Για
τον Edward Hallett “Ted” Carr η Ιστορία υπήρξε εργαλείο συγκρότησης
ηγεμονικής πρότασης για την κοινωνία. Η αποδόμηση της φιλελεύθερης
αντίληψης για την Ιστορία και τον κόσμο στον Μεσοπόλεμο έβαλε για τον
ιστορικό νέα καθήκοντα. Το «αόρατο χέρι» εξαφανίστηκε μαζί με την
παγκόσμια αρμονία που υποτίθεται ότι εξασφάλιζε. Εδώ ήταν λοιπόν που ο
ιστορικός βγήκε στην «σκηνή», επιφορτισμένος με τα νέα καθήκοντα,
απευθυνόμενος στο «κοινό» του, γράφοντας στη γλώσσα τους, προσπαθώντας
να επικοινωνήσει μαζί τους1.
Και
ο Carr για 60 σχεδόν έτη έκανε ακριβώς αυτό το πράγμα. Συνεργάστηκε σαν
δοκιμιογράφος με έντυπα όπως το Spectator, το Fortnightly Review, το
Christian Science Monitor, τους Sunday Times και τους Times Literary
Supplement. Δημοσιεύθηκαν και εκδόθηκαν δεκάδες δοκίμια, κριτικές, άρθρα
και βιβλία του. Διαμόρφωσε το «κοινό» του χωρίς ποτέ να λάβει υπ’ όψιν
του τις επιταγές του πολιτικού κατεστημένου ή της ακαδημαϊκής
λογιοσύνης. Δε δίστασε να στηρίξει δημόσια το Ε.Α.Μ από τις στήλες των
Times, την ώρα που Βρετανοί στρατιώτες σκοτώνονταν στα «Δεκεμβριανά»
διότι πίστευε ότι αυτή ήταν η ενδεδειγμένη πολιτική λύση2
και για αυτό πού έγραψε στιγματίστηκε δημόσια από τον «πρωθυπουργό της
νίκης» στο Βρετανικό Κοινοβούλιο. Το σημαντικό με αυτό τον άνθρωπο ήταν
ότι αν και απογοητευμένος φιλελεύθερος, τέκνο της ελίτ του Cambridge,
κομμάτι της τάξης που παρήγαγε την πολιτική και την κυρίαρχη ιδεολογία3,
που γνώρισε την αριστερά την εποχή που ο κομμουνισμός έσειε τη γη χωρίς
ο ίδιος να προσχωρήσει ποτέ σ’ αυτήν, όχι μόνο συγκρούστηκε με μανία με
τις επιλογές της τάξης του αλλά επιχείρησε να χρησιμοποιήσει την
επιρροή του για να μετατοπιστεί η μεταπολεμική ισορροπία προς τ’
αριστερά. Αυτού του είδους τις «αδιόρθωτες ψυχές» ο Ράσελ Τζάκομπυ τους
ονομάζει «δημόσιους διανοούμενους», διανοούμενους δηλαδή,
προσκολλημένους σε έναν επαγγελματικό χώρο αλλά με αναφορά σε έναν
δημόσιο κόσμο και σε μια δημόσια γλώσσα4.
Την
εποχή περίπου που ο Carr άρχιζε να κάνει το «αδιανόητο» για τους
καιρούς του, να γράφει δηλαδή την ιστορία της Ρώσικής Επανάστασης,
αρχίζει στις Η.Π.Α η περιοδεία του «θιάσου Koestler»5(1948).
Εκεί ο Α.Koestler συνοδευόμενος από κυβερνητικούς αξιωματούχους και
πράκτορες της C.I.A, και εν μέσω γευμάτων και κοκτέιλ πάρτι παραδίδει
διαλέξεις σε αμερικάνους διανοούμενους. Τους προτρέπει να εγκαταλείψουν
τον εφηβικό ριζοσπαστισμό τους και να εμπλακούν οι ίδιοι σε μια ώριμη
επιχείρηση συνεργασίας με το κράτος. Ήρθε η ώρα για τον αμερικάνο
διανοούμενο να ενηλικιωθεί διακήρυττε σε όλους τους τόνους, να
συνεργαστεί με το κράτος ώστε να θέσουν εθνικούς στόχους για όλη την
κοινωνία, συμπλήρωνε6.
Ο Koestler στάθηκε «άτυχος», δεν μπόρεσε να «επωφεληθεί» του Ψυχρού
Πολέμου όπως έκαναν άλλοι «συνάδελφοι» του, να γίνει όπως έγραψε ο
Gouldner «…κύριοι καθηγητές και κύριοι κτηματίες»7,
απομακρύνθηκε διακριτικά από την «επιχείρηση» Congress for Cultural
Freedom λόγω του αχαλίνωτου αντικομουνισμού του που δυσκόλευε το προφίλ
της «επιχείρησης»8.
Από την άλλη, τον Carr, η συγγραφή της ιστορίας της Ρώσικης
Επανάστασης, τον κατέταξε αυτόματα στους «συνοδοιπόρους». Το γνώριζε,
όπως γνώριζε τι σήμαινε να βάζει υπό την προστασία του τον Πολωνό
εμιγκρέ επαναστάτη Ιsaak Deutscher τον οποίο εκτιμούσε βαθύτατα σαν
άνθρωπο και θαύμαζε σαν επαναστάτη9.
Η τιμωρία του για το μνημειώδες έργο που άφησε ήταν πλήρης ακαδημαϊκή
απομόνωση μέχρι το 1955.Του αρνήθηκαν θέσεις στο Λονδίνο, στο Balliol,
στην Οξφόρδη και στο King’s College στο Cambridge. H εκλογή του στο
Trinity το 1955 οφειλόταν σε έναν και μόνο λόγο, ήταν ήδη διάσημος10.
Ας
δούμε λοιπόν πως προέκυψε σαν ανάγκη για τον ίδιο, για το «κοινό» του
και για την κοινωνία η Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης. Από το 1937
άρχισε τις ραδιοφωνικές εκπομπές στο B.B.C. με στόχο να αποδείξει τη
σαθρότητα του Συστήματος που κληροδότησε η «Συνθήκη των Βερσαλλιών»11.
Από το 1941 εργάστηκε ως βοηθός εκδότη στους Times γράφοντας σε πολλές
περιπτώσεις και το κύριο άρθρο της εφημερίδας στην πρώτη σελίδα. Δεν
συμβιβάστηκε με την συντηρητική γραμμή της εφημερίδας και συγκρούστηκε
με τη διεύθυνση της, αυτό που τον απασχολούσε ήταν να προβάλλει το όραμα
ενός μεταπολεμικού κόσμου απαλλαγμένου από το άγος της μαζικής ανεργίας
του μεσοπολέμου, να δώσει περιεχόμενο στην πολιτική. Αυτό που
απαιτείται έλεγε είναι μια ακριβής εικόνα για του τι είδους μάχη
δίνουμε. Μια νέα ευρωπαϊκή κοινωνία θα έπρεπε να εγκαθιδρυθεί μετά τον
πόλεμο βασισμένη σε εντελώς νέα οικονομικά και κοινωνικά θεμέλια,
ισότητα των ευκαιριών και σχεδιασμός της οικονομίας με γνώμονα την
ευμάρεια της κοινωνίας και όχι τον μηχανισμό των τιμών. Σε ένα από τα
πιο φημισμένα πρωτοσέλιδα άρθρα στους Times με τίτλο «Οι Δυο Μάστιγες»12,
ανέφερε ότι η μάστιγα της ανεργίας έπρεπε να πάψει να υπάρχει αν ο
κόσμος δεν ήθελε να τον στοιχειώνει και στο μέλλον η απειλή του πολέμου13. Σε ένα άλλο πρωτοσέλιδο με τίτλο “The New Europe” την 1/07/1940 έγραφε
«……..Για
το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης οι κοινές αξίες τις οποίες
υπερασπιζόμαστε είναι γνωστές και πολύτιμες. Οφείλουμε όμως να μην
χρησιμοποιούμε αυτές τις αξίες με όρους του 19ου αιώνα. Αν
μιλάμε για δημοκρατία, δεν πρέπει να εννοούμε μια δημοκρατία η οποία
επιμένει μόνο στο δικαίωμα της ψήφου και ξεχνά το δικαίωμα στην εργασία
και το δικαίωμα στην αξιοπρεπή ζωή. Αν μιλάμε για ελευθερία, δεν πρέπει
να εννοούμε έναν άγριο ατομισμό ο οποίος αποκλείει την κοινωνική
οργάνωση και τον οικονομικό σχεδιασμό. Αν μιλάμε για ισότητα, δεν πρέπει
να εννοούμε μια πολιτική ισότητα ακυρωμένη από τα κοινωνικά και
οικονομικά προνόμια. Αν μιλάμε για οικονομική ανασυγκρότηση, πρέπει να
σκεπτόμαστε λιγότερο τη μεγιστοποίηση της παραγωγής (αν και αυτό επίσης
θα απαιτηθεί) και περισσότερο τις πολιτικές δικαιότερης αναδιανομής…….»14.
Οι
πολιτικές που πρότεινε ο Carr μέσα από τους Times ήταν περίπου αυτές
που περιλαμβάνονταν στην Έκθεση που κατέθεσε ο Λόρδος Beveridge στο
Υπουργικό Συμβούλιο και μπορεί τότε να μην έγιναν δεκτές ως
«επαναστατικές» αλλά περίπου αυτό ήταν το μεταπολεμικό consensus στη
Δυτική Ευρώπη.
Οι
«σχέσεις» του Carr με την Ε.Σ.Σ.Δ άρχισαν σχεδόν με το ξέσπασμα της
Ρώσικης επανάστασης. Ο ίδιος από την πρώτη στιγμή «έπιασε στον αέρα» ότι
η Ρώσικη Επανάσταση δεν θα ήταν μια από τις «περιπέτειες της σειράς»,
από τις εκατοντάδες, που αριθμούσε η εξωτερική πολιτική της
Αυτοκρατορίας. Όπως μας λέει ο ίδιος: «Την στιγμή της επανάστασης, μια
ρώσικη εμπορική αντιπροσωπεία, επισκεπτόταν το Λονδίνο, συνοδευόμενη από
τον εμπορικό σύνδεσμο της Βρετανικής Πρεσβείας στην Πετρούπολη τον
Peters, με τον οποίο είχα κάμποσες συζητήσεις, ιδιαίτερα τις πρώτες
μέρες της επανάστασης. Ο Peters, όπως και όλοι οι άλλοι πίστευε ότι ήταν
( η επανάσταση) ένα πυροτέχνημα και ότι οι μπολσεβίκοι μπορούσαν να
«κρατήσουν» μια βδομάδα ή λίγο παραπάνω μέχρι να φθάσουν ενισχύσεις.
Αρχικά, επειδή είμαι «πνεύμα αντιλογίας» αρνήθηκα να το πιστέψω. Άρχισα
να μελετώ με ενδιαφέρον κάθε νέο που ερχόταν και όσο οι μπολσεβίκοι τα
κατάφερναν τόσο περισσότερο πειθόμουν ότι είχαν έρθει για να μείνουν.
Ήταν μια τυχαία διαίσθηση. Δεν είμαι σίγουρος πόσο πολύ αντιμετώπισα
αυτή την ιστορία ως πρόκληση στη δυτική κοινωνία, μα είναι σίγουρο ότι
αντιμετώπισα τη δυτική αντίδραση ως ρηχή, τυφλή και ηλίθια. Είχα κάποιες
ασαφείς εντυπώσεις για τα επαναστατικά προτάγματα των Λένιν και Τρότσκι
και δεν ήξερα τίποτε από τον μαρξισμό, για την ακρίβεια δεν είχα
ακούσει τίποτε για τον Μαρξ15».
Η Δύση τερμάτισε τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο γιατί φοβήθηκε την επανάσταση στη Γερμανία16.
Η Γερμανία δεν ήταν η πολυπληθής αγροτική περιφέρεια της Ευρώπης όπως η
Ρωσία αλλά η βιομηχανική «καρδιά» της. Αν κέρδιζε εκεί η επανάσταση θα
σταματούσε στη Γαλλία; Το σημαντικότερο όλων όμως, πέρα από το ζήτημα
της διάλυσης των ετοιμοθάνατων αυτοκρατοριών, ήταν ότι αυτό που προέκυψε
μετά τις «Συμφωνίες της Ειρήνης» δεν ήταν πολιτικά βιώσιμο17.
Για να αναχαιτίσουν τον κομμουνισμό ρίχνουν στη μάχη μειονότητες και
νεοσχηματισμένα εθνικά κράτη από τα κουφάρια των αυτοκρατοριών
μισοστήνοντας το σκηνικό του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Στήνουν Συντάγματα
και Δημοκρατίες18, για λίγο όμως19καθώς
η δημοκρατία αποδεικνύει σύντομα μέσα σε περιβάλλον οικονομικής
καταστροφής ότι δεν είναι συνώνυμο του αριστοτελικού μέσου στην
πολιτική. Ο D.Abraham με τον καλύτερο τρόπο περιγράφει αυτού του είδους
τη δημοκρατία για τη γερμανική περίπτωση: «…….. Οι επικεφαλείς των
βιομηχάνων αλλά και των αγροτών επιχειρηματιών είναι πεισμένοι ότι στην
περίοδο μετά την ύφεση στη Γερμανία, πρέπει να διαχειριστούν με φειδώ τα
κόστη και την έλλειψη αξιοπιστίας που προκύπτουν από ένα δημοκρατικό
σύνταγμα και από ένα κοινωνικό σύστημα πρόνοιας που καταβροχθίζει κέρδη.
Η υποστήριξη λοιπόν του φασισμού δεν είναι απλώς μια προσπάθεια να
επιβιώσουν της ύφεσης, ήταν ένας τρόπος να χρησιμοποιήσουν την κρίση……»20.
Σε ότι αφορά την πολιτική οικονομία του μεταπολεμικού κόσμου στην
Ευρώπη αυτή συνίσταται σε τέσσερα πράγματα, πολιτική μνησικακία και
λεηλασία της Γερμανίας, απόπειρα οικονομικού στραγγαλισμού της Ε.Σ.Σ.Δ,
μονεταρισμός, σπέκουλα στα χρηματιστήρια. Το σχέδιο ήταν, μέσω των
επανορθώσεων, η οικονομική «θυσία» της Γερμανίας να οδηγούσε στην
σωτηρία των υπολοίπων, που ήταν η αποπληρωμή των πολεμικών χρεών. Το
κλίμα στη Βρετανία έφτασε τα όρια της φρενίτιδας, πολιτικοί της
διακήρυτταν δημόσια ότι η Γερμανία επρόκειτο να απογυμνωθεί όπως αυτή
απογύμνωσε το Βέλγιο21.
Με τις ρυθμίσεις λοιπόν των Επανορθώσεων μεταξύ άλλων αφαιρούνταν από
τη Γερμανία οι υπερπόντιες κτήσεις της, τα περιουσιακά της στοιχεία
καθώς και των υπηκόων της στο εξωτερικό, τα συναλλαγματικά της
αποθέματα, τα πολύτιμα μέταλλα, ο εμπορικός της στόλος, οι πρώτες της
ύλες, οι επικερδείς γι’ αυτήν τελωνειακές και δασμολογικές συμφωνίες22.
Χωρίς
την αποκατάσταση της γερμανικής οικονομίας υποστήριζε ο Keynes, ήταν
αδύνατη η αποκατάσταση ενός σταθερού φιλελεύθερου πολιτισμού και μιας
σταθερής οικονομίας στην οικονομίας στην Ευρώπη και η πολιτική του
διατύπωση περιελάμβανε και την Ε.Σ.Σ.Δ.23.
Στην πραγματικότητα αποστερώντας από τη Γερμανία τη Δυνατότητα να
αποπληρώσει σε είδος, της απαγόρευσαν να επανεκκινήσει την παραγωγική
της μηχανή. Στην πραγματικότητα εξανάγκασαν τη Γερμανία να καταφύγει σε
επαχθή δανεισμό με αποτέλεσμα τα τεράστια ποσά των επανορθώσεων να
προέρχονται από μαζικά αμερικανικά δάνεια που σύναψε η Γερμανία στα μέσα
της δεκαετίας του ΄20. Για τους αντιπάλους της Γερμανίας, τα γεγονότα
αυτά, η μετατροπή δηλαδή της Γερμανίας σε αμιγώς εισαγωγική χώρα, με
τεράστιο εξωτερικό χρέος ήταν οι στόχοι της πολιτικής τους24.
To
εύκολο «πολιτικό» χρήμα προερχόμενο από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού,
έρεε προς τις νικήτριες χώρες, θέτοντας τα σαθρά, πληθωριστικά,
οικονομικά θεμέλια του κόσμου του Μεσοπολέμου.
Η
τιμή των εισαγόμενων εμπορευμάτων, όταν μετατρέπονταν στην τρέχουσα
συναλλαγματική ισοτιμία, ήταν πολύ παραπάνω της τοπικής τιμής, έτσι ώστε
η εισαγωγή τους απαιτούσε τη δραστηριοποίηση του κράτους. Κορυφαίο
παράδειγμα οι επιδοτήσεις ψωμιού που είναι καθολικό φαινόμενο σε όλη την
Ευρώπη. Το νόμισμα της Ιταλίας σχεδόν αμέσως μετά την συνθήκη είχε
χάσει την μισή ονομαστική αξία του, η νομισματική κυκλοφορία στη Γαλλία
ήταν η εξαπλάσια του προπολεμικού της επιπέδου, η αξία του μάρκου σε
χρυσό ήταν το ένα όγδοο της προπολεμικής αξίας του25. Για την εργατική τάξη της Γερμανίας βέβαια πληθωρισμός σήμαινε πείνα.
«Το
Μάρκο κατέρρεε όχι από μήνα σε μήνα ή από εβδομάδα σε εβδομάδα αλλά από
μέρα σε μέρα- για την ακρίβεια από ώρα σε ώρα. Στις 13/11/1923 το
Δολάριο διαπραγματευόταν επίσημα στα 840 δις. Μάρκα, την επόμενη μέρα
στα 1260 δις. Μάρκα, μετά από 24 ώρες στα 2520 δις. Μάρκα, και στις 20
Νοεμβρίου όταν έπιασε το μέγιστο διαπραγματευόταν στα 4200 δις Μάρκα»26.
Οι γερμανοί εργαζόμενοι προσπαθούσαν απλώς να επιβιώσουν του
πληθωρισμού. Το κιλό το ψωμί κόστιζε 0,29 Μάρκα το 1913 και κόστιζε 428
δις. Μάρκα το Νοέμβριο του 1923, ενώ ο μέσος μισθός δεν αρκούσε για να
καλύψει ούτε τις μισές διατροφικές ανάγκες μιας τετραμελούς οικογένειας27.
Ο Hobsbawm περιγράφει την λαίλαπα του πληθωρισμού που έπληξε την
κεντρική Ευρώπη, πολύ χαρακτηριστικά μέσα από την ιστορία της
οικογένειας του. Ο παππούς του, λέει, που η ασφάλεια ζωής του ωρίμασε
την εποχή του αυστριακού πληθωρισμού, πήρε ένα τεράστιο ποσό σε
υποτιμημένο νόμισμα, για να ανακαλύψει ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει
με αυτό, ήταν να πιει ένα ποτό στο καφενείο που σύχναζε28.
Στη
Βρετανία ακολουθήθηκε μια πολιτική επιστροφής της λίρας στερλίνας στα
προπολεμικά επίπεδα αξίας της ώστε να «δεθεί» με το δολάριο και το
χρυσό. Προφανώς έπιασαν τόπο οι πιέσεις των χρηματιστών του City. Αυτή η
πολιτική είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος των βρετανικών
εξαγωγών και οι βρετανικές κυβερνήσεις να υποχρεωθούν να προχωρήσουν
σταδιακά σε αύξηση των ωρών εργασίας και σε περικοπές μισθών29.
Η κρίση του 1920-21 ανέβασε τον αριθμό των ανέργων από 1 εκατομμύριο
τον Ιανουάριο του 1921 σε 2,5 εκατομμύρια τον Ιούλιο. Οι ιδιοκτήτες
ορυχείων προσπάθησαν να μειώσουν τις αμοιβές μέχρι 35% και
χρησιμοποίησαν σαν εργαλείο πίεσης το λοκ-άουτ ενώ η κυβέρνηση σαν
πρόσθετη ενίσχυση στους εργοδότες έστειλε τον στρατό. Κηρύχτηκε γενική
απεργία το 1926 η οποία καταστάληκε μέσω του καθεστώτος «εκτάκτου
ανάγκης» που επιβλήθηκε. Από το 1927 οι Συντηρητικοί εδραίωσαν την
υπεροχή τους απαγορεύοντας με νόμο το συνδικαλισμό και την απεργία στους
υπαλλήλους, ενώ ήδη η ανεργία είχε ξεπεράσει το 12% του οικονομικά
ενεργού πληθυσμού30.
Εδώ
νομίζω ότι πρέπει να παρεμβάλω στη «συζήτηση» δυο διαφορετικές
περιόδους της ζωής του Carr και τον τρόπο που αυτός τις αντιλαμβάνεται,
οι οποίες προβάλλουν ταυτόχρονα και δυο διαφορετικές φάσεις της
σύγχρονης βρετανικής ιστορίας από τον 19ο και τον 20ο
αιώνα.. Ας «δούμε» λοιπόν τον Carr της μετάβασης από τον κόσμο του
«βικτοριανού μεγαλείου», στη θύελλα του πολέμου, της επανάστασης, της
κρίσης του αποικιακού μεγαλείου. Ας δούμε και τον Carr του Μεσοπολέμου,
το θιασώτη των πεντάχρονων πλάνων, θαυμαστή της Σοβιετικής Δημοκρατίας
όταν πια η Επανάσταση είχε ηττηθεί.
Ο
Ε.Η Carr γεννήθηκε το 1892 και πέθανε το 1982 στην Μ.Βρετανία. Γιος της
Elizabeth Jessie Hallet και του Francis Parker Carr, οικογένειας
εμπόρων της μεσαίας τάξης που στήριζαν τους συντηρητικούς αλλά στις
αρχές του αιώνα μετακινήθηκαν προς τους φιλελεύθερους πάνω στο ζήτημα
των δασμών και του ελεύθερου εμπορίου31.
Πήγε σχολείο στο Merchant Taylors΄ School στο Λονδίνο και φοίτησε στο
Τtrinity College του Cambridge. Οι πόρτες του Cambridge δεν άνοιξαν για
τον νεαρό Carr λόγω της οικονομικής επιφάνειας της οικογένειας του. Τη
φοίτηση του την εξασφάλισε μια υποτροφία που κέρδισε σε διαγωνισμό που
οργάνωναν κάθε χρόνο τα σχολεία της πόλης του32.
Έλεγε για τον εαυτό του σε μια επιστολή στην Tamara Deutscher το 1974,
ότι τουλάχιστον εκείνη την εποχή, ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος που
παρήγαγε η βικτοριανή εκπαίδευση, αφοσιωμένος στο Θεό, στο Βασιλιά και
στην Πατρίδα. Παρ’ όλες τις δραματικές αλλαγές που έμελλε να συμβούν τα
χρόνια που ακολούθησαν, στο βάθος της καρδιάς του, στοιχειωδώς,
παρέμεινε ένας καλός «βικτοριανός»33.
Για τη γενιά του, για την μεσαία και την άρχουσα τάξη τουλάχιστον,
εκείνη η εποχή ήταν η «χρυσή εποχή». Ανακαλώντας στην μνήμη του εκείνη
την εποχή, περίπου έναν αιώνα αργότερα, για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο
του, έγραψε: « ….τα δόγματα του φιλελευθερισμού και του ατομισμού
«κρατούσαν» γερά παρά τους όποιους μικρούς κλυδωνισμούς. Στη Βρετανία, η
πορεία προς την κατεύθυνση της προόδου ήταν ο σκληρός πυρήνας, αυτού
που τώρα χλευάζεται ως, “Whig interpretation of history”. Το επίπεδο
ζωής για την εργατική τάξη, των «υποτελών τάξεων» γενικά, ανέβαινε αργά,
αλλά γενικά ανέβαινε. Πέρα από το διαχωριστικό όριο των πολιτισμένων
λαών, οι πρωτόγονοι λαοί επωφελήθηκαν από τη φιλανθρωπία και την
αναπτυσσόμενη κυριαρχία της λευκής φυλής. Με το τέλος του αιώνα φάνηκαν
κάποιες ρωγμές στην μέχρι τώρα φαινόμενη στιβαρή κοινωνική κατασκευή.
Αλλά δεν είχε και τόσο σημασία. Ο κόσμος φαινόταν ένα καλό μέρος και
γινόταν καλύτερος. Αυτή η χώρα οδηγούνταν στην σωστή κατεύθυνση.
Υπήρχαν, χωρίς αμφιβολία, καταχρήσεις εξουσίας και πράξεις βίας, αλλά
μάθαμε να τις χειριζόμαστε. Αλλαγές χρειάζονταν, αλλά αλλαγές που
αυτόματα λειτουργούσαν για το καλύτερο. Ο ξεπεσμός ήταν μια αινιγματική
και παράδοξη «σύλληψη»34.
Το
κείμενο αυτό γράφτηκε το 1980 ενώ η Βρετανία βρισκόταν μέσα στον
κυκεώνα της χειρότερης ίσως οικονομικής κρίσης που είχε περάσει ποτέ.
Στασιμοπληθωρισμός, Δ.Ν.Τ και κατόπιν το σοκ της Θάτσερ. Το
σημαντικότερο όμως και αυτό ήθελε να τονίσει, ήταν η στασιμότητα και η
απαισιοδοξία, σαν ιδεολογία της κοινωνίας, σαν αίσθηση αδυναμίας που δε
διαμορφώνει κανένα αύριο, σε αντίθεση με το κατά τη γνώμη του γενικό
αίσθημα της προόδου σε μια κοινωνία που «αισθανόταν» αισιόδοξη όπως η
βικτοριανή Βρετανία. Ο Carr έγραφε για τη βικτοριανή αισιοδοξία
εκπροσωπώντας την τάξη του και αυτή με την σειρά της ηγεμονεύοντας,
μίλαγε εξ’ ονόματος όλης της κοινωνίας. Ακόμα και για αυτούς τους
«άλλους», τις «υποτελείς τάξεις», τους «αποδέκτες» της βίας και των
καταχρήσεων. Καμιά τάξη, έγραφε ο Μαρξ, δεν μπορεί να ηγηθεί μιας
επανάστασης « δίχως να προκαλέσει μια στιγμή ενθουσιασμού μέσα της και
μέσα στη μάζα, μια στιγμή όπου η τάξη αυτή συναδελφώνεται και
συγχωνεύεται με ολόκληρη την κοινωνία, που οι άνθρωποι την μπερδεύουν με
την κοινωνία και την αντιλαμβάνονται και την αναγνωρίζουν σαν τον
καθολικό αντιπρόσωπο της [ .....] Μόνο στο όνομα των καθολικών
δικαιωμάτων της κοινωνίας, μια ιδιαίτερη τάξη μπορεί να διεκδικήσει για
τον εαυτό της την καθολική κυριαρχία». Και για την ανατροπή, « πρέπει
όλα τα κουσούρια της κοινωνίας να συγκεντρωθούν σε μια άλλη τάξη, πρέπει
μια ορισμένη κατάσταση, να είναι η κατάσταση του γενικού σκανδάλου, η
ενσάρκωση του καθολικού φραγμού, πρέπει μια ξεχωριστή κοινωνική σφαίρα
να θεωρείται σαν το δημόσια αναγνωρισμένο έγκλημα ολόκληρης της
κοινωνίας, έτσι που η απελευθέρωση από τούτη τη σφαίρα να φαίνεται σαν η
καθολική απελευθέρωση»35.
Αυτό
που μας λέει ο Μαρξ είναι ότι καμία τάξη δεν μπορεί να ηγηθεί καμίας
κοινωνίας αν δεν καταφέρει το κοινωνικό της πρόγραμμα να το μετατρέψει
σε κοινωνικό πρόταγμα, να το εμφυσήσει σαν αίσθημα σε όλη την κοινωνία. Ο
Carr αυτό ακριβώς εκφράζει, τμήμα αυτής της τάξης, «εξοπλισμένος» με
την εκπαίδευση της.
Η
αισιοδοξία του «ήρωα» μας βασιζόταν σε μια πραγματικότητα. Η Βρετανία
ήταν όντως επιβλητική. Το 1900 διέθετε τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που
είχε δει ποτέ ο κόσμος, περί τα δώδεκα εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια
εδάφους και, ίσως, το ένα τέταρτο του πληθυσμού της υδρογείου. Μόνο στις
τρεις προηγούμενες δεκαετίες είχε προσθέσει στην αυτοκρατορία 4,25
εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια και 66 εκατομμύρια ανθρώπους. Το Βασιλικό
Ναυτικό ήταν ισοδύναμο με τους δυο επόμενους στόλους μαζί, ο εμπορικός
στόλος της Βρετανίας ήταν ο μεγαλύτερος στον κόσμο, η ίδια εξακολουθούσε
να είναι το μεγαλύτερο εμπορικό έθνος στον κόσμο και οι οικονομικές
υπηρεσίες στο City του Λονδίνου κατέστησαν τη Βρετανία τον μεγαλύτερο
επενδυτή, τραπεζίτη, ασφαλιστή και προμηθευτή στην παγκόσμια οικονομία36.
Η
ιδεολογία της βικτοριανής «αισιοδοξίας» ήταν η ιδεολογία του
ιμπεριαλισμού. Η κοινωνία απόλυτα παραδομένη στους ραντιέρηδες του City,
με τον κόσμο σε μια χούφτα κράτη- τοκογλύφους και σε μια τεράστια
πλειοψηφία κράτη οφειλέτες37.
Ταυτόχρονα όμως αυτή η ιδεολογία ήταν και «απολογητική» απέναντι σε
αυτούς που το σύστημα δεν μπορούσε να θρέψει. Ήθελε την λύση του
κοινωνικού προβλήματος δια της εξόρμησης, της αρπαγής και των όπλων. Τις
απόψεις αυτές στα τέλη του 19ου αιώνα τις εξέφραζαν με τον
καλύτερο τρόπο οι Τζόζεφ Τσάμπερλαιν και Σέσιλ Ρόντς. Ο Σέσιλ Ρόντς
αναπτύσσοντας τις ιδέες του είπε το 1895: «Χτες ήμουν στο Ηστ-Εντ του
Λονδίνου (εργατική συνοικία) και επισκέφθηκα μια συγκέντρωση ανέργων.
Αφού άκουσα τους άγριους λόγους που ήταν μια συνεχής κραυγή : ψωμί!
Ψωμί!, τράβηξα για το σπίτι, σκεπτόμενος στο δρόμο αυτά που είδα και
πείστηκα περισσότερο από πριν για την σπουδαιότητα του ιμπεριαλισμού. Η
αγαπημένη μου ιδέα είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και
συγκεκριμένα : Για να σωθούν τα σαράντα εκατομμύρια κάτοικοι του
Ηνωμένου Βασιλείου από το φονικό εμφύλιο πόλεμο, πρέπει εμείς, οι
εκπρόσωποι της αποικιακής πολιτικής, να κατακτήσουμε νέα εδάφη, για να
εγκαταστήσουμε τον περίσσιο πληθυσμό, για να αποκτήσουμε καινούργιες
περιοχές πώλησης των εμπορευμάτων που παράγουν τα εργοστάσια και τα
μεταλλεία. Πάντα το έλεγα ότι η αυτοκρατορία είναι ζήτημα στομαχιού. Αν
δεν θέλετε εμφύλιο πόλεμο πρέπει να γίνετε ιμπεριαλιστές»38.
Ο χοντρός κύριος με το παχύ μούσι και το πυκνό μαλλί, θα είχε
αναμφίβολα απαντήσει στον πολίτη Ρόντς, αποδομόντας τη θέση του, όπως
είχε απαντήσει μισό αιώνα πιο πριν στον πολίτη Ουέστων, ότι η γαβάθα από
την οποία τρώνε οι εργάτες είναι γεμισμένη με όλο το προϊόν της εθνικής
εργασίας και ότι αν υπάρχει κάτι που εμποδίζει τους εργάτες να πάρουν
περισσότερα από τη γαβάθα, αυτό δεν είναι ούτε η στενότητα της γαβάθας
ούτε η ανεπάρκεια του περιεχομένου της, αλλά μονάχα το μικρό μέγεθος των
κουταλιών τους39.
Οι πολιτικές που αφορούσαν τη δίκαιη κατανομή του εισοδήματος, υπέρ των
οποίων τόσο παθιασμένα αρθρογραφούσε ο Carr στους Times,δεν ήταν τίποτε
άλλο παρά η αποδοχή της επιχειρηματολογίας του Μαρξ.
Η
βρετανική ιμπεριαλιστική μηχανή χρησιμοποίησε, μεταξύ άλλων και
«καταχρήσεις εξουσίας και πράξεις βίας» για να επιβάλει τις πολιτικές
της, την λεγόμενη «πολιτική των κανονιοφόρων». Στο δεύτερο πόλεμο του
οπίου (1856-1860), μεταξύ Βρετανίας και Κίνας, που έγινε διότι ο κινέζος
αυτοκράτορας απαγόρευσε την εισαγωγή οπίου στην Κίνα, υπό τις διαταγές
του Βρετανού Πληρεξουσίου στην Κίνα 8ου κόμη του Elgin( o 7ος
είχε «στείλει» τις ζωοφόρους του Παρθενώνα στη Βρετανία), λεηλατήθηκε
και κατόπιν πυρπολήθηκε το θερινό ανάκτορο του Αυτοκράτορα, έξω από το
Πεκίνο40.
Μέχρι τότε λοιπόν η βικτοριανή «αισιοδοξία» βασιζόταν στην ικανότητα
της αυτοκρατορίας να επιβάλει με ταπεινωτικό τρόπο, όπως είδαμε
παραπάνω, τη «φιλανθρωπία και την αναπτυσσόμενη κυριαρχία της λευκής
φυλής», ακόμα και σε «χιλιόχρονες» αυτοκρατορίες. Ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος
και η Ρώσικη Επανάσταση είναι οι δυο μεγάλες ανατροπές για τη
βικτοριανή παντοδυναμία, για τη βικτοριανή υπεροψία και κατά συνέπεια
και για την «αισιοδοξία» της βρετανικής άρχουσας τάξης.
Το
μεγάλο σοκ όχι μόνο για τη βρετανική κοινωνία αλλά για όλο τον κόσμο
ήταν ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος ο οποίος έχει καταγραφεί τόσο στη λαϊκή
μνήμη όσο και στη βιβλιογραφία ως ο «Μεγάλος Πόλεμος»41
αν και ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε απείρως καταστροφικότερος. Το
όργιο της σφαγής στο πεδίο της μάχης και ο νέος τύπος πολίτη –πολεμιστή
-συντρόφου που αυτός δημιούργησε. Στα λουτρά αίματος του Somme42
και του Verdun ψυχορράγησαν τα ιδανικά της belle éépoque μέσα από την
πλήρη απαξίωση της ανθρώπινης ζωής. Αυτοί που έφυγαν για τον πόλεμο «
ήταν άλλοι» από αυτούς που επέστρεψαν, είτε μίσησαν τον πόλεμο και
στράφηκαν εναντίον του, είτε απέκτησαν ανοσία σε αυτόν μέσα από την
πλήρη αποκτήνωση και γύρισαν πίσω για να ζητήσουν τις χαμένες ευκαιρίες
τους από τους πολιτικούς και τους «κοπανατζήδες»43.
Η εικόνα στη Βρετανία μετά το τέλος του πολέμου είναι «σοκ και δέος».
Οι Βρετανοί έχασαν σε αυτόν τον πόλεμο 800.000 «ψυχές», αναλογικά
περισσότερους από την Ρωσία, χωρίς να συμπεριλάβει κανείς στον
λογαριασμό τους σακατεμένους και τους παραμορφωμένους44.
Ο λογαριασμός του πολέμου δεν πληρώθηκε μόνο από τους νεαρούς εργάτες ή
τους shop-stewards που συγκρότησαν τα “Pals’ ή ”Chums” battalions45,
πληρώθηκε και από τη βρετανική αριστοκρατία. Το 25% των φοιτητών της
Οξφόρδης και του Καίμπριτζ, κάτω των 25 ετών, που υπηρέτησαν το
βρετανικό στρατό το 1914 ως αξιωματικοί και τζέντλεμαν δίνοντας το
παράδειγμα, βαδίζοντας πρώτοι απέναντι στα γερμανικά πολυβόλα,
σκοτώθηκαν46.
Ταυτόχρονα θεσπίστηκε η υποχρεωτική στράτευση το 1916 και στα πλαίσια
της «πολεμικής οικονομίας», επιχειρήθηκε να θεσμιστεί η επιστράτευση του
πολιτικού προσωπικού για εργασία στις επιχειρήσεις, με μισθούς
οριζόμενους από το κράτος. Ο πόλεμος κόστισε και στο βιοτικό επίπεδο της
εργατικής τάξης, η οποία τελικά αποφάσισε ότι δε θα αποδεχθεί τις
συνέπειες αδιαμαρτύρητα. Οι απεργίες άρχισαν από την άνοιξη του 1917, η
δε πολιτική επιστράτευση επιβλήθηκε προς το τέλος του πολέμου47.
Ο πόλεμος τελείωσε με την επανάσταση στη Ρωσία, η οποία μάλιστα δεν
ήταν δυνατόν να κατασταλεί γρήγορα και αποτελεσματικά. Το γεγονός αυτό
από μόνο του έπρεπε να γεμίζει με ανησυχία αν όχι με τρόμο, έναν
«αισιόδοξο» εκπρόσωπο της βικτοριανής εποχής.
Αν
ο πόλεμος άνοιξε βαθιές ρωγμές στην αυτοκρατορία, η Ρώσικη Επανάσταση
την έφερε αντιμέτωπη με ένα εντελώς νέο σκηνικό, αναγκάζοντας τις
μεταπολεμικές κυβερνήσεις να «ξαναδούν» τις πολιτικές τους. Η πρώτη
τεράστια αλλαγή στη Βρετανία ήταν το γενικό δικαίωμα ψήφου για τον
ανδρικό πληθυσμό, χωρίς περιορισμούς εισοδήματος το 1918. Ήταν μια νέα
τακτική, που ακολουθήθηκε από μια σειρά κράτη, όπως το Βέλγιο, ο
Καναδάς, οι Η.Π.Α, τα οποία επεκτείνοντας το εκλογικό δικαίωμα
επιβράβευαν τους πολίτες τους για τις θυσίες του πολέμου, ενώ
ταυτόχρονα, πίστευαν ότι έκλειναν την πόρτα στα «μούτρα» των Σοβιέτ48.
H Βρετανική εξωτερική πολιτική με το ξέσπασμα της Ρώσικης επανάστασης
βρέθηκε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Οι Μπολσεβίκοι κατήγγειλαν και
δημοσιοποίησαν αμέσως το περιεχόμενο της «μυστικής διπλωματίας» που είχε
προηγηθεί, δημιουργώντας πρόβλημα αξιοπιστίας, ανάμεσα στην Entente και
στους Άραβες συμμάχους49. Τερμάτισαν τον πόλεμο από την μεριά τους, υπογράφοντας ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία, τη συνθήκη του Μπρέστ-Λιτόφσκ50
και άρχισαν να υπονομεύουν τη βρετανική παρουσία και επιρροή στην
Ανατολή. Ενίσχυσαν με όπλα και χρήματα το εθνικιστικό κίνημα στην
Τουρκία μια που ήττα του ελληνικού στρατού σήμαινε και ήττα του αγγλικού
ιμπεριαλισμού51
στην περιοχή της Μ.Ασίας. Έστησαν μέσω της Κομμουνιστικής Διεθνούς
ξεχωριστό τμήμα, με στόχο την οργάνωση των μουσουλμάνων και τον
αντιαποικιακό αγώνα.. Το τμήμα αυτό καλούσε τους μουσουλμάνους σε
«τζιχάντ» ενάντια στο βρετανικό ιμπεριαλισμό και σημείωσε αρκετές
επιτυχίες. Η ρωσική άπω ανατολή, ο Βόρειος Καύκασος, το Αζερμπαϊτζάν, το
Ιράν, το Αφγανιστάν του Amanullah Khan, που οι Βρετανοί είχαν
αναγκαστεί να αποδεχθούν τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του, είναι
κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις, ενώ ταυτόχρονα άρχισε ο
αντιαποικιακός αγώνας ενάντια στη βρετανική και στη γαλλική κατοχή στη
Μέση Ανατολή, στο Ιράν, την Αίγυπτο, τη Συρία, τη Μεσοποταμία και την
Κίνα52.
Δε θα ήταν δε υπερβολικός ο ισχυρισμός, ότι κατά το δεύτερο γύρο των
αντιαποικιακών αγώνων που ακολούθησαν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο
σκληρός πυρήνας του στελεχών των αγώνων αυτών, τα ρεπερτόρια και οι
ιδεολογίες, στις εθνικιστικές, στις μαρξιστικές και στις ενδιάμεσες
εκδοχές τους, προέρχονταν άμεσα από την παράδοση του 191753.
Έτσι λοιπόν μπήκε η ρώσικη Επανάσταση στη ζωή του Carr, τουλάχιστον σαν
το σημαντικότερο στοιχείο της Διεθνούς Πολιτικής την πρώτη εικοσαετία
του 20ου αιώνα.
Ο
Carr ισχυριζόταν ότι η στάση του κόσμου στη Βρετανία απέναντι στη
Ρώσικη Επανάσταση δεν είχε να κάνει να κάνει τόσο πολύ με τις εσωτερικές
εξελίξεις στο νεοσύστατο Σοβιετικό κράτος. Η κοινή γνώμη στη Βρετανία
διαμόρφωνε την στάση της για τα πάντα σε σχέση με την εξωτερική πολιτική
της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στη Βρετανία. Κατά την άποψη του, στην
αρχή η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου υπήρξε εχθρικά διακείμενη
απέναντι στην Επανάσταση εξ’ αιτίας του γεγονότος ότι οι Μπολσεβίκοι
είχαν «τραβήξει» τη Ρωσία έξω από τον πόλεμο, ήταν λοιπόν λιποτάκτες στα
μάτια τους στην πιο κρίσιμη στιγμή54.
Όταν νικήθηκαν οι Γερμανοί, όλα άλλαξαν, η βρετανική κοινωνία ήταν πια
μια κοινωνία κουρασμένη από τον πόλεμο που καταδίκαζε την ένοπλη
επέμβαση στη Ρωσία55.
Οι Μπολσεβίκοι θεωρούνταν γενικώς «αριστεροί» και «ειρηνιστές» και η
κατάσταση άλλαξε την περίοδο από το 1924 ως το 1929 όταν οι Σοβιετικοί
άρχισαν να υπονομεύουν τις βρετανικές «θέσεις» στην Κίνα. Κατά τον Carr,
εκείνη την εποχή ο Austin Chamberlain εκτιμούσε ότι ο Στάλιν ήταν πολύ
καλή περίπτωση (για την ηγεσία του κόμματος), γιατί αυτό που τον
ενδιέφερε ήταν να «οικοδομήσει» τον σοσιαλισμό στη χώρα του και όχι όπως
οι επιζήμιοι (για τη Βρετανία) Τρότσκι και Ζηνόβιεβ που υπέθαλπαν την
παγκόσμια επανάσταση56.
Δεν
ήταν βέβαια διαφορετική η «υποδοχή» του Τρότσκι από τον Carr, ο οποίος
ένιωσε «ανακουφισμένος» στο έργο του, όταν ο πιο «υπεύθυνος» και
λιγότερος «φλογερός» επαναστάτης Chicherin ανέλαβε το υπουργείο
εξωτερικών57.
Ο Carr ποτέ δεν κατάλαβε τις ανατρεπτικές ιδέες αν και έγραψε γι’
αυτές. To πάθος του ήταν για το state- building που υποχρεωτικά προέκυψε
μετά τη νίκη της επανάστασης και όχι για τις ανατρεπτικές ιδέες. Ο
Deutscher έγραψε χαρακτηριστικά ότι αν ήθελε να περιγράψει την εργασία
του Carr επιγραμματικά με ένα «μότο» αυτό θα ήταν το εξής : « Πως η
Ρώσικη κοινωνία κατέρρευσε εξ’ αιτίας της αφροσύνης και της απερισκεψίας
των παλαιών κυρίαρχων τάξεων και εξ’ αιτίας των ουτοπικών οραμάτων των
Μπολσεβίκων Και πως αυτοί οι επαναστάτες στο τέλος έσωσαν τη Ρωσία
απαρνούμενοι τις δονκιχωτικές αυταπάτες τους και στο τέλος έμαθαν με
πολύ πόνο και πολύ μόχθο την άλφα-βήτα της οικοδόμησης κράτους»58.
Χωρίς να έχει αρνηθεί ο ίδιος το διεθνή χαρακτήρα της επανάστασης, τη
χειριζόταν σαν ιστορικό φαινόμενο κυρίως εθνικής σημασίας και
αυτοεκπληρούμενης διαδικασίας εντός εθνικού πλαισίου. Η σκέψη του ήταν
πάντα προσανατολισμένη στην οικοδόμηση κράτους, στα πλαίσια της
υπαρκτούς Διεθνούς Πολιτικής. Ο Λένιν του Carr ήταν ένας Ρώσος Βίσμαρκ
που θα έφερνε σε πέρας το τιτάνιο έργο της ανασύστασης του ρωσικού
κράτους59.
Γι’ αυτόν ο επαναστατικός πόλεμος και η παγκόσμια επανάσταση ήταν
ονειρώξεις επικίνδυνες, που δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να εκθέτουν τον
ορθολογισμό της Διεθνούς Πολιτικής σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Ο
ίδιος μπόρεσε τελικά και «γειώθηκε» με την υπόθεση της Σοβιετικής Ένωσης
όταν τα θέματα αυτά είχαν λήξει. Τα θέματα αυτά έληξαν το 1925 όταν ο
Ιωσήφ Στάλιν, τότε Γενικός Γραμματέας του Κόμματος, μαζί με το Νικολάϊ
Μπουχάριν, τότε μεγάλο θεωρητικό του κόμματος, αποφάσισαν ότι ο
σοσιαλισμός είναι επιτεύξιμος σε μια και μόνο χώρα. Ο καπιταλισμός είχε
σταθεροποιηθεί και αυτό από μόνο του έκανε την επανάσταση γεγονός σχεδόν
αναπάντεχο. Χρησιμοποιώντας τις πολιτικές επεξεργασίες της Γερμανικής
Σοσιαλδημοκρατίας, έλεγαν ότι η Δύση είχε εισέλθει στην περίοδο του
«Οργανωμένου Καπιταλισμού», που επέτρεπε τη ραγδαία οικονομική εξάπλωση
και έκανε τις κρίσεις όλο και πιο σπάνιες60.
Δεν
είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι ο Carr σχημάτισε την άποψη του για τη
Ρώσικη επανάσταση, σε αντίθεση με αυτό που ήταν η οπτική, η προοπτική
και η θέση της Δυτικής διπλωματίας, τα χρόνια της Δυτικής επέμβασης στη
Ρωσία. Η γενιά αυτή των συντηρητικών Δυτικών διπλωματών, οι οποίοι
βρέθηκαν μάρτυρες της ανόδου του μπολσεβικισμού αν και τον πολέμησαν
λυσσασμένα, στάθηκαν ανίκανοι να τον κατανοήσουν61.
Για να ρίξω μια ιστορική «γέφυρα» με τη δεκαετία του τριάντα θα
ξαναναφερθώ στον ρόλο που επιχείρησε να παίξει η Ρώσικη Επανάσταση στον
αποικιοκρατούμενο κόσμο, όταν επιχειρούσε να «γυρίσει τον κόσμο
ανάποδα». Η Ινδία είχε μακρύ παρελθόν εξεγέρσεων το 19ο
αιώνα, κύκλους εμιγκρέδων σε όλο τον κόσμο σχεδόν, που «εφοδίαζαν» το
ινδικό κίνημα, εθνικό και μη εθνικό, με τις τελευταίες εξελίξεις στο
χώρο του ευρωπαϊκού και του ισλαμικού ριζοσπαστισμού. Οι βρετανοί
αποικιοκράτες στις αρχές του 20ου αιώνα ήρθαν αντιμέτωποι
στην Ινδία με ένα ρεπερτόριο πολιτικής πάλης που περιλάμβανε από τη
γενική απεργία μέχρι την επίθεση αυτοκτονίας62.
Η Ρώσικη Επανάσταση έφερε στο προσκήνιο της ιστορίας τις ομάδες των
ινδών μουσουλμάνων εμιγκρέδων της διασποράς (muhajirs), που αδυνατούσαν
βέβαια να διαχωρίσουν το θρησκευτικό από τον πολιτικό ριζοσπαστισμό,
αλλά αφιερώθηκαν στην οργάνωση της επανάστασης στην Κεντρική Ασία και
την Ινδία. Επαναστάτες όπως οι Μ.Ν. Roy, Shafiq και Mohammed Ali έφεραν
το μήνυμα της επανάστασης στην Ινδία, ίδρυσαν το ΚΚ τη δεκαετία του ’20
και μπήκαν επικεφαλής του πιο ριζοσπαστικού κομματιού του ινδικού
κινήματος. Οι ίδιοι έδειξαν περιφρόνηση απέναντι στο Ινδικό Εθνικό
Κογκρέσο, λόγω του εθνικισμού του και γιατί δεν συμμεριζόταν τις ίδιες
με αυτούς αξίες της παγκόσμιας επανάστασης και του σοσιαλισμού63.
Τα χρόνια πέρασαν και όπως προείπα μετά το 1925 η Σοβιετική Ένωση
οικοδομούσε κράτος και όχι παγκόσμια επανάσταση. Το 1927 την επισκέφθηκε
ο Jawaharlal Nehru, πολύ εντυπωσιασμένος από τις συζητήσεις για τον
σχεδιασμό της οικονομίας και από τα επιτεύγματα της Σοβιετικής Ένωσης,
αλλά επίσης και σοκαρισμένος από τις ακρότητες του καθεστώτος.
Εντυπωσιάστηκε μάλιστα τόσο πολύ, που ο σοσιαλισμός ρωσικού τύπου
εντάχθηκε από το 1931 στο πρόγραμμα του Κογκρέσου64.
Αυτή ήταν η Ε.Σ.Σ.Δ του Carr και Nehru. Η Ε.Σ.Σ.Δ των πεντάχρονων
πλάνων. Αυτήν κατανοούσαν αυτή τους ενέπνεε. Ο Roy και ο Sultan Galiev
ανήκαν πλέον στην ιστορία της Ινδίας και της Κεντρικής Ασίας.
Μπορεί
οι διώξεις και οι εκτελέσεις στη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του
τριάντα να προκάλεσαν τη μήνη του Carr, από την άλλη όμως οι
«κατακτήσεις» της φαίνονταν να είναι απάντηση στη μιζέρια του
καπιταλισμού. Τα πεντάχρονα πλάνα και ο σχεδιασμός στην οικονομία
φαίνονταν να είναι η απάντηση στην κρίση της καπιταλιστικής αναρχίας65.
Το πολιτικό σύστημα στη Βρετανία το 1930 ήταν σε παραλυσία. Γράφει ο
ίδιος σε ένα άρθρο του στο Fortnightly Review: « Το πνεύμα που κυριαρχεί
στην Αγγλία σήμερα είναι αυτό της ηττοπάθειας…..του σκεπτικισμού και
της ανασφάλειας. Η Αγγλία έχει πάψει να έχει ιδανικά ή αν έχει, να
πιστεύει στην υλοποίηση τους. Ανάμεσα στις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις είναι η
μόνη που έχει σταματήσει να έχει μια αποστολή…..Η κυβέρνηση μας έχει
τόσο λίγη πίστη στην ικανότητα της να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα
μεγαλύτερα προβλήματα της γενιάς μας, που προσκαλεί άλλα κόμματα να τη
βοηθήσουν με τη συμβουλή τους (φανταστείτε τον κύριο Gladstone να
επικαλείται τη βοήθεια του λόρδου Beaconsfield!) και το μεγαλύτερο κόμμα
της αντιπολίτευσης, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι δεν υπάρχει άλλη πολιτική
λύση, απορρίπτει την πρόσκληση κρατώντας τα χέρια του καθαρά από τις
συνέπειες…..Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή άλλη πεποίθηση εκτός μιας
αόριστης μοιρολατρίας66.»
Αντίθετα
η Σοβιετική Ένωση εκείνο τον καιρό είχε και ιδεολογία και πολιτική. Ο
Carr απευθύνεται στο κοινό του από τις στήλες του φιλελεύθερου
Fortnightly Review λέγοντας τους ότι η Σοβιετική Ένωση της σχεδιασμένης
οικονομίας ήταν μια κοινωνία με όραμα και σκοπό. Τουλάχιστον αυτό
πίστευε τότε. Αντίθετα η υπόλοιπη Ευρώπη βυθιζόταν στην αποτελμάτωση και
στον ευτελισμό χωρίς ελπίδα. Έπρεπε να κοιτάξουν προς την Ανατολή : «
Αισθάνεσαι ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν πίστη και ότι αυτή η πίστη
εμφυτευμένη στις μάζες, τους κάνει να καταφέρνουν με μεγάλη προσπάθεια
να ξεπερνούν τις μεγάλες στερήσεις στις οποίες τους υποβάλουν τα
Πεντάχρονα Πλάνα…….Έχουν ανακαλύψει μια νέα θρησκεία, αυτή του Kilowatt
και της Μηχανής, η οποία μπορεί να αποδειχθεί η νέα «πίστη» που ο
μοντέρνος μας πολιτισμός περιμένει. Αυτή η νέα θρησκεία αναπτύσσεται
στις παρυφές της Ευρώπης η οποία έχει χάσει την πίστη στον εαυτό της. Η
σημερινή Ευρώπη, εκτρέπεται και παρεκκλίνει της πορείας της, αρνούμενη
να αντιμετωπίσει τα δυσάρεστα γεγονότα ενώ ψάχνει «εξωτερικά» φάρμακα
που θα θεραπεύσουν τις δυσκολίες της. Η σημαντική ερώτηση για την Ευρώπη
σήμερα δεν είναι αν το Πεντάχρονο Πλάνο θα ολοκληρωθεί στα τέσσερα
χρόνια, ή αν η παραγωγή ατσαλιού στη Σοβιετική Ένωση θα ξεπεράσει αυτή
της Βρετανίας και της Γαλλίας ή αν η παραγωγή των σοβιετικών εργοστασίων
είναι εφάμιλλη σε ποιότητα με αυτή της Δύσης. Το ζήτημα είναι αν η
Ευρώπη μπορεί να ανακαλύψει στον εαυτό της μια δύναμη να την
καθοδηγήσει, μια νέα πίστη, συγκρίσιμη με αυτή που αυτή τη στιγμή
γενικεύεται στη Ρωσία. Αν όχι, οι ελπίδες της για ανάκαμψη είναι πολύ
μικρές67.»
Η
είσοδος της Σοβιετικής Ένωσης στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η φοβερή τροπή
που πήρε ο πόλεμος στην Ανατολή, οι απώλειες του Κόκκινου Στρατού, όλα
αυτά επέτειναν το θαυμασμό που ήδη ένιωθε ο Carr για τη Σοβιετική Ένωση68.
Στο βιβλίο του Nationalism and After (1945) φανερά επηρεασμένος από τον
σοβιετικό κόσμο προσπαθούσε να περιγράψει την μεταπολεμική Ευρώπη. Το
σύστημα που προτεινόταν περιείχε οικονομικό σχεδιασμό και στρατιωτική
συνεργασία ανάμεσα στα κράτη. Κρατούσε δε σαν κουλτούρα διακυβέρνησης
ίσες αποστάσεις απέναντι στο αγγλοσαξονικής καταγωγής laissez-faire και
στο σοβιετικής μοντέλο 69.
Το 1946 λίγο πριν εκφωνήσει ο Churchill τον περίφημο λόγο του στο
Westminster College στο Fulton Missouri που προανήγγειλε την έναρξη του
Ψυχρού Πολέμου, εκδόθηκε το βιβλίο του Carr “ The Soviet Impact on the
Western World”. Σε αυτό του το βιβλίο η Σοβιετική Ένωση παρουσιαζόταν
σαν συνολική, σε όλα τα επίπεδα πρόκληση στη Δύση. Σύμφωνα με τον Carr η
Σοβιετική Δημοκρατία επειδή αποτελεί συνέχεια της γαλλικής
επαναστατικής παράδοσης προκάλεσε τον Δυτικό ατομισμό σαν θεσμικό
σχηματισμό στην κοινωνία, ο οποίος ακριβώς επειδή στηρίζεται στην
κυριαρχία μιας τάξης, απέτυχε στο να επιτρέψει την οικοδόμηση θεσμών
μαζικής συμμετοχής στην λήψη αποφάσεων70.
Γι’ αυτόν η σοβιετική οικονομία πρόσφερε μια πολύ σοβαρή εναλλακτική
λύση, απέναντι στο laissez-faire, στην οικονομική στασιμότητα και την
κρίση του Μεσοπολέμου71
η δε σοβιετική κοινωνική πολιτική προσέφερε σημαντικά δικαιώματα όπως
το δικαίωμα στην εργασία και πλέον το κίνητρο δεν ήταν ο φόβος της
εξαθλίωσης και της πείνας72.
Κυρίως όμως, μας είπε ο Carr, η σοβιετική ιδεολογία προκάλεσε την ηθική
κυριαρχία των δημοκρατικών αρχών της Δύσης. Το σύστημα της Δυτικής
Δημοκρατίας αντανακλούσε απλώς τα προνόμια της κυρίαρχης τάξης, ανίκανο
να εξυπηρετήσει τους καταπιεσμένους στο μεταπολεμικό πλαίσιο των μαζικών
πολιτισμών της Δύσης73.
Ο
Carr έγραψε το βιβλίο του δρώντας πάλι σα δημόσιος διανοούμενος με
στόχο να θέσει υπ’ όψιν όλης της κοινωνίας τις πολιτικές που κατά τη
γνώμη του έπρεπε να ακολουθηθούν στην μεταπολεμική Ευρώπη για να μην
πάνε χαμένες οι θυσίες του πολέμου. Όπως έγραψα στην αρχή του κειμένου,
για τον Carr ο ιστορικός έχει αποστολή και αυτή συνίσταται σε αυτό που ο
C.Wright Mills βλέπει σαν καθήκον για όλη την «ελεύθερη» διανόηση, «……
πρέπει να λέμε στους άλλους πως έχουν τα πράγματα………πρέπει να ενεργούμε
ως πολιτικοί διανοούμενοι……..ως δημόσιοι διανοούμενοι»74.
H οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης τον είχε εντυπωσιάσει και αν στο
βιβλίο του ένα τμήμα της άποψης του για την σχεδιασμένη οικονομία
βασιζόταν σε απόψεις όπως αυτές του λόρδου Keynes75
που ανήκε στην κλασσική σχολή και στο think tank της τάξης του, ένα
άλλο βασιζόταν σε απόψεις ανθρώπων στρατευμένων στην υπόθεση της
αριστεράς οι οποίοι έβαζαν τα ζητήματα αυτά από τη δεκαετία του τριάντα,
πίστευαν στην ανωτερότητα της σχεδιασμένης οικονομίας έναντι της
καπιταλιστικής και σαν τέτοιο υπόδειγμα πρότειναν την Σοβιετική Ένωση. O
Carr πρέπει να επηρεάστηκε περισσότερο από τον Maurice Dobb, με τον
οποίο διατηρούσε αλληλογραφία, για τα ζητήματα του κεντρικού σχεδιασμού
στη σοβιετική βιομηχανία76 και ο οποίος με την μεγαλύτερη εμβρίθεια έθεσε τα ζητήματα αυτά στην Ακαδημία και στην κοινωνία77.
Πίστευε ότι η μεταπολεμική Ευρώπη δεν έπρεπε να επαναλάβει τα λάθη του
παρελθόντος και ότι σε αυτό είχε να διδαχθεί από την Ε.Σ.Σ.Δ. Η
μεταπολεμική ευρωπαϊκή κοινωνία έπρεπε με έναν τρόπο να ενσωματώσει στην
κουλτούρα διακυβέρνησης όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που έβαλαν τη
σοβιετική κοινωνία στο δρόμο της προόδου και τους πολίτες της στο πεδίο
της κοινωνικής συμμετοχής παρέχοντας τους ταυτόχρονα κοινωνική ασφάλεια.
Πρότεινε για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες έναν «μέσο» δρόμο συγκρότησης με
έμφαση στην κοινωνική συνοχή, κάτι ανάμεσα στον παλαιό που είχε τα
χαρακτηριστηστικά του χωρίς όρια ανταγωνισμού και γνώρισε την καταστροφή
του μεσοπολέμου και τον σοβιετικό δρόμο78. Το μεταπολεμικό modus vivendi στην Ευρώπη τον δικαίωσε απόλυτα 79.
Σε
μια συνέντευξη που έδωσε το 1978 στον εκδότη και διευθυντή του
περιοδικού New Left Review, Perry Anderson, ρωτήθηκε για την σημασία της
ρώσικης επανάστασης. Ο Carr απάντησε ότι η επανάσταση μεταμόρφωσε τη
Ρωσία και από φτωχή χώρα αμόρφωτων δουλοπάροικων την έκανε μια από τις
υπερδυνάμεις και ότι όλα αυτά έγιναν πολύ σύντομα έξω και από τους
νόμους της αγοράς, εξασφαλίζοντας προκοπή για όλους τους πολίτες του
έθνους80.
Είχε πολύ καλή γνώση της ευρωπαϊκής ιστορίας και μπόρεσε να καταλάβει
ότι αυτό που επιχειρήθηκε στη Ρωσία, για να «στηθεί» η βιομηχανική
επανάσταση των Πεντάχρονων Πλάνων ήταν μια διαδικασία πρωτογενούς
συσσώρευσης. Το ανταγωνιστικό γεωπολιτικό περιβάλλον και ο φόβος του
πολέμου επέβαλε ταχείς ρυθμούς βιομηχανικής ανάπτυξης στη Ρωσία του
τριάντα. Αυτό λοιπόν που κατόρθωσε η Βρετανία σε δυο αιώνες εκτατικής
καπιταλιστικής ανάπτυξης, αρχικά με μοχλό τον ιδιώτη επιχειρηματία και
μετά τον τραπεζίτη, έπρεπε να το καταφέρει η Ρωσία σε δέκα το πολύ
χρόνια με μοχλό το κράτος81.
Ο ίδιος είχε πλήρη συνείδηση της βαρβαρότητας που συνεπάγονταν για τους
εργάτες και τους αγρότες στη Σοβιετική Ένωση η βιομηχανική επανάσταση
των Πεντάχρονων Πλάνων. Θεωρούσε την έναρξη της την σκοτεινότερη περίοδο
της σοβιετικής εμπειρίας, με την επίμονη και καθημερινή πίεση πάνω στις
ζωές των εργατών, τον χωρίς έλεος διωγμό της αγροτιάς, τον αποδεκατισμό
της διανόησης, τη βάρβαρη προσωπική δικτατορία. Τόνιζε, ότι σπάνια στην
ιστορία τέτοιο τεράστιο τίμημα έχει πληρωθεί για τέτοιο μνημειώδες
επίτευγμα82.
Αυτή τη βαρβαρότητα όμως την συμπεριέλαβε σαν τμήμα ενός συνολικού
σχεδίου στην Ιστορία του και το συνολικό σχέδιο του Carr ονομαζόταν
Σοβιετική Ένωση. H απάντηση στο ερώτημα γιατί επέλεξε να δώσει στο κοινό
του την Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης ήταν ότι επέλεξε να περιγράψει
την μακριά και επίπονη πορεία, το έπος θα έλεγα, μιας κοινωνίας όπως η
Ρώσικη από την πλήρη καθυστέρηση προς την πρόοδο μέσω μιας επανάστασης. Η
Επανάσταση ήταν το διακριτό πολιτικό βήμα από τη Ρωσία στη Σοβιετική
Ένωση, από την καθυστέρηση στην πρόοδο.
Οι
τελευταίοι τόμοι της Ιστορίας του Carr εκδόθηκαν στα μέσα της δεκαετίας
του εβδομήντα. Μέχρι τότε είχε αρχίσει τη δράση της η «αναθεωρητική
σχολή» της Ιστορίας της Ρώσικης Επανάστασης83.
Η σχολή αυτή ήταν το αποτέλεσμα του ριζοσπαστισμού του 1960 και του
1970 στα αμερικάνικα και τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Ενώ ο αναθεωρητισμός
της Ιστορίας της Γαλλικής Επανάστασης αμφισβήτησε την «ταξικότητα» της
επανάστασης, ο αναθεωρητισμός της Ιστορίας της Ρώσικης Επανάστασης την
εγκατέστησε βαθιά στην ιστοριογραφική της συνείδηση84.
Oι αντιδράσεις απέναντι στη νέα αυτή σχολή ιστοριογραφίας ήταν
τεράστιες από ανθρώπους με μεγάλη δύναμη στο πολιτικό και ακαδημαϊκό
κατεστημένο. Ο R. Pipes που τους αποκαλούσε από τις στήλες των Times
«πράκτορες των κομμουνιστών»85
είχε υπηρετήσει στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Η.Π.Α όταν πρόεδρος ήταν ο
Ρ. Ρήγκαν. Παράλληλα επί σειρά ετών διεύθυνε το τμήμα ρωσικών σπουδών
στο Harvard. Ο Carr, o Nove, o Jack Miller, o Rudolf Schlesinger είχαν
εμπλακεί από το 1949 στην περιπέτεια του Soviet Studies86,
ο Carr έγραψε τους 14 τόμους την Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης
αναγνωρισμένης ακαδημαϊκής αξίας. Αυτοί όλοι λοιπόν άνοιξαν, αν κρίνουμε
από τις αντιδράσεις της εποχής, μια απαγορευμένη συζήτηση μέσα στην
ακαδημία αρχικά, για να την μεταφέρουν στο κοινό τους αργότερα. Στους
ώμους αυτών που λοιδορήθηκαν στον Ψυχρό Πόλεμο ως «συνοδοιπόροι»,
πάτησαν οι αναλύσεις των επόμενων γενεών ιστορικών.
Σημειώσεις
1 Καρ Ε.Χ., Τι Eίναι Ιστορία; Σκέψεις για τη Θεωρία της Ιστορίας και το Ρόλο του Ιστορικού. Γνώση, 1999, σελ 32 και 38
2 Davies R. W., Memorial Speech by Davies in British Academy,Proceedings of the British Academy 1984,
vol 69, σελ 488-489. Εκεί αναφέρεται επίσης ότι ο s.A.Cadogan ανώτατος
υπάλληλος του F.O έγραψε στο ημερολόγιο του ότι ελπίζει ότι κάποιος θα
βρεθεί να δέσει τον Barriington Ward (εκδότης των Times) και τον Ted
Carr και να τους ρίξει και τους δυο στον Τάμεση.
3 Παραιτείται
από το F.O με το βαθμό του Α Γραμματέα και κατόπιν εκλέγεται Καθηγητής
Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Aberystwyth της Ουαλίας.
4 Ράσελ Τζάκομπυ, Οι Τελευταίοι Διανοούμενοι. Η αμερικάνικη Πνευματική Ζωή σε μια Εποχή Ακαδημαϊκότητας, Νησίδες, 2008, σελ 229.
5 Για το χαρακτηρισμό και την επισήμανση «αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη».
6 Saunders S. Frances, Who Paid the Piper. The CIA and the Cultural Cold War. Granta Books, 2000, σελ 62
7 Τζάκομπυ Ράσελ ο.π σελ 159
8 Krabbendam Hans & Scott-Smith Giles (ed), The Cultural War in Western Europe 1945-1960. London, 2003, σελ 16
9 Haslam Jonathan, The Vices of Integrity E.H. Carr 1892-1982. Verso, 2000 σελ 138-140
10 Cox Michael, Introduction. Στο M. Cox (Επιμ.), A Critical Appraisal. Palgrave Macmillan LTD, 2000, σελ 10
11 Haslam Jonathan,ο. π. σελ 62
12 Times 5/12/1940
13 Davies R. W., ο. π., σελ 487
14 Haslam J., ο. π., σελ 86
15 Haslam J., ο. π., σελ 20
16 Broue Pierre, The German Revolution 1917-1923. Haymarket Books, 2005, σελ 129-130
17
Berstein Serge & Pierre Milza, Ιστορία της Ευρώπης 3: Διάσπαση και
Ανοικοδόμηση της Ευρώπης 1919 έως Σήμερα. Αλεξάνδρεια, 1997, σελ 28
18 Mazower Μark, Σκοτεινή Ήπειρος. Ο Ευρωπαϊκός Εικοστός Αιώνας. Αλεξάνδρεια, 2001, σελ 21-27
19
Το 1920 υπήρχαν σε όλο τον κόσμο περίπου 35 συνταγματικές δημοκρατίες,
μέχρι το 1938 υπήρχαν περίπου 17 τέτοια κράτη και μέχρι το 1944 ίσως 12
από τα 64 συνολικά κράτη του κόσμου. Στα 20 χρόνια όμως φιλελεύθερης
οπισθοχώρησης κανένα καθεστώς που χαρακτηρίζεται ως φιλελεύθερο δεν
ανατράπηκε από την Αριστερά. Βλ. Hobwbawm Ε.J, Η Εποχή των Άκρων. Ο
Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 – 1991., Θεμέλιο, 1995, σελ 148-149
20 Abraham David, The Collapse of the Weimar Republic. Political Economy and Crisis. Princeton University Press, 1981, σελ 11
21 Keynes M. John, Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης, Παπαζήσης, 2009, σελ 92-93
22 Keynes, ο.π., σελ 73-149
23 Keynes, ο.π., σελ 167-195
24 Hobsbawm E.J.,ο.π., σελ 133
25 Keynes, ο.π., σελ 155-160
26 Guttmann W. & P. Meehan, The Great Inflation. Farnborough, 1975, σελ 30
27 Guttmann W. & P. Meehan, ο.π., σελ 124
28 Hobsbawm E.J.,ο.π., σελ 121
29 Harman Chris, A People’s History of the World. From the Stone Age to the New Millennium. Verso, 2008, σελ 465
30 Beaud Michel, Η Ιστορία του Καπιταλισμού από το 1500 μέχρι το 2000. Ηλέκτρα, 2000, σελ 269-272
31
Haslam J., ο.π., σελ 6. Η συζήτηση αφορά την επιδότηση ή όχι της
αγγλικής αγροτικής οικονομίας σε βάρος της βιομηχανίας και είναι τόσο
παλιά όσο οι θεωρίες του μερκαντιλισμού
32
Ο.π σελ 7. Να σημειώσω ότι με τον ίδιο τρόπο πέτυχε τις σπουδές του στο
πανεπιστήμιο του Τορίνο και ο Α. Γκράμσι (βλ. Γκράμσι Αντονιο, Οι
Διανοουμενοι, Τομ. Α. Στοχαστής, 2005, σελ 27), για τον ρόλο της
εκπαίδευσης στην ταξική κινητικότητα ο Hobsbawm (βλ Hobsbawm E. J., Η
Εποχή των Αυτοκρατοριών 1875-1914, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας,
2000, σελ 263-274)
33 Ηaslam Jonathan ο.π σελ 9
34 Haslam Jonathan ο.π σελ 9 από το Autobiographical sketch
35 Μαρξ Καρλ, Συμβολή στην Κριτική της Χεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου, στο Εβραϊκό Ζήτημα. Οδυσσέας, 2006, σελ 135-136
36
Kennedy Paul, Η Άνοδος και η Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων. Οικονομική
Μεταβολή και Στρατιωτική Σύγκρουση από το 1500 ως το 2000, Tομ Α.
Αξιωτέλλης, 1990, σελ 303
37 Λένιν . Β. Ι , Ο Ιμπεριαλισμός Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού. Θεμέλιο, 1984 σελ 124
38 Λένιν Β. Ι., ο.π., σελ 97-98
39 Μαρξ Καρλ, Μισθός Τιμή και Κέρδος. Σύγχρονη Εποχή, 1985, σελ 10-11
40
Hanes W., Travis III and Sanello Frank, Οι Πόλεμοι του Οπίου. Η
Εξάρτηση μιας Αυτοκρατορίας και η Διαφθορά μιας Άλλης. Αθήνα, 2004, σελ
24-34
41 Hobsbawm E.J., Η Εποχή των Άκρων, ο.π. σελ 37-41
42
Oι μάχες στη Somme στοίχισαν στους εμπόλεμους 1,200,000 άνδρες βλ.
Ferrο Mark, Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918. Ελληνικά Γράμματα,
1993, σελ.173
43 Ferro Mark, ο.π., σελ 451-455
44 Kolko Gabriel, Century of War. Politics, Conflicts and Society since 1914. The New Press, 1994, σελ 103
45
Πρόκειται για στρατιωτικούς σχηματισμούς που σχηματίστηκαν με μοναδικό
κριτήριο τις κοινωνικές ή επαγγελματικές σχέσεις που είχαν οι εθελοντές
μεταξύ τους. Έτσι οι συνάδελφοι σε μια επιχείρηση στρατεύονταν στην ίδια
μονάδα, πολλές φορές και οι πότες στην ίδια pub. Οι περισσότερες από
αυτές τις μονάδες σφαγιάστηκαν στις μάχες του Somme βλ. Keegan John, The
First World War, Pimlico, 1999, σελ 277-333
46 Hobsbawm E.J., Η Εποχή των Άκρων, ο.π σελ 43
47 Kolko Gabriel ο.π σελ 89 και 114-115
48 Therborn Goran, The Rule of Capital and the Rise of Democracy. New Left Review, I/103, (May – Jun., 1977), σελ 16 και 29
49 Nouschi Andre, Η Μεσόγειος στον 20ο Αιώνα. Μεταίχμιο, 2000, σελ 101-108
50 Καρ Ε.Χ., Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923, τομ 3. Υποδομή, 1978, σελ 35-83
51
Gökay Bülent, Soviet Eastern Policy and Turkey, 1920-1991. Soviet
Foreign Policy, Turkey and Communism. Routledge, 2006, σελ 20-30
52 Young J.C Robert, Μεταποικιακή Θεωρία μια Ιστορική Εισαγωγή. Πατάκης, 2007, σελ 204-209
53 Young J.C Robert, ο.π. σελ 249-255
54 Carr E.H., The Russian Revolution and the West. New Left Review, I/111, (Sept. – Oct., 1978), σελ 29
55 Καρ Ε.Χ., Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923, Tομ. 3. Υποδομή, 1978, σελ 165-166
56 Carr E.H., The Russian Revolution and the West. New Left Review, I/111, (Sept. – Oct., 1978), σελ 29
57 Deutscher Isaac, Mr. E. H. Carr as Historian of Soviet Russia. Soviet Studies, Vol. 6, No 4 (Apr., 1955), σελ 343
58 Deutscher Isaac ο.π σελ 340
59 Deutscher Isaac ο.π σελ 347
60
Harman Chris, ο,π,, σελ 466 και Day. B. Richard, Crisis and the Crash,
Soviet Studies of the West, New Left Books, 1981, σελ 80-81 και156-159.
61 Deutscher Isaac ο.π σελ 342
62 Patnaik Κumar Ashok, The Soviets and the Indian Revolutionary Movement 1917-1929. Anamika Prakashan, 1992, σελ 10-45
63 Patnaik Κumar Ashok ο.π σελ 220-221
64
Shukla Vivekanand, Soviet Revolutions and the Indian National Movement.
Perceptions of Indian Media, R. S. Bhalla, 1989, σελ 223-224
65 Deutscher Tamara, E.H. Carr- A Personal Memoir. New Left Review, I/137, (Jan. – Feb., 1983), σελ 79
66 Haslam Jonathan ο.π σελ 48
67 Haslam Jonathan ο.π σελ 48
68 Deutscher Tamara, E.H. Carr- A Personal Memoir. New Left Review, I/137, (Jan. – Feb., 1983), σελ 79
69 Davies R. W., ο.π., σελ 489
70 Carr E.H, The Soviet Impact on the Western World. The Macmillan Company, 1948, σελ 2-20
71 Carr E.H ο.π σελ 21-40
72 Carr E.H ο.π σελ 42-61
73 Carr E.H, ο.π σελ 84-102
74 Τζάκομπυ Ράσελ, ο.π., σελ 124
75 Carr E.H, ο.π σελ 34 -35
76 Davies. W. R., Drop the Glass Industry: Collaborating with E.H. Carr. New Left Review, I/145, (May – Jun., 1984), σελ 69
77 Dobb Maurice, Papers on Capitalism, Development and Planning, Routledge and Κegan Paul, 1968
78
Davies R. W., ο.π., σελ 489 – 490 και Cox Michael(ed) E.H Carr A
Critical Appraisal Davies.W.R. “ Carr’ s changing views of the Soviet
Union” σελ 104-105 Palgrave Macmillan 2004
79
Το πως οδηγήθηκε η Ευρώπη σε αυτό το modus vivendi περιγράφεται στο
Σασούν Ντόναλντ «Εκατό χρόνια σοσιαλισμού, Η δυτικοευρωπαϊκή αριστερά
στον 20ο αιώνα» Α΄ Τόμος Ανάπτυξη και σταθεροποίηση
Καστανιώτης 2001 σελ 175-336. Επίσης Milward.S.Alan “The Reconstruction
of Western Europe, 1945-1951” University of California Press Berkeley
and Los Angeles, California 1984
80 Carr E.H., The Russian Revolution and the West. New Left Review, I/111, (Sept. – Oct., 1978), σελ 29
81 Davies. W. R., Drop the Glass Industry: Collaborating with E.H. Carr. New Left Review, I/145, (May – Jun., 1984), σελ 69
82 Carr E.H., A History of Soviet Russia: Foundations of a Planned Economy 1926-1929. Vol 2. The Macmillan Company, 1972, σελ 451
83 Ενδεικτικά αναφέρω: Suny G. Ronald, Toward a Social History of the October Revolution. The American Historical Review, Vol.
88, No 1 (Feb., 1983), σελ 31-53 και Suny G. Ronald, Revision and
Retreat in the Historiography of 1917: Social History and Its Critics. The Russian Review, Vol.
53, No 2 (Apr., 1994), σελ 165-182 και Ragsdale Huge, Comparative
Historiography of the Social history of Revolutions: English, French and
Russian. The Journal of the Historical Society, III: 3 – 4, Summer/ Fall 2003.
84 Suny G. Ronald, Revision and Retreat in the Historiography of 1917: Social History and Its Critics. The Russian Review, Vol. 53, No 2 (Apr., 1994), σελ 165 -166
85 Merridale Catherine, The Soviet Revolution. Στο M. Bentley (Επιμ.), Companion to Historiography.Routledge, 1997, σελ 526-544.
86 Ticktin Hillel, E. H Carr, the Cold War and the Soviet Union. Στο M. Cox (Επιμ.), A Critical Appraisal. Palgrave Macmillan LTD, 2000, σελ 150
πηγή: http://avantgarde2009.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου