήρχε θα έλεγε κανείς μια ιστοριογραφική συναίνεση για τον μεσοπόλεμο που ήταν και μεθοδολογική, αλλά και ένα είδος υποτίμησης. Αυτή η συναίνεση βέβαια φαίνεται να διατηρείται ακόμη σε αντίθεση π.χ. με ότι συμβαίνει για τη δεκαετία του 1940.
Ο μεσοπόλεμος εισβάλλει, εισέρχεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος γιατί, μπορεί ο κόσμος που κατέρρευσε το 1989 να φτιάχτηκε το 1940, ο κόσμος όμως που καταρρέει σήμερα ξεκίνησε να φτιάχνεται το 1922. Για παράδειγμα ο κόσμος της εποχής 1940-1989, παρά την οξύτητα της αντιπαράθεση των στρατοπέδων, είχε ως κοινό παρανομαστή την αναφορά στο έθνος. Αυτή η κοινή αναφορά έχει ημερομηνία γέννησης το περίφημο γράμμα του Ζαχαριάδη. Δε θα μπορούσε ποτέ η Ελένη Κούκη να επιχειρήσει να προσεγγίσει μεθοδολογικά το ζήτημα για το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη με τον τρόπο που το έκανε στο συνέδριο γιατί ακριβώς κανείς, ακόμα και οι αναρχικοί, δε θα σκέφτονταν πρωτύτερα να κάψουν το κουβούκλιο του αγνώστου στρατιώτη που ήταν η αφορμή της. Τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί που γεννάει η εποχή μας φαίνεται να ξεφεύγουν από αυτά που γέννησε ο εμφύλιος και να επιστρέφουν σε αυτά που χαρακτήριζαν τον μεσοπόλεμο. Για αυτό το λόγο ίσως αυτή η συναίνεση που χαρακτήρισε το συνέδριο πολύ σύντομα να αντικατασταθεί από νέες αντιθέσεις και οξύνσεις. Η τοποθέτηση του Κώστα Κωστή και η αντιπαράθεση με την Λήδα Παπαστεφανάκη θα μπορούσε να είναι δηλωτικά στοιχεία μιας τέτοιας νέας σύγκρουσης. Για παράδειγμα στην αντιπαράθεση για τον εμφύλιο το ζήτημα της βίας προσεγγίζεται είτε ως κόκκινη βία που χαρακτηρίζει τον βίαιο κομμουνισμό είτε ως ηρωική αντίσταση στον κατακτητή και τους συνεργάτες του. Στον μεσοπόλεμο η βία και η αναφορά σε αυτή στο συνέδριο ξέφυγε από τις πολιτικές συνδηλώσεις, θα έλεγε κανείς απελευθερώθηκε από αυτές, χωρίς βέβαια να αποδεσμευτεί, και έγινε «κοινωνική» ή «πολιτισμική» βία. Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα τέτοια παραδείγματα που δείχνουν ότι η προσέγγιση του μεσοπολέμου δε γίνεται σήμερα ως μια επιστροφή στην προϊστορία της δεκαετίας του 1940, αλλά μάλλον ως η Αφετηρία. Το ζήτημα των προσφύγων και των μειονοτήτων δε γίνεται μέσα από το πρίσμα της στράτευσης σε ένα ιδεολογικοπολιτικό στρατόποεδο, αλλά ως ζήτημα ενσωματώσης που θυμίζει το ζήτημα της σύγχρονης μετανάστευσης. Δηλαδή ως κοινωνικό ζήτημα. Εάν την περίοδο 1940-1989 κυριάρχησε το εθνικό ζήτημα, την περίοδο 1909-1940 κυριάρχησε το κοινωνικό ζήτημα. Η επιστροφή σήμερα στο κοινωνικό ζήτημα μας οδηγεί στον μεσοπόλεμο. Σύντομα, θα χρειαστεί να επιστρέψουμε στο 40 με εργαλεία και προσεγγίσεις από το μεσοπόλεμο. Για παράδειγμα, στη συζήτηση για το Περιστέρι, υποστηρίχθηκε ότι η μεσοπολεμική εποχή προσεγγίζεται μέσα από το πρίσμα του εμφυλίου. Τώρα που το σκέφτομαι, θα έλεγα ότι γίνεται ακριβώς το αντίθετο. Με αυτό το πρίσμα θεωρώ ότι όλες οι περιοδολογήσεις δεν είναι τυχαίες, αλλά έχουν πειρεχόμενο. Είναι εξίσου χρήσιμες τόσο για τις ακολουθούμε όσο και για να τις υπερβαίνουμε.
Και ένας τελευταίος προβληματισμός. Στο συνέδριο εμφανίστηκαν τόσοι πολλοί νέοι ιστορικοί με διδακτορικά και μεταπτυχιακά, με έρευνες κλπ και ίσως άλλοι τόσοι και περισσότεροι που δεν ήρθαν. Όλοι εντυπωσιακά πολύ καλοί. Μέχρι τώρα θεωρούσα, άσχετα με το τι πιστεύουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους, πως όλοι αυτοί φυσικά δε θα στελεχώσουν τα πανεπιστήμια, αλλά την εκπαίδευση με αποτέλεσμα να έχουμε ένα καλύτερο σχολείο. Προφανώς ούτε αυτό πλέον ισχύει ως προοπτική. Σύντομα ο λόγος για τον οποίο η ιστορία θα γίνεται αντικείμενο μελέτης θα αλλάξει άρδην. Εμείς μέχρι τώρα απλά το κάνουμε έτσι, όπως παλιά, από κεκτημένη ταχύτητα….
Δημοσίευση σχολίου