Το 10,6% των κομμουνιστών (οι οποίοι στις εκλογές του Μαΐου και Δεκεμβρίου 1924 πήραν 12,6% και 9%, έναντι 20,5% και 26% του SPD) αντιστοιχεί στο 35% των σοσιαλδημοκρατικών ψήφων, αντί του 60% του Μαΐου 1924.
Διχοτομημένη, μετά την προδοτική της στάση κατά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην πλειοψηφία που αντιπροσώπευε η δεξιά πτέρυγα και τη μειοψηφία των «ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών» του USPD, που αμέσως μετά είχαν ταχθεί υπέρ της ειρήνευσης και η αριστερή τους τάση εντάχθηκε αργότερα στο KPD, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία θα επανενωθεί το 1922. Η δεξιά της πτέρυγα ήταν στην κυβέρνηση όταν υπογράφηκε η Συνθήκη των Βερσαλλιών, με τους ταπεινωτικούς και εξοντωτικούς όρους σε βάρος της Γερμανίας, έχοντας ήδη πετύχει την αιματηρή καταστολή της κομμουνιστικής εξέγερσης τον Ιανουάριο 1919, δημιουργώντας χάσμα αίματος μεταξύ της ρεφορμιστικής και της επαναστατικής Αριστεράς.
Το SPD έβαλε και τη δική του σφραγίδα στη διαμόρφωση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η σχετική σταθεροποίηση της οικονομίας, παρά την πληθωριστική κρίση του 1923, η ανακοπή της επαναστατικής αναταραχής των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων και η πεποίθηση της εδραίωσης της δημοκρατίας, φαίνονταν να δικαιώνουν την πολιτική του κατεύθυνση. Τα εκλογικά αποτελέσματα του 1928 αποδείκνυαν την αποδοχή της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής από τα ¾ των αριστερών ψηφοφόρων, ενώ το SPD προσέθετε στη δύναμή του και ένα σημαντικό ποσοστό ψήφων που το 1924 είχαν δοθεί σε αστικά κόμματα.
Το SPD ήταν ήδη από το 1920 σταθερή κυβερνητική δύναμη στην Πρωσία, όπου βρίσκονταν και οι σημαντικότερες βιομηχανικές περιοχές της χώρας. Η κοινωνική πολιτική που ασκούνταν εκεί αποτελούσε εγγύηση για τη διασφάλιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης μέσα στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, καθιστώντας ανεπίκαιρες τις επαναστατικές διακηρύξεις του KPD, που μόλις το φθινόπωρο του 1923 είχε πραγματοποιήσει την τελευταία του εξέγερση στο Αμβούργο. Άλλωστε, το SPD δεν είχε πάψει να αναφέρεται στον μαρξισμό και στη σοσιαλιστική προοπτική.
Υποκλινόμενοι στον οικονομισμό
Ο σοσιαλισμός, κατά τους θεωρητικούς του SPD, θα προέκυπτε μέσα από την ίδια την καπιταλιστική ανάπτυξη, με την ενδυνάμωση της εργατικής τάξης, που αξιοποιώντας τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες θα έφερνε στην εξουσία το κόμμα της, για τη μετατροπή της καπιταλιστικής οικονομίας σε σοσιαλιστική, μέσω της υπαγωγής της στο κράτος. Το είχε γράψει και ο Μαρξ, όπως επιβεβαίωνε ο θεματοφύλακας των γραφών Κάουτσκι: ένας νέος τρόπος παραγωγής δεν μπορεί να κυριαρχήσει, παρά μόνο όταν ο προηγούμενος έχει εξαντλήσει κάθε δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Η λενινιστική προβληματική για τον επικαθοριστικό ρόλο της πολιτικής, την επαναστατική κατάσταση και την επαναστατική κρίση, συνιστούσε, κατά τους σοσιαλδημοκράτες θεωρητικούς, προφανή απομάκρυνση από τη μαρξιστική ορθοδοξία. Εξάλλου, ακόμα και η διαμάχη των Ρώσων κομμουνιστών για τη δυνατότητα οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ στο πεδίο αυτής της θεωρίας των παραγωγικών δυνάμεων διεξαγόταν και στη βάση αυτή τοποθετούνταν σταλινικοί, τροτσκιστές και μπουχαρινικοί, ενώ το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης κάθε χώρας αποτελούσε το βασικό κριτήριο στη χάραξη της επαναστατικής στρατηγικής του κομμουνιστικού της κόμματος.
Νιώθοντας κυρίαρχο στην Αριστερά, το SPD δεν έχει καμιά διάθεση να ανταποκριθεί στις προτάσεις των κομμουνιστών για συνεργασία που -αν και καθυστερημένα σε σχέση με άλλα Κ.Κ.- κατατίθονταν από το KPD από το 1925. Οι έμπειροι γραφειοκράτες της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας γνωρίζουν πολύ καλά τις στοχεύσεις των κομμουνιστών, που τις περιέγραψε ο ίδιος ο Λένιν στην εισήγησή του στο 4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κ.Δ.) το 1922:
Καθώς το επαναστατικό κύμα έχει, πλέον, υποχωρήσει και η μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης της Ευρώπης επανασυσπειρώθηκε γύρω από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και τα ρεφορμιστικά συνδικάτα, οι κομμουνιστές πρέπει να προσανατολιστούν στη συγκρότηση Ενιαίου Εργατικού Μετώπου με τις δυνάμεις αυτές. Αναπτύσσοντας σχέσεις εμπιστοσύνης με τις μάζες των εργατών, θα επιδιώξουν είτε την αριστερή μετατόπιση των ρεφορμιστικών φορέων είτε την απόσπαση της εργατικής τάξης από την επιρροή τους.
Προσανατολισμένοι σ’ αυτή την κατεύθυνση, οι κομμουνιστές απηύθυναν σταθερά προτάσεις ενότητας, συμμετείχαν ενεργά στα μαζικά ρεφορμιστικά συνδικάτα, υπερψήφιζαν τους σοσιαλδημοκράτες εκεί που δεν υπήρχε δυνατότητα δικής τους κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (π.χ. στη Μ. Βρετανία), ασκούσαν πίεση προς τις εκάστοτε σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις για την άσκηση μιας συνεπούς μεταρρυθμιστικής πολιτικής προς όφελος της εργατικής τάξης.
Καθώς, τον Σεπτέμβριο 1928, σχηματίζεται κυβέρνηση συνεργασίας με τα κόμματα του Κέντρου, με καγκελάριο τον σοσιαλδημοκράτη Χέρμαν Μίλερ, και οι εφημερίδες δημοσιεύουν εμβριθείς αναλύσεις για τη σταθερότητα του καθεστώτος και τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, ακούγεται παράταιρος ο θόρυβος που προκαλούν οι κομμουνιστές ήδη από τον Φεβρουάριο, μετά την 9η Ευρεία Ολομέλεια της Ε.Ε. της Κ.Δ.
Διαπιστώνοντας ότι η περίοδος σχετικής οικονομικής σταθεροποίησης βρίσκεται στο τέλος της και ο καπιταλισμός εισέρχεται στην τρίτη περίοδο της γενικής κρίσης του, η Κ.Δ. προέβλεπε τη διαμόρφωση συνθηκών επαναστατικής κατάστασης. Η αντιπαράθεση τάξης εναντίον τάξης θα εκφραστεί και με πολιτική πόλωση, με τα Κ.Κ. να βρίσκονται στην πλευρά της επανάστασης και όλες τις άλλες πολιτικές δυνάμεις να συγκροτούν το αντεπαναστατικό στρατόπεδο. Ανάμεσά τους και η σοσιαλδημοκρατία. Και όπως αιχμή του δόρατος της αντεπανάστασης είναι ο φασισμός, όλες αυτές οι δυνάμεις θα συμπαραταχθούν μαζί του, άμεσα ή έμμεσα. Ο όρος «σοσιαλφασίστες» για τον χαρακτηρισμό των σοσιαλδημοκρατών έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του.
Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν παρά να διασκεδάζουν με τις κομμουνιστικές επινοήσεις. Δεν είναι μόνο η αίσθηση της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας που τους κάνει να χλευάζουν τις μοσχοβίτικες Κασσάνδρες. Εντυπωσιακή είναι και η αναφορά στον φασισμό, που επιβεβαιώνει την αποκοπή των κομμουνιστών από κάθε σχέση με την πραγματικότητα.
Φαίνεται να έχουν δίκιο. Είναι δυνατόν να αποτελέσει απειλή για τη δημοκρατία το NSDAP του Χίτλερ; Ένα θλιβερό 2,6% πήρε στις εκλογές του 1928. Πιο κάτω κι από το 3% του Δεκέμβρη 1924, πόσο μάλλον από το 6,5% του Μαΐου 1924, όταν, επιπλέον, συμμετείχε στις εκλογές με παραλλαγμένο τίτλο, καθώς είχε τεθεί εκτός νόμου, μετά το οπερετικό «Πραξικόπημα της Μπυραρίας» του γραφικού ηγέτη του, που πλήρωσε την αποκοτιά του και με πολύμηνη φυλάκιση. Είναι τρελοί αυτοί οι κομμουνιστές!
Το KPD φαντάζει πράγματι εκτός πραγματικότητας, όταν τα πρωτοσέλιδα της «Rote Fahne» προβάλλουν με πηχυαίους τίτλους την επερχόμενη κρίση και τη συνακόλουθη μεγάλη ταξική αναμέτρηση, ενώ ο «κομμουνιστικός όχλος» -κατά τον σοσιαλδημοκρατικό χαρακτηρισμό- επιδίδεται σε συνεχείς απεργίες, πορείες και διαδηλώσεις. Μια τέτοια διαδήλωση, την Πρωτομαγιά του 1929, βάφεται στο αίμα 31 δολοφονημένων εργατών και εκατοντάδων τραυματιών. Οι κομμουνιστές θυμούνται την καταστολή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών, δέκα χρόνια πριν, πάλι από σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. Το κόμμα δικαιώνεται: πρόκειται για «σοσιαλφασίστες»!...
Λίγους μήνες αργότερα θα έρθει και η μεγάλη επιβεβαίωση των εκτιμήσεων της Κ.Δ. σχετικά με την επερχόμενη κρίση. Το Κραχ στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, τον Οκτώβριο 1929, θα κόψει απότομα τους σοσιαλδημοκρατικούς χλευασμούς. Τώρα πια, οι κομμουνιστές ξέρουν πως ήρθε η ώρα τους: οικονομική κρίση = κατάρρευση του καπιταλισμού = επανάσταση!
Νομιμότητα ή επανάσταση; Χίτλερ!
Η κυβέρνηση Μίλερ καταρρέει τον Μάρτιο 1930 και αντικαθίσταται από κυβέρνηση συνεργασίας αστικών κομμάτων υπό τον Χάινριχ Μπρίνινγκ, την οποία στηρίζουν οι σοσιαλδημοκράτες. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1930 το SPD υποχωρεί στο 24,5%, ενώ το KPD ανέρχεται στο 13,1%. Υπάρχει όμως και μια ανησυχητική εξέλιξη: το περιθωριακό NSDAP του 2,6% αναδεικνύεται δεύτερο κόμμα με το 18,3%.
Οι κομμουνιστές, έχοντας επιβεβαιωθεί για μια ακόμα φορά, εντείνουν τις επιθέσεις τους κατά των «σοσιαλφασιστών», οι οποίοι ακολουθούν την «πολιτική ανοχής» του μικρότερου κακού. Το SPD στηρίζει και τις επόμενες αστικές κυβερνήσεις και στις προεδρικές εκλογές του 1932 θα καλέσει σε υπερψήφιση του βαθιά συντηρητικού στρατάρχη Χίντεμπουργκ για την αντιμετώπιση της υποψηφιότητας του Χίτλερ.
Ενώ η μαζική σοσιαλδημοκρατική πολιτοφυλακή ουσιαστικά αναστέλει κάθε δραστηριότητα, αφήνοντας μόνους τους κομμουνιστές της Κόκκινης Ένωσης του Μετώπου Μαχητών να δίνουν τις μάχες στους δρόμους με τις δολοφονικές ορδές των ναζί, το SPD επιχειρεί τη συγκρότηση αντιφασιστικού «Σιδηρού Μετώπου» (!) με τα αστικά κόμματα, σε μια περίοδο που η λαϊκή τους βάση τα εγκαταλείπει, καταφεύγοντας στην ασφάλεια που εγγυάται η πολιτική πρόταση του Χίτλερ. Το 1927 το NSDAP είχε 130.000 μέλη. Το 1932 400.000 είναι μόνο τα μέλη των περιβόητων Ταγμάτων Εφόδου.
Το μόνο που αρνούνται να συζητήσουν οι σοσιαλδημοκράτες είναι η συνεργασία με τους κομμουνιστές, καθώς κάτι τέτοιο θεωρούν πως θα τρόμαζε τα αστικά κόμματα και θα τα οδηγούσε στην αγκαλιά των ναζί. Τη στήριξη προς τις αντιλαϊκές αστικές κυβερνήσεις, σε μια περίοδο γενικευμένης εξάπλωσης της ανεργίας και φαινομένων μαζικής εξαθλίωσης, την πληρώνουν με σταθερή υποχώρηση της επιρροής τους στην εργατική τάξη, ενώ το 1931 αποσπάται και τμήμα της αριστερής πτέρυγας του SPD, που συγκροτεί το τροτσκιστικής κατεύθυνσης Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SAP).
Στις εκλογές του Ιουλίου 1932, όταν το NSDAP αναδεικνύεται πρώτη δύναμη με το 37,4% των ψήφων, το SPD θα περιοριστεί στο 21,6%, ενώ το KPD θα καταγράψει και πάλι άνοδο, με το 14,6%. Τον Νοέμβριο, όταν οι ναζί υποχωρούν στο 33,1%, θα συνεχιστεί τόσο η πτωτική τάση του SPD (20,4%) όσο και η ανοδική πορεία του KPD (16,9%). Το πενιχρό 0,2% και 0,1% του SAP αποδεικνύει ότι οι εργατικές ψήφοι που αποδεσμεύονται από τη σοσιαλδημοκρατία στρέφονται αποκλειστικά προς τους κομμουνιστές.
Το KPD έχει κάθε λόγο να νιώθει επιβεβαιωμένο. Αργά αλλά σταθερά, η εργατική τάξη γυρίζει την πλάτη στους «σοσιαλφασίστες» και σύντομα προβλέπεται η ανάδειξή του σε κύρια δύναμη της Αριστεράς. Τότε είναι που η εργατική τάξη θα ξεκαθαρίσει οριστικά και τους λογαριασμούς της με τους ναζί. Η πανεργατική απεργία διαρκείας θα μετατραπεί σε προλεταριακή επανάσταση και ένα σοβιετικό καθεστώς θα εγκατασταθεί στο κέντρο της ευρωπαϊκής ηπείρου!
Προς το παρόν, η γενική απεργία διαρκείας μπλοκάρεται από τη «σοσιαλφασιστική» συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Τα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα εξακολουθούν να συσπειρώνουν τη μεγάλη πλειονότητα των εργατών που έχουν ακόμα δουλειά. Είναι οι άνεργοι που πυκνώνουν τις γραμμές του KPD, σε σημείο ώστε το 1932 να αποτελούν τα ¾ των 360.000 μελών του. Και με μόνους τους άνεργους γενική απεργία δεν γίνεται… Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που οι ναζί βρεθούν στην κυβέρνηση, θα αποκαλυφθεί πλήρως η αδυναμία τους να επιλύσουν τα τεράστια οικονομικά προβλήματα και θα καταρρεύσουν. «Μετά τον Χίτλερ, εμείς!», βροντοφωνάζει ο ηγέτης του KPD Έρνστ Τέλμαν.
Ενώ η «πολιτική ανοχής» του SPD παθητικοποιεί τους οπαδούς του, που ελπίζουν ότι ο κίνδυνος του φασισμού θα αποτραπεί χάρη στην απομόνωση των ναζί από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις (ο Χίντεμπουργκ ήταν που νίκησε τον Χίτλερ στις προεδρικές εκλογές, πτώση του NSDAP κατέγραψαν οι εκλογές του Νοεμβρίου 1932) και το KPD παρακολουθεί τους ρυθμούς αποδέσμευσης της εργατικής τάξης από τον «σοσιαλφασισμό», στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Χίντεμπουργκ αναθέτει στον Χίτλερ τον σχηματισμό κυβέρνησης, με τη συνεργασία και τη στήριξη των αστικών κομμάτων.
Το SPD, που είχε αρνηθεί τη συνεργασία με τους κομμουνιστές ακόμα και όταν για λίγους μήνες το 1932 είχαν παραμερίσει τις καταγγελίες περί «σοσιαλφασισμού» (επανήλθαν δριμύτεροι μετά από παρέμβαση της Κ.Δ., αποπέμποντας από το Π.Γ. τον Χάιντς Νόιμαν που θεωρήθηκε υπαίτιος της παρέκκλισης), απορρίπτει, ακόμα και με τον Χίτλερ στη θέση του καγκελάριου, την πρόταση του KPD για γενική απεργία.
Τίποτα δεν μπορεί να κλονίσει την αδιασάλευτη πίστη των σοσιαλδημοκρατών στη συνταγματική νομιμότητα. Το κύριο άρθρο της σοσιαλδημοκρατικής «Vorwarts», την επόμενη της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, είναι σαφές: «Απέναντι στην κυβέρνηση που απειλεί με πραξικόπημα, η σοσιαλδημοκρατία παραμένει με τα δυο πόδια στο έδαφος του Συντάγματος και της νομιμότητας».
Όταν τον Μάρτιο 1933, με το KPD ήδη εκτός νόμου, ο Χίτλερ θα πάρει το 43,9% και το SPD θα συρρικνωθεί στο 18,2%, οι γραφειοκράτες της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας ADGB θα δηλώσουν ότι «δεν είναι αρμοδιότητα των συνδικάτων να πάρουν θέση για τις πολιτικές συνέπειες αυτών των εκλογών». Θα συμμετάσχουν, μάλιστα, στην Εθνική Εορτή της 1ης Μαΐου που αντικατέστησε την Εργατική Πρωτομαγιά. Την επόμενη μέρα θα συλληφθούν και η ADGB θα διαλυθεί, ενώ τον Ιούλιο, μαζί με όλη την αντιπολίτευση, θα τεθεί εκτός νόμου και το SPD.
Η επικράτηση του ναζισμού στην πατρίδα των Μαρξ και Ένγκελς θα διαψεύσει τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατίας, αναδεικνύοντας το αδιέξοδο της πολιτικής του «μικρότερου κακού» και της αντιμετώπισης του φασιστικού κινδύνου με την προσήλωση στη συνταγματική νομιμότητα. Όπως θα διαψεύσει και τις αυταπάτες των κομμουνιστών, που πήγαζαν από την πεποίθηση ότι η οικονομική κρίση θα οδηγούσε με βεβαιότητα στην επανάσταση, αρκεί να παραμεριζόταν το σοσιαλδημοκρατικό ανάχωμα που απέτρεπε τους εργάτες από το επαναστατικό τους καθήκον.
Η απροθυμία των σοσιαλδημοκρατών να συγκροτήσουν μέτωπο με τον «κομμουνιστικό όχλο» και των κομμουνιστών να συνεργαστούν με τους «σοσιαλφασίστες» άφησε τον δρόμο ανοιχτό για να περάσουν οι αληθινοί φασίστες, στηριγμένοι στον πραγματικό όχλο της μικροαστικής απόγνωσης και της εθνικιστικής μισαλλοδοξίας.
Γιώργος Αλεξάτος
πηγή :http://tsak-giorgis.blogspot.gr/2013/10/1928-33.html
2 σχόλια:
όταν ακούω τον σοσιαλφασισμό....
αναγουλιάζω...
όταν ακούω τον σοσιαλφασισμό....
αναγουλιάζω...
Δημοσίευση σχολίου