Με το ξέσπασµα της πανδηµίας η νεανική δραστηριότητα τέθηκε στο στόχαστρο από την κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας, το συµβούλιο των ειδικών λοιµωξιολόγων και τα φιλοκυβερνητικά δηµοσιογραφικά Μέσα. Αρχικά οι συνάξεις σε πλατείες και δηµόσιους χώρους, στη συνέχεια τα περίφηµα πάρτι και τέλος ακόµη και η νεανική ερωτική δραστηριότητα του καλοκαιριού παρουσιάζονται ως οι βασικότερες αιτίες της διάδοσης του κορονοϊού κατά το δεύτερο κύµα. Ο πρωθυπουργός απευθύνεται πατερναλιστικά και διδακτικά στους νέους, ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας προχωρά σε συστάσεις µε αυστηρό ύφος και τα ειδησεογραφικά δελτία µε µεγάλους τίτλους αποκαλύπτουν τα παράνοµα µυστικά πάρτι. Ειδικοί αναλυτές περιγράφουν την ειδική νεανική ψυχοσύνθεση και σχολιάζουν αρνητικά τη νεανική κουλτούρα, τη δήθεν αίσθηση υπεροχής λόγω της µικρής επίπτωσης στην υγεία, την έλλειψη ατοµικής ευθύνης, την αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο. Οι απλοί οπαδοί και φίλοι της κυβέρνησης, αλλά και όσοι ενστερνίζονται την κυβερνητική προπαγάνδα ή τουλάχιστον µέρος της, εµφανίζονται ακόµη πιο σκληροί και αποκαλύπτουν µε ωµά λόγια το «αποκρυπτογραφηµένο» µήνυµα: οι νέοι φταίνε.
Έχοντας πετύχει µέσω των ΜΜΕ –εξάλλου κόστισε αρκετά για να µη λειτουργεί αποτελεσµατικά– την ιδεολογική συναίνεση στην κατεύθυνση της απόκρουσης της νεανικής δραστηριότητας, η κυβέρνηση µε αιχµή του δόρατος το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη εφάρµοσε εξαρχής ένα γενικευµένο σχέδιο σκληρής καταστολής της νεανικής κουλτούρας: επέµβαση σε πλατεία Αγίας Παρασκευής, πλατεία Κυψέλης και πλατεία Καλλιθέας στη Θεσσαλονίκη, καθηµερινή επέµβαση στην πλατεία Εξαρχείων και στους δρόµους πέριξ. Συχνά έρχονται στη δηµοσιότητα βίντεο που καταδεικνύουν τον υπερβάλλοντα ζήλο των αστυνοµικών δυνάµεων, όπως εκείνο που κατέγραψαν περίοικοι µε τα κινητά τους τηλέφωνα και δείχνει την αναίτια επίθεση οµάδας αστυνοµικών σε ζευγάρι εφήβων στην πλατεία Λάππα της Καρδίτσας. Μια σειρά από πρωτόγνωρα ακραία αυταρχικά µέτρα, όπως η νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας, αποσκοπούν, υποτίθεται, στην αντιµετώπιση αυτού του είδους νεανικής παραβατικότητας.
Πράγµατι η διάδοση του κορονοϊού εντοπίζεται περισσότερο στις ηλικίες 17-30 χρόνων. Ωστόσο δεν προκύπτει ότι τα πάρτι είναι η αιτία, ιδιαίτερα σε δηµόσιους χώρους. Εξάλλου αναφερόµαστε στις πιο παραγωγικές ηλικίες και µάλιστα στην αρχή της παραγωγικής ζωής του ανθρώπου. Οι νεανικές εργασίες είναι οι πιο εκτεθειµένες στον κορονοϊό, ενώ όταν η εργοδοσία παραβιάζει τους κανονισµούς υγιεινής και ασφάλειας οι νέοι γίνονται πιο εύκολα θύµατα του εργοδοτικού αυταρχισµού. Ταυτόχρονα οι νέοι είναι µαθητές, σπουδαστές ή φοιτητές και άρα περισσότερο εκτεθειµένοι σε χώρους µε αυξηµένη συγκέντρωση, ειδικά οι µαθητές που µέχρι πρόσφατα παρακολουθούσαν µαθήµατα σε σχολείο, φροντιστήριο και ιδιαίτερα, ενώ ήταν υποχρεωµένοι να χρησιµοποιούν το λεωφορείο. Επίσης οι νέοι συνήθως δεν διαθέτουν ατοµικό µέσο µεταφοράς και χρησιµοποιούν τα ΜΜΜ ή µοιράζονται από κοινού τα διαθέσιµα κοινά µέσα. Όταν δεν µένουν µε τους γονείς, συνήθως συγκατοικούν, ενώ ακόµη και όταν µένουν µε τους γονείς συχνά δεν διαθέτουν ευρυχωρία. Χαρακτηρίζονται από την ηµιαπασχόληση ή την παρατεταµένη ανεργία – είναι τα πρώτα θύµατα αυτής της νέας κρίσης της πανδηµίας. Ως εκ τούτου, προσπαθούν να αντιµετωπίσουν ως µονάδες τις συνέπειες, καταφεύγοντας στην αλληλεγγύη του φιλικού κύκλου και άρα στη συναναστροφή έξω από το στενό οικογενειακό περιβάλλον, π.χ. για να µαγειρέψουν ή γενικά να µοιραστούν κάποια έξοδα. Τέλος, για να αντιµετωπίσουν τις συνθήκες του εγκλεισµού οι νέοι εκ των πραγµάτων κινούνται µε µεγαλύτερη ευκολία στον δηµόσιο χώρο και σε πιο ρευστές πληθυσµιακά ζώνες.
Στην πράξη οι κυβερνητικοί σχεδιασµοί δεν προβλέπουν συνθήκες που ταιριάζουν στους νέους και στις φτωχές οικογένειες, ειδικά εάν είναι οικογένειες νέων. Αντίθετα, τα πρωτόκολλα ταιριάζουν σε µια ευκατάστατη πυρηνική οικογένεια µε ευρυχωρία και σταθερό εισόδηµα
Όλα αυτά δεν έχουν καµία σχέση µε µια νεανική κουλτούρα απειθαρχίας ούτε µε µια ασυνείδητη συµπεριφορά των νέων που δήθεν δεν καταλαβαίνουν από ατοµική ή κοινωνική ευθύνη και δεν σέβονται τους κινδύνους που εγκυµονεί ο κορονοϊός για τις µεγαλύτερες ηλικίες. Αντίθετα, οι εφαρµογές των πρωτοκόλλων υγιεινής και ασφάλειας εν µέσω πανδηµίας και οικονοµικής κρίσης καθιστούν τους νέους την πιο ευάλωτη κοινωνική οµάδα στη µόλυνση από τον κορονοϊό. Το πρόβληµα εδώ είναι διπλό: πρώτον είναι κοινωνικό – ταξικό και δεύτερον τα κυβερνητικά πρωτόκολλα υγιεινής και ασφάλειας απέναντι στον κορονοϊό είναι ταξικά φτιαγµένα. Στην πράξη οι κυβερνητικοί σχεδιασµοί και συστάσεις δεν εφαρµόζουν ούτε προβλέπουν συνθήκες που ταιριάζουν στους νέους και στις φτωχές οικογένειες, ειδικά εάν είναι οικογένειες νέων. Αντίθετα, τα πρωτόκολλα ταιριάζουν σε µια ευκατάστατη πυρηνική οικογένεια µε ευρυχωρία και σταθερό εισόδηµα. Για παράδειγµα µια ιχνηλατηµένη επαφή που θα πρέπει να τεθεί σε καραντίνα προϋποθέτει µια σειρά από καθηµερινούς αποκλεισµούς που είναι αδύνατον να εφαρµοστούν από έναν νέο εργαζόµενο ή φοιτητή.
Συγκεκριµένα, η κοινωνική και πολιτισµική αυτή οπτική προκύπτει από µια ιδιαίτερη συντηρητική ιδεολογία του αστού νοικοκυραίου µε πρότυπο τον επιτυχηµένο άντρα επιχειρηµατία, επιστήµονα ή και στρατιωτικό που είναι ταυτόχρονα επιτυχηµένος οικογενειάρχης και πιστός χριστιανός ορθόδοξος. Η πρότυπη οικογένεια του νοικοκυραίου διασκεδάζει και καταναλώνει σε διαµεσολαβηµένους από την αγορά χώρους όπως τα malls ή µεγάλες επιχειρήσεις εστίασης και διασκέδασης και όχι σε αυτοοργανωµένους χώρους καθηµερινής συνεύρεσης, όπως πλατείες κ.λπ. Σε συνθήκες lockdown είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε όλα τα πρωτόκολλα υγιεινής και ασφάλειας χωρίς µεγάλο πρόβληµα. Σε αυτό το µοντέλο ζωής η νεανική δραστηριότητα οφείλει να αντιστοιχεί στο πρότυπο του «άριστου» νέου, ανταποκρινόµενη στις προσδοκίες του νοικοκυραίου οικογενειάρχη: είτε επιτυχηµένη επαγγελµατικά είτε πειθαρχηµένη στην επιτυχηµένη οικογένεια και εκ των κοινωνικών συνθηκών ικανή να ανταποκριθεί στα κυβερνητικά πρωτόκολλα. Γι’ αυτό τον λόγο ακριβώς η αυτόνοµη νεανική δραστηριότητα γίνεται αντιληπτή ως απόκλιση από τον κανόνα και άρα ως πολιτισµική απειθαρχία απέναντι στους κυβερνητικούς σχεδιασµούς και στο υποτιθέµενο υπεύθυνο σύνολο της κοινωνίας. Στο σηµείο αυτό µπορεί να εντοπίσει κανείς την οπτική του ακραίου κέντρου σύµφωνα µε την οποία οι µορφωµένες και επιτυχηµένες ελίτ είναι φορείς του ορθού λόγου και είναι σε θέση να αναλάβουν υπεύθυνες αποφάσεις, ενώ αντίθετα οι µάζες λειτουργούν ασυνείδητα και ανεύθυνα καθώς δεν είναι φορείς των διαφωτιστικών αξιών. Με άλλα λόγια, πρόκειται για µια µορφή «γεροντικής τύφλωσης», οι αιτίες της οποίας είναι σαφώς ιδεολογικές και ταξικές, µε σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνία εν µέσω επιδηµίας.
Στην πράξη βέβαια πρόκειται για µια διαφορετική πραγµατικότητα η οποία απλώς διαφεύγει από τον κυβερνητικό ορισµό του προβλήµατος, τον κοινωνικό ορίζοντα των δηµοσιογράφων και άρα δεν λαµβάνεται υπόψη επιστηµονικά στην αντιµετώπιση της πανδηµίας. Η ευθύνη λοιπόν της µεγάλης διάδοσης του κορονοϊού στη νεολαία βαραίνει την κυβέρνηση, τους ειδικούς επιστήµονες και τους παραγωγούς του δηµόσιου λόγου. Αυτό συµβαίνει γιατί η Νέα ∆ηµοκρατία εκπροσωπεί πολιτικά µια συντηρητική κοινωνική συµµαχία βασισµένη στην παραπάνω ιδεολογία των νοικοκυραίων και στον ταξικό κοινωνικό πανικό απέναντι σε κάθε µη κανονικότητα: µετανάστες, πρόσφυγες, Ροµά, θρησκευτικές µειονότητες, περιθώριο και αυτόνοµη κοινωνικά νεολαία. Μάλιστα σε συνθήκες πανδηµίας αυτός ο κοινωνικός φόβος αποκτά έντονη υγειονοµική διάσταση: οι µη κανονικοί είναι υγειονοµικές βόµβες, δηλαδή κοινωνική και κατ’ επέκταση πολιτική απειλή. Το είδαµε στην περίπτωση της προσφυγικής κρίσης. Η πολιτική απόληξη της γεροντικής τύφλωσης είναι η µετάθεση των κυβερνητικών ευθυνών στην κοινωνικά αυτόνοµη νεολαία η οποία συνήθως δεν ψηφίζει Νέα ∆ηµοκρατία καθώς εκ των πραγµάτων έρχεται σε σύγκρουση µε τον πολιτισµικό και κοινωνικό συντηρητισµό και ταυτίζεται πολιτισµικά µε την Αριστερά. Την ίδια στιγµή αποσιωπώνται πρωτίστως οι ευθύνες της κυβέρνησης τόσο απέναντι στους νέους όσο και γενικά απέναντι στην κοινωνία µε την ανεύθυνη πολιτική σχετικά µε την πανδηµία: χωρίς σχέδιο ανοίγµατος του τουρισµού, µε αύξηση των µαθητών ανά τάξη, µη στήριξη των ΜΜΜ, µη στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών οµάδων, ανεργία, έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας κ.λπ. Επίσης αποσιωπώνται οι ευθύνες των συντηρητικών νοικοκυραίων και ιδιαίτερα της εκκλησίας και της εργοδοσίας. Είναι ξεκάθαρο ότι ο εορτασµός του Αγίου ∆ηµητρίου συνέβαλε καταλυτικά στη διάδοση του κορονοϊού στη Θεσσαλονίκη.
Τέλος, η επιλογή του γενικευµένου αυταρχισµού απέναντι στη νεολαία και κατ’ επέκταση την κοινωνία συνοδεύει αυτονόητα την έλλειψη σχεδίου για την πανδηµία. Επιδεικνύει εύκολα επιχειρησιακό έργο και δυναµισµό, ικανοποιώντας το συντηρητικό κοινό χωρίς να λύνει κανένα πρόβληµα. Η πρωτόγνωρα αντισυνταγµατική τετραήµερη απαγόρευση των συναθροίσεων κατά την επέτειο του Πολυτεχνείου αποτυπώνει σε συµβολικό επίπεδο αυτό τον φόβο απέναντι στο πνεύµα της νεανικής εξέγερσης. Σωστά η Αριστερά έσπασε την απαγόρευση, δείχνοντας στη νεολαία ότι ο εξεγερτικός δρόµος του Νοέµβρη είναι η µόνη απάντηση στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισµό και στη δυστοπία της πανδηµίας.