Του Χρήστου Κεφαλή
Το παρόν σημείωμα δεν φιλοδοξεί να καταγράψει διεξοδικά τη βιβλιογραφία, ελληνική και ξένη, για το φασισμό. Στοχεύει κυρίως να γνωρίσει τον αναγνώστη με τις πιο βασικές, ελληνόγλωσσες κυρίως πηγές για το θέμα. Παρουσιάζονται κλασικές μαρξιστικές πηγές και έργα από την πιο πρόσφατη αστική ιστοριογραφία, ενώ καταχωρούνται και ορισμένες εργασίες για τη σύγχρονη ακροδεξιά και το νεοφασισμό. Πρόκειται για έργα που προσφέρονται τόσο για ατομική μελέτη από αναγνώστες που επιθυμούν να κατατοπιστούν πάνω στο θέμα, όσο και για αξιοποίηση από προοδευτικούς ερευνητές, είτε ως πηγές για μια ανεξάρτητη μαρξιστική έρευνα, είτε ως αντικείμενο πολεμικής. Ενώ η μαρξιστική έρευνα στο θέμα τα τελευταία χρόνια έχει σχετικά ατονήσει, έχουν δει το φως, λόγω της επιστροφής του φασισμού στο προσκήνιο, αναρίθμητες μελέτες από φιλελεύθερους, κατά κανόνα, αστούς ερευνητές. Αυτές οι μελέτες υποφέρουν από τα συνήθη ελαττώματα της αστικής ιστορικής επιστήμης: στενότητα οπτικής, ανεπαρκής κατανόηση της σύνδεσης του φασισμού με το καπιταλιστικό σύστημα, συγχύσεις ή ταύτιση του μαρξισμού/κομμουνισμού με το σταλινισμό και σε συνέχεια με το φασισμό, στα πλαίσια της οικείας αντίληψης περί «ολοκληρωτισμού». Περιέχουν ωστόσο πολύτιμα ιστορικά στοιχεία και επιμέρους ενοράσεις, ενώ οι καλύτεροι ερευνητές έχουν αντιπαρατεθεί στις προσπάθειες αμφισβήτησης του Ολοκαυτώματος και ωραιοποίησης των ναζί, που προωθεί η συντηρητική και ακροδεξιά πτέρυγα της ακαδημαϊκής κοινότητας.Χρήστος Κεφαλής (Συνεργάτης του Πολιτικού Καφενείου)
Σημαντικές μελέτες φιλελευθεροδημοκρατικής οπτικής έχουν δώσει ιστορικοί και δημοσιολόγοι σαν τους Ίαν Κέρσοου, Λόρενς Ρις, Ρόμπερτ Πάξτον, Άνταμ Τουζ, Ρίτσαρντ Έβανς, Μαρκ Μαζάουερ, κ.ά. Οι απολογητικές τάσεις για το φασισμό δρομολογήθηκαν από την άλλη «ντροπαλά» αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από αντικομμουνιστές ιστορικούς όπως ο Τρέβορ-Ρόπερ και πήραν σημαντική ώθηση τα τελευταία χρόνια, με το έργο του Ίρβινγκ και, πιο ντροπαλά, του Γκολντχάγκεν και άλλων. Τέλος, η μαρξιστική φιλολογία περιλαμβάνει τα κλασικά έργα των Τρότσκι, Γκράμσι, Λούκατς και μεταπολεμικές συνεισφορές από τον Πουλαντζά και τον Μέιζον ως τον Ρέντον. Σημαντικό κενό παρατηρείται στη μαρξιστική φιλολογία σχετικά με τα σύγχρονα νεοφασιστικά-ακροδεξιά ρεύματα, όπου πρέπει να αρκεστεί κανείς σε μεγάλο βαθμό στις ακαδημαϊκές πηγές.Το δεύτερο μέρος για το νεοφασισμό και την ακροδεξιά περιλαμβάνει πηγές που αναφέρονται τόσο στην ανάπτυξή τους διεθνώς, όσο και στη χώρα μας. Εδώ δεν μπορεί να μην επισημάνουμε την έλλειψη μελέτης του φαινομένου της Χρυσής Αυγής, που δεν έχει παρθεί όσο θα έπρεπε σοβαρά από τους προοδευτικούς έλληνες ερευνητές.
Α. ΦΑΣΙΣΜΟΣΙ. Μαρξιστικές και αριστερές-ριζοσπαστικές πηγές
Έργα του Λεόν Τρότσκι
Οι εκτενείς αναλύσεις του Τρότσκι προσφέρουν το καλύτερο σημείο εκκίνησης για τη γνωριμία με τη μαρξιστική άποψη. Στα 1930-34, χρόνια της ανόδου των ναζί, ο Τρότσκι έγραψε δυο μεγάλες μπροσούρες και πολλά σημαντικά άρθρα για το φασισμό. Σε αυτά όχι μόνο πρόβλεψε με θαυμαστή διορατικότητα την καταστροφική εξέλιξη αλλά και υπέδειξε τις εναλλακτικές δυνατότητες που υπήρχαν.
Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί τρία βιβλία, που περιέχουν μόνο ένα μέρος τους:
- Λεόν Τρότσκι, Και Τώρα;, εκδ. Προλεταριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1978, σελ. 191.
- Λεόν Τρότσκι, Γερμανία: ο Φασισμός και το Εργατικό Κίνημα, εκδ. Προλεταριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1978, σελ. 206. Περιέχει 5 άρθρα γραμμένα στην περίοδο 1930-33, τα οποία καταλαμβάνουν το πρώτο μέρος του βιβλίου.- Λεόν Τρότσκι, Η Πάλη Ενάντια στο Φασισμό στη Γερμανία, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2000, σελ. 294, 12,23 €. Η πιο περιεκτική ελληνική έκδοση, περιλαμβάνει τα κυριότερα μέρη από τις δυο μπροσούρες, Και τώρα; και Ο Μόνος Δρόμος, και μερικά ακόμη από τα άρθρα του Τρότσκι, προλογιζόμενα από τον Κρις Χάρμαν.Όλα τα γραπτά του Τρότσκι, μαζί με μια κατατοπιστική παρουσίαση του ιστορικού της γερμανικής κρίσης και της συνάφειάς τους, θα βρεθούν στη σχετική σελίδα του Marxists Internet Archive, Leon Trotsky on the Rise ofHitler and Destruction of the German Left, http://www.marxists.org/archive/trotsky/germany/index.htm#y1933b.
Αντόνιο Γκράμσι, Οι Θέσεις της Λυών, Η ιταλική κατάσταση και τα καθήκοντα του ΚΚ Ιταλίας, Αθήνα 2011, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 111, 9€ Πρόκειται για τις Θέσεις που ετοίμασε ο Γκράμσι για το Γ΄ Συνέδριο του ΚΚ Ιταλίας στη Λυών τον Ιανουάριο του 1926, καθώς και τη συζήτηση που διεξάχθηκε πριν την ψήφισή τους στην αρμόδια κομματική επιτροπή. Οι θέσεις περιέχουν ένα ειδικό μέρος για το φασισμό που είναι και το πιο ώριμο σχετικό πολιτικό κείμενο του Γκράμσι. Ουσιαστικά όμως όλο το έργο περιστρέφεται γύρω από τα ζητήματα της οργάνωσης της αντιφασιστικής πάλης στην Ιταλία και της προσαρμογής του κόμματος στα καθήκοντά της, διορθώνοντας την υπεραριστερή γραμμή της προηγούμενης ηγεσίας του Μπορντίγκα. Στη συγγραφή του κειμένου είχε συνεισφορά και ο Τολιάτι.Ενώ η αναπροσαρμογή αυτή ήρθε αρκετά αργά για το ΚΚ Ιταλίας, όταν πια ο Μουσολίνι είχε εδραιωθεί στην εξουσία, οι επεξεργασίες του Γκράμσι δεν παύουν να δίνουν πολύτιμα στοιχεία για το φώτισμα της επαναστατικής στρατηγικής ενάντια στο φασισμό. Ο Γκράμσι αναγνωρίζει θαρραλέα ότι η κύρια αιτία της νίκης του φασισμού στην Ιταλία ήταν οι εγγενείς αδυναμίες του κινήματος και της κομμουνιστικής πρωτοπορίας του. Παράλληλα, η συζήτηση ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη του ΚΚ Ιταλίας φανερώνει, πέρα από επιμέρους αδυναμίες, το υψηλό επίπεδο πολιτικής αντίληψης που είχε επιτύχει εκείνη την περίοδο το κόμμα.Το βιβλίο προλογίζει ο Θ. Καμπαγιάννης, που έγραψε και ένα επίμετρο για τη μεθοδολογία μελέτης του Γκράμσι.
Ο αναγνώστης μπορεί να δει ακόμη αρκετά προγενέστερα άρθρα του Γκράμσι για το φασισμό, στη συλλογή Α. Γκράμσι, Πολιτικά Κείμενα, εκδ. Οδυσσέας, 1976, και στο Marxists Internet Archive.
Γκέοργκ Λούκατς, The Destruction of Reason, Merlin Press, Λονδίνο 1980, σελ. 865
Το κλασικό αυτό έργο του Λούκατς λέει την ιστορία της ιδεολογικής προετοιμασίας του φασισμού, μέσα από την αποσύνθεση του χεγκελιανισμού από το ανορθολογικό ρεύμα της αστικής φιλοσοφίας (Σέλινγκ, Κίρκεγκαρντ, Σοπενχάουερ, Νίτσε, βιταλισμός, ιμπεριαλιστική γερμανική κοινωνιολογία, κοινωνικός δαρβινισμός, ρατσισμός). Το έργο γράφτηκε το 1952 και αντανακλά κάποιους περιορισμούς στη σκέψη του Λούκατς εκείνης της περιόδου: το μη κριτικό πνεύμα απέναντι στο σταλινισμό, η κάπως μονοσήμαντη αντιπαράθεση της προόδου στην παρακμή, κοκ. Ως αποτέλεσμα αποτυχαίνει, π.χ., να κάνει μια σαφή διάκριση ανάμεσα στα πρώτα έργα του Νίτσε όπου γίνεται κυρίως μια οξυδερκής διάγνωση της παρακμής και την αντιδραστική επίλυση αυτή της διάγνωσης από το Πέραν του Καλού και του Κακού και μετά (παρότι προδιαγράφεται, βέβαια, και στο αρχικό νιτσεϊκό έργο)· δεν συλλαμβάνει επίσης πλήρως τη διαδικασία της συνάντησης ανάμεσα στον παθητικό αντιιστορισμό του Σοπενχάουερ και τον ενεργητικό αντιιστορισμό του Νίτσε πάνω σε αυτή την καμπή και την κοσμοθεωρητική διάσταση του ανορθολογισμού, συμπυκνωμένη στην ύστερη νιτσεϊκή αποθέωση της αμορφίας. Ιδιαίτερα το τελικό κεφάλαιο για τον ανορθολογισμό μετά το 1945 είναι αδύναμο και ξεπερασμένο. Αν εξαιρέσει όμως κανείς αυτές και μερικές ακόμη παρόμοιες αδυναμίες, πρόκειται για ένα έργο με διαρκή αξία. Ο κύριος κορμός του καταδείχνει τον καθαρά αρνητικό και καταστροφικό ρόλο του ανορθολογικού ρεύματος, το οποίο, χωρίς να προωθήσει κανένα ζήτημα παραπέρα (όπως έκαναν, π.χ., οι χεγκελιανοί της Αριστεράς με την κριτική της θρησκείας), καταπιάστηκε αποκλειστικά με την απόρριψη της ιδεαλιστικής διαλεκτικής. Ο Λούκατς δείχνει πώς αυτή η πολεμική, την οποία συνεχίζουν τα σύγχρονα νέο-νιτσεϊκά και «αποδομητικά» ρεύματα, ήταν στην ουσία της μια έμμεση πολεμική στον μαρξισμό.Στα ελληνικά έχει εκδοθεί μόνο το βασικό κεφάλαιο του έργου για τον Νίτσε, με τον τίτλο Ο Φρειδερίκος Νίτσε κάτω από το Φως του Μαρξισμού (εκδ. Μαρή, εξαντλημένο). Το ίδιο κεφάλαιο υπάρχει σε αγγλική μετάφραση στο Marxists Internet Archive. Ο πρόλογος του έργου, «Ο ιρασιοναλισμός ως ένα διεθνές φαινόμενο της ιμπεριαλιστικής περιόδου», παρουσιάστηκε στο αφιέρωμα στον Λούκατς στον τόμο 1 της Μαρξιστικής Σκέψης, σελ. 262-84. Στον αφιέρωμα της Μαρξιστικής Σκέψης στο φασισμό (τόμος 5, σελ. 234-66) παρουσιάστηκε το υποκεφάλαιο VII.5, «Η “Εθνικοσοσιαλιστική Φιλοσοφία” ως η δημαγωγική σύνθεση της γερμανικής ιμπεριαλιστικής φιλοσοφίας».
Νίκος Πουλαντζάς, Φασισμός και Δικτατορία, Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1975, επανέκδ. Θεμέλιο - Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς, Αθήνα 2006, σελ. 463, 25,32€Μια σημαντική ανάλυση για τη σχέση του φασισμού με τις κοινωνικές πτυχές της ταξικής πάλης. Σκοπός του συγγραφέα είναι να εκτιμήσει και να εξηγήσει τη μαζική βάση που πέτυχε ο φασισμός, η οποία επέτρεψε στα φασιστικά καθεστώτα να δείξουν τόση ανθεκτικότητα. Αναλύει επίσης την προσέγγιση της Τρίτης Διεθνούς, που απέτυχε εντελώς να πάρει υπόψη αυτό το κομβικό στοιχείο. Οι αναλύσεις του Πουλαντζά μπορεί να μη φτάνουν σε πολιτική οξυδέρκεια εκείνες του Τρότσκι, προσθέτουν όμως μερικά ουσιώδη σημεία όσο αφορά τη διαδικασία εκφασισμού μέσα στην ίδια την κοινωνία. Βασικό προσόν της ανάλυσης του Πουλαντζά είναι ότι διακρίνει ανάμεσα σε τρεις μορφές αναίρεσης του κοινοβουλευτισμού, που αποτελούν ο φασισμός, ο βοναπαρτισμός και η στρατιωτική δικτατορία (ο Τρότσκι δεν διακρίνει με σαφήνεια τις δυο τελευταίες). Ο Πουλαντζάς δίνει επίσης έμφαση στη διαφορά ανάμεσα στο φασισμό και τις στρατιωτικές δικτατορίες όπως εκείνες της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, τις οποίες θεωρεί ως μια ειδική μορφή κράτους εκτάκτου ανάγκης. Δείχνει την αδυναμία των τελευταίων να προσεταιριστούν κάποιες πλατιές λαϊκές μάζες ακόμη και μετά την επιβολή τους, σε αντίθεση με τους ναζί. Αυτές οι τελευταίες ιδέες αναπτύσσονται πιο διεξοδικά σε ένα άλλο έργο του, Η Κρίση των Δικτατοριών.
Κώστας Πίττας, Η Φασιστική Απειλή και η Πάλη για να την Τσακίσουμε, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2011, σελ. 56, 4€Στη μικρή αυτή μπροσούρα ο Κ. Πίττας εξηγεί εκλαϊκευτικά τι είναι ο φασισμός και πως μπορεί να πολεμηθεί. Αναφέρεται στην εμπειρία της γένεσης του φασισμού στην Ιταλία και τη Γερμανία και τους αγώνες του αντιφασιστικού κινήματος στη δεκαετία του 1930, που έφραξαν το δρόμος το φασισμό σε χώρες όπως η Αγγλία και η Γαλλία. Εξετάζει επίσης τη σύγχρονη εμπειρία από την άνοδο του νεοφασισμού του ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα και των ομολόγων τους στην Ευρώπη, για να καταλήξει με μια αναφορά στα ζητήματα του αντιφασιστικού αγώνα σήμερα.Μια βασική θέση του συγγραφέα για τους εγχώριους (και όχι μόνο) φασίστες είναι ότι «τα “επιχειρήματά” τους δεν βασίζονται σε λογικές αντιπαραθέσεις, αλλά στο φυλετικό μίσος και τους τραμπουκισμούς», αλλά και ότι «με συνεχή δράση και προπαγάνδα που αποκαλύπτει τον πραγματικό αποκρουστικό χαρακτήρα του ΛΑΟΣ ή της Χρυσής Αυγής, μπορούμε να αποκόψουμε πολλούς από τους χαλαρούς “οπαδούς” τους από το σκληρό νεοναζιστικό πυρήνα» (σελ. 51, 50).
Sergio Bologna, Ναζισμός και Εργατική Τάξη. Κρίση, κράτος πρόνοιας και αντιφασιστική βία στη Γερμανία του μεσοπολέμου, εκδ. antifa scripta, Αθήνα 2011, σελ. 191, 7€Το βιβλίο αυτό περιέχει μια διάλεξη του Σέρτζιο Μπολόνια στα 1993 με θέμα τη στάση της εργατικής τάξης απέναντι στο ναζισμό, πριν και μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.Ο Μπολόνια είναι θεωρητικός της εργατικής αυτονομίας και οι αναρχικές επιρροές επιδρούν αρνητικά στο πολιτικό μέρος της ανάλυσής του. Εκτιμά, π.χ., τη διάσπαση ανάμεσα στο κομμουνιστικό και σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα ως μια κακοτυχία που θα μπορούσε πιθανά με καλή θέληση των δυο πλευρών να είχε αποφευχθεί ή ξεπεραστεί (σελ. 74). Ωστόσο, η διάσπαση ήταν μια αναγκαία συνέπεια της στάσης της σοσιαλδημοκρατίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το ρήγμα δεν μπορούσε να ξεπεραστεί πλήρως, ακόμη και απέναντι στο φασισμό. Θα ξεπερνιόταν μόνο με εκείνη τη μερίδα της σοσιαλδημοκρατίας που θα αποκρινόταν θετικά σε μια πολιτική ενιαίου μετώπου ενάντια στον Χίτλερ, αν το ΚΚ Γερμανίας είχε υιοθετήσει μια τέτοια γραμμή.Παρ’ όλα αυτά, η ιστορική πλευρά της ανάλυσης του Μπολόνια είναι αξιόλογη. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στοιχεία από το έργο του Μέιζον και ερευνητικές προσπάθειες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, για να καταρρίψει το μύθο ότι οι ναζί απέκτησαν ισχυρή επιρροή στην εργατική τάξη. Αναφέρεται επίσης εκτενώς στις κινητοποιήσεις και τις μάχες ενάντια στους ναζί στα 1931-33, στις οποίες πρωτοστάτησε η ιδρυμένη από το Γερμανικό ΚΚ οργάνωση Αντιφασιστική Δράση, ενώ δίνει και αρκετά στοιχεία για τις μεθόδους διείσδυσης των ναζί στα φτωχά λαϊκά στρώματα. Ο κατακερματισμός της εργατικής τάξης από το προνοιακό κράτος της Βαϊμάρης, που περιλάμβανε στην περίοδο της μαζικής ανεργίας ένα περίπλοκο σύστημα επιδομάτων για ορισμένες κατηγορίες εργαζόμενων, συνετέλεσε έμμεσα στην ενίσχυση της επιρροής των ναζί, κάνοντας πιο δυσχερή την ενωμένη εργατική αντίσταση.
Ντανιέλ Γκερέν, Η Φαιά Πανούκλα, εκδόσεις Κείμενα, Αθήνα 1976 και 1990, σελ. 180, 12,70€.Ο Γκερέν, ένας γάλλος αναρχοκομμουνιστής, ήταν ένας από τους πρώτους που ανέλυσαν με οξυδέρκεια το φασισμό στη δεκαετία του ’30. Αποκάλυψε τους δεσμούς του φασισμού με το μεγάλο κεφάλαιο, αλλά και εκείνα τα δημαγωγικά στοιχεία που του επέτρεψαν να αποκτήσει πρόσβαση σε μαζικά ακροατήρια. Κατέδειξε διεισδυτικά την κοινή, έστω διαφορετικά μεταμφιεσμένη, εφησύχαση των αντιπάλων του φασισμού, σοσιαλιστών και κομμουνιστών, και προσέγγισε εκείνη την περίοδο τον Τρότσκι.Το παρόν έργο του περιέχει ένα εισαγωγικό κριτικό δοκίμιο του 1954 για την άνοδο του ναζισμού και τις εντυπώσεις του από δυο ταξίδια που πραγματοποίησε στη Γερμανία, το ένα πριν και το άλλο λίγο μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία. Τη δεύτερη φορά θα γυρίσει με ποδήλατο τη χώρα, κρύβοντας με κίνδυνο της ζωής του ρεπορτάζ και υλικά στους σωλήνες του ποδηλάτου του. Παρευρίσκεται σε συγκεντρώσεις των ναζί, μιλά με υποστηρικτές τους, αλλά και συζητά με αγωνιστές της βάσης των σοσιαλιστικού και του κομμουνιστικού κόμματος, απογοητευμένους και προδομένους από την ηγεσία τους, αλλά ακόμη μαχητικούς. Είναι αυτή η ζωντανή εξιστόρηση που το καθιστά πολύτιμη πηγή, δίνοντας γλαφυρά το κλίμα της εποχής που συχνά διαφεύγει από τις θεωρητικές αναλύσεις.Ο Γκερέν αρνείται έντονα ότι ο ναζισμός είχε οτιδήποτε να κάνει, ακόμη και στις τεχνικές του, με την Οκτωβριανή Επανάσταση. «Αντίθετα μ’ αυτό που υποστήριξε ο Μαλαπάρτε, ο φασισμός δεν διδάχτηκε και πολλά πράγματα από την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, που δεν ήταν “πραξικόπημα” αλλά ένα γιγάντιο κίνημα μαζών που βρισκόταν στους αντίποδες του Führerprinzip. Αντίθετα, έμαθε πολλά απ’ το σταλινισμό» (σελ. 25).Συνοψίζει τα μαθήματα από το φασισμό σε ένα απλό περιστατικό:«Η Αριστερά είχε ακόμα και τους μικροαστούς της, που δεν τους άρεσε καθόλου να τους ανησυχούν. Ακούω ακόμα τη μακαρίτισσα Σουζάνα Μπυισόν, της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας του Σηκουάνα, να φωνάζει: “Μικροί μου φίλοι, φωνάζοντας διαρκώς για το φασιστικό κίνδυνο, θα τον κάνετε στο τέλος να γεννηθεί!” Λίγα χρόνια μετά έμελε να πεθάνει στα χέρια των ναζιστών δημίων» (σελ. 11). Πιέτρο Νέννι, 20 χρόνια φασισμών, Αθήνα 1975, εκδ. Νέα Σύνορα, σελ. 288Γραμμένο από έναν αριστερό σοσιαλδημοκράτη ιταλό πολιτικό, του οποίου η κόρη χάθηκε στο Άουσβιτς, το βιβλίο αυτό αφηγείται, μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα, την πορεία από την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία ως την τελική πτώση του. Περιλαμβάνει μια γενική παρουσίαση του θέματος και σελίδες από το ημερολόγιο που κρατούσε ο Νέννι στα χρόνια 1940-43. Σε αντίθεση με άλλους σοσιαλδημοκράτες της περιόδου, ο Νέννι δείχνει μια ικανοποιητική κατανόηση της φύσης του φασισμού.
Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Αθήνα 2006, εκδ. Βιβλιόραμα, σελ. 363, 24,20€Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από επιστολή μιας νεαρής μαθήτριας, η οποία κατά την επίσκεψη του σχολείου της στην Ιταλική Πρεσβεία είχε φιλήσει το μπούστο του Μουσολίνι, στο περιοδικό Διάπλασις των Παίδων. Ο συγγραφέας, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο ΑΠΘ, εξετάζει τις απόπειρες οργάνωσης φασιστικών κινημάτων στη χώρα μας, από τα πρώτα μεσοπολεμικά χρόνια μέχρι την οικονομική κρίση του 1932, διερευνώντας την ανάπτυξη και την ιδεολογία τους. Η μελέτη του δίνει πολύτιμα στοιχεία για την παρατεταμένη περίοδο αστάθειας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, που προετοιμάζει τη δικτατορία του Μεταξά, μια περίοδο όχι επαρκώς μελετημένη από τους μαρξιστές.Ο Μαρκέτος σχολιάζει αρχικά ορισμένες από τις εκτιμήσεις της Κομιντέρν για το φασισμό στο Μεσοπόλεμο και μερικές πρόσφατες επεξεργασίες των Πάξτον και του Σουσύ, τις οποίες αξιοποιεί στη συνέχεια ως εργαλεία για την ανάλυση του ελληνικού φασισμού. Εντοπίζει τις ιδεολογικές ρίζες του σε φυλετικούς εθνικιστές των αρχών του 20ού αιώνα όπως ο Δραγούμης και ο Περικλής Γιαννόπουλος και την πρώτη, ανώριμη πολιτική έκφρασή του στην κυβέρνηση του Γούναρη στα 1921-22. Στη συνέχεια δείχνει ότι η επικράτηση των φιλελεύθερων μεταρρυθμιστικών δυνάμεων (βενιζελικοί, κ.λπ.) απομακρύνει άμεσα το φάσμα του φασισμού, αλλά τον ενισχύει μακροχρόνια, μέσα από διαδοχικές πολιτικές κρίσεις και εκτροπές, όπως η δικτατορία Πάγκαλου, σε ένα περιβάλλον εντεινόμενης οικονομικής αστάθειας. Ο συγγραφέας θεωρεί το κόμμα του Κονδύλη ως το πρώτο πραγματικό φασιστικό κόμμα στην Ελλάδα. Η μελέτη καταλήγει με την ανάδειξη της παρακμής και διάβρωσης του κοινοβουλευτισμού στις αρχές της δεκαετίας του ’30, η οποία θέτει το σκηνικό για τη μεταξική δικτατορία.Πρόκειται για τον πρώτο τόμο του έργου που θα ολοκληρωθεί με την έκδοση ενός δεύτερου.
Λίλα Μαράκα, Εντέν Χόρβατ. Ο Απομυθευτής του Μικροαστισμού και του Ναζισμού, εκδ. Διογένης, Αθήνα 1983, σελ. 323 (εξαντλημένο)Γεννημένος στην Αυστροουγγαρία ο Εντέν Χόρβατ (1901-38) ήταν ένας γερμανόγλωσσος θεατρικός συγγραφέας και διηγηματογράφος. Αν και σχετικά άγνωστος στη χώρα μας, θεωρείται εφάμιλλος του Μπρεχτ, ενώ τα σχετικά με το φασισμό θεατρικά και μυθιστορήματά του είναι ίσως ανώτερα.Στο Ο Αιώνιος Μικροαστός, το πρώτο από τα έργα της ωριμότητάς του, εκδομένο το 1930, χωρίς να θέτει ρητά το πρόβλημα του φασισμού, ο Χόρβατ εξετάζει τη νοοτροπία των μικροαστικών στρωμάτων που γίνονται το ιδανικό υπέδαφός του: ξεπεσμός, ημιμάθεια, ατομικιστική έπαρση, νοσταλγία του «χαμένου παραδείσου», μίσος στην εργατική τάξη. Αν και μυθιστόρημα, το έργο είναι περισσότερο μια συρραφή σχετικά ασύνδετων μερών.Ακολουθεί το Σλάντεκ ή η Μελανή Στρατιά, όπου ρίχνει μια πρώτη άμεση ματιά στον κόσμο των «σβαστικοφόρων», των παραστρατιωτικών ομάδων του εθνικισμού και του φασισμού. Οι Σβαστικοφόροι είναι σαδιστές ταμπούκοι και εγκληματίες, ενώ ο Σλάντεκ ενσαρκώνει τον συγχυσμένο και ξεριζωμένο άνθρωπο, που χωρίς να είναι εσωτερικά ίδιος με αυτούς, μπλέκεται μαζί τους και τους ακολουθεί στο έγκλημα. Στην Ιταλική Νύχτα, ένα πιο ώριμο θεατρικό, φωτίζεται αντίθετα περισσότερο η εθελοτυφλία της δημοκρατικής παράταξης στη Γερμανία. Ο Χόρβατ δείχνει τη ρηχότητα της αστικοδημοκρατικής αντιπαράθεσης στο φασισμό, αντιπαραβάλλοντας τον κομφορμιστή και εφησυχασμένο πρόεδρο ενός δημοκρατικού συλλόγου, με έναν νεαρό ακτιβιστή του κινήματος.Το μυθιστόρημά του Νεολαία Χωρίς Θεό (κυκλοφόρησε το 1991 από τη Σύγχρονη Εποχή) περιγράφει τη νεολαία της ναζιστικής Γερμανίας, έστω και αν δεν την κατονομάζει ως χώρα. Ένας δυσαρεστημένος και περιθωριοποιημένος δάσκαλος, αρχικά οπορτουνιστής, δεν τολμά να αντιπαρατεθεί στη ρατσιστική και μιλιταριστική προπαγάνδα με την οποία οι ναζί διαφθείρουν τους μαθητές του, αν και εσωτερικά την καταδικάζει. Το προσόν του Χόρβατ είναι ότι, σε αντίθεση με το διεισδυτικό διδακτισμό και την απόσπαση του Μπρεχτ, προσεγγίζει τα πράγματα από τα κάτω, δείχνοντας μέσα από την προσωπική διαδρομή του δασκάλου πώς ο φασισμός επιδρά στα διάφορα ταξικά περιβάλλοντα – μεσοαστοί, εργάτες, κ.λπ.
Το δεύτερο, και τελευταίο μυθιστόρημά του Το Παιδί της Εποχής μας (κυκλοφόρησε το 1985 από τις Εκδόσεις Γνώση και το 1992 από τις Εκδόσεις Γλάρος) εξετάζει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργείται ο δεκτικός προς το φασισμό μαζικός τύπος εκείνης της εποχής. Είναι η ιστορία ενός άνεργου και χωρίς προοπτική νέου, που γίνεται στρατιώτης και υιοθετεί τα στερεότυπα του φασισμού, νομίζοντας ότι ακολουθεί έναν ανεξάρτητο δρόμο, ενώ στην πραγματικότητα γίνεται φερέφωνο της κυρίαρχης ιδεολογίας.Στο βιβλίο της, η Λίλα Μαράκα δίνει μια γλαφυρή και ολόπλευρη παρουσίαση και ανάλυση ταυτόχρονα της ζωής και του έργου του Χόρβατ. Επεκτείνεται σε όλα τα ενδιαφέροντα θεατρικά και μυθιστορήματά του που θίγουν ποικίλα κοινωνικά θέματα.
Ιγκνάτσιο Σιλόνε, Φονταμάρα, Αθήνα 1976, Εκδόσεις των Φίλων, σελ. 217.
Ένα κλασικό έργο του ιταλού αντιφασίστα συγγραφέα για την αθλιότητα της ζωής σε ένα ιταλικό χωριό, τη Φονταμάρα, κάτω από το μουσολινικό καθεστώς. Παραθέτουμε τη συνοπτική κριτική του Τρότσκι για το έργο:«Ένα αξιοπρόσεκτο βιβλίο! Από την πρώτη γραμμή ως την τελευταία κατευθύνεται ενάντια στο φασιστικό καθεστώς στην Ιταλία, ενάντια στα ψέματά του, τη βία του, ένα βιβλίο παθιασμένης πολιτικής προπαγάνδας. Αλλά το επαναστατικό πάθος εγείρεται εδώ σε τέτοια ύψη που δημιουργεί ένα αληθινά καλλιτεχνικό έργο. Το Φονταμάρα είναι μόνο ένα φτωχό ξεχασμένο χωριό στο νότο της Ιταλίας. Στη διακοσίων σελίδων έκταση του βιβλίου, αυτό το όνομα γίνεται ένα σύμβολο όλης της ιταλικής υπαίθρου, της φτώχιας της, της απελπισίας της, αλλά επίσης της αγανάκτησής της. Ο Σιλόνε γνωρίζει την ιταλική αγροτιά εξαιρετικά καλά· τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του ο συγγραφέας, σύμφωνα με τα δικά του λόγια τα πέρασε στο Φονταμάρα. Ο εξωραϊσμός και η συναισθηματικότητα του είναι ξένα. Γνωρίζει πώς να βλέπει τη ζωή όπως είναι, να γενικεύει αυτό που βλέπει μέσω της μαρξιστικής μεθόδου και μετά να ενσαρκώνει τις γενικεύσεις του σε καλλιτεχνικές εικόνες. Την ιστορία την αφηγούνται οι αγρότες, καφόνι, ρακένδυτοι οι ίδιοι. Παρά τις εξαιρετικές δυσκολίες αυτού του στιλ, ο συγγραφέας εκπληρώνει το έργο του σαν πραγματικός αριστοτέχνης. Μερικά κεφάλαια έχουν εκπληκτική δύναμη… Το να βοηθήσει στην κυκλοφορία αυτού του βιβλίου είναι το καθήκον κάθε επαναστάτη».
Η Σχολή των Δικτατόρων, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1964, είναι ένα βιβλίο του ίδιου συγγραφέα, πρωτο-κυκλοφορημένο το 1939, όπου θίγει τα ζητήματα της κατασκευής των δικτατορικών καθεστώτων, μεταξύ άλλων και των φασιστικών.
Τζακ Λόντον, Η Σιδερένια Φτέρνα.
Έχει κυκλοφορήσει από διάφορα εκδοτικά: Εκδ. Αναστασιάδης, σελ. 282, 12,23€ - εκδ. Ζαχαρόπουλος Αθήνα 1990, σελ. 304, 17,04€ - Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2009, σελ. 315, 15€ - εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1980, σελ. 296Το κλασικό βιβλίο του Λόντον αφηγείται την επικράτηση μιας μιλιταριστικής ολιγαρχίας στις ΗΠΑ στα 1912-18, η οποία, σε συνεννόηση με τα χειραγωγημένα εργατικά σωματεία καταπιέζει στυγνά τον αμερικάνικο λαό.Κυκλοφορημένο το 1907, το βιβλίο θεωρήθηκε πεσιμιστικό, είναι όμως μια βαθιά πρόβλεψη της αντιδραστικής εξέλιξης του καπιταλισμού, συλλαμβάνοντας τις τάσεις της φασιστικοποίησης και του πολέμου που επρόκειτο να αναπτυχθούν στις επόμενες δεκαετίες.Ο ήρωας του έργου, ο Έρνεστ Έβερχαρντ, θα καθοδηγήσει τον αγώνα των επαναστατών ενάντια στην ολοένα και εντεινόμενη δικτατορική καταπίεση των κυρίαρχων τάξεων. Την ιστορία την αφηγείται η Έιβις Έβερχαρντ, το χειρόγραφο των αναμνήσεων της οποίας, που αρχίζει το 1912 και ολοκληρώνεται το 1932, ανακαλύπτεται το 2368, σε μια εποχή που μετά από τρεις αιώνες φασισμού και εμφύλιων πολέμων έχει επικρατήσει ο σοσιαλισμός.Το βιβλίο επαινέθηκε θερμά και δίκαια από τον Τρότσκι, ως μια προφητική σύλληψη του φασισμού. Από τον Λόντον ξεφεύγει ίσως μόνο ένα στοιχείο, η δημαγωγία των φασιστικών κινημάτων, που θα πετύχουν να κινητοποιήσουν αυτόβουλα στο πλευρό τους μερίδες του λαού. Στο έργο, αντίθετα, βλέπουμε τους ίδιους του καπιταλιστές να δραστηριοποιούνται άμεσα στην επιστράτευση των μισθοφόρων που θα πολεμήσουν τις εργατικές τάξεις. Δείχνει όμως έξοχα τις μεθόδους της αντίδρασης και την πορεία προς τη διαρκώς εντεινόμενη εξαθλίωση και καταπίεση που θα εκθρέψει το φασισμό:«Οι εργατικές κάστες, οι Μισθοφόροι και οι αμέτρητοι μυστικοί πράκτορες και αστυνομικοί, είχαν κερδηθεί από την Ολιγαρχία. Η αλήθεια είναι ότι αν εξαιρέσουμε την έλλειψη ελευθερίας ζούσαν καλύτερα από πριν. Από την άλλη μεριά η μεγάλη απελπισμένη μάζα του πληθυσμού, ο λαός της Αβύσσου, βυθιζόταν σε μια αποχαυνωτική απάθεια κι η εξαθλίωση δεν φαινόταν να τον ενοχλεί. Κάθε φορά που δυναμικοί προλετάριοι δείχναν τη δύναμή τους μέσα στην αγέλη, οι Ολιγάρχες τους τραβούσαν έξω από τη μάζα και καλυτέρευαν τον τρόπο ζωής τους, αφού τους δίναν τη δυνατότητα να μπουν στις εργατικές κάστες ή να γίνουν Μισθοφόροι. Έτσι αποκοίμιζαν κάθε δυσαρέσκεια και αποστερούσαν το προλεταριάτο από τους φυσικούς του αρχηγούς.Η κατάσταση του λαού της Αβύσσου ήταν αξιοθρήνητη. Η κατώτερη εκπαίδευση του δημοτικού σχολείου είχε σταματήσει γι’ αυτούς. Ζούσαν σαν τα ζώα μέσα σε μεγάλα ρυπαρά γκέτο καταναγκαστικής εργασίας, σάπιζαν μέσα στην αθλιότητα και την ταπείνωση. Τους είχαν αφαιρεθεί όλες οι παλιές τους ελευθερίες. Ήσαν εργάτες σκλάβοι. Δεν είχαν ούτε την εκλογή της εργασίας. Τους είχαν αφαιρέσει ακόμα το δικαίωμα ν’ αλλάζουν τόπο διαμονής, να φέρουν ή να κατέχουν όπλα. Όταν τους είχαν ανάγκη για να κατασκευάσουν μεγάλα έργα, όπως οδικές αρτηρίες, εναέριες γραμμές, κανάλια, σήραγγες, υπόγειες διαβάσεις οχυρωματικά έργα, στρατολογούσαν μέσα από τα γκέτο της καταναγκαστικής εργασίας δεκάδες χιλιάδες δουλοπάροικους και τους μετέφεραν με τη θέλησή τους ή χωρίς αυτή στους τόπους εργασίας. Πραγματικές στρατιές από δαύτους εργάζονται τώρα στο χτίσιμο της Άρντης, στοιβαγμένοι σε άθλιες παράγκες. Εκεί είναι αδύνατη κάθε οικογενειακή ζωή, εκεί η ευπρέπεια έχει εκτοπιστεί από μια κτηνώδη αναισθησία».
David Renton, Fascism, Theory and Practice, Pluto Press, Λονδίνο 1999, σελ. 151
Η βασική αυτή μελέτη του Ρέντον παρουσιάζει συνοπτικά τις θεωρητικές προσεγγίσεις του φασισμού από τα διάφορα ρεύματα του μαρξισμού. Ο συγγραφέας υιοθετεί την τάση που αποκαλεί «διαλεκτική ανάλυση του φασισμού», την οποία εντοπίζει στις αναλύσεις των Τσέτκιν, Γκράμσι και Τρότσκι, παρουσιάζει όμως και τις άλλες δυο βασικές κατευθύνσεις, ρεφορμιστική-δεξιά (των θεωρητικών της σοσιαλδημοκρατίας) και δογματική-ακροαριστερή (Μπορντίγκα και αργότερα η σταλινική Κομιντέρν), που παρά επιμέρους συνεισφορές, απέτυχαν να συλλάβουν το φαινόμενο του φασισμού στη συγκεκριμένη του εξέλιξη και την περιπλοκότητά του. Ακόμη, αναλύονται πιο πρόσφατες προσεγγίσεις όπως των Μέιζον και Πουλαντζά, και καίρια ειδικά θέματα όπως το Ολοκαύτωμα, καθώς και προσεγγίσεις που επιχείρησαν να φωτίσουν από μαρξιστική σκοπιά ζητήματα όπως η φασιστική ψυχολογία και προσωπικότητα (Γκερέν, Ράιχ, κοκ.). Σε ένα καταληκτικό κεφάλαιο, ο συγγραφέας συνοψίζει τα πορίσματα της ως τώρα μαρξιστικής έρευνας και υποδεικνύει τις ελλείψεις και τις παραπέρα προοπτικές της.
David Beetham, Marxists in Face of Fascism: Writings by Marxists on Fascism from the Inter-war Period,Manchester University Press, Μάντσεστερ 1983, σελ. 387.
Μια μεγάλης σημασίας συλλογή, αναντικατάστατη ιδιαίτερα για ερευνητές, με δυσεύρετα πρωτότυπα κείμενα μαρξιστών για το φασισμό από την περίοδο του Μεσοπολέμου. Περιέχονται κείμενα των Γκράμσι, Τρότσκι, Μπρορντίγκα, Τερατσίνι, Τσιμπορντί, Τσέτκιν, Σας, Ράντεκ, Ταλχάιμερ, Σιλόνε, Τάσκα, Αντρέ Νιν. Περιλαμβάνει επίσης κείμενα κατατοπιστικά για τη θεώρηση των ρεφορμιστών θεωρητικών της Β΄ Διεθνούς, Κάουτσκι, Χίλφερντινγκ, Σάιντεβιτς, Σίφριν, Μπάουερ, Λέβενταλ, καθώς και επίσημα ντοκουμέντα της Κομμουνιστικούς Διεθνούς, ιδιαίτερα της περιόδου του σοσιαλφασισμού και των λαϊκών μετώπων. Άουσβιτς. Το Γεγονός και η Μνήμη του (συλλογικό), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2007, σελ. 165, 16 €.Μια ενδιαφέρουσα συλλογή με συνεισφορές προοδευτικών πανεπιστημιακών για το μεγαλύτερο μαζικό έγκλημα του αιώνα. Περιλαμβάνει κείμενα των Ρένας Μόχλο, Δημοσθένη Δώδου, Οντέτ Βαρών-Βασάρ (αφιερωμένα στο Άουσβιτς με έμφαση στην ιστορία και γενοκτονία των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης και των άλλων πόλεων), Νικόλα Βουλέλη (η γενοκτονία στα ΜΜΕ), Δέσποινας Παπαδημητρίου (ερμηνεία του ναζισμού), Πέτρου Χαρτοκόλλη και Θάνου Λίποβατς (ρατσισμός και αντισημιτισμός), Αριέλλα Ασέρ (επιζώντες του Ολοκαυτώματος). Την επιμέλεια του τόμου έχουν οι Άλκης Ρήγος (που κάνει την εισαγωγή) και Βασιλική Γεωργιάδου (που συνεισφέρει ένα κείμενο για τον μεταπολεμικό αντισημιτισμό).
Norman Finkelstein, H Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001, € 13,85.
Ο Νόρμαν Φινκελστάιν είναι αμερικανός πολιτικός επιστήμονας και ακτιβιστής, από εβραίους γονείς επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος. Με πλούσιο έργο πάνω στο θέμα, άσκησε μια θετική πολεμική στον Γκολντχάγκεν καταρρίπτοντας τη θέση του ότι το Ολοκαύτωμα ήταν συλλογικό έργο του γερμανικού λαού. Σε αυτό το βιβλίο αναπτύσσει μια πολεμική σε αυτό που αποκαλεί «βιομηχανία του Ολοκαυτώματος». Πρόκειται κυρίως για την προσπάθεια, κατευθυνόμενη από το Ισραήλ και ενισχυόμενη από τις Δυτικές κυβερνήσεις, να αξιοποιηθεί το Ολοκαύτωμα για να δοθεί άφεση αμαρτιών στις γενοκτονικές πολιτικές του Ισραήλ απέναντι στους Παλαιστίνιους. Αυτό τον φέρνει επίσης σε αντιπαράθεση με τους φιλελεύθερους πολέμιους των αρνητών του Ολοκαυτώματος όπως η Λίπσταντ και άλλοι, οι οποίοι στις πολεμικές τους στον Ίρβινγκ, ανασκευάζοντας τη χυδαία άρνηση του Ολοκαυτώματος, προσπαθούν ταυτόχρονα να το παρουσιάσουν σαν ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός, αθωώνοντας έτσι την αστική τάξη από την ευθύνη γι’ αυτό και άλλα παρόμοια εγκλήματα.Ο Φινκελστάιν βασίζεται στις κριτικές του στο πρωτοποριακό έργο του Ραούλ Χίλμπεργκ για το Ολοκαύτωμα, Η Καταστροφή των Ευρωπαίων Εβραίων (1961, επανέκδοση 1985). Το έργο αυτό, θεωρούμενο ως σήμερα η κλασική επιστημονική ανάλυση του Ολοκαυτώματος, εξετάζει τη «συνολική λύση» του εβραϊκού ζητήματος από τους ναζί ως ένα κατανοητό ιστορικό γεγονός, αποδίδοντας τη βασική ευθύνη στον Χίτλερ και στο ναζιστικό γραφειοκρατικό μηχανισμό. Προέβαλε ως κύριο λόγο την απαλλοτρίωση των αγαθών των Εβραίων από τους ναζί.Ο Φινκελστάιν, που συνδεόταν με προσωπική φιλία με τον Χίλμπεργκ, ξεσκεπάζει σε πολλά σημεία την υποκρισία των σύγχρονων φιλελεύθερων, που με τις εκδηλώσεις μνήμης και τη σταυροφορία τους για το Ολοκαύτωμα προσπαθούν να δρέψουν δημοκρατικές δάφνες για την αμερικάνικη αστική τάξη. Η βασιμότητα του βασικού του ισχυρισμού καταδεικνύεται μεταξύ άλλων από το γεγονός ότι η Λίπσταντ ορίστηκε στο Συμβούλιο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ από τον ίδιο τον Μπιλ Κλίντον. Πέφτει όμως σε μια υπερβολή, αγνοώντας ότι στις σχετικές επιτροπές δραστηριοποιούνται και δημοκρατικοί πανεπιστημιακοί, που ξεκινούν από μια γνήσια ανθρωπιστική προσέγγιση και συνεισφέρουν στον ένα ή τον άλλο βαθμό στην ιστορική έρευνα.
Μαρξιστική Σκέψη τόμος 5: Φασισμός, νεοφασισμός, ακροδεξιά, σελ. 432, 10€Ο τόμος αυτός του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη αφιερώνεται στο σύνολό του στο θέμα του φασισμού, καθώς και του νεοφασισμού και της σύγχρονης ακροδεξιάς, περιέχοντας άρθρα και μαρτυρίες από μαρξιστές και άλλους προοδευτικούς ερευνητές για ποικίλες όψεις του. Ενδεικτικά περιέχονται κλασικά κείμενα μαρξιστών όπως οι Τρότσκι, Γκράμσι, Ράντεκ, Τσέτκιν, Λούκατς, αναμνήσεις και τοποθετήσεις ανθρώπων που γνώρισαν από κοντά τη ναζισμό και την κτηνωδία του (Μαργκαρέτε Νόιμαν, Ίνγκο Χάσελμπαχ, Ντιέγκο Ριβέρα, Σάμουελ Μπακ) και πρόσφατες αναλύσεις ελλήνων και ξένων ερευνητών. Αρκετά υλικά για το θέμα του φασισμού θα βρει ο αναγνώστης και στον τόμο 6 του περιοδικού, από τα οποία ξεχωρίζουν τα κείμενα των Ερνστ Μπλοχ, Ντανιέλ Γκερέν, Ερνστ Φίσερ και Φρίντριχ Ένγκελς.
ΙΙ. Αστική λόγια ιστοριογραφία (κριτική στο φασισμό)
Laurence Rees, Άουσβιτς, οι Ναζί και η «Τελική λύση», εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2006, σελ. 359, 22,93€Ο συγγραφέας αυτού του έργου Λόρενς Ρις, δεν είναι επαγγελματίας ιστορικός, αλλά σεναριογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ στο BBC, με θέματα από τη σύγχρονη ιστορία, κυρίως το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό καθορίζει την ιδιαίτερη οπτική της ερευνάς του, που δεν αποσκοπεί τόσο στην ερμηνεία, όσο στην καταγραφή μαρτυριών και την ιστορική τεκμηρίωση.Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου βασίζεται σε συνεντεύξεις συμμέτοχων των γεγονότων, τους οποίους κατάφερε να βρει μετά από επίμονη αναζήτηση: Εβραίους επιζήσαντες του Άουσβιτς, αμετανόητους ναζί εκτελεστές των στρατοπέδων, ανθρώπους σε διάφορες χώρες που βοήθησαν τους Εβραίους και άλλους που τους κατέδιδαν στις γερμανικές αρχές, κοκ. Παράλληλα, χρησιμοποιεί αρχειακό υλικό, προερχόμενο εν μέρει από τα μέχρι πρόσφατα απόρρητα αρχεία της ΕΣΣΔ.Διασώζοντας αυτές τις μαρτυρίες, πολλές από τις οποίες θα χάνονταν αλλιώς, ο Ριζ πρόσφερε σημαντική υπηρεσία. Ο αναγνώστης θα βρει λεπτομέρειες από την εφιαλτική βιογραφία των δημίων του Άουσβιτς, Ρούντολφ Ες, Μέγκελε, κ.λπ., και των κατώτερων SS. Θα βρει ακόμη μαρτυρίες θάρρους αλλά και παραίτησης, όταν ο χορός του θανάτου παραμέριζε τις ηθικές ευαισθησίες ακόμη και στα θύματα, μπροστά στη μια και μοναδική κυρίαρχη ανάγκη της επιβίωσης. Μια από τις πιο συνταρακτικές είναι η ιστορία δυο ξαδελφιών Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη, των Ντάριο Γκαμπάι και Μόρρις Βενέτσια, τους οποίους οι ναζί επέλεξαν στο Άουσβιτς ως μέλη της ομάδας Εβραίων που οδηγούσαν τους άλλους Εβραίους στους θαλάμους αερίων. Αποστολή τους ήταν να καθαρίζουν στη συνέχεια το χώρο και να κουρεύουν τα μαλλιά των νεκρών, τα οποία οι ναζί χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή καλτσών για τα πληρώματα των υποβρυχίων (σελ. 256-62).«Οι θάλαμοι αερίων των Κρεματορίων 2 και 3 ήταν υπόγειοι, κι έτσι η διοχέτευση του Zyklon B ήταν εύκολη υπόθεση από τη στιγμή που οι θάλαμοι γέμιζαν με ανθρώπους και οι πόρτες έκλειναν ερμητικά πίσω τους… Από την άλλη πλευρά της κλειδωμένης πόρτας ο Ντάριο Γκαμπάι και ο Μόρρις Βενέτσια άκουγαν τα παιδιά και τις μητέρες τους να κλαίνε και να γδέρνουν τους τοίχους. Ο Μόρρις θυμάται ότι, όταν οι θάλαμοι γέμιζαν με χιλιάδες ανθρώπους, άκουγε τις φωνές τους: “Θεέ μου! Θεέ μου!” “Ήταν σαν φωνές από κατακόμβες. Ακόμα τις ακούω στο μυαλό μου”. Όταν οι φωνές σταματούσαν έπαιρναν μπρος δυνατοί ανεμιστήρες για να καθαρίσουν την ατμόσφαιρα από το αέριο. Ήταν η ώρα που άρχιζε η δουλειά του Μόρρις, του Ντάριο και των υπόλοιπων Sonderkommmando. “Όταν άνοιγαν την πόρτα”, λέει ο Ντάριο, “έβλεπα τους ανθρώπους που πριν από μισή ώρα είχαν μπει στο θάλαμο αερίων, τους έβλεπα να στέκονται όρθιοι. Κάποιοι είχαν γίνει μαύροι και μπλε από το αέριο. Ήταν όλοι νεκροί. Αν κλείσω τα μάτια μου, το μόνο που βλέπω είναι γυναίκες να στέκονται όρθιες με τα παιδιά στη αγκαλιά τους”» (σελ. 258).Ο συγγραφέας κατορθώνει να συνθέσει ένα ψηφιδωτό όπου μικρά κομματάκια από ανάλογες προσωπικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα δένονται σε μια συνολική αναπαράσταση του μεγαλύτερου εγκλήματος στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Σλόμο Βενέτσια, Sonderkommando, μέσα από την κόλαση των θαλάμων αερίων, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2008, σελ. 282, 14,27€
Οι αναμνήσεις του Ιταλοεβραίου της Θεσσαλονίκης Σλόμο Βενέτσια, δίνουν μια συνταρακτική από πρώτο χέρι μαρτυρία μιας από τις ιστορίες που καταγράφει πιο συνοπτικά ο Ρις. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:«Στο βαγόνι μου ένας άγνωστός μου άντρας πέθανε ακριβώς δίπλα μου. Ήταν ένας Γιουγκοσλάβος, ένας ζωντανός σκελετός, ο δύστυχος. Ήμασταν τόσο στριμωγμένοι, που πέθανε χωρίς καν να το καταλάβουμε, και το πτώμα του έμεινε όρθιο ανάμεσα σε μένα και στον αδελφό μου. Ο άνθρωπος ήτα νεκρός, αλλά εμείς είχαμε μετατραπεί σε ζώα: Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να ψάξω στις τσέπες του, με την παράλογη ελπίδα ότι θα είχε φυλαγμένο κάτι φαγώσιμο. Βρήκα μόνο ένα ξύλινο σταυρό και τον κράτησα, σκεφτόμενος ότι, εάν από θαύμα κατόρθωνα να απελευθερωθώ, θα γινόμουν πιο εύκολα αποδεκτός από τους χωρικούς, που θα με έπαιρναν για χριστιανό. Έπειτα καταφέραμε να κάνουμε λίγο χώρο για να ξαπλώσουμε το πτώμα κάτω και να μπορέσουμε να καθίσουμε επάνω του» (σελ. 189).
Laurence Rees, Οι Ναζί, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2008, σελ. 372, 22,71€
Το δεύτερο αυτό βιβλίο του Ρις ακολουθεί την ίδια μεθοδολογία. Ο συγγραφέας βασίζεται σε συνεντεύξεις από πρώην μέλη και υποστηρικτές του ναζιστικού κόμματος, καθώς και ανθρώπων που έζησαν από κοντά τον ναζισμό και τον Χίτλερ. Αν και όχι τόσο άμεσο και υποβλητικό όσο το πρώτο έργο, διαβάζεται επίσης με ενδιαφέρον. Ian Kershaw, Ο Χίτλερ, οι Γερμανοί και η Τελική Λύση, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2011, σελ. 504, 24,50€Το βιβλίο αυτό του Κέρσοου, καθηγητή ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, είναι μια προσπάθεια να ντοκουμενταριστεί πώς το Ολοκαύτωμα έγινε ένα κεντρικό σημείο στην ατζέντα των ναζί και ποια ήταν η στάση των Γερμανών απέναντι σε αυτό. Ο συγγραφέας ξεκινά από τον πρώιμο αντισημιτισμό των ναζί και ανιχνεύει την εξέλιξή του στην επιλογή της «Τελικής Λύσης» και το ρόλο του ίδιου του Χίτλερ.Η μελέτη βασίζεται σε πλούσια βιβλιογραφία και είναι τεκμηριωμένη. Τα προβλήματα αρχίζουν με την οπτική στην τοποθέτηση των ερωτημάτων και επομένως στην κατεύθυνση αναζήτησης των απαντήσεων. Όπως όλοι οι αστοί ιστορικοί, ο Κέρσοου δεν θέτει με σαφήνεια τα ζητήματα σχετικά με την ταξική φύση του ναζισμού. Περιορίζει την ανάλυσή του σε γενικολογίες σχετικά με τη συμμετοχή του γερμανικού λαού στο Ολοκαύτωμα, θεωρώντας τη μεγαλύτερη αναγνώριση της εμπλοκής των μέσων Γερμανών από την πρόσφατη γερμανική ιστοριογραφία ως θαρραλέα πράξη και βήμα για την αντιμετώπιση του γερμανικού παρελθόντος.Ο Κέρσοου δεν ωθεί τη θέση του στα άκρα, να υποστηρίξει όπως ο Γκολντχάγκεν ότι η πλειοψηφία των Γερμανών πήρε μέρος στα εγκλήματα του ναζισμού επειδή το ήθελε και είχε συνειδητά ταυτιστεί με το ναζιστικό καθεστώς. Άποψή του φαίνεται να είναι πως ένα υπολογίσιμο μέρος «εξαγοράστηκε» από τον Χίτλερ και ότι η πλειοψηφία παρέμεινε αδιάφορη (βλ. σελ. 215 της αγγλικής έκδοσης του έργου).Παρότι σε ορισμένα σημεία γίνονται αναφορές στη στάση της Εκκλησίας, τα διάφορα δόγματα της οποίας υποστήριξαν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό τον αντισημιτισμό (σελ. 165-73), η τάση του Κέρσοου είναι να υποβαθμίσει τις ευθύνες των κρατούντων, ιδιαίτερα του κεφαλαίου και των ηγετών της Γερμανίας πριν τον Χίτλερ, μοιράζοντας ένα δυσανάλογο μέρος στο λαό, που δεν ήταν η πηγή, αλλά το θύμα της ναζιστικής προπαγάνδας. Επιπρόσθετα, υπερτονίζοντας τη «μοναδικότητα» του ναζισμού, παρακάμπτει το χαρακτήρα του ως αντίδρασης, δίνοντας προβάδισμα στην άχρωμη έννοια του «ολοκληρωτισμού».
Ian Kershaw, Χίτλερ 1889-1936: Ύβρις, εκδ. Scripta, Αθήνα 2000, σελ. 937, 41,68€.
Ian Kershaw, Ο Χίτλερ 1936-45: Νέμεσις, εκδ. Scripta, Αθήνα 2005, σελ. 1068, 48,23€.
Η δίτομη ογκώδης βιογραφία του Χίτλερ από τον Κέρσοου, που τον καθιέρωσε σαν ιστορικό. Σημαντική ως πηγή στοιχείων για ερευνητές, με τις ίδιες θετικές πλευρές και αδυναμίες που επισημάνθηκαν παραπάνω. Η βασική άποψη του Κέρσοου ότι οι δομές του ναζιστικού κράτους ήταν άπειρα πιο σημαντικές από τον ίδιο τον Χίτλερ μπορεί κατ’ αρχήν να γίνει δεκτή. Αντικρούοντας παλιότερους συντηρητικούς ιστορικούς όπως ο Γιόακιμ Φεστ, που αναγνώριζαν στον Χίτλερ μια «αρνητική μεγαλοφυΐα», ο Κέρσοου τον παρουσιάζει ως ένα ανιαρό τύπο, τον «καθολικό απρόσωπο», που εξέφερε κοινοτυπίες ενεργώντας ως βιτρίνα του καθεστώτος προς τις μάζες.Η κοινοτυπία ήταν όντως ένα γνώρισμα της ναζιστικής ιδεολογίας, χαρακτηρίζοντας τους δημόσιους λόγους του Χίτλερ, αλλά και τις ομιλίες του στους ναζί κομματικούς αξιωματούχους, στρατιωτικούς, κ.λπ., ιδίως όταν ο ναζισμός είχε πάρει την κάτω βόλτα. Ωστόσο, ο Κέρσοου χάνει την αντιδραστική οξύνοια του Χίτλερ, εκδηλωμένη ιδιαίτερα στη συνένωση των διαφόρων φασιστικών ομάδων και στον τρόπο που σύντριψε τις άλλες πολιτικές δυνάμεις στην περίοδο της ναζιστικής ανόδου, τείνοντας να πέσει στην αντίθετη ακρότητα από τον Φεστ.
Τimothy Ryback, Η Βιβλιοθήκη του Χίτλερ, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2011, σελ. 445, 19,50€
Αν και πραγματεύεται ένα ειδικό θέμα, το βιβλίο αυτό προσθέτει μια σημαντική πινελιά στην κατανόηση της προσωπικότητας του Χίτλερ. Γραμμένο γλαφυρά από τον Τίμοθι Ράιμπακ, λέκτορα στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, δίνει μια εικόνα της γκάμας των αναγνωσμάτων του Χίτλερ.Όπως προκύπτει, κεντρική θέση ανάμεσά τους κατείχε η πολεμική φιλολογία (τεχνική και στρατηγική του πολέμου, περίπου οι μισοί από τους 16.000 τόμους) και η ρατσιστική και εθνικιστική φιλολογία. Ο Χίτλερ επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τον Μάντισον Γκραντ, έναν αμερικανό ρατσιστή, συγγραφέα του βιβλίου Ο Θάνατος της Σπουδαίας Φυλής, και τον αντισημίτη αμερικανό μεγαλοκαπιταλιστή Χένρι Φορντ. Από τους αντιδραστικούς φιλοσόφους, είχε μεγαλύτερη προτίμηση στον Σοπενχάουερ παρά στον Νίτσε, λόγω της σαφήνειας του πρώτου. Ο Χίτλερ μπορεί να είχε μια ποικιλία άλλων αναγνωσμάτων, όλα όμως χωνεύονταν στην Άρια θεώρηση, δίνοντάς της, ακόμη και ο Σαίξπηρ, μια επάλειψη “πνευματικής ευρύτητας”.
Robert Paxton, Η Ανατομία του Φασισμού, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2006, σελ. 427, 18€, (εξαντλημένο).Το βιβλίο του Πάξτον ξεχωρίζει από ένα μεγάλο μέρος της λόγιας έρευνας για το φασισμό, στο μέτρο που αναγνωρίζει τη σύνδεση του φασισμού με την αντίδραση, τόσο με τις παραδοσιακές αστικές πολιτικές δυνάμεις, όσο και με την ολιγαρχία του κεφαλαίου. Το έργο ξεκινά με μια αναφορά στις κρίσεις του Ένγκελς το 1895 για το ότι η αστική νομιμότητα βοηθούσε το εργατικό κίνημα και αυτό θα ανάγκαζε τους συντηρητικούς να τη σπάσουν πρώτοι, ανοίγοντας το δρόμο για την ανατροπή τους. Ο συγγραφέας παρατηρεί με οξυδέρκεια ότι αυτό που δεν περίμεναν ο Ένγκελς και οι άλλοι αριστεροί επαναστάτες της εποχής ήταν ότι θα μπορούσε ποτέ μια προληπτική επίθεση της αντίδρασης να πετύχει τέτοια μαζική ανταπόκριση, όπως εκείνη που πέτυχε ο φασισμός.Στην προσπάθειά του να προσφέρει μια απάντηση, ο Πάξτον χωρίζει την εξέλιξη του φασισμού σε πέντε στάδια, εξετάζοντας την πορεία του από την εμφάνισή του και το ρίζωμά του στο πολιτικό σύστημα ως την κατάληψη και την άσκηση της εξουσίας. Εδώ δίνει έμφαση στην υποστήριξη των κυρίαρχων τάξεων ως τον αποφασιστικό παράγοντα. Αναφέρεται στην υποστήριξη του βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ 2ου και του Γενικού Επιτελείου στον Μουσολίνι, αλλά και των αστών συντηρητικών πολιτικών που τον δέχτηκαν στο συνασπισμό τους το Μάιο του 1921, αλλά και τη συμβολή του προέδρου Χίντεμπουργκ, του στρατού και των βιομηχάνων για να διοριστεί ο Χίτλερ καγκελάριος τον Γενάρη του 1933.Αυτή η πλευρά, και η αναγνώριση ότι ο φασισμός εξακολουθεί να παραμένει μια απειλή, μαζί με τον όγκο των παρατιθέμενων στοιχείων, διακρίνουν ευνοϊκά το βιβλίο του Πάξτον από άλλες μελέτες. Ωστόσο η άγνοια της μαρξιστικής παράδοσης στην ανάλυση του φασισμού θέτει περιορισμούς στο έργο. Ο Πάξτον, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, είναι κατά βάση ένας αστός δημοκράτης-φιλελεύθερος, και καταλήγει σε έναν ιδεαλιστικό ορισμό του φασισμού ως μιας μορφής «πολιτικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από μονομανή ενασχόληση με την κοινωνική παρακμή, την ταπείνωση ή τον κατατρεγμό και από μια αντισταθμιστική προσήλωση στην ενότητα, στην ενεργητικότητα και στον εξαγνισμό» (σελ. 302). Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για ένα χρήσιμο βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί κριτικά από το αριστερό, προοδευτικό κοινό.
Στάνλεϋ Πέιν, Η Ιστορία του Φασισμού, εκδόσεις Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σελ. 766, 30,57€
Το βιβλίο του Πέιν επιχειρεί να απαντήσει στα ίδια θέματα, αλλά υστερεί μεθοδολογικά. Ο Μουσολίνι εμφανίζεται ως πρώην σοσιαλιστής που υιοθετεί τις μεθόδους του Λένιν για να φτάσει στην εξουσία· το καθεστώς του Μουσολίνι ως καλύτερο όχι μόνο από τη ναζιστική Γερμανία αλλά και από τη σταλινική Σοβιετική Ένωση. Ο συγγραφέας αφιερώνει εκτενή κεφάλαια στα φασιστικού τύπου κινήματα στην Κεντρική Ευρώπη και τη Βαλκανική, μεταξύ άλλων και στην Ελλάδα. Αναφορικά με την ερμηνεία του φασισμού υποστηρίζει εκλεκτικά ότι δεν μπορεί να υπάρξει σαφής επιλογή ανάμεσα σε προσφερόμενες απαντήσεις (καπιταλιστική δικτατορία, βοναπαρτισμός, ολοκληρωτισμός, κ.λπ.) γιατί υπήρξαν πολλές μορφές φασισμού. Καταλήγει δε σε ένα καθησυχαστικό συμπέρασμα, σύμφωνα με το οποίο ο κίνδυνος του φασισμού στις Δυτικές δημοκρατίες είναι πολύ μικρός, λόγω της εξέλιξης και προσαρμογής των δημοκρατικών συστημάτων.
Götz Aly, To Λαϊκό Κράτος του Χίτλερ, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2009, σελ. 517, 25€
Βασικό προσόν αυτού του βιβλίου είναι η παρουσίαση της καταλήστευσης της κατακτημένης Ευρώπης από τους ναζί. Περιέχει κεφάλαια για τη λεηλασία της Ολλανδίας, της Γαλλίας, της Ουγγαρίας, της Ρωσίας, των χωρών της Βαλκανικής, περιλαμβανόμενης και της Ελλάδας. Ο συγγραφέας δείχνει πώς οι ναζί μπόρεσαν έτσι να οικοδομήσουν στο εσωτερικό της χώρας μια «δικτατορία του ρουσφετιού», που συνδύαζε τον τρόμο με μικροπαραχωρήσεις και ευκαιρίες συμμετοχής στο πλιάτσικο.Σε αυτό το πλαίσιο, ο Άλι, γερμανός ιστορικός και δημοσιογράφος, εντοπίζει και τα οικονομικά αίτια της δίωξης των Εβραίων. Υποστηρίζει, όπως σημειώνει σε βιβλιοκριτική του ο Στ. Κωνσταντάρας, ότι «πέρα από την ρατσιστική πολιτική απέναντι στους Εβραίους το καθεστώς κυρίως είχε ανάγκη οικονομικά την λεία αυτή για να συντηρεί και να αναπτύσσει χωρίς ελλειμματικά αδιέξοδα την πολεμική του μηχανή». Ωστόσο, προσθέτει σε μια δικαιολογημένη κριτική ο ίδιος, «το βιβλίο παρουσιάζει κενά στο πλαίσιο ανάλυσής του… στον τρόπο και στους λόγους που ο μέσος Γερμανός και τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα φαίνονται να συναινούν απέναντι στο καθεστώς. Ο συγγραφέας ξεχνά να επισημάνει ότι βασικό χαρακτηριστικό του ναζισμού κατά τα χρόνια της ανόδου και επιβολής του είναι η μαζική καταστολή στο εσωτερικό».Αυτό οδηγεί παραπέρα τον Άλι σε μια αντίληψη συλλογικής ευθύνης του γερμανικού λαού, παρόμοια εκείνης του Γκολντχάγκεν, με τη διαφορά ότι ενώ στον Γκολντχάγκεν ο αντισημιτισμός ήταν το βάθρο της υποτιθέμενης πρόθυμης συνενοχής των Γερμανών στα εγκλήματα του Χίτλερ, εδώ παρουσιάζεται ως κίνητρο η συμμετοχή στην πολεμική λεία. Ο Άλι, που είχε χρηματίσει μαοϊκός στη δεκαετία του 1970, στρέφει στη συνέχεια αυτή την πολεμική σε ένα επιχείρημα ενάντια στο σύγχρονο κράτος πρόνοιας, επειδή δήθεν θυμίζει τις εξισωτικές πολιτικές των ναζί.Η μετάφραση παρουσιάζει αδυναμίες.
Mark Mazower, Η Αυτοκρατορία του Χίτλερ, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2009, σελ. 727, 44,73 €
Ο Μαζάουερ, ένας προοδευτικός γενικά ιστορικός, ερευνά το σχεδιασμό, τις μεθόδους και τα ιδεολογικά ορόσημα του ναζιστικού εγχειρήματος της καθυπόταξης της υπόλοιπης Ευρώπης. Όπως σημειώνει σε μια αναλυτική κριτική ο Θ. Σφήκας, «Ο Μαζάουερ τονίζει το γεγονός ότι αν και το Γ΄ Ράιχ ήταν ένα απόλυτο και καθαρό εθνικό εγχείρημα, η λειτουργία του διευκολύνθηκε σε μέγιστο βαθμό από πολυάριθμες ομάδες διεθνών συνεργατών και δοσίλογων, που κίνητρό τους είχαν το κοινό ιδεολογικό φρόνημα ή το συμφέρον ή και τα δύο. Οι πρώτοι άρχισαν να απομακρύνονται όταν απομακρύνθηκε η προοπτική γερμανικής νίκης, αλλά κάποιοι από τους δεύτερους επέμειναν, όπως οι μονάδες των SS που αποτελούνταν από αλλόφυλους και που έπεσαν στους δρόμους του Βερολίνου μαχόμενοι εναντίον του Κόκκινου Στρατού» (Αυγή, 16/5/2010). Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα συμπεράσματά του είναι πάντα σωστά, ο Μαζάουερ δίνει έμφαση στη μελέτη των μεσαίων στελεχών του ναζισμού, κυρίως τεχνοκρατών, δικηγόρων, κ.λπ. Σημειώνει την ανάμιξη μετέπειτα ηγετικών μορφών του Δυτικού κόσμου όπως ο Μιτεράν στον αντισημιτισμό και τον αντι-μεταναστευτισμό του Μεσοπολέμου (βλ. τη συνέντευξή του στο Βήμα στις 10/11/2009 με αφορμή την ελληνική έκδοση του βιβλίου), αλλά τείνει να υποτιμά τον κίνδυνο του ρατσισμού στις μέρες μας.
Jeffrey Herf, Αντιδραστικός Μοντερνισμός. Τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και το Γ΄ Ράιχ,Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 303, 21€
Το βιβλίο του Χερφ είναι μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να προσεγγιστούν οι καταβολές του ναζισμού στα φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά και τεχνολογικά ρεύματα της Γερμανίας της Βαϊμάρης και να προσδιοριστεί η θέση του ίδιου του ναζισμού σε αυτά τα πεδία. Η αξία της προσέγγισης του Χερφ συνίσταται στην αναγνώριση του ναζισμού ως μιας μορφής άκρας δεξιάς αντίδρασης και την προσπάθειά του να δείξει πώς πάνω σε αυτή τη βάση επιχείρησε να θέσει την τεχνολογία στην υπηρεσία των αντιδραστικών του σκοπών. Ο συγγραφέας όχι μόνο διαχωρίζει ισχυρά το μαρξισμό από το φασισμό στα ζητήματα που εξετάζει, αλλά δεν διστάζει να δηλώσει ισχυρά τις αναφορές της ναζιστικής ιδεολογίας σε μορφές όπως ο Χάιντεγκερ, ο Καρλ Σμιτ και ο Γιούνκερ, τις οποίες πολλοί προσπαθούν να αποκαθάρουν σήμερα ώστε να τις μετατρέψουν σε στηρίγματα ενός νέου, ανακαινισμένου ρομαντικού αντιδραστισμού.Η τάση της ιστορικής έρευνας του Χερφ είναι βασικά υλιστική και τεκμηριώνει τις θέσεις του με αναφορές σε ενδιαφέροντα στοιχεία και κοινωνικά δεδομένα αλλά και με μια συχνά (αλλά όχι πάντα) θεμελιωμένη επιχειρηματολογία. Γράφει για παράδειγμα:«Η υποτίμηση της σημασίας της ναζιστικής ιδεολογίας από επιστήμονες που τη μελέτησαν εκ των υστέρων αντανακλά την υποτίμηση της ιδεολογίας του Χίτλερ και των ναζί από τους συγχρόνους τους. Ούτε οι συντηρητικές ελίτ της Γερμανίας, ούτε και οι αντίπαλοι του Χίτλερ στην κομμουνιστική Αριστερά πήραν πολύ στα σοβαρά τις ιδέες του. Οι πρώτοι πίστευαν ότι μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν σαν εργαλείο για να καταστρέψουν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, να συντρίψουν τις οργανώσεις της εργατικής τάξης, να επανεξοπλιστούν – κι έπειτα να τον ξεφορτωθούν. Οι δεύτεροι έτρεφαν την ψευδαίσθηση ότι, όπως έλεγε το κομμουνιστικό σύνθημα, “μετά τον Χίτλερ εμείς”» (σελ. 277).Αν και αυτά όλα είχαν ήδη ειπωθεί από τον Τρότσκι, είναι σημαντικό να αναγνωρίζονται και να τεκμηριώνονται από τη λόγια έρευνα.
Emilio Gentile, Φασισμός, Ιστορία και Ερμηνεία, εκδ. Ασίνη, Αθήνα 2007, σελ. 334, 20,38 €
Ο συγγραφέας, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, επιχειρεί να ερμηνεύσει το φασισμό ιστορικά και θεωρητικά, ως μια μορφή «πολιτικής θρησκείας». Ωστόσο, παρουσιάζοντας τις διάφορες θεωρήσεις, δεν παίρνει ο ίδιος μια σαφή θέση και συχνά βασίζεται σε απόψεις και προσεγγίσεις ασύμβατες μεταξύ τους και αντικρουόμενες. Απορρίπτει τη σύνδεση του φασισμού με τον κομμουνισμό (σελ. 76), αλλά θεωρεί εξίσου μυθολογική την αντίληψη του φασισμού και του μπολσεβικισμού για το κράτος, αναγνωρίζοντας από την άλλη ότι ο μουσολινικός μύθος κατέτεινε προς «μια μονοκομματική δικτατορία με σκοπό τη δημιουργία ενός ολοκληρωτικού κράτους», εκεί που ο Λένιν «επεδίωξε την απελευθέρωση της κοινωνίας και την κατάργηση του κράτους» (σελ. 128). Η υπαγωγή τόσο ανόμοιων προσεγγίσεων κάτω από την κοινή γκρίζα έννοια του μύθου, όπου ο Τζεντίλε κατατάσσει επίσης τις απόψεις του Ματσίνι (σελ. 128) μόνο σε σύγχυση μπορεί να οδηγήσει.
Λιονέλ Ρισάρ, Ναζισμός και Κουλτούρα, Αθήνα 1999, εκδόσεις Αστάρτη, σελ. 388, 15,99€.
Ο συγγραφέας εξετάζει τις πολιτιστικές απόψεις των ναζί και τις επιπτώσεις τους στα διάφορα πεδία της τέχνης, λογοτεχνία, ζωγραφική, μουσική, αρχιτεκτονική, κινηματογράφος. Δείχνει επίσης πώς επέδρασαν στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στη Γαλλία, και τις συγκρίνει με τις προσεγγίσεις στην Ιταλία του Μουσολίνι. Τονίζει τον προπαγανδιστικό χαρακτήρα της ναζιστικής τέχνης και την άμεση καθυπόταξη από το ναζιστικό δόγμα της τέχνης στην πολιτική, σε συνδυασμό με την απόρριψη των «παρακμιακών», «αντιγερμανικών» και «επικίνδυνων» τάσεων – όπως συλλογικά χαρακτήριζαν οι ναζί την προοδευτική τέχνη. Ο Ρισάρ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πικαρδίας, έχει γράψει σειρά ακόμη εργασιών για το ναζισμό και την τέχνη.
Στέφαν Μαρκς, Γιατί ακολούθησαν τον Χίτλερ, η Ψυχολογία του Εθνικοσοσιαλισμού, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2011, σελ. 340, 26,62 €.Ο συγγραφέας βασίζεται σε συνεντεύξεις με στελέχη της ναζιστικής νεολαίας, των SS κ.ά., για να ερμηνεύσει την έλξη που ασκούσαν οι ναζί στις μάζες και τις μεθόδους στρατολόγησης των οπαδών τους. Δείχνει ότι οι ναζί αξιοποιούσαν το συναίσθημα σε βάρος της λογικής, εκμεταλλευόμενοι ιδιαίτερα την πληγωμένη εθνική περηφάνια των Γερμανών και την απελπισία τους. Θεωρεί ότι ο κίνδυνος μιας ανάλογης εκμετάλλευσης είναι και σήμερα υπαρκτός.
Πίτερ Λεβέντα, Ναζί και Αποκρυφισμός, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2005, σελ. 498, 22€.Το βιβλίο αυτό θίγει ένα θέμα σχετικά με τη ναζιστική ιδεολογία που έχει προσεχθεί λιγότερο σε σύγκριση με το ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και τον αντικομμουνισμό. Η δεισιδαιμονία και η πρόληψη, ο αποκρυφισμός, τα σύμβολα και οι τελετουργίες ήταν μέρος της ναζιστικής κουλτούρας, ενώ εμφανίζονται και σήμερα σε διάφορες νεοφασιστικές ομάδες. Από τους ναζί ηγέτες, ο Χίμλερ ιδιαίτερα ενδιαφερόταν για τον μυστικισμό.Χωρίς να υπερβάλει κανείς αυτή τη μυστικιστική διάσταση και τη σημασία της για τους ναζί ηγέτες, πέρα από την παροχή ενός ακόμη μέσου χειραγώγησης, η μελέτη της έχει μια ορισμένη σημασία. Το βιβλίο του Λεβέντα, ωστόσο, πέρα από ορισμένες ενδιαφέρουσες συνδέσεις με προγενέστερους μυστικιστές όπως η Ρωσίδα Μπλαβάτσκι, χάνει την αίσθηση του μέτρου, παρουσιάζοντας το φασισμό περίπου ως μια μυστικιστική συνομωσία.
Heinrich A. Winkler, Βαϊμάρη, η Ανάπηρη Δημοκρατία 1918, Αθήνα 2011, εκδ. Πόλις, σελ. 394, 21,3€Ο Βίνκλερ, καθηγητής ιστορίας στο Χούμπολτ στο Βερολίνο, είναι ένας σοσιαλδημοκράτης ερευνητής. Το βιβλίο του αυτό –στην πραγματικότητα ένα κεφάλαιο μιας ευρύτερης μελέτης του για τη γερμανική ιστορία– παρακολουθεί την πορεία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης από τη θεμελίωσή της το 1918 ως την ανατροπή της από τον Χίτλερ. Ο συγγραφέας φέρνει εμφανείς αναλογίες με την τωρινή τάση περιορισμού της δημοκρατίας, δείχνοντας πώς η ανάλογη εξέλιξη της Βαϊμάρης έστρωσε το δρόμο στο ναζισμό. Ωστόσο, ερμηνεύει αυτή την τροπή ως αποτέλεσμα μια αυτοκαταστροφής της δημοκρατίας, που για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο δεν μπόρεσε να διαφυλάξει και να εγγυηθεί τα θεμέλια της.Ο Βίνκλερ εστιάζει υπερβολικά σε αυτή τη συνάφεια στην παρουσίαση των ελιγμών κορυφής ανάμεσα στην καμαρίλα του Χίντεμπουργκ, το Κέντρο, τη Σοσιαλδημοκρατία και τους ναζί, από τους οποίους διαρκώς έβγαιναν ωφελημένοι οι τελευταίοι. Σε αρκετά μέρη του έργου γίνεται ορατή η συμβιβαστική στάση της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία αρνήθηκε ως το τέλος να κινητοποιήσει τις δυνάμεις της και τα στηρίγματά της στον κρατικό μηχανισμό ενάντια στον Χίτλερ. Ωστόσο, ο ίδιος αρνείται κατά βάση ότι ήταν ρεαλιστικό να αποκρουστούν οι ναζί με μια επαναστατική πολιτική, την οποία ταυτίζει με την τότε πολιτική του Γερμανικού ΚΚ. Αντίθετα, εμφανίζει την άνοδο των ναζί ως αποτέλεσμα του φόβου από τις επιτυχίες του Γερμανικού ΚΚ, απέναντι στην οποία προβάλλεται σαν διέξοδος η σοσιαλδημοκρατική έκκληση στη μετριοπάθεια και τον «ορθό λόγο» (σελ. 234 κ.ε.).Η οπτική του Βίνκλερ οδηγεί έτσι σε μια δικαίωση όχι μόνο της αστικής δημοκρατίας αλλά και των αγορών, άποψη την οποία εξέφρασε άλλωστε ρητά σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Βήμα (Χάινριχ Α. Βίνκλερ: «Κίνδυνος είναι οι λαϊκίστικες δυνάμεις και όχι η Βαϊμάρη», Βήμα, 25/4/2012). Πρόκειται για μια μοιρολατρική και απατηλή θεώρηση, που η επανάληψή της θα ήταν επικίνδυνη σήμερα.
Μαρίνα Πετράκη, Ο Μύθος του Μεταξά. Δικτατορία και προπαγάνδα στην Ελλάδα, εκδ. Ωκεανίδα, σελ. 536, 20€.Το βιβλίο αυτό της ιστορικού και καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ Μαρίνας Πετράκη εστιάζει στις μεθόδους προπαγάνδας του μεταξικού καθεστώτος, που επηρεάστηκαν ισχυρά από το φασιστικό παράδειγμα. Η συγγραφέας δίνει έμφαση στη αξιοποίηση του ραδιόφωνου και του κινηματογράφου από το καθεστώς και αναλύει την προσπάθειά του να αλώσει τη νεολαία. Η μελέτη της βασίζεται σε πλούσιο υλικό, ενώ παραθέτει αξιόλογη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία. Ενώ η πολιτική οπτική της συγγραφέως δεν είναι εντελώς ικανοποιητική (π.χ., αναγνωρίζει στο τέλος τον Μεταξά σαν «πατριώτη» πολιτικό με όραμα) η αξιοποίηση τέτοιων υλικών είναι αναγκαία σήμερα στην πολεμική ενάντια στις φασίζουσες εμπειρίες της νεοελληνικής ιστορίας, που πρέπει να αποτελεί συστατικό μέρος του αγώνα ενάντια στο νεοφασισμό.
Πετρίδης Παύλος, Ε.Ο.Ν. Η φασιστική νεολαία του Μεταξά, Αθήνα 2000, εκδ. University Studio Press, σελ. 403, 16€.
Ανατύπωση ντοκουμέντων της νεολαίας του Μεταξά, με εισαγωγή του Παύλου Πετρίδη.
ΙΙΙ. Ιστορικός ρεβιζιονισμός
Με τον όρο «ιστορικός ρεβιζιονισμός» καταγράφεται το φιλοναζιστικό ρεύμα της αστικής ιστοριογραφίας που προσπαθεί να εξωραΐσει τους ναζί και να αρνηθεί τα εγκλήματά τους όπως το Ολοκαύτωμα. Το ρεύμα αυτό, ξεκινώντας μεταπολεμικά από τον Τρέβορ Ρόπερ, έχει κερδίσει έδαφος τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια της στροφής της αστικής τάξης στην αντίδραση.
Ντάνιελ Τζόνα Γκολντχάγκεν, Πρόθυμοι δήμιοι: Οι εκτελεστές του Χίτλερ, οι καθημερινοί Γερμανοί και το ολοκαύτωμα, εκδ. Terzo Books, Αθήνα 1998, σελ. 668, εξαντλημένο.Ένα από τα πιο ρηχά βιβλία για το Ολοκαύτωμα, αυτό το βιβλίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία όταν κυκλοφόρησε και προβλήθηκε κατά κόρο από τα αμερικάνικα ΜΜΕ, κυρίως λόγω της προσπάθειάς του να εμφανίσει συνολικά ως ένοχο το γερμανικό λαό, μειώνοντας έτσι την ευθύνη των ναζί και αθωώνοντας το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.
Ντέιβιντ Ίρβινγκ, Γκαίρινγκ, ο ισχυρός άνδρας του Τρίτου Ράιχ, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 2009, σελ. 784, 39,50 €Ντέιβιντ Ίρβινγκ, Ο Πόλεμος του Χίτλερ, τόμ. 1 και 2, εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα 2003, σελ. 1212, 56,16 €Ο Ίρβινγκ έχει δίκαια αποκαλεστεί ρατσιστής, ψεύτης, αντισημίτης και αρνητής του Ολοκαυτώματος, από τέτοια έντυπα όπως οι Times και The Independent, που δύσκολα μπορεί να τα υποψιαστεί κανείς για μεροληψία ενάντια στην αντίδραση. Είναι όμως ένας συγκριτικά εκλεπτυσμένος ιστορικός ρεβιζιονιστής, που δεν αρνείται πλήρως τα ναζιστικά εγκλήματα, αλλά προσπαθεί να τα υποβιβάσει, να τους βρει δικαιολογίες, κ.λπ., παραχαράσσοντας κατάλληλα τις ιστορικές μαρτυρίες. Παρότι και ο ίδιος έχει προβεί σε φιλοναζιστικές δηλώσεις, λειτουργεί περισσότερο ως βιτρίνα για τους ανοικτούς φιλοναζί, των οποίων έχει εκδώσει αρκετά βιβλία. Το 1996 ο Ίρβινγκ, σε μια προσπάθεια τρομοκράτησης, μήνυσε την ιστορικό Ντέμπορα Λίπσταντ, που τον χαρακτήρισε σε ένα βιβλίο της «πλαστογράφο» και «φανατικό». Το δικαστήριο δικαίωσε τη Λίπσταντ, εκτιμώντας στην απόφασή του ότι ο Ιρβινγκ «χειρίζεται τόσο διαστρεβλωτικά τα στοιχεία ώστε είναι δύσκολο να δεχτεί κανείς ότι το κάνει χωρίς να το θέλει. (...) Παρόμοια σφάλματα και παρανοήσεις συνάδουν μάλλον με την επιθυμία του Ιρβινγκ να παραποιήσει και να χειραγωγήσει τα στοιχεία έτσι ώστε να τα παρουσιάσει συμβατά με τις δικές του αντιλήψεις. (...) Διέστρεψε σκόπιμα τα στοιχεία για να τα ευθυγραμμίσει με τις πολιτικές του πεποιθήσεις». Ο Ίρβινγκ καταδικάστηκε σε καταβολή αποζημιώσεων ύψους 2 εκατ. ευρώ και υποχρεώθηκε τελικά να κηρύξει πτώχευση.
Χιου Τρέβορ-Ρόπερ, Χίτλερ, Οι Τελευταίες Μέρες, εκδ. Ιωλκός, Αθήνα, σελ. 418, 25 €Ο Τρέβορ-Ρόπερ είναι ο ιστορικός που εγκαινίασε τον ιστορικό αναθεωρητισμό αμέσως μετά τον πόλεμο. Έχασε ουσιαστικά το κύρος του ως ιστορικός όταν το 1983 αποφάνθηκε υπέρ της εγκυρότητας των λεγόμενωνΗμερολογίων του Χίτλερ, που αποδείχτηκε αμέσως μετά ότι ήταν μια πλαστογραφία. Η συνεισφορά του ως ιστορικού συνίσταται, εν πολλοίς, στον εξωραϊσμό του Χίτλερ, κάτω από τα άμφια μιας «βαθύτερης ιστορικής έρευνας και κατανόησης».
Ρον Ροζενμπάουμ, Ερμηνεύοντας τον Χίτλερ, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2001, σελ. 639, 28€Γραμμένη από έναν αμερικανό δημοσιογράφο, η μελέτη αυτή επιδίδεται στο μεγαλύτερο μέρος της σε ψυχογραφικές ερμηνείες, αποτυχαίνοντας να συνεισφέρει κάτι ιδιαίτερα ουσιαστικό στην κατανόηση του Χίτλερ και του ναζισμού. Ακόμη χειρότερα, με δήθεν επιμέρους «κριτικές επιφυλάξεις» επιχειρεί να δικαιώσει στην ουσία διαστρεβλωτές της ιστορίας όπως ο Γκολντχάγκεν (σελ. 546 κ.ε.), ενώ από την άλλη επιτίθεται σε κριτικούς του ιστορικού ρεβιζιονισμού όπως Κλοντ Λανζμάν, ένας μαθητής του Σαρτρ, εμφανίζοντάς τους ως φανατικούς (σελ. 425 κ.ε.).
2. ΝΕΟΦΑΣΙΣΜΟΣ-ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ
Δημήτρης Ψαρράς, Το κρυφό χέρι του Καρατζαφέρη - Η τηλεοπτική αναγέννηση της ελληνικής Ακροδεξιάς, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2011, σελ. 280, 18€Γραμμένο από το δημοσιογράφο Δ. Ψάρρα, μέλος της ομάδας του Ιού της Ελευθεροτυπίας, το βιβλίο αυτό ρίχνει φως στην πολιτική διαδρομή και τις ακροδεξιές απόψεις του Καρατζαφέρη και των στενών συνεργατών του. Ο συγγραφέας συγκρίνει εύστοχα τη «δημοκρατική μεταστροφή» του Καρατζαφέρη μετά την είσοδο του ΛΑΟΣ στη Βουλή με το Δούρειο Ίππο. Όπως σημειώνει: «Πρόκειται για μια ιδανική εφαρμογή της “διπλής στρατηγικής” που ακολουθούν από καιρό τα μεγαλύτερα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης. Αν μάλιστα ήθελε κανείς να βρει το πρότυπο αυτής της στρατηγικής, ίσως πρέπει να μελετήσει το πρότυπο της ιταλικής Εθνικής Συμμαχίας (Alleanza Nazionale) του Τζιανφράνκο Φίνι, η οποία παρουσιάζει άλλο επικοινωνιακό προφίλ “στους απ’ έξω” και άλλο “στους μέσα”. Στους ευρισκόμενους εκτός κόμματος τονίζει πόσο έχει αλλάξει σε σχέση με το ανοιχτά φασιστικό MSI ενώ “στους μέσα” τονίζει τα στοιχεία της συνέχειας μ’ αυτό».Ο Ψαρράς θεωρεί το ΛΑΟΣ ως έναν άξονα γύρω από τον οποίο πλέκονται ποικίλα ρεύματα, από τις συμμορίες της Χρυσής Αυγής ως τους δυσαρεστημένους παράγοντες της ΝΔ. Ο ίδιος παραθέτει πολλά κατατοπιστικά στοιχεία και φωτογραφικό υλικό για το χουντικό παρελθόν στελεχών του ΛΑΟΣ και τις σχέσεις τους με τη Χρυσή Αυγή, αλλά και για τη διατήρηση του ακροδεξιού, ρατσιστικού λόγου στην καθημερινή επικοινωνία του κόμματος με τους οπαδούς.Η αδυναμία της δημοσιογραφικής προσέγγισης του συγγραφέα γίνεται έκδηλη σε ορισμένα σημεία, όπως όταν αναφέρεται στο ΛΑΟΣ ως «τηλεκόμμα». Χωρίς να υποβαθμίζει κανείς το ρόλο των ΜΜΕ και του star system στην αποδοχή της ακροδεξιάς, μια παρόμοια προσέγγιση τείνει να υποτιμά τις ευρύτερες κοινωνικές ρίζες του φαινομένου.
Βασιλική Γεωργιάδου, Η Άκρα Δεξιά και οι Συνέπειες της Συναίνεσης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σελ. 544, 32€Μια σημαντική μελέτη των σύγχρονων ευρωπαϊκών ακροδεξιών κομμάτων. Η έρευνα της Γεωργιάδου επεκτείνεται σε έξι ευρωπαϊκές χώρες (Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία). Η συγγραφέας, αναπληρώτρια καθηγήτρια πολιτική επιστήμης στο Πάντειο, επισημαίνει εύστοχα αρκετά κομβικά χαρακτηριστικά της ακροδεξιάς ταυτότητας, την οποία θεωρεί αντιφατική. Σε αυτήν συνυπάρχουν στοιχεία όπως η νεοφιλελεύθερη λογική, η εθνική περιχαράκωση, ο αντιφιλελεύθερος αντικαπιταλισμός και ο αντισοσιαλισμός-αντικομμουνισμός. Ταυτόχρονα, σε επίπεδο πολιτικής μεθοδολογίας είναι κόμματα αυταρχικά, διακρινόμενα από καισαρισμό, αντιπλουραλισμό, αντισυστημισμό, αντικοινοβουλευτισμό και συγκεντρωτισμό στην κορυφή, που όμως συνδυάζεται με μια χαλαρή συγκρότηση στη βάση, με αναφορές στην άμεση δημοκρατία και δημοψηφισματισμό.Ωστόσο, όπως παρατηρεί η Ε. Νεοκλέους, «η Γεωργιάδου μας θυμίζει ότι τα κόμματα αυτά, πάνω από όλα είναι κόμματα της άκρας δεξιάς: ο νεοφιλελευθερισμός τους συνοδεύεται από πολιτικό αυταρχισμό, ο νεολαϊκισμός τους περιέχει δράσεις που υπονομεύουν τη δημοκρατική τάξη… Η ακροδεξιά είναι μεν άμεσο-δημοκρατική και δημοψηφιστική κατά τρόπο όμως που η άμεση έκφραση της θέλησης του λαού να ευθυγραμμίζεται με τη θέληση του ηγέτη».Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πλευρά της ανάλυσης είναι ότι αναδεικνύει τη σχέση της σύγχρονης ακροδεξιάς με το ρεύμα της νέας δεξιάς στη Γαλλία και τη Γερμανία, που εμφανίστηκε μετά το Μάη του 1968. Ταυτόχρονα αναδεικνύει τα κεντρικά μοτίβα της ακροδεξιά ιδεολογίας: εθνοτισμός, ιεραρχική αντίληψη των πολιτισμών, αντιμεταναστευτισμός. Τέλος, όσον αφορά τις εκλογικές επιτυχίες της ακροδεξιάς, τις αποδίδει στην αποτυχία των παραδοσιακών κομμάτων να διατηρήσουν την κοινωνική συναίνεση, προσφέροντας επαρκείς δυνατότητες εκτόνωσης της δυσφορίας των πολιτών.Σύμφωνα με τη Γεωργιάδου, τα ακροδεξιά κόμματα αντλούν υποστήριξη κυρίως από τις λεγόμενες ανασφαλείς κοινωνικές ομάδες, ενώ οι ψηφοφόροι τους προέρχονται από τους αγρότες, αυτοαπασχολούμενους, χαμηλά μεσαία στρώματα και ειδικευμένους-ανειδίκευτους εργάτες. Μικρότερη είναι για την ώρα η πρόσβασή τους στο συνδικαλισμένος κομμάτι της εργατικής τάξης, τις γυναίκες και σε τμήματα του πληθυσμού που είναι δεσμευμένα σε παραδοσιακές ιδεολογίες (π.χ., εκκλησία).
Pierre Milza Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης, Η ευρωπαϊκή ακροδεξιά από το 1945 μέχρι σήμερα, εκδ. Scripta, Αθήνα 2004, σελ. 734, 38,54€Στο βιβλίο του αυτό ο γνωστός γαλλοιταλός ιστορικός Pierre Milza καταγράφει την πορεία της ακροδεξιάς στην Ευρώπη μετά το 1945 ως τις μέρες μας. Η ανάλυσή του εστιάζεται στη Γαλλία και τη Ιταλία, όπου τα ακροδεξιά κόμματα σημείωσαν τις πρώτες εντυπωσιακές επιτυχίες τους μεταπολεμικά, επεκτείνεται όμως και στις υπόλοιπες ώρες. Ο Milza σημειώνει τις διαφορές ανάμεσα στη σύγχρονη ακροδεξιά και το φασισμό, τείνει όμως –και αυτό αποτελεί ένα σημαντικό προσόν της ανάλυσής του– να αναδεικνύει τις κοινές τους ρίζες.Όπως συνοψίζει σε μια αναλυτική βιβλιοκριτική της η Β. Γεωργιάδου:«Κεντρική του θέση όσον αφορά την ιδεολογική καταγωγή της μεταπολεμικής άκρας Δεξιάς αποτελεί η άποψη, ότι παρότι μετά τον πόλεμο η ακροδεξιά στην Ευρώπη ‘δεν αναπαράγει το μουσολινικό και χιτλερικό πρότυπο της δεκαετίας του 1930', ωστόσο τούτο δεν σημαίνει ότι “δεν έχει καμία σχέση με τις διάφορες συνιστώσες του γαλαξία της εξτρεμιστικής Δεξιάς”. Η δεξαμενή από την οποία η άκρα Δεξιά αντλεί την ιδεολογία της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η ίδια από την οποία άντλησαν τη δική τους ιδεολογία όλα τα ρεύματα της εξτρεμιστικής Δεξιάς από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Milza , για τις “πολιτικές κουλτούρες” της αντεπανάστασης (Γαλλία) και της συντηρητικής επανάστασης (Γερμανία), του δημοψηφισματικού/ βοναπαρτικού εθνικισμού και του φασισμού… Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Milza, η προπολεμική εξτρεμιστική Δεξιά και οι μεταπολεμικές παραλλαγές της βγαίνουν από την ίδια ιδεολογικο-πολιτική μήτρα, η οποία υποστηρίζει τη φυσική ανισότητα ανθρώπων και ομάδων, αποκηρύσσει την αντιπροσωπευτική-κοινοβουλευτική δημοκρατία και πρεσβεύει την οργανική ομοιομορφία της κοινωνικής ολότητας.Η αυξανόμενη απήχηση της ακροδεξιάς συνδέεται κατά τον Μιλζά με την «επιτάχυνση της ιστορίας» που προκάλεσε από τη μια η κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού και από την άλλη η παγκοσμιοποίηση. Τέτοιες καταστάσεις προσφέρουν στις ακροδεξιές δυνάμεις τη δυνατότητα να ανανεώσουν την ιδεολογία τους, αποκτώντας ακροατήρια στους χαμένους της παγκοσμιοποίησης, με συνδετικό ιστό την ξενοφοβία.
Cas Mudde, Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Ακροδεξιά Κόμματα στην Ευρώπη, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα 2011, σελ. 528, 23€Η μελέτη του Μούντε, ολλανδικής καταγωγής καθηγητή πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο DePauw της Αμερικής, δίνει αρκετά στοιχεία σε μια ποικιλία θεμάτων. Αναδεικνύεται, π.χ., ότι πέρα από το θέμα των μεταναστών οι τωρινοί ηγετικοί κύκλοι της ΕΕ υιοθετούν την ατζέντα της ακροδεξιάς και σε άλλα κρίσιμα θέματα, όπως η προώθηση της ολοκλήρωσης. Στις σελ. 230-31 παρατίθενται διακηρύξεις των Λε Πεν («η Ευρώπη έχει επεκταθεί υπερβολικά… με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αποκομμένη από τις χριστιανικές ρίζες της και πλημμυρισμένη από το Ισλάμ»), του Μπόσι (η τωρινή ΕΕ είναι μια «φωλιά ελευθεροτεκτόνων και κομμουνιστών τραπεζιτών») και του κόμματος του Χάιντερ (ζητά μια «ολοκλήρωση… διαφόρων ταχυτήτων και δυναμικής») – διακηρύξεις ενδεικτικές των προσανατολισμών της ακροδεξιάς για μια πιο συνεπή προώθηση των κατευθύνσεων που ήδη επεξεργάζεται ο άξονας Μέρκελ-Σαρκοζί, αλλά και της δημαγωγίας με την οποία οι νεοφασίστες επιχειρούν να υποκαταστήσουν τις τωρινές αστικές ηγετικές ομάδες, παρουσιάζοντάς τις, όπως έκαναν και οι ναζί, ως όργανα των κομμουνιστών.Ο συγγραφέας θεωρεί ως κοινό παρανομαστή των ακροδεξιών κομμάτων το νατιβισμό, ένα συνδυασμό ξενοφοβίας και εθνικισμού: «είναι η ιδεολογία που υποστηρίζει ότι τα κράτη θα έπρεπε να κατοικούνται αποκλειστικά από μέλη της αυτόχθονης ομάδας (“του έθνους”) και ότι τα μη αυτόχθονα στοιχεία (πρόσωπα και ιδέες) απειλούν θεμελιωδώς την ομοιογένεια του έθνους κράτους». Αυτό το στοιχείο συνδέεται στη «ριζοσπαστική» ακροδεξιά με τον αυταρχισμό και το λαϊκισμό.Αυτές οι ενοράσεις, ωστόσο, φαλκιδεύονται από μια βασικά λαθεμένη παραδοχή, που διατρέχει όλο το βιβλίο, ότι η σύγχρονη ακροδεξιά έχει ενταχθεί στο δημοκρατικό σύστημα και ότι η κρίση δεν ευνοεί ιδιαίτερα την ανάπτυξή της. Απόψεις όπως αυτές μάλλον αποκοιμίζουν, παρά στρέφονται ενάντια σε απλουστεύσεις, σχετικά με τον ακροδεξιό κίνδυνο. Υπονομεύουν επίσης την προσπάθεια να δοθεί μια τυπολογία των θεωριών για το φασισμό, λόγω του αναπόφευκτα μη κριτικού χαρακτήρα της.
Donaldo Macedo - Παναγιώτα Γούναρη, Η Παγκοσμιοποίηση του Ρατσισμού, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα 2008, σελ. 540.Ένα σημαντικό βιβλίο, παρακολουθεί την παγκόσμια εξάπλωση του ρατσισμού, παράλληλα με τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Ο Μασεντό και η Γούναρη, καθηγητές στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, επιμελήθηκαν και προλόγισαν την έκδοση, στην οποία γνωστοί ειδικοί αναλύουν τις νέες μορφές ρατσισμού, που εξαπλώνονται από τις επίσημες πολιτικές των κυβερνήσεων. Βασική θέση τους είναι ότι ο ρατσισμός επιδεινώνεται από το φιλελεύθερο λόγο και τη θεολογικού τύπου υιοθέτηση της λογικής της αγοράς ως πανάκειας για όλα τα προβλήματα. Οι συγγραφείς αποδεικνύουν ότι ο ρατσισμός δεν αποτελεί διόλου κάποια σύμφυτη τάση της ανθρώπινης φύσης ή της κοινωνίας, αλλά, αντίθετα, εμφανίζεται μέσα σε πολύ συγκεκριμένες συνθήκες. Αναλύονται θέματα όπως ρατσισμός και παγκοσμιοποίηση, ρατσισμός και εκπαίδευση, η εξάπλωση του ρατσισμού σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, Γερμανία, Αυστρία, κ.λπ., ο σιωνιστικός ρατσισμός απέναντι στους Παλαιστίνιους, η ξενοφοβία στην Ελλάδα.
Gudmundur Halfdanarson, Φυλετικές Διακρίσεις στην Ευρωπαϊκή Ιστορία, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα 2006, σελ. 509.Ο συγγραφέας, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Ισλανδίας, επιχειρεί να θέσει στο ιστορικό τους πλαίσιο τα φαινόμενα προκατάληψης, διακρίσεων, βίας και αδικίας προς τους «διαφορετικούς». Το δεύτερο μέρος με τίτλο «Διακρίσεις, Ιμπεριαλισμός και Φασισμός» ερευνά το ζήτημα των φυλετικών και εθνικών διακρίσεων στις αποικιακές αυτοκρατορίες και στα φασιστικά καθεστώτα του 20ου αιώνα.
Ζήσης Παπαδημητρίου, Ο Ευρωπαϊκός Ρατσισμός, Εισαγωγή στο φυλετικό μίσος: Ιστορική, κοινωνιολογική και πολιτική μελέτη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σελ. 367, 12€.Μια κριτική της φυλετικής ιδεολογίας από τη σκοπιά του προοδευτικού ανθρωπισμού. Ο συγγραφέας, διδάκτορας κοινωνιολογίας στο Αριστοτέλειο, από το 1995 ασχολείται με θέματα ξενοφοβίας, ρατσισμού και κοινωνικού αποκλεισμού. Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο στα ελληνικά, γερμανικά και αγγλικά.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός και συγγραφέας, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου