του Κώστα Παλούκη, στην έκδοση
Τετράδια Ανυπότακτης Θεωρίας #1
Η
αποδόμηση της ιδέας του έθνους και τα μεθοδολογικά όριά της
Η
συζήτηση για το έθνος την τελευταία 20ετία στην Ελλάδα καθορίστηκε από 4 βιβλία
σημαντικών διανοητών, όταν με τις μεταφράσεις τους άνοιξε ένας προβληματισμός
και μια συζήτηση σε όλο το φάσμα των κοινωνικών επιστημών επιδρώντας καταλυτικά
στην αριστερά. Το πρώτο είναι του Elie
Kedourie, Ο εθνικισμός, εκδ. Κατάρτι. Το δεύτερο είναι του Ernest Gelner, Έθνη
και Εθνικισμός, εκδ. Αλεξάνδρεια. Το τρίτο Μπενεντίκτ Άντερσον, Φανατασιακές Κοινότητες, εκδ. Νεφέλη. Το
τέταρτο είναι του Έρικ Χομπσμπάουμ, Έθνη
και Εθνικισμός από το 1780 έως σήμερα. Τα κείμενα αυτά όχι τυχαία φέρουν
περίπου τον ίδιο τίτλο καθώς διαπραγματεύονται το ίδιο ερώτημα. Συγκεκριμένα,
από διαφορετική προσέγγιση το καθένα έφεραν την ελληνική διανόηση και κατ’
επέκταση ελληνική κοινωνία μπροστά στην εξής ριζοσπαστική σοκαριστική πρόταση:
τα έθνη δεν είναι διιστορικά, αλλά ιστορικά φαινόμενα ότι δηλαδή εμφανίστηκε
στα τέλη του 19ου αι και όχι στα μέσα της 2ης
χιλιετηρίδας προ Χριστού. Γεννήθηκαν σχετικά πρόσφατα μέσα σε συγκεκριμένα
ιστορικά πλαίσια. Το πλέον ριζοσπαστικό και σοκαριστικό παράγωγο αυτής της
πρότασης είναι η ιδέα ότι το ίδιο το ελληνικό έθνος δεν είναι διιστορικό, αλλά
ιστορικό φαινόμενο∙ .ότι δηλαδή το ελληνικό έθνος δεν σχετίζεται ούτε με τους
αρχαίους έλληνες ούτε με το βυζάντιο ίσως ούτε με τους χριστιανούς υπηκόους της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο εξής στην ελληνική κοινωνία διεξάγεται με
λιγότερο ή περισσότερο οξυμμένο τρόπο μια έντονη συζήτηση για τον χαρακτήρα του
ελληνικού έθνους.
Η
«αποδόμηση» της ιδέας του ελληνικού έθνους στα πλαίσια γενικά της «αποδόμησης»
των εθνών είναι σωστό να χαρακτηρίζεται ριζοσπαστική γιατί ακριβώς διαλύει στη «ρίζα»
της μια βαθειά εμπεδωμένη και αυτονόητα δεδομένη σύλληψη του κόσμου ως ένα
αναπόδραστο «δι-εθνές» σύστημα, ένα σύστημα δηλαδή εθνών. Αυτή η
«ιστορικοποίηση» επαναφέρει με μεγαλύτερη ισχύ την ιστορική δυνατότητα και
προοπτική ενός παγκόσμιου συστήματος χωρίς έθνη. Αφού τα έθνη «φτιάχτηκαν»
κάποτε και μάλιστα στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, πολύ πιο εύκολα τότε μια μέρα
στο πολύ κοντινό μέλλον μπορεί να πάψουν να υφίστανται. Επίσης, η «αποδόμηση» χαρακτηρίζοντας
όλες τις απόψεις για το έθνος ως «εθνικές ιδεολογίες» τις ενέταξε σε μια ενιαία
και αδιαίρετη κατηγορία, δηλαδή στον «εθνικισμό» επιχειρώντας μια ταξινόμηση
και μελέτη όλων των μορφών και εκδοχών του εθνικισμού. Στις πολιτικές
προεκτάσεις στα θετικά συγκαταλέγεται η αντιπαράθεση με τον πολιτικό εθνικισμό
και ιδιαίτερα με τις εθνικές μυθολογίες επιτρέποντας τον «εξορθολογισμό» πολλών
εθνικισμών.
Το
βασικό πρόβλημα όμως της «αποδόμησης» – ιδίως στην Ελλάδα – είναι εδράστηκε
κατά βάση σε μια «κονστρουκτιβιστική» μεθοδολογία η οποία προσέλαβε τα έθνη σαν
ένα είδος «εργαστηριακής επινόησης» κάποιων διανοουμένων τα οποία επιβλήθηκαν
δια του κράτους πάνω στις λαϊκές μάζες οι οποίες παθητικά υιοθέτησαν τον
εθνικισμό.
Συγκεκριμένα, οι κονστρουβιστές κοινωνικοί επιστήμονες χρησιμοποιούν
περισσότερο ή λιγότερο τον λόγο ως βασικό αναλυτικό εργαλείο μέσα από το οποίο
θεωρείται ότι επιτελείται η «εθνική ταυτότητα». Η ταξική πάλη, η ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων, οι παραγωγικές σχέσεις, οι εκμεταλλευτικές σχέσεις δεν
εμφανίζονται να παίζουν κάποιο συνολικά καθοριστικό ρόλο. Όλα υποβαθμίζονται σε
μια γενική φουκωικής προέλευσης εξουσιαστική σχέση που διαχέεται παντοειδώς
στην κοινωνία και η οποία εμφανίζεται μέσα από την επιβολή του ιδεολογικού
μηχανισμού του κράτους στους «από κάτω» και επιβάλλει το δικό της εξουσιαστικό
λόγο. Αυτός ο λόγος απλά έρχεται και επικάθεται στις ανθρώπινες συνειδήσεις
μετασχηματίζοντας τις προϋπάρχουσες σημασίες των εννοιών, χωρίς αυτοί
απαραίτητα να αντιδρούν. Δηλαδή σε κάθε περίπτωση και με κάθε τρόπο αυτό το
οποίο απαξιώνεται και εξαλείφεται από την ιστορική οπτική είναι η ικανότητα και
η δυνατότητα των εκάστοτε «από κάτω» να συγκροτούν ένα δικό τους συλλογικό
σχέδιο, μια δικιά τους ταξική στρατηγική για το σύνολο της κοινωνίας.
Καταδικάζονται να υπάρχουν και να λειτουργούν παθητικά είτε ως κοινωνικές
ομάδες είτε ως ατομικότητες.
Τα
έθνη, και συγκεκριμένα το ελληνικό έθνος, προκύπτουν, συνεπώς, σα μια
«εργαστηριακή επινόηση», σαν ένα κατασκευασμένο ιδεολόγημα κάποιων πρωτοπόρων
υποκειμένων, κομμάτι κάποιας αποσπασμένης από την κοινωνία εξουσίας. Με κανένα
τρόπο δε συνιστούν αυτονόητο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής οικονομίας και εν
γένει μιας διαλεκτικής κίνησης της κοινωνίας, όπου οι λαϊκές τάξεις και ο
ταξικός ανταγωνισμός επενεργούν και συνδιαμορφώνουν διαλεκτικά μέσα από
συγκρούσεις. Δεν αποτελούν μια σύνθεση που ναι μεν παραμένει ηγεμονική υπέρ των
«από πάνω», αλλά ενσωματώνει διαλεκτικά στοιχεία του πολιτισμού, των υλικών
συμφερόντων, της οπτικής, της πολιτικής, της ιδεολογίας των «από κάτω».
Και
ενώ θα ανέμενε κανείς να επικρατήσει η μελέτη του εθνικισμού ως μια πλευρά της
αστικής ιδεολογίας, αυτή η πλευρά τελικά υποβαθμίζεται στους περισσότερους
μελετητές. Φορείς της ιδέας του έθνους παρουσιάζονται συνήθως οι διανοούμενοι,
το κράτος – κυρίως μέσα από την εκπαιδευτική πολιτική του –, τα πολιτικά
κόμματα ή μια κοινωνική και πολιτική συμμαχία, π.χ. το ΕΑΜικό μέτωπο ή η
«εθνικόφρων δεξιά». Στο βαθμό που αναγνωρίζεται η υιοθέτηση του εθνικισμού από
τα κατώτερα στρώματα τότε η εθνική ιδεολογία παρουσιάζεται ως η κατεξοχήν λαϊκή
και μαζική ιδεολογία και πολιτική γλώσσα. Τότε, απέναντι στον «λαϊκό εθνικισμό»
της «ευγενούς τυφλώσεως» διακρίνεται πολλές φορές μια «καλή» και
«εξορθολογισμένη» «αστική» και «εκσυγχρονιστική» προσέγγιση του έθνους η οποία
αποτιμάται θετικά ως πιο «δημοκρατική».
Με
τον έναν ή τον άλλον τρόπο η αποδόμηση του έθνους από τους έλληνες
κονστρουκτιβιστές αυτό-ακυρώθηκε και έφτασε
πολύ σύντομα στα όριά του. Διότι
κυριάρχησε στην μεθοδολογία ένας «ελιτισμός» υπονομεύοντας ό,τι θετικό και
ριζοσπαστικό προσέφερε στην αρχή. Βασική αιτία είναι ότι αφήρεσε τα μαρξιστικά
αναλυτικά εργαλεία από τις προσεγγίσεις και ερμηνείες του εθνικισμού, αλλά και
στράφηκε μεθοδολογικά εναντίον του μαρξισμού. Πολλές φορές μάλιστα οι φορείς
του «κονστρουκτιβισμού» παρουσιάζονται ως μετα-μαρξιστές.
Τα
πολιτικά όρια της αποδόμησης του έθνους
Το
αστικό κράτος του μονοπωλιακού και στη συνέχεια κρατικο-μονοπωλιακού
καπιταλισμού προσέφερε έναν λαϊκό πατριωτισμό στα κατώτερα στρώματα, με σκοπό
να τα ενσωματώσει στην κυρίαρχη ιστορική αφήγηση, ώστε να τα ενσωματώσει στον
εθνικό κοινωνικό κορμό και να εμποδίσει την αντισυστημική δράση τους. Με
αντάλλαγμα παραχωρούσε κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα. Ο Νίκος
Πουλαντζάς περιγράφοντας τη θέση της εργατικής τάξης ως μια συνιστώσα του
αστικού κράτους υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης ορίζει την θέση της
αντίστοιχα και ως συνιστώσα του έθνους.
Αυτό το σχέδιο υπηρετήθηκε στην Ελλάδα με διάφορες παραλλαγές από το 1870 μέχρι
το 1990. Οι πιο μοντέρνες εκδοχές υπήρξαν μεσοπολεμικά ο βενιζελισμός και ο
βασιλομεταξικός φασισμός.
Μετεμφυλιακά
υπηρέτησαν το ίδιο σχέδιο τόσο η ηττημένη αριστερά όσο και η δεξιά υιοθετώντας
τον εθνικό και πατριωτικό λόγο. Η αριστερά αναφερόταν στην εθνική ανεξαρτησία
που προϋποθέτει τη λαϊκή κυριαρχία και ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Η δεξιά
προσέφερε ένα πατερναλιστικό σκληρό κράτος, όπου η κοινωνική πρόνοια
διαπερνάται μέσα από τις πελατειακές σχέσεις μεταξύ των εθνικοφρόνων και
εξαιρούσε τους υπόλοιπους. Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 οι
κυβερνήσεις Καραμανλή θα επιχειρήσουν να διευρύνουν την κοινωνική συμμαχία και
να ενσωματώσουν την αριστερά στο κράτος. Ωστόσο, η εθνικόφρων παράταξη
οριζόμενη από το «ελληνοχριστιανικό έθνος», δηλαδή την σύνθεση του
αρχαιοελληνικού με τον βυζαντινό χριστιανικό πολιτισμό και φορέας των
μεφυλιακών και μετεμφυλιακών αντιθέσεων αδυνατούσε να πραγματώσει ένα τέτοιο
σχέδιο. Αυτό θα επιτευχθεί τελικά με τις πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ
μέσω ενός «ιστορικού συμβιβασμού». Σημαντικό εργαλείο για την επίτευξη αυτού
του συμβιβασμού είναι το σχήμα του Ν. Σβορώνου για το ελληνικό έθνος.
Η έννοια του «αντιστασιακού έθνους» «ενσωμάτωσε» από τη μία το κυρίαρχο εθνικό
αφήγημα στην αριστερή εμπειρία, αλλά και από την άλλη αντίστροφα ενσωμάτωσε την
αριστερή εμπειρία και μνήμη σε στο νεοελληνικό εθνικισμό πετυχαίνοντας τον
«νικηφόρο συμβιβασμό».
Ωστόσο,
το 1989 η κοινωνική και πολιτική συμμαχία που στήριζε το σχήμα αυτό αρχίζει να
διαρρηγνύεται και οι αντιφάσεις της αναδύονται οξυμένες στην επιφάνεια. Συγκεκριμένα,
η δεκαετία του 1990 σημαδεύεται από την παγίωση των δομών του σταδίου του
ολοκληρωτικού καπιταλισμού στην Ελλάδα, γεγονός που σημαδεύεται από σημαντικές
ανατροπές σε όλους τους τομείς της οικονομίας, της κοινωνίας, της πολιτικής,
του κράτους και του πολιτισμού. Το κοινωνικό κράτος αφήνει τη θέση του στο
κράτος στρατηγείο το οποίο είναι πιο
αποτελεσματικό, πιο επιτελικό και πιο ευλύγιστο στο ρόλο του ως οργάνου των
συλλογικών συμφερόντων της αστικής τάξης. Όλα τα
πολιτικά ζητήματα θεωρούνται διαχειριστικά και αμιγώς τεχνοκρατικά, που μπορούν
να επιλύονται από εκσυγχρονισμένο κράτος και πολιτικό σύστημα που θα έχει
εγκαταλείψει τον «λαϊκισμό». Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που ενώνει
ιδεολογικά και στρατηγικά σε ένα ενιαίο μέτωπο τον «εκσυγχρονισμό» της
κοινωνίας με τον «εκσυγχρονισμό» της ιστορίας. Το κράτος και η κυβέρνηση «από
τα πάνω», ανεξάρτητα από κάθε «πελατειακή» πίεση και λαϊκό έλεγχο, ουδέτερη,
αντικειμενική, «απ’ έξω» από την κοινωνία που είναι η κοινωνία των πολιτών,
ορίζουν την κοινωνία σαν ένα είδος στρατηγείου ειδικών επιστημόνων. Με τον ίδιο
τρόπο «από τα πάνω» και «απ’ έξω» από την κοινωνία οι νέοι επιστήμονες
κλεισμένοι στο στρατηγείο του Πανεπιστημίου ορίζουν τη νέα ιστορία.
Οι νέοι
κεντροαριστεροί κοινωνικοί επιστήμονες με τους τεχνοκράτες του
«εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ συγκλίνουν σε μια νέα σύλληψη της κοινωνικής οργάνωσης
η οποία προτάσσεται ως υποκατάστατο του έθνους κράτους. Στα
πλαίσια μιας ευρωπαϊκής πολυπολιτισμικής πλουραλιστικής αστικής δημοκρατίας η
κάθε κοινωνική ομάδα ή κάθε εθνότητα ή ακόμη και το κάθε υποκείμενο μπορεί να
επιλέγει και να καλλιεργεί τη δική του ξεχωριστή ταυτότητα: οι μουσουλμάνοι, οι
αλβανοί, οι αριστεροί, οι γυναίκες, οι άντρες, οι ομοφυλόφιλοι, οι φανατικοί
χριστιανοί, οι φανατικοί έλληνες κτλ μέχρι και οι ολυμπιακοί και οι αεκτζήδες. Μια
τέτοια «δημοκρατική» πρόταση είναι φανερό ότι ταιριάζει απόλυτα στην ευρωπαϊκή
ιδέα και στην «δημοκρατική αριστερά», γιατί ακριβώς μια «δημοκρατία» που
προτάσσει τη «φόρμα» και στερείται πολιτικού ταξικού περιεχομένου είναι δυνατόν
να συνάδει με τις πιο αντιδραστικές πολιτικές και να συνιστά τη «δημοκρατική»
διέξοδο του αστισμού. Προβάλλονται ουσιαστικά δύο εχθρικοί εθνικισμοί: ο ένας
είναι ο σύγχρονος δημοκρατικός και ορθολογικός εθνικισμός, ο εθνικισμός της
ισχυρής Ελλάδας. Ο άλλος είναι ο συναισθηματικός, άλογος, βιωματικός,
ανορθολογικός, λαϊκός εθνικισμός του μίσους και του ρατσισμού. Είναι ο
εθνικισμός του κοινωνικού πατριωτικού έθνους κράτους. Με αυτόν τον τρόπο ο
επιθετικός ολοκληρωτικός καπιταλισμός επιχειρεί να ντύσει με «δημοκρατικό» και
«αριστερό» επίχρισμα τη διάλυση του εθνικού κοινωνικού κράτους.
Σε
αυτήν την διαδικασία σημαντικό εργαλείο εξελίσσεται η μετανάστευση,
αλλά και οι υπάρχουσες μειονότητες. Τα μεγάλα έθνη κράτη δεν πρέπει να
επιτρέψουν στους μετανάστες να πολιτικοποιηθούν με όρους ταξικούς. Προωθούν το
διαχωρισμό σε εθνότητες και σε κάθε είδους πολιτισμικές κοινότητες και το νέο
έθνος πρότυπο του Έρνεστ Γκέλνερ είναι έτοιμο: «Θα υποχρεωθεί να σεβαστεί
πολιτισμικές διαφορές, όπου αυτές επιβιώνουν αρκεί να είναι επιφανειακές και να
μη γεννούν αυθεντικούς φραγμούς μεταξύ των ανθρώπων».
Το νέο έθνος θα είναι πολυπολιτισμικό. Οι εθνότητες των μεταναστών πρέπει να
είναι συγκροτημένες ως εθνότητες, να μην συγχωνευθούν, να μην ενοποιηθούν, να
μην αναμειχθούν για να φτιαχτεί κάτι νέο και ενιαίο, αλλά να είναι υποταγμένες
μέσα από τη διαφορετικότητά τους στον φιλελεύθερο ορθολογικό εθνικισμό των
αστικών αρχουσών εθνικών τάξεων. Το νέο διεθνές ιμπεριαλιστικό πλέγμα δεν
επιθυμεί έναν εθνικισμό με εχθρούς τις γειτονικές αστικές τάξεις, όπου αυτό
προϋποθέτει διαταξική πατριωτική συμμαχία ανάμεσα στις ανώτερες και τις
κατώτερες τάξεις ενός κράτους. Αλλά μια υπερεθνική κοσμοπολίτικη ταξική
συμμαχία όλων των εθνικών αστικών τάξεων κάτω από την ηγεμονία της ΕΕ και των
ΗΠΑ. Ο εχθρός σε αυτόν τον κοσμοπολίτικο εθνικισμό δεν πρέπει να είναι ταξικός
και διεθνιστικός, αλλά πατριωτικός και λαϊκός, εθνικιστικός, σωβινιστικός,
αντιδημοκρατικός, φονταμενταλιστικός. Έτσι, ενισχύεται παντού ο θρησκευτισμός
ως μοναδικό ιδεολογικό και πολιτικό όπλο των λαϊκών τάξεων για την υπεράσπιση
των κοινωνικών τους δικαιωμάτων.
Η
κριτική στον εθνικισμό τελικά δε στρέφεται εναντίον των ταξικών συμφερόντων που
γέννησαν τον εθνικισμό, αλλά ουσιαστικά λειτουργεί και συνεργεί υπέρ τους σαν
μια πιο εκλογικευμένη και σωστή εκδοχή του. Συγκεκριμένα μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης
ταξικής διαπάλης το ριζοσπαστικό στοιχείο της εθνικής αποδόμησης υποχωρεί και
αντιδραστικοποιείται καθώς οι διανοούμενοι φορείς τους διεκδικούν να το
ενσωματώσουν στην οπτική και την στρατηγική του άρχοντος αστικού συνασπισμού
εξουσίας. Οπότε η αποδόμηση του έθνους ταυτίζεται και γίνεται εργαλείο της
αντιδραστικής πολιτικής
Το
μοντέλο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας δεν έγινε ποτέ αποδεκτό από τα λαϊκά
στρώματα ούτε ποτέ συγκίνησε πραγματικά την αστική τάξη, ώστε να γίνει όχημα
ενός αστικού ιδεολογικού μηχανισμού. Ήταν πάντα ένα εγχείρημα διανοουμένων της
κεντροαριστεράς κλεισμένων μέσα στην γυάλα του ακαδημαϊσμού. Στην πράξη δεν
μπόρεσε να είναι λειτουργικό όπως ο ίδιος ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός δεν
μπορεί να είναι λειτουργικός με αποτέλεσμα η αστική ιδεολογία να ξεμείνει χωρίς θετικό όραμα. Ακόμη
περισσότερο σήμερα βρισκόμαστε σε μια εποχή που το
εκσυγχρονιστικό σχέδιο, ο ευρωπαϊσμός και η ιδεολογία της πολυπολιτισμικής
κοινωνίας έχουν χρεωκοπήσει μαζί με τον ίδιο τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Στην
πράξη, επανέρχεται οξυμένο το πρόβλημα για τον αστισμό να προσαρμόσει το νέο
πολιτικό σχέδιο με μια νέα εθνική αφήγηση.
Όχι
τυχαία αυτό το σχέδιο υπηρετεί η προσπάθεια του
Βερέμη με το ντοκιμαντέρ του Σκάι, δηλαδή να ξαναγράψει την ιστορία «φτιάχοντας»
ένα νέο συνεκτικό και «εξορθολογισμένο», άρα σύγχρονο, ιστορικό εθνικό αφήγημα
από την πλευρά του αστισμού. Η χρεωκοπία της νεοφιλελεύθερης κεντροαριστεράς
φέρνει στο προσκήνιο την νεοφιλελεύθερη κεντροδεξιά. Το βασικό νόημα αυτής της
εθνικής επαναχάραξης είναι ότι η ιθύνουσα πολιτική τάξη ήταν πάντα ώριμη,
δημοκρατική και ευρωπαϊκή, ενώ ο λαός ανώριμος, αντιδημοκρατικός και φορέας του
ανατολίτικου τρόπου πολιτικής. Αυτός ο ανατολίτικος τρόπος πολιτικής επιβλήθηκε
από «τους κάτω» και είναι ιστορικά υπεύθυνος για όλα τα προβλήματα της
ελληνικής κοινωνίας. Η διαφθορά και οι πελατειακές σχέσεις είναι μια
υπόθεση που βαραίνει αποκλειστικά τον λαό. Ένα άλλο στοιχείο είναι η υποτίμηση
των συλλλογικών δράσεων ως κίνηση της ταξικής διαπάλης. Το βασικό πρόβλημα των
ελλήνων είναι ότι δρουν συλλογικά. Αυτό πρέπει να σταματήσει και να δρουν αποκλειστικά
ως ατομικότητες.
Με λίγα
λόγια το νέο εθνικό αφήγημα της αστικής τάξης αντιστοιχεί πλήρως στο ιδανικό
της σημερινής πολιτικής του αστισμού. Με τον ίδιο τρόπο που πετάει έξω από την
κοινωνία της ευμάρειας τα εργατικά και ευρύτερα λαϊκά στρώματα, εκπαραθυρώνει
τα ίδια στρώματα έξω από τον «εθνικό κορμό». Στη νέα ελληνική εθνική ιδεολογία
εντάσσονται αποκλειστικά και μόνο τα πολιτισμένα αστικά στρώματα που
ταυτίζονται με την ευρωπαϊκή αστική τάξη. Ο βάρβαρος λαός ήταν και παραμένει ο
εχθρός. Με αυτόν τον τρόπο το σύγχρονο ελληνικό έθνος είναι περισσότερο από
ποτέ ταξικό και εντάσσεται οργανικά στην συμμαχία του διεθνούς ιμπεριαλιστικού
πλέγματος χωρίς να διαθέτει καμία θέση ούτε στο υλικό ούτε στο ιδεολογικό πεδίο
για τους εκμεταλλευόμενους και αρχόμενους πληθυσμούς. Αυτό ιστορικά συμβαίνει
για πρώτη φορά καθώς, όπως έχει ήδη αναφερθεί, σε όλο τον 19ο αιώνα,
αλλά και σε όλο τον 20ο αιώνα όλα τα αστικά πολιτικά σχέδια και κατ’
επέκταση οι φαντασιακές συλλήψεις για το ελληνικός έθνος κατά κύριο λόγο
απευθύνονταν στα εργατικά και λαϊκά στρώματα αποσκοπώντας να τα ενσωματώσουν.
Αυτός ο ιστορικά πρωτότυπος «αντιλαϊκός» ελληνικός αστικός εθνικισμός είναι ο
πιο ταξικός και επιθετικός και αντιστοιχεί στην δεύτερη κρισιακή και πιο σκληρή
ταξικά φάση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Ένα
σχέδιο για έναν σύγχρονο μαρξιστικό ορισμό του έθνους
Ένας
μαρξιστικός ορισμός του έθνους είναι ωστόσο αναγκαίος από τη μία για να
προχωρήσει, να απαντήσει και να υπερβεί διαλεκτικά τα μεθοδολογικά και πολιτικά
κενά της αποδόμησης του έθνους, για να κρατήσει το νήμα της ριζοσπαστικής
σκέψης και μεθοδολογίας. Από την άλλη για να αναδειχθεί ένα μεθοδολογικό και
πολιτικό εργαλείο πλήρες και ικανό να στέκεται απέναντι σε όλες τις
αντιδραστικές θεωρήσεις τόσο της αποδόμησης του έθνους όσο και του παραδοσιακού
εθνικού «αρχεγονισμού».
Από κάθε
άποψη το έθνος συνιστά ένα νεωτερικό φαινόμενο. Για τους Μαρξ και Ένγκελς το
νεωτερικό έθνος αποτελούσε άμεσο επακόλουθο της διαδικασίας αντικατάστασης του
φεουδαλισμού από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ήταν ακριβώς η μετάβαση
στην καπιταλιστική οικονομία που ανάγκασε τους υπάρχοντες κοινωνικούς
σχηματισμούς της Δυτικής Ευρώπης να προχωρήσουν προς την ομογενοποίηση και τον
πολιτικό συγκεντρωτισμό.
Σύμφωνα
με τον Δημήτρη Δημητούλη υπάρχει μια υλική και αντικειμενική υπόσταση τους
έθνους πέρα από την εθνική ιδεολογία η οποία «εδράζεται
στα συστατικά χαρακτηριστικά που διέπουν τη γένεση και αναπαραγωγή του κεφαλαιοκρατικού
τρόπου παραγωγής». Συγκεκριμένα η απουσία εξω-οικονομικού
καταναγκασμού και ο ενδοοικονομικός καταναγκασμός της ιδιοποίησης
του υπερπροϊόντος εμφανίζουν την εκμεταλλευτική σχέση ως απρόσκοπτα ηθελημένη
ανταλλαγή εμπορευμάτων μεταξύ ‘‘ισότιμων’’ κατόχων εμπορευμάτων και
‘‘αυτόνομων’’ υποκειμένων δικαίου. «Στο
πλαίσιο αυτό της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής,» γράφει ο
Δημητούλης, «η αγορά λειτουργεί ως ο πλέον προνομιακός ‘‘τόπος’’
συγκρότησης μιας ‘‘γενικής’’ ‘‘εθνικής’’ θέλησης, που ενσαρκώνει ένα ‘‘γενικό’’
‘‘εθνικό’’ συμφέρον.» Δηλαδή «το ‘‘ενιαίο’’ συμφέρον των αυτόνομων και ίσων
υποκειμένων του δικαίου», εμφανίζεται ως «ενιαίο» συμφέρον των πολιτών του
έθνους.» Συνεπώς, «το έθνος συγκροτείται ως μια
‘‘προνομιακή’’ ‘’ μήτρα’’ οργάνωσης και αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού
τρόπου παραγωγής. Όχι ως εξωτερικό δοχείο, υποδοχέας αυτού του τρόπου
παραγωγής, αλλά ως συστατικό στοιχείο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στο
σύνολο τους.» Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν συγκροτείται το αστικό κράτος με
σκοπό την «διευρυμένη αναπαραγωγή αυτής της εθνικά ομοιογενούς πραγματικότητας».
Βέβαια σημειώνει ο Δημητούλης «αυτό δεν σημαίνει ότι ταυτίζονται οι δύο αυτές
έννοιες του έθνους και του κράτους.» Συνεπώς, ο εθνικισμός δεν είναι «ένα ‘‘εργαλείο’’ που το χρησιμοποιεί με
βουλησιαρχική αυθαιρεσία η αστική τάξη όποτε κρίνει σκόπιμο για να συσκοτίζει
την πραγματικότητα». Αντίθετα η εθνικιστική ιδεολογία αποτυπώνει την «ανεστραμμένη ιδεολογική παράσταση του εθνικού
συμφέροντος».
Ένα άλλο
σημείο που επισημαίνει ο Δημητούλης είναι ότι «το έθνος κατά τη γένεση του,
ενσωματώνει και αξιοποιεί ιστορικά προϋπάρχοντα οικονομικο-κοινωνικά, πολιτικά,
ιδεολογικά και πολιτιστικά στοιχεία, όπως άλλωστε και το κεφάλαιο».
Σε αυτό η θεωρία του Έρικ Χομπσμπάουμ για την «επινόηση της παράδοσης»
επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τον τρόπο με τον οποίο όλα αυτά τα στοιχεία
κληροδοτούνται από τις παλαιότερες κοινότητες στις εθνικές κοινότητες και
αποκτούν νέα ποιοτικά και μοντερνικά πολιτισμικά, αλλά και ιδεολογικά εργαλεία
επιτελώντας εντελώς διαφορετικό ρόλο.
Σε μια
τέτοια προσπάθεια κρατάμε την μαρξιστική διαλεκτική αντίληψη του Σβορώνου που αναζητά
όχι μεταφυσικές νομοτέλειες, αλλά υλιστικές. Αλλά και αυτές οι νομοτέλειες δεν
είναι ντετερμινιστικές, αλλά λειτουργούν ως «δυνατολογικές προϋποθέσεις», δηλαδή
ως «ενδεχόμενα». Με λίγα λόγια ο ιστορικός είναι υποχρεωμένος, εφόσον υπάρχει
το τετελεσμένο γεγονός της συγκρότησης του έθνους, να προσλάβει το παρελθόν του
με τέτοιο τρόπο ώστε να ενσωματώνει σε αυτό εκείνα τα πολιτισμικά στοιχεία που,
έστω και από διαφορετικές αφετηρίες, κατέληξαν να το συναπαρτίζουν. Δηλαδή
κρατάμε από τον Σβορώνο την αντίληψη για μια κοινωνική-πολιτισμική οντότητα που
ενέχει στο εσωτερικό της δυναμικές αντιφάσεις και αντιθέσεις, που γεννά
διαφορετικές ενδεχόμενες και αντιθετικές μεταξύ τους πορείες εξελιξής από τις
οποίες μόνο μία κάθε φορά καταφέρνει να επικρατεί, να ηγεμονεύει και να
καθορίζει την φυσιογνωμία της κοινότητας. Με αυτόν τον τρόπο όμως η κοινότητα
εξελίσσεται, μετασχηματίζεται και διαμορφώνεται μέσα από τις ιστορικές συνθήκες
των παραγωγικών δομών και της ταξικής διαπάλης.
Σε αυτή
τη διαδικασία επιδρά καταλυτικά ο έντυπος καπιταλισμός ο οποίος συμβάλλει στην απαξίωση
των ιερών γλωσσών, εκκοσμικεύει τον λόγο και αναδεικνύει και παράλληλα
ομογενοποιεί τις καθομιλούμενες γλώσσες δημιουργώντας γλωσσικές κοινότητες.
Συμβάλλει το απολυταρχικό κράτος που δημιουργεί με τις ενιαίες κρατικές
περιφέρειες τις προϋποθέσεις ενός πρωτο-εθνικού κράτους. Συμβάλλει η διοικητική
διάσπαση μιας αυτοκρατορίας σε διακριτές περιφέρειες (π.χ. περίπτωση Λατινικής
Αμερικής). Καθοριστικό στοιχείο στον μετασχηματισμό των χριστιανικών
φαντασιακών κοινοτήτων και των απολυταρχικών μοναρχιών σε έθνη κράτη ωστόσο
επιτελεί η δυναμική άνοδος της αστικής τάξης η οποία είτε επιδιώκει να πάρει τα
ηνία σε υπάρχοντα κράτη (Βρετανία, Γαλλία) είτε να δημιουργήσει νέα κράτη
αποδιαρθρώνοντας τις μεγάλες αυτοκρατορίες (Βόρεια και Νότια Αμερική) ή
ενοποιώντας μικρότερα κρατίδια (Γερμανία, Ιταλία). Σε κάθε περίπτωση η αστική
τάξη σε συμμαχία με θιγόμενα λαϊκά στρώματα συγκροτούν ένα έθνος το οποίο
έρχεται σε αντιπαράθεση με το Παλαιό Καθεστώς διεκδικώντας την εθνική
ανεξαρτησία.
Μπορεί η
καπιταλιστική αγορά, ο έντυπος καπιταλισμός και τα προϋπάρχοντα κράτη να διαμορφώνουν
ενιαίες ομογενοποιημένες κοινότητες, αλλά δεν περιγράφουν απαραίτητα την
φυσιογνωμία μιας εθνικής κοινότητας. Για μια πληρέστερη θεωρία για του έθνος είναι σχεδόν αναγκαίο να
χρησιμοποιηθεί το παράδειγμα του Μπενεντίκτ Άντερσον για Φαντασιακές Κοινότητες
(η πιο σωστή μετάφραση είναι Νοερές Κοινότητες). Συγκεκριμένα
θεωρεί ότι «έθνος αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της
ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη. Αποτελεί
κοινότητα σε φαντασιακό επίπεδο επειδή κανένα μέλος, ακόμη και του μικρότερου
έθνους, δε θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δε θα
συναντήσει ούτε καν θα ακούσει γι’ αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του
συνανήκειν. Τα έθνη δίνουν στα εθνικά κράτη πολιτική υπόσταση».
Ο
Παρασκευάς Ματάλας πετυχαίνει στο βιβλίο του μια εντυπωσιακά καλή επιστημονική
σύνθεση της υλιστικής προσέγγισης με την ιδέα της «Φαντασιακής Κοινότητας» του
Μπ. Άντερσον. Κατά τον Ματάλα, «η χρήση της έννοιας της φαντασιακής κοινότητας
ως αναλυτικού εργαλείου, ακριβώς επειδή δεν ξεκινά ούτε από το έθνος ως φυσική
κατηγορία, αλλά ούτε και από τον εθνικισμό, ως μία δήθεν ιδιαίτερη και ενιαία
ιδεολογία, παρουσιάζει μια σειρά από πλεονεκτήματα.» «α) Μπορεί να συνδυάσει
την αντικειμενική ύπαρξη των «εθνικών» κοινοτήτων με την υποκειμενική,
«φαντασιακή», κατασκευή τους από τα μέλη τους.β) η έννοια της φαντασιακής
κοινότητας είναι αρκετά ευέλικτη και εύπλαστη για να περιλαμβάνει διαφορετικές
και συγκρουόμενες εκδοχές του έθνους, να συλλαμβάνει τους μετασχηματισμούς, τη
ρευστότητα των ορίων μιας εθνικής κοινότητας και τις επικαλύψεις της με άλλες.
γ) Αν το «έθνος» αντιστοιχεί σε σύγχρονες πολιτικές («εθνικές») φαντασιακές
κονότητες, που δεν αποτελούν όμως παρθενογενέσεις αλλά διαδέχονται διαφορετικού
τύπου φαντασιακές κοινότητες (όπως οι θρησκευτικές ή δυναστικές), τότε μπορούμε
να κατανοήσουμε ταυτόχρονα τόσο τη «νεωτερικότητά» του όσο και τα στοιχεία που
το συνδέουν με παλαιότερες κοινότητες.»
Με αυτόν
τον τρόπο ο Ματάλας καταφέρνει να αντιλαμβάνεται το ελληνικό έθνος ως τον
ποιοτικό μετασχηματισμό και την πολιτική υπέρβαση μια άλλης προηγούμενης
ενιαίας φαντασιακής κοινότητας, συγκεκριμένα της χριστιανικής ρωμαίικης
ορθόδοξης κοινότητας, που αρχικά πριν μετασχηματιστεί σε ελληνικό έθνος είχε
ένα διαφορετικό χαρακτήρα, ήταν το «μιλλέτ των ρωμιών». Επίσης, είναι δυνατόν
να αντιληφθεί κανείς στη μακρά διάρκεια πολλές διαφορετικές φαντασιακές
κοινότητες οι οποίες κατά την ιστορική πορεία μετασχηματίζονται και
αποδιαρθρώνονται σε τέτοιο βαθμό ώστε να κληροδοτούν πολιτισμικά στοιχεία
διαμορφώνοντας νέες διαφορετικές φαντασιακές κοινότητες. Στο σημείο αυτό οι
Ματάλας-Άντερσον συγκλίνουν με πλευρές της προσέγγισης του Σβορώνου. Το «μιλλέτ
των ρωμιών» προέρχεται από το Ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, το οποίο προέκυψε από
την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η οποία κληρονόμησε και ενοποίησε τον λατινικό με τον
ελληνιστικό κόσμο, κλπ. Αυτό δε σημαίνει βέβαια κάποια εθνική καταγωγή, αλλά
φυσική διαδοχή πολιτισμών. Από αυτή τη γενεαλογία πολιτισμικών κοινοτήτων
προέκυψαν εξίσου όλα τα άλλα βαλκανικά έθνη, π.χ. Σερβία, Ρουμανία, Βουλγαρία,
Αλβανία, τα οποία με τραυματικό πολλές φορές τρόπο για το «μιλλέτ των ρωμιών»
αποσχίστηκαν από αυτό. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το Εξαρχικό Βουλγαρικό
Σχίσμα που στην πράξη υπήρξε διάσπαση της βουλγαρικής εθνικής κοινότητας από
την ελληνοποιημένη ρωμαίικη ορθόδοξη πατριαρχική κοινότητα.
Το
πιο σημαντικό στοιχείο όμως είναι η σύλληψη των πολλαπλών και συγκρουόμενων
εκδοχών εθνικής ιδεολογίας μέσα στο εσωτερικό της κοινότητας. Αυτό το στοιχείο
αποκαλύπτει ότι η η ελληνική εθνική φαντασιακή, παρότι αντικειμενική, είναι
εξαιρετικά ρευστή και ενέχει στο εσωτερικό της πολλαπλές αντιφατικές μεταξύ
τους υποκειμενικές προσεγγίσεις. Για παράδειγμα σε όλο τον 19ο αιώνα
η πρόσληψη του ελληνικού έθνους ενείχε μία δομική αντίφαση, ενώ από τη
εδραζόταν στην ελληνική γλώσσα και το αρχαιοελληνικό κλέος, από την άλλη
ταυτιζόταν με την ορθοδοξία και κληρονόμησε από την χριστιανική ορθόδοξη
κοινότητα ένα μωσαϊκό γλωσσών και εθνοτήτων, π.χ. βλάχους, αρβανίτες,
βούλγαρους, σλαβόφωνους, τουρκόφωνους κλπ. Γι’ αυτό ακόμη σε ίδιους συγγραφείς
διαβάζει κανείς ορισμούς για τον ελληνισμό εξαιρετικά αντιφατικούς.
Τόσο η
πολιτική όσο και η πολιτισμική πλευρά του σχήματος Άντερσον-Ματάλα είναι
δυνατόν να συγκλίνει με τη θεωρία του
Γράμσι για το έθνος. Ο Γκράμσι αντιλαμβάνεται τη συγκρότηση του έθνους ως μια
πολιτική διαδικασία η οποία συναρθρώνει πολλαπλά πεδία εμπειρίας και
κουλτούρας. Ως πολιτική διαδικασία έχει συγκεκριμένη πρόθεση. Επομένως το έθνος
δεν είναι μια κοινότητα που σχηματίζεται αυθόρμητα, πάνω στη βάση της σύμπτωσης
ορισμένων χαρακτηριστικών, αλλά μια κοινότητα η οποία δομείται συνειδητά πάνω
στην ικανότητα ορισμένων τάξεων να υποδυθούν ηγεμονικούς ρόλους, επομένως να μετασχηματίσουν
σε εθνικό τα διάσπαρτα λαϊκά στοιχεία,
αλλά όχι μόνο. Το έθνος δεν προκύπτει. Το έθνος διαμορφώνεται από
κοινωνικές τάξεις οι οποίες επιδιώκουν
την κοινωνική (επομένως και την
πολιτισμική) ηγεμονία. Κατά συνέπεια ο Γκράμσι θέτει το ζήτημα του
υποκειμενικού παράγοντα αλλαγών στη διαμόρφωση του έθνους. Με λίγα λόγια οι
«διαφορετικές και συγκρουόμενες εκδοχές του έθνους»
συνιστούν πολιτικό σχέδιο.
Συγκεκριμένα
μια τέτοια προσέγγιση υποδεικνύει ότι στο εσωτερικό της κάθε εθνικής
φαντασιακής κοινότητας, δηλαδή στο εσωτερικό του κάθε έθνους, αντιπαρατίθενται
διαφορετικά πολιτικά σχέδια τα οποία αντανακλούν σε διαφορετικές παραγωγικές
σχέσεις, σε διαφορετικούς ηγεμονικούς κοινωνικούς συνασπισμούς εξουσίας και
ταξικές συμμαχίες ή σε διαφορετικές «διεθνείς» συμμαχίες. Με βάση την
γκραμσιανή θεωρία για το έθνος κάθε πολιτική πρόταση μέσα στο έθνος για να
μπορεί να σταθεί ως ηγεμονική ενσωματώνει στοιχεία της κουλτούρας των
ηγεμονευόμενων στρωμάτων και τάξεων, στη προκειμένη περίπτωση των λαϊκών και μετασχηματίζοντάς τα σε κάτι
ενιαίο και συμπαγές κάτι υπεράνω όλων των ομάδων της κοινωνίας, κάτι δηλαδή
επίσημο και ταυτόχρονα εθνικό. Για αυτό το λόγο κάθε ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο
που συγκροτεί μια «διαφορετική εκδοχή του έθνους» προτάσσει ένα διαφορετικό
τρόπο πολιτικής οργάνωσης, αντλεί από το παρελθόν διαφορετικές συνέχειες ή
ερμηνεύει διαφορετικά το παρελθόν, βασίζονται σε διαφορετικές κληροδοτημένες
πολιτισμικές, ιδεολογικές ή πολιτικές παραδόσεις. Αυτά τα «συγκρουόμενα
πολιτικά σχέδια-συγκρούομενες εκδοχές του έθνους» εφόσον ηγεμονεύουν καθορίζουν
σε μια συγκεκριμένη αποκρυστάλλωση τη φυσιογνωμία του έθνους. Εφόσον
ηγεμονεύονται, συνιστούν «δυνατά ενδεχόμενα».
Η ένταση
της σύγκρουσης μεταξύ των πολιτικών σχεδίων είναι δυνατόν να οδηγεί σε εμφύλιο πόλεμο,
διάσπαση ή αποδιάρθρωση της εκάστοτε εθνικής φαντασιακής κοινότητας. Ακραία
περίπτωση η οποία μπορεί να περιγράψει αυτόν τον ορισμό για το έθνος είναι ο
ελληνικός εμφύλιος πόλεμος. Σε αυτόν δεν αντιπαρατίθενται δύο παρατάξεις, αλλά
ουσιαστικά δύο αντιπαραθετικές και αλληλοαποκλειόμενες φαντασιακές προσλήψεις
του έθνους που είναι ταυτόχρονα αντιπαραθετικές προτάσεις για την πολιτική
λειτουργία του, τις διεθνείς συμμαχίες του, τον πολιτισμό του κλπ, αλλά και
ταυτόχρονα δύο ανταγωνιστικές κρατικές οντότητες.
Τα δύο βασικά είδη εθνικισμού
Η
διαδικασία της ανάδυσης με τον ένα ή τον άλλον τρόπο των εθνικών κρατών
ακολουθεί δύο γενικά διαδικασίες που αντιστοιχούν σε δύο είδη εθνικισμού. Σε
πολλές περιπτώσεις αυτά τα δύο είδη εθνικισμού μπορεί να συνυπάρχουν αντιφατικά
ή και να αντιπαρατίθενται. Το πρώτο είδος εθνικισμού κατάγεται από τις
επαναστατικές παραδόσεις σε Αγγλία, ΗΠΑ και Γαλλία, συμπλέει με τον αστικό
διαφωτισμό και τον ορθό λόγο και στην πράξη αποκρυσταλλώνεται στο ρεύμα του
πατριωτικού γιακωβινισμού.
Για τους
επαναστάτες του 1789, το έθνος ήταν η μοναδική πηγή νομιμοποίησης της πολιτικής
εξουσίας. εξέφραζε την ιδέα ότι όλοι συμμετείχαν εξίσου στην ιδιότητα του
πολίτη, η οποία ήταν κοινή για όλους, εξέφραζε δηλαδή την ιδέα της ενότητας του
λαού. Στο σημείο αυτό οι γάλλο επαναστάτες είχαν επηρεαστεί από το βιβλίο του
Αβά Εμανουέλ Ζοζέφ Σεγιές Τι είναι η
Τρίτη Τάξη;. Στο παλαιό καθεστώς, το γαλλικό κοινοβούλιο, γνωστό ως
Συνέλευση των Τάξεων αποτελείτο από τρία μέρη: την Πρώτη Τάξη, την οποία
απάρτιζε η Αριστοκρατία, τη Δεύτερη Τάξη, που περιλάμβανε τον κλήρο και την
Τρίτη Τάξη η οποία εκπροσωπούσε όλους τους υπόλοιπους. Στο βιβλίο του ο Αβάς
Σεγιές υποστήριζε ότι όλα τα μέλη του έθνους είναι πολίτες και επομένως ίσοι
απέναντι στον νόμο. Απέρριπτε την αρχή των τάξεων και τα ειδικά φεουδαρχικά
προνόμια των ανώτερων τάξεων και υποστήριζε ότι οι δύο πρώτες τάξεις δεν αποτελούσαν
καν μέρη του έθνους. Μάλιστα, τους θεωρούσε φράγκους κατακτητές. Από αυτήν
παράδοση προκύπτει μια καθαρά πολιτική πρόσληψη του έθνους, όπου ο συνεκτικός
δεσμός δεν είναι απαραίτητα το παρελθόν. Προϋποθέτει μια κοινή ιστορική πορεία,
αλλά ωστόσο το καθοριστικό στοιχείο αφορά το παρόν, δηλαδή τη συναίνεση, την
καθαρά εκφρασμένη επιθυμία να συνεχισθεί η συμβίωση. Η πιο ρομαντική εκδοχή
αυτού του εθνικισμού θα εκφραστεί από τον Γάλλο ιστορικό Ερνέστ Ρενάν στα 1882.
Σε αυτήν την πρόσληψηη φυλή, η γλώσσα και οι στρατιωτικές ανάγκες δεν
συγκαταλέγονται μεταξύ των συστατικών στοιχείων που συγκροτούν ένα έθνος.
Αντίθετα, συσυτατικά στοιχεία του έθνους είναι το ηρωικό παρελθόν, οι μεγάλοι
ηγέτες και οι δοξασμένες στιγμές του κοινού παρελθόντος. Αυτό το είδος εθνικισμού
θα ταυτιστεί τόσο με τα αστικοδημοκρατικά και λαϊκοδημοκρατικά επαναστατικά
ρεύματα όσο και με τις πιο ρεφορμιστικές τους κοινοβουλευτικές εκδοχές. Θα
μπολιάσει την αριστερά και θα επιδράσει καταλυτικά στο επαναστατικό εργατικό
κίνημα ιδίως των συντεχνιαζόντων εργατικών στρωμάτων και σε όλες τις αριστερές
επαναστάσεις μέχρι το 1917. Η Κομμούνα του Παρισιού για παράδειγμα συνιστά
τυπική περίπτωση εθνικο-πατριωτικής λαϊκοδημοκρατικής επανάστασης.
Το
δεύτερο είδος εθνικισμού προκύπτει από την διαδικασία ενοποίησης της Γερμανίας
και είναι ιδεαλιστικό, ρομαντικό και αντιδραστικό. Εκφράστηκε από τους
φιλοσόφους Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ, Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε, Φρίντριχ Χέγκελ και
τον ιστορικό Λέοπολντ φον Ράνκε. Οι ιδεαλιστικές έννοιες πνεύμα και ψυχή καθορίζουν
ένα διιστορικό στο παρελθόν, παρόν και μέλλον λαό. Οι εθνικές κοινότητες είναι
μοναδικοί σχηματισμοί sui generis. Μπορεί να έχουν ξεχάσει την αληθινή τους φύση ή
να διανύουν μια περίοδο ύφεσης, αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν θα ανακτήσουν τις
δυνάμεις τους και δε θα διεκδικήσουν τον αληθινό, τον «αυθεντικό», εαυτό τους.
Τα μέλη των εθνικών κοινοτήτων θα πρέπει να είναι ελεύθερα να καθορίζουν το
μέλλον τους, το οποίο είναι κάτι περισσότερο από το απλό άθροισμα του συνόλου
των πολιτών του είναι το ιδιαίτερο Κράτος του, το οποίο αυτονομείται και
τίθεται πάνω από τους πολίτες. Απαρτίζεται από διαφορετικές τάξεις οι οποίες
όμως μέσα στα πλαίσια του κράτους λειτουργούν σαν ένα ενιαίο οργανικό σώμα, με
πνεύμα, νου και εκτελεστικά μέρη. Αυτό το είδος ιδεαλιστικού εθνικισμού
τοποθετείται εχθρικά στον διαφωτισμό και τον εθνικισμό της γαλλικής
επανάστασης, επικοινωνεί, μετασχηματίζει και εκσυγχρονίζει στοιχεία του Παλαιού
Καθεστώτος δημιουργώντας ένα αντεπαναστατικό αντιδραστικό συνεχές μεταξύ της
εποχής του εθνικισμού και της προ-εθνικιστικής απολυταρχικής εποχής. Από αυτό
το ρεύμα θα προκύψει κατά κύριο λόγο η άκρα δεξιά του 20ου αιώνα και
ο γερμανικός φασισμός.
Πολύ
σημαντικό στοιχείο στην διαμόρφωση του εθνικισμού είναι η έννοια της
αυτοδιάθεσης των εθνών, ουσιαστικά δηλαδή της εθνικής ανεξαρτησίας. Η ιδέα αυτή
προέρχεται από τον Γάλλο φιλόσοφο Ζαν Ζακ Ρουσώ και βασίζεται στην ιδέα ότι μια
ομάδα ανθρώπων που μοιράζεται ένα συγκεκριμένο σύνολο συμφερόντων και πρέπει να
έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν τις επιθυμίες τους σχετικά με την καλύτερη
προώθηση των συμφερόντων τους. Τα δύο είδη εθνικισμού προσλαμβάνουν την ιδέα
της αυτοδιάθεσης των λαών με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Για την
επαναστατική παράδοση θα προκύψει μέσα από επαναστατικά απελευθερωτικά κινήματα,
ενώ για την αντιδραστική παράδοση μέσα από εθνικούς στρατιωτικούς πολέμους ή
την διπλωματία. Στη δεύτερη περίπτωση είναι μια υπόθεση των ηγετών και όχι των
λαών.
Βλ. Κώστας Παλούκης, «Το ‘‘Ελληνικό Έθνος’’
του Νίκου Σβορώνου: σχέδιο για τη θεωρία και τη γενεαλογία του», Ουτοπία, Τεύχος 82, Νοέμβριος-Δεκέμβριος
2008
Βλ. Hobsbawm
Eric John, Ranger
Terence , Η
επινόηση της παράδοσης
The Invention of Tradition, Θεμέλιο, 2004
Βλ. Μπεντεντίκτ
Άντερσον, Φαντασιακές
κοινότητες, Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, Νεφέλη,
Αθήνα 1997