Κώστας Παλούκης
- Παραγωγικές σχέσεις και ο σχηματισμός της εργατικής τάξης
Στα αστικά κέντρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και το πρώτο μισό της ύπαρξης του ελληνικού κράτους η οργάνωση του μεταποιητικού τομέα βασιζόταν πάνω στο συντεχνιακό μοντέλο. Οικοδόμοι, σιδηρουργοί, υποδηματοποιοί, φουρνάρηδες, μυλωνάδες και δεκάδες ακόμα επαγγέλματα βρίσκονταν σε μια προβιομηχανική δομή, όπου ο χρόνος εργασίας, τα μεροκάματα, η ιεραρχία στηρίζονταν όχι πάνω στην σχέση του κέρδους, αλλά πάνω στη σχέση της ποιότητας. Οι συντεχνίες αισθάνονταν ότι αποτελούσαν οργανικό κομμάτι της κοινωνίας και της αστικής κοινότητας και ότι η προσφορά τους ήταν ένα κοινωνικό αγαθό. Το μοντέλο αυτό εργασίας θα μετασχηματίζεται σταδιακά. Οι μάστορες ολοένα και περισσότερο θα γίνονται αφεντικά και μια ενιαία ταξική κοινωνική ομάδα, ενώ οι μαθητές και οι εργάτες θα εξελίσσονται ολοένα και περισσότερο σε μισθωτούς εργάτες. Όμως η ηθική αντίληψη για την οικονομία θα κυριαρχήσει για πολλές δεκαετίες στις συνειδήσεις των εργατών.
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είναι η περίοδος στην οποία επικρατούν σε όλη την επικράτεια της χώρας οι καπιταλιστικές σχέσεις είτε στον αγροτικό τομέα είτε στον τομέα της μεταποίησης, είναι επίσης η εποχή που αναπτύσσεται έντονα ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Η αγορά παραμένει αποσπασμένη, αν και αρχίζει να ενοποιείται σε ενιαία εθνική. Έτσι, την περίοδο 1869-1884 παρουσιάστηκαν ευνοϊκές συνθήκες σε μεγάλη κλίμακα οι οποίες επέφεραν τις πρώτες επενδύσεις. Η παραγωγική διάρθρωση όμως του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού εξακολούθησε να υπάρχει και οι απαρχές της εκβιομηχάνισης δεν έδωσαν το έναυσμα για μια βιομηχανική επανάσταση, για μια δηλαδή συνεχή και αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη της βιομηχανίας, αποτέλεσμα και αίτιο ταυτόχρονα συνεχών τεχνολογικών, οικονομικών και κοινωνικών μεταβολών. Η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας εδράζεται στη ναυτιλία και τα μεταλλεία, ενώ η βιομηχανία κυρίως στην κλωστοϋφαντουργία και δευτερευόντως σε τομείς διατροφής (μύλοι, ελαιοτριβεία, κλπ). Σε αυτούς τους τομείς συνεχίζει να κυριαρχεί το συντεχνιακό μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής και η ηθική οικονομία, ολοένα και περισσότερο όμως στα πλαίσια καπιταλιστικών σχέσεων.
Έτσι, στα τέλη του 19ου αιώνα η Ελλάδα βρισκόταν θα λέγαμε σε ένα πρωτοβιομηχανικό στάδιο εξέλιξης με καπιταλιστικές σχέσεις που λειτουργούσαν μέσα στο πλαίσιο μιας εμπορευματικής οικονομίας. Η δομή της βιομηχανίας δεν είχε τροποποιηθεί ριζικά σε σχέση με το πρώτο της άλμα τη δεκαετία του 1870. Είναι χαρακτηριστικό πως καμία σημαντική τεχνολογική καινοτομία δεν είχε μεσολαβήσει στους βιομηχανικούς τομείς κατά την περίοδο ως το γύρισμα του αιώνα. Αναμφίβολα, όμως η ελληνική οικονομία πέρασε από ένα σημαντικό μετασχηματισμό με κύρια χαρακτηριστικά τον έντονο εκχρηματισμό και την επικράτηση καπιταλιστικών σχέσεων. Το πλεόνασμα εργασίας δε συγκροτήθηκε από ακτήμονες γεωργούς, αλλά από μικροκαλλιεργητές σιτηρών από τα ορεινά της Πελ/νήσου, οι οποίοι εξαιτίας της μικρής παραγωγικότητας της γης του, στράφηκαν στην αναζήτηση μισθωτής εργασίας, τόσο στις εμπορευματικές καλλιέργειες όσο και στα γειτονικά αστικά κέντρα, προκειμένου να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Το γεγονός ότι η διαθέσιμη εργατική δύναμη προερχόταν κυρίως από την κοινωνική ομάδα των μικροϊδιοκτητών γης προσέδωσε στη μισθωτή απασχόληση του τέλους του 19ου αιώνα, είτε στη γεωργία είτε στη μεταποίηση, εποχικό χαρακτήρα. Η μεταναστευτική κίνηση δεν γινόταν τυχαία: ούτε σε οποιαδήποτε εποχή του χρόνου ούτε προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Ολόκληρες ομάδες ανδρών εργατών μετανάστευαν σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, συνήθως όταν υπήρχε παύση των αγροτικών εργασιών, οργανωμένοι σε συγγενικές ομάδες που ακολουθούσαν πάντα ένα γνωστό δρομολόγιο. Η αγροτική έξοδος δε λειτούργησε καταλυτικά για την αγροτική κοινωνία συγκεντρώνοντας εξαθλιωμένες αγροτικές μάζες στα αστικά κέντρα επειδή ακριβώς οι αγρότες είχαν τη δυνατότητα να εργάζονται ως μισθωτοί εργάτες, αλλά και να επιστρέφουν στις μικρές τους ιδιοκτησίες. Υπήρχε βέβαια και η εξωτερική μετανάστευση κυρίως προς την Αμερική η οποία όμως δεν απορροφούσε όλα τα πλεονάσματα εργασίας.
Μπορούμε γενικά να μιλάμε για τρεις φάσεις σχηματισμού της εργατικής τάξης: η πρώτη φάση καλύπτει το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της την προσωρινή παραμονή των χειρόνακτων εργατών στις πόλεις. Πρόκειται δηλαδή για διπλή εξάρτηση από πόλη και χωριό. Η δεύτερη φάση εντοπίζεται χρονικά στις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και σχετίζεται άμεσα με την σταφιδική κρίση. Τότε, εμφανίστηκε σε μεγαλύτερη έκταση η σχέση της μισθωτής εργασίας στη βιομηχανία, στα μεταλλεία και τη ναυτιλία. Για πολύ καιρό οι δύο φάσεις συνυπήρχαν.
Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος υπήρξε σύμφωνα με τον Χρ. Χατζηιωσήφ περίοδος κρίσης για τη βιομηχανία. Η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας πήρε εκείνη την περίοδο τη μορφή συσσώρευσης κερδών στο εμπόριο και τη ναυτιλία και της επένδυσής τους στον τραπεζικό τομέα, κυρίως, και, δευτερευόντως, σε εταιρείες χαρτοφυλακίου. Όλα αυτά έδειχναν τις αντικειμενικές δυσκολίες που συναντούσε η ανάπτυξη των βασικών καπιταλιστικών σχέσεων της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας στα πλαίσια μιας οιασδήποτε παραγωγικής εργασίας. Για πρώτη φορά οι συνθήκες του πολέμου προκάλεσαν τη συναίνεση για την επιδίωξη μιας πολιτικής αυτάρκειας. Η ήττα στον πόλεμο και το προσφυγικό σοκ όμως ανέκοψαν αυτήν την τάση προς μιας διευθυνόμενη οικονομία επαναφέροντας το καθεστώς του φιλελευθερισμού. Ταυτόχρονα διέκοψαν τις όποιες τάσεις συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Αυτό που πρυτάνευσε ήταν η διευκόλυνση της όσο το δυνατόν ταχύτερης ένταξης των προσφύγων στις παραγωγικές δραστηριότητες με στόχο τόσο την αντιμετώπιση της πρόσθετης ζήτησης όσο και την εκτόνωση των κοινωνικών πιέσεων. Αυτή η γρήγορη ένταξη των προσφύγων μπορούσε να γίνει στους τομείς και στους κλάδους όπου το ύψος των αναγκαίων επενδύσεων ανά θέση εργασίας ήταν χαμηλό. Τέτοια πεδία της παραγωγής ήταν η γεωργία και η ελαφρά βιομηχανία. Φυσικά, ακόμη πιο γρήγορη και φθηνότερη ήταν η δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης στον τριτογενή τομέα και ιδιαίτερα στο εμπόριο. Έτσι, παρότι η δεκαετία του 1920 χαρακτηρίζεται από μεγάλους αριθμούς ίδρυσης νέων βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, οι περισσότερες όμως από αυτές τις μεταποιητικές μονάδες ήταν πολύ μικρές. Ενώ εκτός από την ταπητουργία, κανένας νέος κλάδος δεν εισήλθε. Με άλλα λόγια η έλευση των προσφύγων μπορεί να διεύρυνε το αριθμητικό μέγεθος του εργατικού δυναμικού, δεν φαίνεται όμως να προκάλεσε κάποια ποιοτική αλλαγή στην προϋπάρχουσα δομή της ελληνικής βιομηχανίας. Η μεγάλη τομή θα έρθει μετά την οικονομική κρίση του 1929. Γύρω στο 1933 η βιομηχανία ανακάμπτει και βιώνει μια πρωτόγνωρη ανάπτυξη και συγκεντροποίηση, η οποία θα επιφέρει μια σημαντική διαφοροποίηση στη σύνθεση της εργατικής τάξης και κατ’ επέκταση στο χαρακτήρα της οργάνωσής της. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι θα διευρύνει την ένταση ανάμεσα σε δύο μοντέλα οικονομικής διάρθρωσης, ένα «παλιό» που πιέζει όμως να μείνει και τελικά παραμένει και ένα «νέο» που έρχεται, αλλά δεν επιβάλλεται. Αυτή η αντίφαση επιτείνει την ήδη μεγάλη σύγχυση που επικρατεί στους εργάτες και στα σοσιαλιστικά κόμματα. Έτσι, το 43% των εργαζομένων απασχολούνταν σε μικρά εργαστήρια, ενώ το 39% συγκεντρωνόταν σε επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους και μόνο 236 μεγαλύτερες επιχειρήσεις συγκέντρωναν το 25% της συνολικής εργατικής δύναμης. Έτσι, παρουσιάζεται το κλασσικό φαινόμενο του δυισμού ανάμεσα στον τομέα των λίγων μεγάλων επιχειρήσεων και τη θάλασσα των μικρών εργαστηρίων. Στη δεύτερη περίπτωση η εξαρτημένη εργασία συμφύρεται με την αυτοαπασχόληση και την οικογενειακή εργασία, ενώ στην πρώτη κλασικότερες καπιταλιστικές μορφές. Ανάλογη είναι η σύνθεση του εργατικού δυναμικού. Με βάση τους υπολογισμούς του Αντώνη Λιάκου, μπορούμε να διακρίνουμε ένα πυρήνα 180.000 εργατών, ο οποίος περιβάλλεται από έναν κύκλο ανειδίκευτων, εποχικών ή αυτοπασχολούμενων εργατών γύρω στους 400.000.
2. Ποιοί ήταν οι εργάτες;
Ο εργατικός πληθυσμός αποτελείται από εργάτες τεχνίτες και εργάτες υπαλλήλους (κουρείς, βυρσοδέρψες, σερβιτόρους καφενείων ή ζαχαροπλαστείων, τεχνίτες ζαχαροπλάστες, αρτεργάτες, υποδηματεργάτες, υπαλλήλους εμπορικών καταστημάτων, τυπογράφους, μακαρονοποιούς, οικοδόμους, μπετατζήδες, λιθογράφους, καπνεργάτες κεραμοποιοί κλπ). Τα επαγγέλματα αυτά είναι κυρίως αντρικά, εκτός από την καπνεργασία, εμπεριέχουν το στοιχείο της τέχνης, δομούνται πάνω σε παραδοσιακές ιεραρχίες βασισμένες στη γνώση της ειδικότητας, τα χρόνια στην εργασία, την ηλικία. Σε αυτά τα επαγγέλματα εργάζονται και παιδιά σε πολύ μικρή ηλικία, συνήθως αμισθί για να μάθουν την τέχνη. Οι ηλικίες είναι κυρίως μικρές, ενώ τα επαγγέλματα διακρίνονται με βάση τους τόπους καταγωγής. Ο συνδικαλισμός είναι παραδοσιακός και ισχυρός δημιουργείται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με το κίνημα των Συντεχνιών. Ουσιαστικά πρόκειται για την εμπροσθοφυλακή του εργατικού κινήματος. Οι εργασιακές συνθήκες ποικίλουν, ανάλογα με τη δύναμη του συνδικάτου.
Η ίδρυση των σιδηροδρόμων, των τραμ και εισαγωγή του ηλεκτρικού φωτός δημιουργεί από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και ολοένα και περισσότερο τις πρώτες δεκαετίες του 20ου μια νέα κατηγορία εργατών. Εργάτες σε τραίνα, Τραμ, φωταεριεργάτες, κλπ. Κυρίως άντρες. Πρόκειται για πιο μοντέρνες δομές εργασίας και για αυτό το σωματείο των τριατικών εμπεριέχει τρεις κλάδους. Ειδικά οι εργάτες του τραίνου είναι οι καλύτεροι αμοιβόμενοι. Έχουν ισχυρό συνδικαλισμό. Πλην όμως των εργατών τραίνων οι υπόλοιπες κατηγορίες βρίσκονται σε πολύ δύσκολες εργασιακές συνθήκες, ειδικά οι φωταεριεργάτες.
Η ανάπτυξη της βιομηχανίας/βιοτεχνίας που υπερβαίνει τα παραδοσιακά συντεχνιακά μοντέλα παραγωγής διαμορφώνει και το μοντέρνο προλεταριάτο. Πολλές όμως βιομηχανίες συνυπάρχουν με τις βιοτεχνίες. Η ταπητουργία, κλωστοϋφαντουργία, υφαντουργία, ποτοποιία, χαρτοποιία, χημική βιομηχανία, πυριτοποιίο, καπνεργοστάσιο, μηχανουργία κλπ. Στους κλάδους αυτούς εργάζονται και άντρες, στις δύσκολες μηχανές, αλλά κυρίως γυναίκες στις εύκολες εργασίες. Γενικά η εργασία καταμερίζεται κατά φύλο. Οι συνθήκες εργασίας είναι πάρα πολύ ιεραρχημένες και τα εργοστάσια οργανώνονται πάνω σε σύγχρονες μεθόδους. Σε αυτούς τους κλάδους οργανωμένοι συνδικαλιστικά είναι μόνο οι παλιοί σε κλωστοϋφαντουργικά εργοστάσια. Το ζήτημα που τίθεται διαρκώς είναι η συνδικαλιστική οργάνωση αυτών των εργατικών κλάδων, καθώς πλην της υφαντουργίας οι κλάδοι αυτοί εμφανίζονται κατά το μεσοπόλεμο.
Σημαντικός κλάδος εργατών είναι οι μεταλεργάτες, ένας κλάδος που βιώνει τις πιο δύσκολες και αντίξοες εργασιακές συνθήκες και ξεσπάει συχνά σε εξεγέρσεις.
Τέλος, υπάρχουν οι εργάτες γης, οι οποίοι ουσιαστικά είναι μικροϊδιοκτήτες οι οποίοι εργάζονται περιστασιακά σε κτήματα μεγαλεμπόρων και μεγαλοκτηματιών, τα οποία συνεχίζουν να υπάρχουν στην Πελοπόννησο. Το κομμάτι αυτό θα κινητοποιηθεί κυρίως την περίοδο της σταφιδικής κρίσης. Το πιο δυναμικό και πιο προλεταριακό κομμάτι όμως είναι οι εργάτες της Θεσσαλίας. Οι εργάτες αυτοί στα πλαίσια του Οθωμανικού πλαισίου διατηρούσαν κάποια εθιμικά προνόμια πάνω στην παραγωγή και τη γη. Με την προσάρτηση όμως στην Ελλάδα χάνουν όλα τους τα προνόμια καθώς επικρατεί το αστικό δίκαιο.
3. Τα πρώτα βήματα του ελληνικού συνδικαλισμού
Πριν από τη δεκαετία του 1880 δεν υπάρχουν απεργιακές ουσιαστικά κινητοποιήσεις, ούτε μπορούμε να μιλάμε για εργατικό κίνημα, ενώ τα εργατικά στρώματα έχουν συντεχνιακή βάση. Η λαϊκή αντίδραση εκφράζεται μέσα από θρησκευτικά κινήματα, όπως αυτό του Παπουλάκου, ένοπλες εξεγέρσεις όπως στη Μάνη και το Ξηρόμερο και την καταφυγή στη ληστεία. Η πρώτη βέβαια απεργία καταγράφεται στο Εθνικό Τυπογραφείο την περίοδο της επανάστασης, όπου οι εργάτες τυπογράφοι ζητούσαν να πληρώνονται με χρήματα και όχι με «εθνικές ομολογίες» που δεν μπορούσαν να τις εξαργυρώσουν. Αλλά ουσιαστικά το πρώτο απεργιακό κύμα καταγράφεται στις αρχές της δεκαετίας του 1880 στη Σύρο, εξαιτίας μιας μικρής τοπικής νομισματικής κρίσης. Είναι η πρώτη περίοδος που σπάει το συντεχνιακό μοντέλο και οι εργάτες του ναυπηγείου συγκροτούνται οργανωμένα και απεργούν ζητώντας να αυξηθούν τα μεροκάματα. Ακολουθούν οι βυρσοδέψες εργάτες. Την ίδια περίοδο απεργούν οι τυπογράφοι στην Αθήνα και ξεσπάει η πρώτη απεργία των εργατών στα μεταλλεία του Λαυρίου. Τον Ιούλη του 1887 στα Μεταλλεία Λαυρίου ξεσπάει μια νέα απεργία, μια δεύτερη στα 1896, ακολουθεί μια Τρίτη και μια πολύ δυναμική τέταρτη το 1906. Τα χαρακτηριστικά αυτών των απεργιών ήταν το αυθόρμητο εξεργεσιακό και πολύ βίαιο στοιχείο. Οι συγκρούσεις ήταν ένοπλες και από την πλευρά των απεργών και από την πλευρά των φυλάκων και καταπνίγονταν με την επέμβαση της χωροφυλακής ή του στρατού.
Ο κλάδος που πρωτοπορεί στην οργάνωση είναι οι τυπογράφοι. Ήδη από το 1864 έχουν ιδρύσει τη «Συντεχνία των τυπογράφων ο Γουτεμβέργιος» και το «μετοχικόν Ταμείον προς περίθαλψιν των εν τη πρωτευούσι τυπογράφων και εργατών αυτών». Μετά την πρώτη απεργία του 1882 αρχίζουν να οργανώνονται σε ξεχωριστό σωματείο οι εργάτες τυπογράφοι, τον Εργατικό Σύνδεσμο των Τυπογράφων. Το 1896 ιδρύεται η «Αδελφότητα εργατών τυπογράφων η πρόοδος» και το 1901 η «Αλληλοβοηθητική αδελφότητα των εργατών τυπογράφων Αθηνών». Το 1891 κυκλοφορεί η εφημερίδα «Εφημερίς των συντεχνιών» που αυτοπροσδιορίζεται Δημοσιογραφικόν όργανον των συμφερόντων του ελληνικού λαού εκδιδομένην καθ’ εκάστην υπό του εργατικού Τυπογραφικού Συνδέσμου». Σε αυτήν την εφημερίδα παρουσιάζονται όλα τα σωματεία και οι συντεχνίες που δουν την περίοδο αυτή στην Αθήνα (φανοποιοί, υαλοπώλες, κρεωπώλες, εμποροραπτεργάτες, υποδηματοποιοί, κουρείς, καφεπώλες, καπνοπώλες, ζαχαροπλάστες, σιδηρουργοί, υελολαμποπώλες, λαχανο-οπωροπώλες, ιχθυοπώλες κ.α) δείχνοντας την ύπαρξη ενός κινήματος συντεχνιών. Στα τέλη του αιώνα και στις αρχές του νέου το κίνημα αυτό θα πάρει τη μορφή του Συνδέσμου Συντεχνιών στο Πειραιά και στην Αθήνα. Πολιτικός εκφραστής αυτού του ρεύματος ήταν ο Δηλιγιαννισμός και συγκεκριμένα ο αττικάρχης Σκουζές. Χαρακτηριστικό δείγμα της μαζικότητάς του ρεύματος είναι ότι στη συγκέντρωση του Νοεμβρίου 1901 εναντίον της μετάφρασης του Ευαγγελίου , δηλαδή στα Ευαγγελιακά, κατάφερε να μαζέψει 10.000 λαό στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του κινήματος των συντεχνιών ήταν ένα είδος ηθικού λαϊκού πατριωτισμού, όπως ακριβώς εκφράστηκε από τις λέσχες των Γιακωβίνων και στη συνέχεια τον μπλανκισμό. Δεν είχε όμως τη βιαιότητα του ρεύματος αυτού. Εμπειριείχε ένα είδος αντικαπιταλισμού, με την έννοια της άρνησης της ανάπτυξης του καπιταλισμού καθώς διέλυε κατεκτημένες σχέσεις και τη θέση κύρους που απολάμβαναν αυτά τα επαγγέλματα. Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν το πρόβλημα της προλεταριοποίησης θα πιέζει προς τα κάνω τα στρώματα αυτά και θα τεθεί πιεστικά το ζήτημα της ασφάλισης και της κοινωνικής καταξίωσης των προλεταριοποιημένων επαγγελμάτων θα αναπτυχθεί το αλληλοβοηθητικό κίνημα. Η βενιζελική νομοθεσία όμως θα νομιμοποιήσει την υπαρκτή τάση δημιουργίας ταξικών συνδικάτων τα οποία έκτοτε αντικαθιστούν τα συντεχνιακά. Οι συντεχνιάζουσες τάσεις θα συνεχίζουν να επιδρούν στο εργατικό κίνημα είτε με τη μορφή της αντίδρασης στο κομμουνιστικό κίνημα είτε μέσω του αρχειομαρξισμού.
Το τελευταίο μισό του 19ου αιώνα εμφανίζονται στην Αθήνα και την Ελλάδα οι πρώτες αμιγώς σοσιαλιστικές ομάδες, οι οποίες εκφράζουν τα αριστερά ρεύματα του κινήματος των συντεχνιών.
Στην Αθήνα, οι πιο σημαντικές ομάδες ήταν εκείνη Σταύρου Καλλέργη και του Πλάτωνα Δρακούλη. Ο Δρακούλης κυκλοφορεί το Άρδην και ο Καλλέργης την εφημερίδα Σοσιαλιστής. Ο Δρακούλης επηρεάζεται από τον θεοσοφικό, ανθρωπιστικό σοσιαλισμό των Φαβιανών, ενώ ο Καλλέργης έναν σοσιαλισμό πιο κοντά στις παραδόσεις του διαφωτισμού. Είναι η εποχή που εμφανίζεται το κίνημα των Σοσιαλιστικών Ομίλων. Στο πρότυπο των λεσχών των γιακωβίνων δημιουργούνται στην Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα δεκάδες Σοσιαλιστικοί Όμιλοι. Ο Όμιλος του Καλλέργη είναι ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Όμιλος όπως η παρισινή λέσχη των Γιακωβίνων ήταν η κεντρική λέσχη. Η αυτονομία των Ομίολων ήταν όμως αρκετά μεγάλη.
Η σοσιαλιστική μόρφωση και οι ηθικές αξίες είναι τα βασικά προβλήματα που απασχολούν τους πρώτους σοσιαλιστές. Ο Δημοκρατικός Σύλλογος Πατρών και οι αναρχικοί της Πάτρας και του Πύργου καταδεικνύουν ιδεολογικές επιδράσεις από τον αναρχισμό και τον μπλανκισμό, ρεύματα που δημιουργήθηκαν στη Γαλλία και την Ισπανία για να εκφράσουν ακριβώς τις αντικαπιταλιστικές συντεχνιάζουσες αντιδράσεις των παραδοσιακών επαγγελμάτων απέναντι στον επελαύνων καπιταλισμό και τις κρίσεις του. Ο Σύλλογος θα διωχθεί ύστερα από την δολοφονία πατρινού βιομηχάνου από αναρχικό. Εκείνη την εποχή η Δυτική Πελοπόννησος αντιμετωπίζει την σταφιδική κρίση. Τα πρώτα συλλαλητήρια θα λάβουν χώρα το 1903 σε όλη τη δυτική Ελλάδα και Βόρειο Πελοπόννησο. Βασικό αίτημα ήταν επιβολή μονοπωλίου σταφίδας. Το μεγαλύτερο συλλαλητήριο έλαβε τον Φεβρουάριο του 1904 στην Πάτρα αριθμώντας περίπου 8.000 σταφιδοποιούς και σταφιδεργάτες.
Το 1894 οι σοσιαλιστικοί όμιλοι γιορτάζουν για πρώτη φορά την Εργατική Πρωτομαγιά.. Το ψήφισμα της συγκέντρωσης παραδόθηκε στη Βουλή από τον ίδιο τον Καλλέργη. Η συγκέντρωση και το ψήφισμα προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους αστικούς κύκλους. Με αφορμή μια υποτιθέμενη απειλητική επιστολή ενός σοσιαλιστή του κύκλου του Καλλέργη προς τον Συγγρό, η οποία ουδέποτε παρουσιάστηκε δημόσια, ο Καλλέργης συνελήφθη και η ομάδα διαλύθηκε. Πηγαίνει στη Γαλλία όπου επηρεάζεται από γαλλικές σοσιαλιστικές ομάδες. Όταν επιστρέφει στην Ελλάδα ξανάβγαλε το Σοσιαλιστή και επανασυγκροτεί τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο. Με ενέργειές του ιδρύεται Σοσιαλιστικός Σύλλογος στο Λαύριο, τη Σύρο και την Κέρκυρα.
Παιδί του επτανήσιου διαφωτιστικού ριζοσπαστισμού ήταν και ο Μαρίνος Αντύπας. Μόρφωση, ηθική επανάσταση και μεταρρύθμιση είναι οι στόχοι του Αντύπα, αλλά από το 1906 γίνεται ο ηγέτης του αγροτιστικού κινήματος στη Θεσσαλία. Με λεφτά ενός θείου του επιχειρεί να φτιάξει μια ουτοπική συνεταιριστική αγροτική κοινότητα. Έρχεται σε αντίθεση με τους μεγαλοκτηματίες και δολοφονείται. Το κίνημα για να αποδωθεί η γη στους καλλιεργητές αναπτύσσεται και καταλήγει στη μεγάλη εξέγερση του Κιλελέρ στα 1910.
4. Το πολιτικό σκηνικό
Από το 1870 συγκρούστηκαν στο αστικό πολιτικό σκηνικό δύο μεγάλα πολιτικά ρεύματα. Από τη μία ήταν ο αστικός εκσυγχρονισμός, δηλαδή το βάθεμα του καπιταλισμού, η αύξηση των φόρων και ο περιορισμός της δύναμης του κοινοβουλίου υπερ της μοναρχίας και της εκτελεστικής εξουσίας μέσα από την επιβολή του δικομματισμού. Αυτό το ρεύμα εκφράστηκε από τον Χ. Τρικούπη και στη συνέχεια από τον Γ. Θεοτόκη. Από την άλλη ήταν το φιλοκοινοβουλευτικό δημοκρατικό και οριακά αντιμοναρχικό ρεύμα, που υποστήριζε τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, την ήπια ανάπτυξη, χωρίς φόρους, που δε θα προκαλέσουν κοινωνικές αναταράξεις και προλεταριοποίηση. Με αυτό το ρεύμα τάχτηκαν σχεδόν όλοι οι δημοκρατικοί και σοσιαλιστές. Καθοριστική μάχη αυτών των δύο ρευμάτων ήταν η σύγκρουση για τη δημοτική στα Ευαγγελιακά το 1901 και τα Ορεστειακά το 1903. Αυτό το ρεύμα θα επικρατήσει προσωρινά με το κίνημα στο Γουδί, όταν ο Ζορμπάς και ο στρατιωτικός σύνδεσμος θα καλέσουν τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη να αναλάβει τη διακυβέρνηση. Αλλά σύντομα ο Βενιζέλος και ο ανανεωμένος αστικός εκσυγχρονισμός με ένα φιλολαϊκό φιλεργατικό πρόσωπο θα πάρει τα ηνία της επανάστασης και θα επιβάλλουν ένα νέο εθνικό όραμα, την εφαρμογή της Μεγάλης Ιδέας.
Η νομοθεσία που επιτρέπει την ίδρυση εργατικών σωματείων εξυπηρετούσε ουσιαστική μια πολιτική ελέγχου της ανεξέλεγκτης κίνησης των σωματείων με την επιβολή πολλών αυστηρών κριτηρίων και δυνατοτήτων επέμβαση της δικαστικής εξουσίας σε αυτά. Παρόλα αυτά η νομοθεσία αυτή δημιούργησε πολλές ελπίδες και ενίσχυσε το κίνημα της ίδρυσης ταξικών σωματείων.
5. Το δεύτερο κύμα του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος
Τη εποχή αυτή η σοσιαλιστική κίνηση αναγεννιέται. Στα 1908 ο Δρακούλης μαζεύει όσους βρήκε φιλεργάτες και σοσιαλιστές και φτιάχνει το Σύνδεσμο των Εργατικών Τάξεων της Ελλάδος και ένα χρόνο αργότερα το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Στα 1911 μέσα στο ΣΤΕΤ πρωτοσχηματίστηκε η σοσιαλιστική ομάδα του Γιαννιού και από αυτή στα 1914 δημιουργήθηκε η σοσιαλιστική ομάδα της εφημερίδας Οργάνωση που εξελίχθηκε στη Σοσιαλιστική Ένωση. Ο Γιαννιός σύντομα αποχώρησε από τον ΣΤΕΤ και ίδρυσε το Σοσσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας. Την ίδια περίοδο ένα ρεύμα αναρχοσυνδικαλιστών επιρροής του γαλλικού αναρχοσυνδικαλισμού εμφανίζεται στο ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα, με περιορισμένη επιρροή. Τα δύο αυτά ρεύματα συνυπάρχουν, αλλά οι διαφορές τους τεράστιες. Ο Γιαννιός δίνει σημασία μόνο στην πολιτική με όρους κεντρικού πολιτικού σκηνικού και επιμένει στην μόρφωση και τη διαμόρφωση συνειδήσεων μέσω ηθικής, ενώ οι συνδικαλιστές αποκλείουν την πολιτική δράση και προτείνουν μόνο συνδικαλιστική δράση. Το ΣΚΑ επικοινωνεί και με άλλα Σοσιαλιστικά Κέντρα στην Κέρκυρα, τη Λάρισα και το Βόλο.
Στη Θεσσαλονίκη την ίδια περίοδο συγκροτείται η Φεντερασιόν. Είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών διεργασιών που έλαβαν μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908. Ένα τεράστιο κύμα απεργιών ξεσπάει. Ιδρύονται αλληλοβοηθητικά ταμεία και συντεχνίες. Το 1908 μία ομάδα ισραηλιτών με αρχηγό τον Αβραάμ Μπεναρόγια ιδρύουν μια λέσχη με σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Αποτελούταν κυρίως από εργάτες τυπογράφους και καπνεργάτες. Μέσα σε λίγους μήνες γνωρίζει μια τεράστια ανάπτυξη και το1909 μετονομάζεται σε «Εργατικό Σύνδεσμο Θεσσαλονίκης». Έτσι, ο εορτασμός της πρωτομαγιάς του 1909 γίνεται από χιλιάδες εργάτες, κυρίως ισραηλίτες. Την ίδια περίοδο ιδρύεται ένα Σοσιαλιστικό Κέντρο κυρίως από Βούλγαρους εργάτες, αλλά και ένα αρμένικο σοσιαλιστικό Κέντρο, το Χαντζάκ. Μετά την μαζικότατη συγκέντρωση του Ιουλίου του 1909 ιδρύεται από τον Εργατικό Σύνδεσμο Θεσσαλονίκης η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία ή αλλιώς Φεντερασιόν.. Μέσα στη Φεντερασιόν συνυπήρχαν δύο τάσεις, μία ενός θα λέγαμε πιο ορθόδοξου σοσιαλδημοκρατικού σοσιαλισμού και ενός περισσότερο ανθρωπιστικό επηρεασμένο από τον Ζορές. Στην πρώτη αντιστοίχηθηκαν οι Βούλγαροι στενοί και στη δεύτεροι οι Βούλγαροι φαρδιοί μαζί με τον Μπεναρόγια και άλλους ισραηλίτες.
Τα συνδικάτα στη Θεσσαλονίκη είχαν δύο κριτήρια συγκρότησης. Το ένα ήταν το επαγγελματικό και το άλλο το εθνικό. Πολλές φορές αυτά τα δύο ταυτίζονταν, άλλες φορές όμως υπήρχαν δύο ή τρία εθνικά σωματεία για τον ίδιο κλάδο.
Η κυριαρχία του ισραηλιτικού στοιχείου στη Φεντερασιόν εξηγείται ακριβώς από την απουσία ενός εθνικιστικού οράματος στους ισραηλίτες σε μία εποχή που πιέζονταν από πολλούς εθνικισμούς. Αντίθετα, η απουσία ελλήνων καταδείκνυε την κυριαρχία του εθνικού στις συνειδήσεις των ελλήνων εργατών. Η Φεντερασιόν υπερβαίνοντας τους εθνικισμούς υπερασπίστηκε την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον διεθνιστικό της χαρακτήρα πιστεύοντας σε μια ομοσπονδιακή μετεξέλιξή της. Για αυτό το λόγο πήρε αρνητική θέση απέναντι στους Βαλκανικούς πολέμους. Μια από τις μεγαλύτερες απεργίες που συντόνισε η Φεντερασιόν ήταν η απεργία των καπνεργατών στα 1914, στην οποία σημειώθηκαν επανειλημμένες συγκρούσεις εργατών με την αστυνομία. Η απεργία έληξε με νίκη των καπνεργατών.
Στην Ελλάδα την περίοδο αυτή δε λαμβάνουν αξιόλογες δραστηριότητες των εργατών, ενώ οι σοσιαλιστικές ομάδες πληθαίνουν, αλλά δεν μπορούν να ενοποιηθούν. Η μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στους σοσιαλιστές ήταν το ζήτημα της συμμετοχής ή όχι στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Η Ομάδα Γιαννιού και ο Δρακούλης τάχθηκαν υπέρ, αλλά η Φεντερασιόν και μια άλλη ομάδα στην Αθήνα γύρω από τον Παναγή Δημητράτο τάχθηκαν εναντίον. Τελικά, στις εκλογές οι σοσιαλιστές συμμετέχουν μαζί με τα ψηφοδέλτια του αντιβενιζελικού συνδυασμού με βασικό σύνθημα την Ειρήνη. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι σχέσεις του σοσιαλιστικού χώρου με τον αντιεκσυγχρονιστικό αστικό κόσμο κρατούσαν από πολύ παλιά και η εκλογική συμμαχία δεν ήταν κάτι παράδοξο. Ο Αριστείδης Σίδερις και ο Άλμπερτ Κουριέλ θα είναι οι δύο πρώτοι σοσιαλιστές βουλευτές. Εξάλλου, η διχοτομία δεξιά-αριστερά δεν υπήρχε τότε όπως υπάρχει μεταπολεμικά. Το 1917 ο Γιαννιός και ο Πετσόπουλος εκδίδουν τον Ριζοσπάστη που στηρίζει τον Βενιζέλο. Το αντίπαλο στρατόπεδο εκδίδει τον Εργατικό Αγώνα γύρω από τον Παναγή Δημητράτο.
6. Ο συνδικαλισμός και ο σοσιαλισμός στην Ελλάδα
μετά την Οκτωβριανή επανάσταση
Η Οκτωβριανή Επανάσταση θα διαπεράσει το ελληνικό κίνημα και θα αλλάξει εντελώς τον χάρτη, καθώς θα καταθορυβήσει τον αστικό κόσμο και θα γεμίσει με ελπίδες τον εργατικό.
Oι κοινωνικές διεργασίες μέσα στον πόλεμο δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την ριζοσπαστικοποίηση των μικροαστικών στρωμάτων και της εργατικής τάξης των πόλεων. Καταρχήν, μια σημαντική μερίδα προοδευτικών διανοουμένων και φοιτητών, που και αυτοί ως μικροαστικό στρώμα δέχονται τις πιέσεις του πολέμου και της κρίσης, ενώ παράλληλα έχουν πρόσβαση στην σοσιαλιστική βιβλιογραφία και τον σοσιαλιστικό τύπο και επηρεάζονται από τις συζητήσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, προβληματίζεται και στρέφεται προς τις σοσιαλιστικές ιδέες. Σύντομα, οι σοσιαλιστικές ιδέες διαχέονται μέσα από τα διάφορα σοσιαλιστικά κέντρα και τις κινήσεις, που οι πρώτοι αυτοί σοσιαλιστές δημιουργούν, και βρίσκουν απήχηση στα πιο πρωτοπόρα κομμάτια της εργατικής τάξης. Με αυτόν τον τρόπο, συγκροτείται στην Ελλάδα ένα νέο μοντέλο κοινωνικών συμμαχιών, κατά το οποίο μερίδες των μικροαστικών στρωμάτων αναγνωρίζουν στην πολύ πιο δυναμική εργατική τάξη την ικανότητα της συνολικής επίλυσης του αδιεξόδου της κοινωνικής κρίσης με την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος.
Κομμάτια της εργατικής τάξης υιοθετούν αυτήν τη θέση, συγκροτούν μια νέα ταυτότητα, αυτοεικόνα και συνείδηση για τον ανεξάρτητο ιστορικό τους ρόλο ως τάξη και, σύντομα, στα 1918, εμφανίζεται με την ίδρυση του ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας) ένα νεωτερικό μοντέλο συνασπισμού εξουσίας, το κόμμα σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Το ΣΕΚΕ δηλώνει αμέσως την σύνδεσή του με τη Σοσιαλιστική Διεθνή.
Σκοπός του Βενιζέλου ήταν να χρησιμοποιήσει τους σοσιαλιστές στις Διασκέψεις Ειρήνης και για αυτό επιτρέπει την ίδρυση του ΣΕΚΡ και της ΓΣΕΕ σχεδον ταυτόχρονα. Έτσι, στην Διασυμμαχική Εργατική και Σοσιαλιστική Διάσκεψη στάλθηκε ο Τζων Μαυροκορδάτος, με ενέργειες του ίδιου του Βενιζέλου και υπέβαλε υπόμνημα με τις ελληνικές διεκδικήσεις. Στην αγγλική πρωτεύουσα στάλθηκαν οι σοσιαλιστές Απόστολος Πολυζόπουλος, Γεώργιος Αλεξιάδης και ο Πλάτων Δρακούλης που ήταν γνωστός σοσιαλιστής στην Ευρώπη, για τον ίδιο λόγο. Άλλη μια αποστολή αποτελέστηκε από τους δύο βουλευτές Σίδερη και Κουριέλ, οι οποίοι συνοδευόμενοι από τον Π. Δημητράτο, πήγαν στο Λονδίνο και έκαναν διάφορες ενέργειες για τον επηρεασμό των ευρωπαίων αντιπροσώπων προς όφελος των ελληνικών απόψεων. Στην Διασυμμαχική Σοσιαλιστική Διάσκεψη του Σεπτεμβρίου 1918 είχε σταλεί ο Γ. Πετρίδης. Η χρησιμοποίηση σοσιαλιστών για την υποστήριξη της βενιζελικής πολιτικής προκάλεσε αντιδράσεις μέσα στο Κόμμα. Στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ όμως θα υπάρξει κριτική και θα επιβληθεί τιμωρία στους δύο βουλευτές.
Η Πρωτομαγιά του 1919 γιορτάστηκε σε ολόκληρη τη χώρα στις μεγάλες πόλεις της, παρ’ όλες τις αντιδράσεις των βενιζελικών αρχών που δεν έβλεπαν με καλό μάτι την αύξουσα δύναμη του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ που εξαρτάτο απ’ αυτό. Σε πολλές επαρχιακές πόλεις έγινε γιορτή και παρέλαση, αλλά στη Αθήνα και τον Πειραιά απαγορεύτηκε από την αστυνομία. Επίσης, φρουρούνταν τα θέατρα και απαγορεύτηκε από την αστυνομία η πρωτομαγιά και τα γραφεία των εργατικών οργανώσεων ήταν περικυκλωμένα από το στρατό οπλισμένο με πολυβόλα. Η συμμαχία βενιζελισμού και σοσιαλισμού σπάει και αυτό φαίνεται και στη ΓΣΕΕ. Ακριβώς τότε έγινε η πρώτη ρήξη ανάμεσα στις δύο μεγάλες παρατάξεις, την κυβερνητική και την αντικυβερνητική. Το ΣΕΚΕ προσπαθεί να επιβάλλει την οργανική σύνδεση των σωματείων με αυτό προκαλώντας την αντίδραση του Μαχαίρα και των Βενιζελικών, οι οποίοι οδηγούν τη ΓΣΕΕ σε διάσπαση. Η κυβέρνηση συνεργεί στη διάσπαση και εξόντωση του συνδικαλιστικού κινήματος εξορίζοντας πολλά συνδικαλιστικά στελέχη του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ που πρόσκεινταν φιλικά σε αυτό. Απάντηση σε αυτές τις φυλακίσεις ήταν ένα μεγάλο απεργιακό κύμα με αίτημα την αποφυλάκισή τους. Μετά τη διάσπαση η τρομοκρατία μεγαλώνει μέσα στα συνδικάτα, όπως άλλωστε και σε ολόκληρη τη χώρα. Επιβάλλεται η λογοκρισία και ο στρατιωτικός νόμος. Είναι η εποχή της μικρασιατικής εκστρατείας και ο ελληνικός λαός αρχίζει να αντιδρά κουρασμένος από τη μακρά συμμετοχή σε πολέμους. Μια σειρά απεργιών ξεσπά με κέντρο τους καπνεργάτες στην Καβάλα και τη Δράμα.
Το απεργιακό κλίμα επηρεάζει και το ΣΕΚΕ και το σπρώχνει προς πιο ριζοσπαστικές θέσεις. Το Α΄ Εθνικό Συμβούλιο του 1919 «αποφασίζει να αποχωρήσει εκ της β΄ Διεθνούς και να αποκηρύξει την οπορτουνιστικήν τακτικήν της.» Παράλληλα, «δίδει εντολήν εις την Κεντρικήν Επιτροπήν να προπαρασκευάση το έδαφος δια την προσχώρησιν εις την γ΄ Διεθνή...». Τον Ιανουάριο του 1920, το ΣΕΚΕ θα ενταχτεί στην Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (ΒΚΟ). Τον Απρίλιο του 1920, θα συνέλθει το Β΄ Συνέδριο του ΣΕΚΕ, το οποίο θα επιβεβαιώσει την στροφή προς την ΚΔ απαλείφοντας στοιχεία του προγράμματος που θεωρούνταν ρεφορμιστικά, όπως η θέση για ενδιάμεση «Λαϊκή Δημοκρατία» ή για την ανάγκη της εθνικής άμυνας ή για την Κοινωνία των Εθνών. Σε αυτό το συνέδριο, θα αποφασιστούν η προσχώρηση στην «γ’ Διεθνή της Μόσχας», με την αποδοχή των αρχών και των ψηφισμάτων της, η αποδοχή των 21 όρων και η προσθήκη «Κομμουνιστικό» σε παρένθεση στον τίτλο.
Την επόμενη χρονιά το Β΄ Συνέδριο του ΣΕΚΕ κινούμενο στην ίδια ριζοσπαστική κατεύθυνση αναστέλλει την ισχύ του προγράμματος που είχε ψηφιστεί στο Α΄ συνέδριο, χωρίς όμως να το αντικαταστήσει στην ουσία με ένα καινούριο. Απλώς δηλώνει τις αλλαγές σε κάποια στρατηγικά σημεία και επιφορτίζει την καινούρια Κεντρική Επιτροπή να συντάξει νέο με βάση τις αρχές της Γ΄ Διεθνούς. Η σοσιαλιστική πτέρυγα συμμαχεί με την κομμουνιστική κάτω από την επίδραση της Οκτωβ. Επανάστασης, αλλά εμποδίζει τελικά την πραγματική σύνδεση με αυτήν.
Μέσα στο πλαίσιο αυτής της στροφής και ύστερα από απόφαση έκτακτου συνεδρίου το Κόμμα συμμετέχει στις εκλογές του 1920 με αντιπολεμικά συνθήματα και ιδιαίτερα κατά της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Έμβλημα του Κόμματος για πρώτη φορά το σφυροδρέπανο. Το πολύ καλό εκλογικό αποτέλεσμα δεν επέφερε όμως έδρες.
Την ίδια χρονιά συνέρχεται το Ιδρυτικό Συνέδριο της Ομοσπονδίας Σιδηροδρόμων, η οποία κυριαρχείται από σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις δυτικοευρωπαϊκού τύπου, καθώς οι σιδηροδρομικοί είναι ένα είδος «εργατικής αριστοκρατίας» της εποχής. Το συνέδριο αντιπροσώπευσε 9.000 μέλη. Επίσης, το 1920 συγκαλούνται δύο συνέδρια της διασπασμένης ΓΣΕΕ, ένα της Επιτροπής γύρω από τον Μαχαίρα και ένα της Επιτροπής των Αθηνών από τους σοσιαλιστές. Στο Συνέδριο των σοσιαλιστών συνδικαλιστών διαμορφώθηκαν τρεις τάσεις: μία που υποστήριζε τη συνεργασία με το ΣΕΚΕ, μία την πλήρη συγχώνευση και μια τρίτη την ανεξαρτησία από κάθε πολιτικό Κόμμα.
Το 1919 ιδρύθηκε στον Βόλο μια ισχυρή συνδικαλιστική οργάνωση με το όνομα «Πανεργατική Ένωση Βόλου». Στα τέλη του 1920 η Πανεργατική Ένωση είχε αρχίσει μια μεγάλη κινητοποίηση κατά της ακρίβειας του ψωμιού με επιτυχία. Κατόρθωσε να κρατήσει χαμηλά την τιμή του ψωμιού, ιδρύοντας μάλιστα αρτοποιητικό συνεταιρισμό. Η Πανεργατική Ένωση και το ΣΕΚΕ συγκάλεσαν σε μια μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την αύξηση του ψωμιού και χειροτέρευσης της ποιότητάς του. Πολύ γρήγορα και μετά τις διαλέξεις η συγκέντρωση αποκτά το χαρακτήρα εξέγερσης εναντίον εργοστασίων μακαρονοποίας και μαγαζιών. Η αστυνομία δεν μπόρεσε να επιβληθεί και για δύο μέρες η κατάσταση στο Βόλο ελεγχόταν από τους εξεγερμένους εργάτες. Η κυβέρνηση απέστειλε στρατό ο οποίος εξαπόλυσε τρομοκρατία λεηλατώντας γραφεία σωματείων και συλλαμβάνοντας περίπου 300 εργάτες. Τελικά, από τους συλληφθέντες κρατήθηκαν 34 μεταξύ των οποίων οι κυριώτεροι ηγέτες, ο Θ. Αποστολίδης και ο Αβ. Μοεναρόγιας.
Τον Απρίλιο του 1921 η πρωτομαγιά στη Θεσσαλονίκη γιορτάστηκε με συγκρούσεις ανάμεσα σε εργάτες και αστυνομία. Την ίδια μέρα ένα Σύνταγμα Στρατού που πήγαινε στη Μικρά Ασία στασίασε και στρατιώτες συναδελφώθηκαν με εργάτες. Οι αρχές κήρυξαν τον στρατιωτικό νόμο και κατάφεραν με πολλές συλλήψεις να επιβάλλουν την τάξη. Τον Μάιο ξεσπάει μια πολύ μεγάλη απεργία από την Ομοσπονδία Ηλεκτρισμού με μεγάλη επιτυχία. Ακολουθεί μια μεγάλη απεργία των Σιδηροδρομικών που κράτησε 11 μέρες.
Το ΣΕΚΕ συνέβαλλε την περίοδο αυτή σε ένα μεγάλο κίνημα απεργιακό με πολύ προωθημένα αιτήματα και εξεγερσιακές πρακτικές. Όμως ούτε το ίδιο είχε τις δυνάμεις, το σχέδιο και την εμπειρία, ούτε το εργατικό κίνημα είχε την οργάνωση να αντιμετωπίσει την καταστολή. Έτσι, η επιβολή της τρομοκρατίας επέτρεψε να αναπτυχθεί η απογοήτευση στους εργάτες και η υποχώρηση των ριζοσπαστικών αντιλήψεων προς όφελος των Σοσιλαδημοκρατικών. Έτσι τον Φεβρουάριο του 1922 συνήλθε στην Αθήνα η διάσκεψη του ΣΕΚΕ με θέματα την πολιτική κατάσταση και τα καθήκοντα, τη συνδικαλιστική τακτική και το οργανωτικό. Η απόφαση μιλάει για σφάλματα και προτείνει τη μακρά νόμιμη δράση, μακριά από κινήσεις που θα προκαλούν την κυβέρνηση. Η θέση αυτή εδράζεται στην εκτίμηση ότι η εργατική τάξη δεν είναι ώριμη ακόμα για επαναστατική δράση.
7. Μετά την κατάρρευση του μετώπου: οι έλληνες σοσιαλιστές αδυνατούν να εκφράσουν το ρεύμα δυσαρέσκειας
Η κατάρρευση όμως του μετώπου αλλάζει πλήρως το σκηνικό τον Αύγουστο του 1922. Το ριζοσπαστικό πλαίσιο που επήλθε με τη «Μικρασιατική Καταστροφή» δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την τελική επικράτηση του τριτοδιεθνιστικού προσανατολισμού στο κόμμα. Η καταστροφή της Σμύρνης και τα γεγονότα που επακολούθησαν θα βρουν την πλειοψηφία της ΚΕ του ΣΕΚΕ(Κ) στη φυλακή. Συνολικά, το σοσιαλιστικό κίνημα δε θα καταφέρει να πρωταγωνιστήσει στις εξελίξεις, αφήνοντας στον βενιζελισμό την πρωτοβουλία να εκφράσει την διάχυτη λαϊκή αγανάκτηση. Την παραίτηση της κυβέρνησης και τη διαφυγή του Κωνσταντίνου θα ακολουθήσει το επαναστατικό κίνημα των Πλαστήρα, Γονατά και Φωκά. Το ΣΕΚΕ(Κ), με ευθύνη του Ελ. Σταυρίδη ο οποίος εκτίμησε την δυσκολία της κατάστασης, στήριξε, εμμέσως, το «επαναστατικό» καθεστώς προβάλλοντας ως σύνθημα την άμυνα της πατρίδας στον Έβρο. Η αδυναμία του ΣΕΚΕ(Κ) να προσφέρει, έστω και μειοψηφικά, μια εναλλακτική διέξοδο στην κρίση καταδεικνύει την περιορισμένη δυναμική του ως συντελεστής στο πολιτικό σκηνικό. Τον Οκτώβριο του 1922 θα συγκληθεί Έκτακτο Συνέδριο το οποίο θα αποφασίσει να παραμείνουν σε ισχύ οι αποφάσεις του Β΄ Συνεδρίου και της Συνδιάσκεψης του Φεβρουαρίου, αλλά και ταυτόχρονα αποφασίζει να αρνηθεί κάθε συνεργασία με αστικό κόμμα, όπως και με κάθε εξωκομματικό παράγοντα. Στην ουσία το ΣΕΚΕ(Κ) για άλλη μια φορά βρίσκεται χωρίς σχέδιο και σαφή στρατηγική. Προκηρύσσεται το Γ΄ Συνέδριο, το οποίο θα κληθεί να αποφασίσει για ένα ολοκληρωμένο «μάξιμουμ» πολιτικό και συνδικαλιστικό πρόγραμμα και για τη νέα οργανωτική δομή. Εξελέγη νέα ΚΕ και γραμματέας ο Ν. Σαργολόγος. Η επιστροφή των στρατιωτών και η έλευση των προσφύγων μαζί με την οικονομική καταστροφή ριζοσπαστικοποιούν πολιτικά την κοινωνία. Τα ριζοσπαστικά αυτά ρεύματα διαπερνούν το κόμμα και ενισχύουν τις αριστερές τάσεις του. Στο αμέσως επόμενο διάστημα πολλοί αγωνιστές που βρέθηκαν στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, αλλά και πάρα πολλοί πρόσφυγες από την Κων/πολη, την Σμύρνη και τον Πόντο αποκτούν οργανική επαφή με το ΣΕΚΕ(Κ) και καταλαμβάνουν ηγετικές θέσεις. Παρολαυτά, το ΣΕΚΕ(Κ) αδυνατεί να εκμεταλλευτεί το κλίμα και να πρωταγωνιστήσει. Επακολούθησε μια γενική χαλάρωση της δράσης σε όλα τα τμήματα του κόμματος, ενώ η εσωκομματική πάλη ανάμεσα στην «αριστερά» και τη «δεξιά» κορυφώνεται. Η εσωτερίκευση του ριζοσπαστικού κλίματος και η αδυναμία του κόμματος να ανταποκριθεί σε αυτό αναδιατάσσει τις συμμαχίες στην ηγεσία. Οι Κορδάτος Σαργολόγος που είχαν συναινέσει στις αποφάσεις του Φεβρουαρίου μετατοπίζονται τον Οκτώβρη του 1922. Έτσι, διαμορφώνεται μαζί με τους νεοαφιχθέντες του μετώπου και την τάση του Παπαναστασίου μια νέα κομμουνιστική πλειοψηφία.
Η Πρωτομαγιά του 1923 γιορτάστηκε στον Άγιο Ιωάννη τον Ρέντη από το ΕΚΑ και το ΕΚΠ. Η ΓΣΕΕ όμως οργάνωσε άλλη συγκέντρωση στο Μοσχάτο μαζί με τις Ομοσπονδίες, την Ένωση Αναπήρων Πολέμου και την Ένωση Μηχανουργών. Εντωμεταξύ η ανεργία φουντώνει, τα μεροκάματα πέφτουν και πολλές επιχειρήσεις κλείνουν. Πολύ σύντομα αρχίζουν να ξεσπούν απεργίες από όλους τους κλάδους. Στις 20 Αυγούστου η ΓΣΕΕ κήρυξε Πανελλαδική Απεργία. Την ίδια στιγμή περίπολοι του πολεμικού ναυτικού γυρίζουν στους δρόμους και συλλαμβάνουν απεργούς. Οι απεργίες επεκτείνονται σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Η ένταση της απεργίας κορυφώνεται στις 23 Αυγούστου όταν η ΓΣΕΕ καλεί Πανεργατική συγκέντρωση τω εργατών στην πλατεία Πασαλιμανιού στον Πειραιά. Το μέρος όπου καλείται η συγκέντρωση είναι οπωσδήποτε μακριά και δεν υπάρχει καμία διάθεση για πρόκληση επεισοδίων. Η απεργία όμως χτυπιέται με σκοπό τη διάλυση αφήνοντας 11 νεκρούς εργάτες. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην κατάρρευση του απεργιακού μετώπου. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη ηρωική απεργία της εργατικής τάξης.
Πρωτοπόροι και ηγέτες στην απεργία από τη μεριά του ΣΕΚΕ(Κ) αναδείχτηκαν οι Μάξιμος, Νικολινάκος, Ευαγγέλου, Σταυρίδης κ.α., ενώ στους Παλαιούς Πολεμιστές ο Παντελής Πουλιόπουλος, δηλαδή όλοι όσοι προέρχονταν από το μέτωπο ή τον μικρασιατικό ελληνισμό, παροπλίζοντας με αυτόν τον τρόπο πολιτικά τα παλιά ηγετικά στελέχη. Η απεργία αυτή, με την ιδιαίτερα ριζοσπαστική δυναμική της, φαίνεται πως ανέδειξε και διαμόρφωσε ένα νέο ηγετικό συνασπισμό μέσα στο ΣΕΚΕ(Κ), ο οποίος και ανέλαβε στην επόμενη φάση να «μπολσεβικοποιήσει» το κόμμα.
Στις 19 Σεπτέμβρη 1923 θα συγκληθεί το Έκτακτο Εκλογικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ(Κ) στο οποίο θα καταδικαστούν οι «ρεφορμιστές» σοσιαλδημοκράτες και οι «εξτρεμιστές» του Παπαναστασίου (η δραστηριότητα της ομάδας Τζουλάτι ακόμη αγνοείται από την ηγεσία). Στις 21 Οκτωβρίου 1923 θα εκδηλωθεί το πραξικόπημα του Μεταξά και στις 16 Δεκεμβρίου θα διεξαχθούν εκλογές. Σε αυτές το ΣΕΚΕ θα λάβει 18.000 ψήφους όταν στις εκλογές του 1920 είχε λάβει 50.000. Το εκλογικό αποτέλεσμα καταδεικνύει την αποτυχία του ΣΕΚΕ(Κ) να εκφράσει τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό της περιόδου. Στο αποτέλεσμα θα συνέβαλε βέβαια η αποχώρηση των σημαντικότερων και γνωστότερων μέχρι τότε ηγετών του. Στα τέλη του 1923, ο Παντελής Πουλιόπουλος θα μεταβεί στην Μόσχα και θα εκπροσωπήσει το κόμμα στην ΚΔ. Εκεί θα συναντήσει μεταξύ άλλων τον Κάμενεφ. Στις αρχές του 1924 θα έρθουν στην Ελλάδα με το καράβι «Τσιτσερίν» οι θητεύσαντες στις σχολές της Μόσχας, οι οποίοι προορίζονταν για κομματικά στελέχη και θα μείνουν γνωστοί στην κομματική ιστορία ως «Κούτβιδες». Οι εξελίξεις αυτές θα καθορίσουν για άλλη μια φορά τους συσχετισμούς μέσα στο ΣΕΚΕ(Κ). Έτσι, στις 3 Φεβρουαρίου 1924 θα συγκληθεί το Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ(Κ). Η νέα Κεντρική Επιτροπή είναι πλέον τριμελής και αποτελείται από τους Μάξιμο, Κορδάτο και Αποστολίδη. Επίσης, θα διαγραφεί ο Ευάγγελος Παπαναστασίου και θα ακολουθήσει η διάλυση του τμήματος Πειραιώς και η ανασύστασή του από έμπιστα στελέχη. Από αυτή τη διάσπαση θα προκύψει η Κομμουνιστική Ένωση Ελλάδας (διαφορετική από την Κομμουνιστική Ένωση του Τζουλάτι). Λίγους μήνες αργότερα διαγράφεται και ο Τζουλάτι, οπότε και ολοκληρώνεται, και τυπικά, η αρχειομαρξιστική διάσπαση στο τμήμα Αθηνών. Οι δύο αυτές διασπάσεις φανερώνουν το προσανατολισμό της ηγεσίας να ομογενοποιήσει το κόμμα.
Νέος ηγέτης αναδεικνύεται ο Παντελής Πουλιόπουλος, ο οποίος εξέφραζε το, οριστικά ηγεμονικό πλέον, μπολσεβίκικο ρεύμα. Ο Πουλιόπουλος συμπύκνωνε στο πρόσωπό του τα χαρακτηριστικά ενός ηγέτη, που αναδείχθηκε από τους κοινωνικούς αγώνες (είχε αναδειχτεί μέσα από το αντιπολεμικό κίνημα και το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών) και ταυτόχρονα ήτανε αρεστός στην ΚΔ (μόλις είχε επιστρέψει από τη Μόσχα και κατά ένα τρόπο έφερε την εμπιστοσύνη των Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ). Έφερε το χρίσμα των ηγετών της χώρας του σοσιαλισμού και, επομένως, την υπόσχεση νίκης και της επίλυσης κάθε προβλήματος. Η δαφνοστολισμένη από την επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης μπολσεβικοποίηση προβλήθηκε από τον νέο ηγετικό συνασπισμό Πουλιόπουλου, Μάξιμου, Χαϊτά και την ΚΔ ως η σωτήρια λύση, που θα καθιστούσε το ΚΚΕ κόμμα μαζών και πρωταγωνιστή των εξελίξεων, ωθώντας την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση προς μία επαναστατική κατεύθυνση.
Το 3ο Έκτακτο Συνέδριο επιχείρησε να δώσει, στην κατεύθυνση αναζήτησης ενός πραγματικού μπολσεβίκικου προγράμματος, μια γενική ανάλυση της πολιτικής κατάστασης σε Ελλάδα και διεθνώς. Δυστυχώς όμως ούτε η οργανωτική αναδιάρθρωση ούτε το νέο πολιτικό σύνθημα περί Αυτονομίας της Μακεδονίας και της Θράκης θα δώσουν λύση στο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα. Το σύνθημα για αυτονόμηση Μακεδονίας και Θράκης θα καταστεί, κυρίως κατά την περίοδο της παγκαλικής δικτατορίας, ιδιαίτερα καταστροφικό για το ΚΚΕ καθώς δεν υπήρχαν εκείνες οι συνθήκες στην Μακεδονία και Θράκη για ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Ταυτόχρονα, στέκεται σχεδόν αναίτια αρκετά προκλητικό απέναντι σε ένα ευαίσθητο εθνικό ζήτημα, αφού η ελληνική πολιτική σκηνή διαμορφώθηκε ιστορικά γύρω από τον αλυτρωτισμό. Όμως ακόμα χειρότερα, οι θέσεις για την αυτονομία της Μακεδονίας και την μη απόδοσης γης στους πρόσφυγες έφεραν σε αντίθεση με το κόμμα τόσο τους πρόσφυγες όσο και τους ντόπιους ελληνόφωνους και σλαβόφωνους της Μακεδονίας και της Θράκης. Επίσης, δεν επέφεραν, παράλληλα, κανένα θετικό αποτέλεσμα στην Παλαιά Ελλάδα. Το κόμμα όχι μόνο δεν κατάφερε να συνενώσει τους εργάτες, τους αγρότες και τους πρόσφυγες σε ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπο πάνω σε ένα κοινό στρατηγικό διεκδικητικό πλαίσιο, αλλά λειτούργησε ενισχυτικά στις σωβινιστικές τάσεις που διασπούσαν την ιδεολογική και κοινωνική συνοχή του λαού. Δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ρίζωση των αντικομμουνιστικών ιδεολογιών με αποτέλεσμα όχι μόνο να αποτύχει να αποδεσμεύσει τους αγρότες και τους εργάτες από τα αστικά κόμματα, αλλά να τους ωθήσει ακόμη περισσότερο σε συμμαχίες με τις δυο αντίπαλες μερίδες της αστικής τάξης. Την ίδια στιγμή που υπάρχει η κοινωνική ανάγκη για ταξικούς συνδικαλιστικούς αγώνες και ξεσπάνε παντού απεργίες, οι βενιζελικές κυβερνήσεις και ιδίως η κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου απαντά με τρομοκρατία συλλήψεις και κατάφορη παραβίαση των συνταγματικών αρχών της ελευθερίας. Το Μακεδονικό Ζήτημα νομιμοποιεί πολιτικά και εθνικά την καταστολή.
8. Η αναγέννηση του συνδικαλιστικού κινήματος
και η θεσμοποίηση της καταστολής
Στις 25 Ιουνίου 1925 εκδηλώθηκε το πραξικόπημα του Θεόδωρου Πάγκαλου, το οποίο στηρίχθηκε στους δημοκρατικούς αξιωματικούς του στρατού και στο στόλο. Τα περισσότερα αστικά κόμματα συναίνεσαν. Η εκλεγμένη κομματική ηγεσία βρίσκεται εξαιτίας του μακεδονικού ζητήματος φυλακισμένη και θα αναπληρωθεί από ένα νέο ηγετικό συνασπισμό, που συνιστά συμμαχία του Ελευθέριου Σταυρίδη με την ομάδα των αποκαλούμενων κούτβιδων. Το ΚΚΕ απέναντι στον Πάγκαλο αρχικά κράτησε μια στάση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γενικά «ευμενής ουδετερότητα» έως και διακριτή υποστήριξη που στηριζόταν στην ελπίδα ότι θα ενισχύσει τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Ο Ριζοσπάστης κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο «Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα στρατηγέ μου». Ο Σταυρίδης αναφέρει πως συνομιλούσε με τους δημοκρατικούς αξιωματικούς που αναζητούσαν «λαϊκό έρεισμα» και διαπραγματευόταν την υποστήριξη του κινήματος με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των διωγμένων κομμουνιστών. Η ΚΕ του ΚΚΕ ύστερα από 2 ημερών συζήτηση αποφάσισε να στηρίξει, «αλλά το κίνημα επικράτησε άνετα», γράφει ο Καστρίτης, «και δεν χρειάστηκε το ΚΚΕ. Μ’ αυτή τη δικαιολογία ο Πάγκαλος αθέτησε τις υποσχέσεις τις οποίες μάταια ο [δημοκρατικός στρατηγός και συνομιλητής του Σταυρίδη] Μπακιρντζής πίεζε να πραγματοποιήσει». Το επόμενο εξάμηνο σημαδεύτηκε από μια σειρά δικών. Καταρχήν, οι ήδη συλληφθέντες Μάξιμος, Πουλιόπουλος κ.α. θα δικαστούν σε μια δίκη πολύ μεγάλης πολιτικής εμβέλειας με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και θα κινδυνεύσουν να καταδικαστούν σε θάνατο. Η δίκη τελικά αναβλήθηκε επ’ αόριστον, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και την επέμβαση των δημοκρατικών αξιωματικών. Οι αποτυχημένες επιλογές όμως της ηγεσίας του ΚΚΕ είχαν συνέχεια. Πρώτα υποστήριξε στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1925 ως υποψήφιο δήμαρχο τον Μηνά Πατρίκιο στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος όταν εκλέχτηκε, αφού εξέθεσε το κόμμα με κακοδιαχείριση, μετατοπίστηκε στο πλευρό του Πάγκαλου. Στη συνέχεια στις προεδρικές εκλογές υποστήριξε εναντίον του Πάγκαλου τον μοναρχικό Δεμερτζή, τον οποίο παράλληλα στήριξε το σύνολο των αστικών κομμάτων. Στο σύνολό τους αυτές οι ανακόλουθες με τις γενικές κατευθύνσεις του κόμματος επιλογές δεν επέφεραν κανένα θετικό αποτέλεσμα για τις δυνάμεις του ΚΚΕ, αλλά αντίθετα κατέδειξαν ότι το «κιβώτιο», που με δυσκολία μετέφεραν τα μέλη του κόμματος με εξορίες, φυλακές και ανενδοίαστη πολιτική στράτευση, έμοιαζε άδειο. Η ηγεσία λειτουργούσε χωρίς σχέδιο και στρατηγική και η πολιτική του ΚΚΕ φαινόταν χρεοκοπημένη. Τέλος, το 3ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ το Μάρτιο του 1926 έφερε στην ηγεσία τους σοσιαλιστές του Στρατή, γεγονός που θα οδηγήσει με το 4ο Συνέδριο στα 1928 στον εξοβελισμό των κομμουνιστών από τη Συνομοσπονδία. Την χρεοκοπία αυτή το ΚΚΕ θα την πληρώσει για ένα μεγάλο σχετικά διάστημα με την απομαζικοποίησή του προς όφελος της ανάπτυξης του αρχειομαρξισμού και την παράταση της κρίσης στο επίπεδο ηγεσίας. Η διαρκής αυτή κρίση που ακολουθεί σαν προπατορικό αμάρτημα το ΣΕΚΕ/ΚΚΕ δε θα λήξει ούτε στα 1931 με την επέμβαση της Διεθνούς και το διορισμό νέας Κεντρικής Επιτροπής και Γενικού Γραμματέα, αλλά θα συνεχιστεί με μικρότερη ένταση μέχρι το 1936, για να επανέλθει μέσα στη δικτατορία.
Η πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου θα φέρει μια πραγματική δημοκρατική μεταπολίτευση. Το εργατικό κίνημα αναζωπυρώνεται και ένα μεγάλο απεργιακό κύμα ξεσπά προκαλώντας την έντονη παρέμβαση της βενιζελικής κυβέρνησης στο συνδικαλισμό.
Στις 8 Μαρτίου 1928 άρχισε το 4ο Συνέδριο. Παρευρίσκονται 452 σύνεδροι όλων των παρατάξεων. Παρόλες τις διασπάσεις, διαγραφές, αποκλεισμούς η αριστερά εξακολουθεί να έχει την μεγάλη δύναμη, 170 περίπου αντιπροσώπων. Χαρακτηριστικό του συνεδρίου αυτού ήταν η συνεργασία συντηρητικών και σοσιαλιστών και ο αποκλεισμός των κομμουνιστών από το συνέδριο. Ο αποκλεισμός των κομμουνιστών έγινε την τρίτη μέρα του Συνεδρίου. Με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, πραγματοποιήθηκε κοινή σύσκεψη των σοσιαλδημοκρατικών και ρεφορμιστικών αντιπροσώπων και αφού εφοδίασαν τους παρευρισκόμενους με Ειδικό Δελτίο, αποφάσισαν ότι την επόμενη μέρα είσοδο στο συνέδριο θα δικαιούνται μόνο αυτοί που έχουν το ειδικό δελτίο. Με το 4ο Συνέδριο επισημοποιήθηκε η διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι αποκλεισθέντες από το συνέδριο, προχώρησαν το 1929 στην ίδρυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ. Η Ενωτική ΓΣΕΕ διαλύθηκε με απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών το 1930, στην πραγματικότητα όμως εξακολούθησε να υπάρχει και να δρα. Η αντίδραση εντάθηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου στα 1929 με το νόμο περί ιδιωνύμου αδικήματος (N. 4229). Επρόκειτο για νόμο "περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών". Ο στόχος του ήταν η ποινικοποίηση των "ανατρεπτικών" ιδεών, ιδιαίτερα η δίωξη κομμουνιστών, αναρχικών και η καταστολή των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων. Η ψήφιση του ιδιώνυμου προέκυψε σαν ανάγκη της αστικής τάξης να προασπίσει τα κεκτημένα από την αστικοδημοκρατική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα, της οποίας πρωτοπορία υπήρξε το κόμμα του Βενιζέλου. Σύμφωνα με αυτόν, η απεργία δεν αναγνωριζόταν ως μέσο προβολής πολιτικών αιτημάτων, η διαδήλωση θεωρούνταν διασάλευση της κοινωνικής γαλήνης και ο συνδικαλισμός μετατράπηκε σε "ιδιώνυμο" αδίκημα.
Το μεσοπολεμικό ελληνικό αστικό κράτος αρχίζει να θεμελιώνεται πάνω στον αντικομμουνισμό. Το ελληνικό έθνος έχει πλέον όχι εξωτερικούς εχθρούς, αλλά ένα μεγάλο εσωτερικό. Ο ελληνοχριστιανισμός ως ιδεολογία μετασχηματίζεται και γίνεται το ιδεολογικό όχημα κατάπνιξης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος
9. Ο συνδικαλισμός των παρατάξεων, ο συντεχνιασμός και η κοινωνική του βάση
Στο παραδοσιακό παραγωγικό μοντέλο που κυριαρχούσε στην ελληνική κοινωνία οι όροι οργάνωσης της εργασίας στους εργασιακούς χώρους δεν καθορίζονταν ωστόσο μόνο από εργοδότες. Οι επιδιώξεις των εργατών διαμόρφωναν αυτούς τους όρους. Διότι αν οι εργοδότες αντιμετώπιζαν την οργάνωση της παραγωγής από τη σκοπιά του χαμηλού κόστους παραγωγής, οι ειδικευμένοι εργάτες την αντιμετώπιζαν με μια ριζωμένη αντίληψη περί «ηθικής τάξεως» στην οικονομία. Η στάση τους χαρακτησριζόταν ηθική για δύο λόγους: αφ’ ενός ερχόταν σε αντίθεση με την επιχειρηματική νοοτροπία του κέρδους που επέβαλλαν οι κανόνες λειτουργίας της αγοράς στην οργάνωση των επιχειρήσεων ή και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Οι εργάτες αυτοί είχαν συνηθίσει να εργάζονται με έναν τέτοιο τρόπο που με τα σημερινά κριτήρια λειτουργίας ων επιχειρήσεων θα θεωρούνταν εντελώς αντιπαραγωγικός. Αφ’ ετέρου απηχούσε ένα σύνολο λαϊκών αντιλήψεων για το πώς πρέπει να είναι και να λειτουργούν οι κοινωνικές σχέσεις. Βασικά συστατικά στοιχία των αντιλήψεων ήταν η ποιότητα της εργασίας, η εξασφάλιση της εργασίας. Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι ότι οι πολιτικές αντιλήψεις αποκτούσαν πολιτικό προσανατολισμό μέσα από τις επιδιώξεις των εργατικών σωματείων. Οι κλάδοι που αντιστοιχούν σε αυτό το μοντέλο είναι δύο: ο πρώτος είναι ο καπνεργατικός και ο δεύτερος είναι εκείνος των μικρών βιοτεχνικών μονάδων ή εργαστηρίων.
Έτσι αναμφισβήτητα πρωτοπορία του εργατικού κινήματος στον μεσοπόλεμο ήταν οι καπνεργάτες. Το πρόβλημα που ήταν γνωστό ως καπνικό ζήτημα συνίστατο στο βαθμό επεξεργασίας των φύλλων καπνού. Οι εργάτες επέμεναν στην αναγκαιότητα επεξεργασίας των φύλλων, διότι από αυτή εξαρτάτο το εισόδημά τους. Αντίθετα, οι καπνέμποροι έδειχναν την τάση να εξάγουν στο εξωτερικό όσο το δυνατόν περισσότερο προϊόν ακατέργαστο ή μόνον ελαφρά κατεργασμένο. Την περίοδο 1927 – 1928 εκδηλώθηκαν οι μαζικότερες και δραματικότερες απεργίες των καπνεργατών. Οι καπνεργάτες συνδέθηκαν από πολύ νωρίς με το ΚΚΕ και τη ΓΣΕΕ. Ανακηρύχθηκαν σε πρωτοπορία του εργατικού κινήματος διότι μπορούσαν να διεξάγουν τους μεγαλύτερους σε συμμετοχή, διάρκεια και μαχητικότητα απεργιακούς αγώνες. Η δράση τους ενέπνεε στους άλλους εργάτες το αίσθημα της συμμετοχής σε ένα κοινό σύνολο αξιών και σημασιών της εργασίας. Αυτό συνέβαινε γιατί τα αιτήματα που έθεταν στις απεργίες τους δεν αφορούσαν αποκλειστικά το επάγγελμά τους. Ο αγώνας τους επιδίωκε την πραγματοποίηση των οραμάτων μιας ολόκληρης κοινωνίας: την έμφαση στην ποιότητα εργασίας, το ιδεώδες της οικογενειακής εργασίας, τη σαφή κατά φύλα κατανομή εργασίας.
Χαρακτηριστικό πρότυπο των μικρών βιοτεχνικών μονάδων ή εργαστηρίων ήταν ο κλάδος των αρτεργατών. Τα πρωτόκολλα εργασίας που υπέγραφαν με τους εργοδότες περιέγραφαν με λεπτομέρειες τη διαδικασία παραγωγής ψωμιού. Η μέτρηση της καθημερινής εργασίας των αρτεργατών δεν γινόταν στη βάση του χρόνου, αλλά στη βάση του παραχθέντος προϊόντος και αμοίβονταν με βάση αυτό. Προσπαθούσαν διατηρώντας την ποιότητα εργασίας και τον έλεγχο επί της παραγωγής να διατηρούν μεγάλα ημερομίσθια, κατανομή του χρόνου και της εργασίας με βάση τις συνήθειές τους και την εξεύρεση εργασίας για όλους τους εργάτες του κλάδου. Το αρτεργατικό κίνημα συνδέθηκε με τους αρχειομαρξιστές. Το Σωματείο Αρτεργατών Αθήνας υπήρξε εξίσου μοντέλο και πρότυπο για τους εργατικούς κλάδους αποδεικνύοντας ότι η οργάνωση και η εργατική πάλη είναι εκείνη που μπορεί να επιφέρει νίκες.
Και οι δύο αυτοί κλάδοι είναι πρωτοπόροι στην δημιουργία ασφαλιστικών οργανισμών, ακριβώς εξαιτίας της πίεσης που ασκούσαν.
Οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ επιχειρούσαν να καθορίσουν την πολιτική τους στο συνδικαλιστικό κίνημα με βάση τις θέσεις της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς (ΚΣΔ)που ιδρύθηκε στη Μόσχα το 1921. Τα εργατικά σωματεία της εποχής όχι μόνο στην Ελλάδα, λοιπόν, αλλά στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες συγκροτούνταν με βάση την ειδίκευση και όχι τον χώρο εργασίας ή τον κλάδο και είχαν κλειστό επαγγελματικό χαρακτήρα. Αυτός ο τρόπος οργάνωσης κρίθηκε συντεχνιακός και ανίκανος να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της ταξικής πάλης, διότι εμπόδιζε την συντονισμένη δράση και λειτουργούσε διασπαστικά και όχι ενωτικά στην διαμόρφωση μιας ενιαίας ταξικής συνείδησης. Κεντρικός πολιτικός στόχος ήταν να επιτευχθεί το ενιαίο εργατικό μέτωπο που θα υπερβαίνει την ανομοιογένεια τόσο της εργατικής τάξης όσο και του εργατικού κινήματος.
Η γραμμή όμως του Ενιαίου Μετώπου υπονομευόταν από την προσπάθεια «οργανικής σύνδεσης» του συνδικαλιστικού κινήματος με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η άμεση συνδικαλιστική δράση υποτασσόταν ως μικρογραφία της εξεγερσιακής διαδικασίας στον στρατηγικό στόχο της κοινωνικής επανάστασης. Η πάλη για τις άμεσες βελτιώσεις δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί μια βαθμίδα στην ιεράρχηση για την επανάσταση. Αλλά κατά την τριτοδιεθνιστική αντίληψη το ζήτημα της εξουσίας δεν μπαίνει μόνο στο επίπεδο της παραγωγής, αλλά κυρίως στο επίπεδο του κεντρικού πολιτικού σκηνικού. Επομένως, το κόμμα ως συλλογικός διανοούμενος της εργατικής τάξης και όχι το συνδικαλιστικό κίνημα είναι ο πολιτικός φορέας και εκφραστής της επαναστατικής δράσης. Στα 1927, η αντίληψη αυτή σε συνδυασμό με την εκτίμηση για την τρίτη και τελευταία περίοδο του καπιταλισμού σήμαινε άμεση πολιτικοποίηση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας υποταγμένης απόλυτα στην πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το ΚΚΕ προσανατολίζει γύρω στα 1927 τα σωματεία των εργατών συναφών επαγγελμάτων να ενοποιηθούν σε Βιομηχανικές Ενώσεις οι οποίες ενοποιούσαν τα σωματεία ειδίκευσης στη βάση ενός ενιαίου κλάδου. Για παράδειγμα τα σωματεία μαγείρων και γκαρσονιών εστιατορίου ενοποιούνταν σε μια ενιαία συνδικαλιστική ενότητα καθώς κριτήριο δεν αποτελεί η ειδίκευση, αλλά ο χώρος εργασίας. Οι Βιομηχανικές Ενώσεις δεν ήταν δηλαδή δευτεροβάθμιες ενώσεις, αλλά μια διαφορετική συγκρότηση σε πρωτοβάθμιο επίπεδο. Επίσης, το ΚΚΕ δίνει μεγάλη σημασία στην ίδρυση δευτεροβάθμιων εργατικών συσσωματώσεων, των ομοσπονδιών, που συγκροτούνται πάνω στην βάση της ενοποίησης των διαφορετικών συναφών κλάδων. Στην πραγματικότητα το ΚΚΕ με την γραμμή της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς επιχειρεί να μεταφέρει στην Ελλάδα την συνδικαλιστική οργάνωση που αφορά το φορτικό παραγωγικό μοντέλο και που βέβαια πολύ λίγο ανταποκρίνεται στην ελληνική πραγματικότητα της δεκαετίας του 1920. Οι θέσεις αυτές της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς προέκυπταν από τις παραγωγικές δομές χωρών με ισχυρή βιομηχανική οργάνωση, μεγάλα εργοστάσια και σοβαρή συνδικαλιστική παράδοση. Επομένως, στην Ελλάδα η απόπειρα εφαρμογής τους από τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ προσέκρουσαν στις διαφορετικές παραγωγικές δομές του ελληνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Αν και στην πραγματικότητα στην Ελλάδα το κομμουνιστικό κίνημα δεν αντιμετώπισε πολύ διαφορετικές καταστάσεις από ότι σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες με σημαντική σοσιαλιστική παράδοση, καθώς στην πράξη οι θέσεις αυτές αντιστοιχούν στη φάση του φορντισμού που σε λίγες χώρες είχε κυριαρχήσει ως παραγωγική δομή. Μάλιστα, οι Θέσεις και αποφάσεις του δευτέρου συνεδρίου της Κόκκινης Επαγγελματικής Διεθνούς καταγγέλουν τις υπαρκτές τάσεις άρνησης των εργατών να «ενώσουν τις δυνάμεις τους με τις δυνάμεις άλλων συναφών επαγγελμάτων». Συγκεκριμένα, ένα τέτοιο «σύστημα συντεχνιακό που τίθεται κάτω από τη σημαία του αποκεντρωτισμού παρατηρείται στη Γαλλία, στην Ισπανία και σάλλες χώρες», ενώ σε πλήρη αντίθεση, άλλες χώρες, όπως η Τσεχοσλοβακία, η Νορβηγία, η Αυστραλία κ.α., παρουσιάζουν τάσεις κατάργησης των «συντεχνιακών οργανώσεων» και συγκρότησης ενιαίες ομοιοεπαγγελματικές σωματειακές ενώσεις «με τη μορφή ενός μεγάλου Συνδικάτου με κοινό ταμείο και βιομηχανικά τμήματα»
Η προσπάθεια του ΚΚΕ να δημιουργήσει τις δομές για ένα νέου τύπου συνδικαλιστικό κίνημα στα 1927, αποτελεί στην ουσία την εφαρμογή στον συνδικαλισμό της «υπερεπαναστατικής» γραμμής για την τρίτη και τελευταία περίοδο του καπιταλισμού. Για άλλη μια φορά η απόπειρα της άνωθεν μεταφοράς ενός «καθαρού» μπολσεβικισμού, αυτή τη φορά στον συνδικαλισμό, θα οδηγήσει σε καταστροφικές συνέπειες. Ο μόνος κλάδος που θα μπορέσει να ταιριάξει σε αυτό το μοντέλο είναι ο κλάδος των καπνεργατών εξαιτίας της φύσης της εργασίας, καθώς οι εργάτες δούλευαν σε μεγάλα και όχι σε μικρά εργαστήρια
Στις αδυναμίες προσαρμογής των οργανωτικών μοντέλων της Κόκκινης Διεθνούς στις ελληνικές συνθήκες διεξαγωγής της ταξικής πάλης θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε τις αιτίες μαζικοποίησης και ταυτόχρονα της στροφής του αρχειομαρξισμού στον συνδικαλισμό. «Όλες μας οι οργανώσεις,» έγραφε ο Σεραφείμ Μάξιμος το 1923, «με δυσκολία κατορθώνουν να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα προβλήματα, εθνικά και διεθνή, σύμφωνα με τις αρχές που τυπικά αναγράφονται στα καταστατικά τους. Πολλές φορές σωματεία με επαναστατικές αρχές προτείνουν για τα καθημερινά ζητήματα λύσεις καθαρά μεταρρυθμιστικές και με δυσκολία κατορθώνουν να ξεχωρίσουν στην πράξη τη συνεργασία των τάξεων από την πάλη.» Ο διαχωρισμός της άμεσης πολιτικής σύνδεσης της συνδικαλιστικής δράσης με το επαναστατικό πρόταγμα, που φαίνεται ότι αναγκαστικά εφάρμοζαν στην πράξη οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ μέχρι το 1927, εκφράστηκε τελειότερα μετά το 1927, μέσα από τον Αρχειομαρξισμό. Όταν οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ με τη γραμμή των Βιομηχανικών Ενώσεων και της τρίτης περιόδου υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν στην πράξη τις εντολές της Κόκκινης Διεθνούς, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της πολιτικοποιημένης εργατικής μάζας, που μέχρι τότε λειτουργούσε μέσα ή επηρεαζόταν συνδικαλιστικά κυρίως από στο ΚΚΕ, απομακρύνθηκε από το κόμμα και στράφηκε προς στην ομάδα του Γιωτόπουλου.
Αποτελεί κοινό τόπο σε όλες τις πηγές το γεγονός ότι οι αρχειομαρξιστές εξήλθαν από την συνδικαλιστική αδράνεια χωρίς να αποκαλύπτουν την πολιτική τους ταυτότητα. Δεν παρουσιάζονταν ως κομμουνιστές ή ως σοσιαλιστές, αλλά ως απλοί και τίμιοι εργάτες που ενδιαφέρονταν για το πραγματικό συμφέρον των εργαζομένων σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς εργατοπατέρες του εργοδοτικού συνδικαλισμού και τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ που κατηγορούταν για «τυχοδιωκτισμό», «αμορφωσιά» και «σοσιαλδημοκρατισμό». Φαίνεται πως η προβολή αυτού του ιδιόμορφου «απολίτικου» ηθικολογικού συνδικαλιστικού λόγου επιλέγεται κατά ένα τρόπο για να καλύψει την απουσία συνδικαλιστικής εμπειρίας λόγω της συγκρότησης της οργάνωσης εξωσυνδικαλιστικά. Αλλά ο ηθικός αυτός λόγος δεν περιορίζεται μόνο στην αρχή του συνδικαλιστικού ανοίγματος των αρχειομαρξιστών. Η τιμιότητα ως συνδικαλιστική πρακτική και αναφορά αποτελούσε την ιδιαίτερη χαρακτηριστική πολιτική ταυτότητα του αρχειομαρξιστικού συνδικαλισμού. Πέρα από την πρόταξη της τιμιότητας εκείνο το χαρακτηριστικό που διακρίνει τον αρχειομαρξισμό είναι η συγκρουσιακότητα που μάλλον συνάδει γενικά με την υποβάθμιση της πολιτικής. Η μορφή αυτή πολιτικού λόγου, όπως εμφανίζεται στον αρχειομαρξισμό, δεν ήταν όμως ούτε άγνωστη ούτε ξένη τόσο στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα όσο και στο ελληνικό. Ο Αντώνης Λιάκος σημειώνει ότι ο λόγος περί «καθαρού συνδικαλισμού», ο οποίος αντιλαμβανόταν την συνδικαλιστική ανεξαρτησία ως πολιτική ουδετερότητα πρωτοεμφανίστηκε μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο στον γαλλικό κίνημα ως «ρεφορμιστική» απόκλιση του «επαναστατικού συνδικαλισμού» της περιόδου 1895 – 1914. Στην Ελλάδα ο Λιάκος παρατηρεί ότι συγγενικό ρεύμα με τους γάλλους «καθαρούς συνδικαλιστές» αναπτύσσεται το αναρχοσυνδικαλιστικό ρεύμα των αρχών του 20ου αιώνα και το συνδικαλιστικό ρεύμα του Εμμανουήλ Μαχαίρα μετά το 1920, που δραστηριοποιούνται σε παραγωγικούς κλάδους παρόμοιους με εκείνους που παρενέβαιναν οι γάλλοι «καθαροί συνδικαλιστές». Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι αρχειομαρξιστές παρουσιάζονται, όπως παρατηρούμε από την δραστηριότητά τους στο σωματείο των αρτεργατών, ως η αριστερή εκδοχή-αντιπολίτευση σε αυτό το μοντέλο συνδικαλισμού, χωρίς όμως να απεμπολούν το εννοιολογικό οπλοστάσιο και τα πολιτικά χαρακτηριστικά του «καθαρού συνδικαλισμού». Δηλαδή εμφανίζονται στην Ελλάδα ως η επαναστατική εκδοχή του «καθαρού συνδικαλισμού», ο οποίος σε αυτήν την περίπτωση ακολουθεί μια αντίστροφη πορεία, καθώς γεννιέται ως «ρεφορμιστικός» και μετεξελίσσεται σε επαναστατικό. Το σημαντικότερο κοινό στοιχείο του αρχειομαρξιστικού «καθαρού επαναστατικού συνδικαλισμού» με τον γαλλικό «επαναστατικό καθαρό συνδικαλισμό» είναι ότι προκύπτει από τα ίδια ακριβώς εργατικά στρώματα που αντιστοιχούν σε ανάλογες παραγωγικές δομές, δηλαδή την βιοτεχνική παραγωγική βάση του μικρού εργαστηρίου και της υψηλής ειδίκευσης. Η αντίληψη για το διαχωρισμό θεωρίας και πράξης ηγεμόνευε σε αυτά τα στρώματα σε πλήρη αναλογία με τα αντίστοιχα στρώματα στην Γαλλία από την απαρχή της συνδικαλιστικής τους συγκρότησης. Ο αρχειομαρξισμός εντελώς εμπειριστικά «έκλεψε» θα λέγαμε από τους αντιπάλους του τον πολιτικό τους λόγο και τον συνέδεσε με την ταξικότητα και την ανεξάρτητη εργατική πολιτική δράση. Τέλος, ο αρχειομαρξισμός και ο δεξιός συνδικαλισμός συνδέεται στην βάση της αποδοχής του συντεχνιακού μοντέλου οργάνωσης της εργατικής τάξης. Οι δεξιοί όμως σε αντίθεση με το Αρχείο προσπαθούσαν να αναπαράγουν ένα είδος πατερναλισμού και εργατοπατερικού συνδικαλισμού.
Ο εργάτης πρώην χωρικός δεν μπορούσε να απαγκιστρωθεί εντελώς από τον παραδοσιακό τρόπο επίλυσης του κοινωνικού ζητήματος στην Ελλάδα που σήμαινε ιδεολογική και πολιτική πρόσδεση στα κόμματα του άρχοντος συνασπισμού. Οι παραδοσιακές σχέσεις εξάρτησης με βάση τους δεσμούς αίματος και κοινής καταγωγής μεταφέρονταν και αναδομούνταν στις συνθήκες της πόλης και στον δευτερογενή τομέα, ο οποίος λόγω της χαμηλής οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου παρέμενε ακόμη καθηλωμένος σε προκαπιταλιστικά συντεχνιακά παραγωγικά μοντέλα. Πολλοί εργατικοί κλάδοι και κατ’ επέκταση τα αντίστοιχα εργατικά σωματεία, όπως π.χ. των αρτεργατών, που κατάγονταν αποκλειστικά από χωριά της Ηπείρου ή των κεραμοποιών που κατάγονταν από τα νησιά του Σαρωνικού, συγκροτούνταν αποκλειστικά στη βάση της κοινής προέλευσης και καταγωγής, καθώς, επίσης, και των δεσμών αίματος. Αυτό πρακτικά σήμαινε συντεχνιάζουσες εργασιακές σχέσεις μεταξύ εργοδοτών/εργατών και εργατών/συνδικαλιστικών ή πολιτικών εκπροσώπων τους. Ο πρόεδρος του εργατικού συνδικάτου μπορούσε κάλλιστα να κατέχει το ρόλο του «πάτρωνα» και του «κομματάρχη», να λειτουργεί δηλαδή ως οργανωτικός διαμεσολαβητής – «οργανικός διανοούμενος» με γκραμσιανούς όρους – των οριζόντιων εξαρτημένων πολιτικών σχέσεων πάνω στους οποίους συγκροτούνταν παραδοσιακά στην Ελλάδα οι αστικοί συνασπισμοί εξουσίας, δηλαδή τα αποκαλούμενα «πελατειακά» κόμματα.
Επομένως, φαντάζει λογικό να διαχέονται και να κυριαρχούν σε βάρος της ταξικότητας στην πολιτική συνείδηση των εργατών οι τοπικοί διχασμοί, αλλά και οι εθνικές προτεραιότητες που ήταν πάντοτε πολύ έντονοι στην ελληνική κοινωνία. Ιδιαίτερα μετά την προσάρτηση των Νέων Χωρών, οπότε προστέθηκε ο πολιτικοτοπικός διαχωρισμός «νεοελλαδίτες»-«παλαιοελλαδίτες», φαίνεται πως εντάθηκε ακόμη περισσότερο η διασύνδεση αυτών των τοπικοτήτων με τους μηχανισμούς πολιτικής εκπροσώπησης. Οι σχέσεις αυτές, που στην πράξη ήταν σχέσεις εξάρτησης και εκμετάλλευσης από την εργοδοσία και τους «κομματάρχες» ενδιάμεσους μικροαστούς «εκπροσώπους» και υπαγωγή στους μηχανισμούς του κράτους, όσο και εάν ενδεχομένως διαρρηγνύονταν σε διάφορες οξυμένες φάσεις μικρότερης ή μεγαλύτερης κρίσης, όπως για παράδειγμα στις έντονα συγκρουσιακές απεργιακές κινητοποιήσεις, δεν μπορούσαν τελικά, παρά να είναι συγκυριακές, και να αδυνατούν να παγιώσουν τη ρήξη. Όπως γράφει και ο Ελεφάντης: «όταν το κοινωνικό πρόβλημα ξεπερνά την αντοχή, το ξέσπασμα έρχεται με τη μορφή «πεζοδρόμιο», διαδήλωση, ευθεία αναμέτρηση, το άτομο εναντίον του κράτους, και ύστερα η αναδίπλωση, συχνά χωρίς συνέχεια». Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στους αρτεργάτες το συνδικαλιστικό αυτό μοντέλο κατέρρευσε μόλις στα 1927 και στους κεραμοποιούς στα 1930-31 με την κατάληψη των σωματείων από τους αρχειομαρξιστές, ενώ σε άλλους κλάδους (π.χ. φορτοεκφορτωτές) διατηρήθηκε σε όλο τον μεσοπόλεμο.
10.
Το απεργιακό κίνημα της δεκαετίας του 1930
Το Φεβρουάριο του 1929 ξεσπάει στο Λαύριο μια πολύ μεγάλη και δυναμική απεργία με νεκρούς. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις μαζεύουν 7.000 ανθρώπους. Μαζί με τους μεταλλωρύχους απεργούν οι καταστηματάρχες και όλοι οι επαγγελματίες του Λαυρίου. Ακόμα και ο δήμαρχος είχε ταχθεί με το μέρος των απεργών. Το Λαύριο ήταν η πρώτη προλεταριακή πόλη, καθώς όλη η οικονομική ζωή ήταν επικεντρωμένη γύρω από τους μεταλλωρύχους. Παρ’ όλα αυτά δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου επιρροή των κομμουνιστών. Η πίεση προς τον Βενιζέλο και την κυβέρνηση ήταν γενικευμένη, ακόμα και από τους βενιζελικούς κύκλους.
Την ίδια περίοδο ξεσπάει μεγάλη απεργία στην Ελευσίνα. Από καιρό οι εργάτες των εργοστασίων Οινοποιίας, Οινοπνευματοποιίας, Λιπασμάτων, Τσιμέντων της Ελευσίνας είχαν ζητήσει αύξηση 40% αυστηρή εφαρμογή 8ώρου, τακτική πληρωμή, να απολυθούν οι ανήλικοι κ.α. Τα αιτήματα των εργοστασιακών εργατών ενισχύουν και οι φορτοεκφορτωτές του λιμανιού. Η συμμετοχή στην απεργία είναι καθολική και συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι της πόλης. Η προσπάθεια των απεργών να εμποδίσουν τους απεργοσπάστες προκάλεσε την βίαιη καταστολή με τον θάνατο ενός εργάτη και τον τραυματισμό πολλών. Οι κινητοποιήσεις διαρκούν όλο τον μήνα, ενώ σε πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας ξεσπούν απεργίες. Οι περισσότερες τελικά απεργίες οδηγούνται στην ήττα. Το χαρακτηριστικό αυτών των απεργιών είναι ότι αφορούν χώρους εργοστασίων και όχι μικροβιοτεχνιών. Είναι φανερό ότι ο εργοστασιακός συνδικαλισμός είναι σχεδόν ανύπαρκτος, ενώ στα στρώματα αυτά κυριαρχούν δεξιές αντιλήψεις.
Την επόμενη δεκαετία η κρίση του μέχρι τότε οικονομικού/παραγωγικού συστήματος και το σχετικά ευνοϊκό προστατευτικό κλίμα θα οδηγήσει στην ίδρυση μεγάλων μοντέρνων μεταποιητικών μονάδων. Το ζήτημα της συνδικαλιστικής οργάνωσης αυτών των νέων κλάδων που εμφανίζονται κυρίως σε περιοχές όπως η Ελευσίνα θα γίνει κεντρικός στόχος όλων των κομμουνιστικών οργανώσεων.
Στα 1929 όμως το ΚΚΕ βιώνει μια ακόμη μεγάλη κρίση στο εσωτερικό του, αποτέλεσμα της αδυναμίας εφαρμογής της λεγόμενης τριτοπεριοδικής γραμμής, αλλά και της αδυναμίας του να εκφράσει τις οργανωτικές ανάγκες του παραδοσιακά οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και να συνδέσει τις δικές του οργανωτικές προτάσεις με τη νέα εργατική βάρδια των εργοστασίων.
Η δεκαετία του 1930 χαρακτηρίζεται από την ένταση και την δυναμική των απεργιακών κινητοποιήσεων τόσο των παραδοσιακών όσο και νέων κλάδων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου