Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Ποιος φοβάται τους νέους;

 

Όταν η νεολαία τιμάει τους κοινωνικούς αγώνες και διεκδικεί ένα καλύτερο μέλλον η κυβέρνηση της ΝΔ απαντά με ωμή καταστολή. Μια καταγραμμένη στο DNA της ελληνικής Δεξιάς αντίδραση (η φωτογραφία είναι από τη δράση του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού στον πρόσφατο εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου στη Θεσσαλονίκη)


Με το ξέσπασµα της πανδηµίας η νεανική δραστηριότητα τέθηκε στο στόχαστρο από την κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας, το συµβούλιο των ειδικών λοιµωξιολόγων και τα φιλοκυβερνητικά δηµοσιογραφικά Μέσα. Αρχικά οι συνάξεις σε πλατείες και δηµόσιους χώρους, στη συνέχεια τα περίφηµα πάρτι και τέλος ακόµη και η νεανική ερωτική δραστηριότητα του καλοκαιριού παρουσιάζονται ως οι βασικότερες αιτίες της διάδοσης του κορονοϊού κατά το δεύτερο κύµα. Ο πρωθυπουργός απευθύνεται πατερναλιστικά και διδακτικά στους νέους, ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας προχωρά σε συστάσεις µε αυστηρό ύφος και τα ειδησεογραφικά δελτία µε µεγάλους τίτλους αποκαλύπτουν τα παράνοµα µυστικά πάρτι. Ειδικοί αναλυτές περιγράφουν την ειδική νεανική ψυχοσύνθεση και σχολιάζουν αρνητικά τη νεανική κουλτούρα, τη δήθεν αίσθηση υπεροχής λόγω της µικρής επίπτωσης στην υγεία, την έλλειψη ατοµικής ευθύνης, την αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο. Οι απλοί οπαδοί και φίλοι της κυβέρνησης, αλλά και όσοι ενστερνίζονται την κυβερνητική προπαγάνδα ή τουλάχιστον µέρος της, εµφανίζονται ακόµη πιο σκληροί και αποκαλύπτουν µε ωµά λόγια το «αποκρυπτογραφηµένο» µήνυµα: οι νέοι φταίνε.

Έχοντας πετύχει µέσω των ΜΜΕ –εξάλλου κόστισε αρκετά για να µη λειτουργεί αποτελεσµατικά– την ιδεολογική συναίνεση στην κατεύθυνση της απόκρουσης της νεανικής δραστηριότητας, η κυβέρνηση µε αιχµή του δόρατος το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη εφάρµοσε εξαρχής ένα γενικευµένο σχέδιο σκληρής καταστολής της νεανικής κουλτούρας: επέµβαση σε πλατεία Αγίας Παρασκευής, πλατεία Κυψέλης και πλατεία Καλλιθέας στη Θεσσαλονίκη, καθηµερινή επέµβαση στην πλατεία Εξαρχείων και στους δρόµους πέριξ. Συχνά έρχονται στη δηµοσιότητα βίντεο που καταδεικνύουν τον υπερβάλλοντα ζήλο των αστυνοµικών δυνάµεων, όπως εκείνο που κατέγραψαν περίοικοι µε τα κινητά τους τηλέφωνα και δείχνει την αναίτια επίθεση οµάδας αστυνοµικών σε ζευγάρι εφήβων στην πλατεία Λάππα της Καρδίτσας. Μια σειρά από πρωτόγνωρα ακραία αυταρχικά µέτρα, όπως η νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας, αποσκοπούν, υποτίθεται, στην αντιµετώπιση αυτού του είδους νεανικής παραβατικότητας.

Πράγµατι η διάδοση του κορονοϊού εντοπίζεται περισσότερο στις ηλικίες 17-30 χρόνων. Ωστόσο δεν προκύπτει ότι τα πάρτι είναι η αιτία, ιδιαίτερα σε δηµόσιους χώρους. Εξάλλου αναφερόµαστε στις πιο παραγωγικές ηλικίες και µάλιστα στην αρχή της παραγωγικής ζωής του ανθρώπου. Οι νεανικές εργασίες είναι οι πιο εκτεθειµένες στον κορονοϊό, ενώ όταν η εργοδοσία παραβιάζει τους κανονισµούς υγιεινής και ασφάλειας οι νέοι γίνονται πιο εύκολα θύµατα του εργοδοτικού αυταρχισµού. Ταυτόχρονα οι νέοι είναι µαθητές, σπουδαστές ή φοιτητές και άρα περισσότερο εκτεθειµένοι σε χώρους µε αυξηµένη συγκέντρωση, ειδικά οι µαθητές που µέχρι πρόσφατα παρακολουθούσαν µαθήµατα σε σχολείο, φροντιστήριο και ιδιαίτερα, ενώ ήταν υποχρεωµένοι να χρησιµοποιούν το λεωφορείο. Επίσης οι νέοι συνήθως δεν διαθέτουν ατοµικό µέσο µεταφοράς και χρησιµοποιούν τα ΜΜΜ ή µοιράζονται από κοινού τα διαθέσιµα κοινά µέσα. Όταν δεν µένουν µε τους γονείς, συνήθως συγκατοικούν, ενώ ακόµη και όταν µένουν µε τους γονείς συχνά δεν διαθέτουν ευρυχωρία. Χαρακτηρίζονται από την ηµιαπασχόληση ή την παρατεταµένη ανεργία – είναι τα πρώτα θύµατα αυτής της νέας κρίσης της πανδηµίας. Ως εκ τούτου, προσπαθούν να αντιµετωπίσουν ως µονάδες τις συνέπειες, καταφεύγοντας στην αλληλεγγύη του φιλικού κύκλου και άρα στη συναναστροφή έξω από το στενό οικογενειακό περιβάλλον, π.χ. για να µαγειρέψουν ή γενικά να µοιραστούν κάποια έξοδα. Τέλος, για να αντιµετωπίσουν τις συνθήκες του εγκλεισµού οι νέοι εκ των πραγµάτων κινούνται µε µεγαλύτερη ευκολία στον δηµόσιο χώρο και σε πιο ρευστές πληθυσµιακά ζώνες.

Στην πράξη οι κυβερνητικοί σχεδιασµοί δεν προβλέπουν συνθήκες που ταιριάζουν στους νέους και στις φτωχές οικογένειες, ειδικά εάν είναι οικογένειες νέων. Αντίθετα, τα πρωτόκολλα ταιριάζουν σε µια ευκατάστατη πυρηνική οικογένεια µε ευρυχωρία και σταθερό εισόδηµα

Όλα αυτά δεν έχουν καµία σχέση µε µια νεανική κουλτούρα απειθαρχίας ούτε µε µια ασυνείδητη συµπεριφορά των νέων που δήθεν δεν καταλαβαίνουν από ατοµική ή κοινωνική ευθύνη και δεν σέβονται τους κινδύνους που εγκυµονεί ο κορονοϊός για τις µεγαλύτερες ηλικίες. Αντίθετα, οι εφαρµογές των πρωτοκόλλων υγιεινής και ασφάλειας εν µέσω πανδηµίας και οικονοµικής κρίσης καθιστούν τους νέους την πιο ευάλωτη κοινωνική οµάδα στη µόλυνση από τον κορονοϊό. Το πρόβληµα εδώ είναι διπλό: πρώτον είναι κοινωνικό – ταξικό και δεύτερον τα κυβερνητικά πρωτόκολλα υγιεινής και ασφάλειας απέναντι στον κορονοϊό είναι ταξικά φτιαγµένα. Στην πράξη οι κυβερνητικοί σχεδιασµοί και συστάσεις δεν εφαρµόζουν ούτε προβλέπουν συνθήκες που ταιριάζουν στους νέους και στις φτωχές οικογένειες, ειδικά εάν είναι οικογένειες νέων. Αντίθετα, τα πρωτόκολλα ταιριάζουν σε µια ευκατάστατη πυρηνική οικογένεια µε ευρυχωρία και σταθερό εισόδηµα. Για παράδειγµα µια ιχνηλατηµένη επαφή που θα πρέπει να τεθεί σε καραντίνα προϋποθέτει µια σειρά από καθηµερινούς αποκλεισµούς που είναι αδύνατον να εφαρµοστούν από έναν νέο εργαζόµενο ή φοιτητή.

Συγκεκριµένα, η κοινωνική και πολιτισµική αυτή οπτική προκύπτει από µια ιδιαίτερη συντηρητική ιδεολογία του αστού νοικοκυραίου µε πρότυπο τον επιτυχηµένο άντρα επιχειρηµατία, επιστήµονα ή και στρατιωτικό που είναι ταυτόχρονα επιτυχηµένος οικογενειάρχης και πιστός χριστιανός ορθόδοξος. Η πρότυπη οικογένεια του νοικοκυραίου διασκεδάζει και καταναλώνει σε διαµεσολαβηµένους από την αγορά χώρους όπως τα malls ή µεγάλες επιχειρήσεις εστίασης και διασκέδασης και όχι σε αυτοοργανωµένους χώρους καθηµερινής συνεύρεσης, όπως πλατείες κ.λπ. Σε συνθήκες lockdown είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε όλα τα πρωτόκολλα υγιεινής και ασφάλειας χωρίς µεγάλο πρόβληµα. Σε αυτό το µοντέλο ζωής η νεανική δραστηριότητα οφείλει να αντιστοιχεί στο πρότυπο του «άριστου» νέου, ανταποκρινόµενη στις προσδοκίες του νοικοκυραίου οικογενειάρχη: είτε επιτυχηµένη επαγγελµατικά είτε πειθαρχηµένη στην επιτυχηµένη οικογένεια και εκ των κοινωνικών συνθηκών ικανή να ανταποκριθεί στα κυβερνητικά πρωτόκολλα. Γι’ αυτό τον λόγο ακριβώς η αυτόνοµη νεανική δραστηριότητα γίνεται αντιληπτή ως απόκλιση από τον κανόνα και άρα ως πολιτισµική απειθαρχία απέναντι στους κυβερνητικούς σχεδιασµούς και στο υποτιθέµενο υπεύθυνο σύνολο της κοινωνίας. Στο σηµείο αυτό µπορεί να εντοπίσει κανείς την οπτική του ακραίου κέντρου σύµφωνα µε την οποία οι µορφωµένες και επιτυχηµένες ελίτ είναι φορείς του ορθού λόγου και είναι σε θέση να αναλάβουν υπεύθυνες αποφάσεις, ενώ αντίθετα οι µάζες λειτουργούν ασυνείδητα και ανεύθυνα καθώς δεν είναι φορείς των διαφωτιστικών αξιών. Με άλλα λόγια, πρόκειται για µια µορφή «γεροντικής τύφλωσης», οι αιτίες της οποίας είναι σαφώς ιδεολογικές και ταξικές, µε σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνία εν µέσω επιδηµίας.

Την ημέρα της ανακοίνωσης της απόφασης της δίκη της Χρυσής Αυγής στη συγκέντρωση των νέων έξω από το εφετείο η Νέα Δημοκρατία απάντησε με αύρες. Μια κυβέρνηση που αποστρέφεται τους νέους και φοβάται τις κοινωνικές τους δράσεις έχει σύντομη ημερομηνία λήξης

Στην πράξη βέβαια πρόκειται για µια διαφορετική πραγµατικότητα η οποία απλώς διαφεύγει από τον κυβερνητικό ορισµό του προβλήµατος, τον κοινωνικό ορίζοντα των δηµοσιογράφων και άρα δεν λαµβάνεται υπόψη επιστηµονικά στην αντιµετώπιση της πανδηµίας. Η ευθύνη λοιπόν της µεγάλης διάδοσης του κορονοϊού στη νεολαία βαραίνει την κυβέρνηση, τους ειδικούς επιστήµονες και τους παραγωγούς του δηµόσιου λόγου. Αυτό συµβαίνει γιατί η Νέα ∆ηµοκρατία εκπροσωπεί πολιτικά µια συντηρητική κοινωνική συµµαχία βασισµένη στην παραπάνω ιδεολογία των νοικοκυραίων και στον ταξικό κοινωνικό πανικό απέναντι σε κάθε µη κανονικότητα: µετανάστες, πρόσφυγες, Ροµά, θρησκευτικές µειονότητες, περιθώριο και αυτόνοµη κοινωνικά νεολαία. Μάλιστα σε συνθήκες πανδηµίας αυτός ο κοινωνικός φόβος αποκτά έντονη υγειονοµική διάσταση: οι µη κανονικοί είναι υγειονοµικές βόµβες, δηλαδή κοινωνική και κατ’ επέκταση πολιτική απειλή. Το είδαµε στην περίπτωση της προσφυγικής κρίσης. Η πολιτική απόληξη της γεροντικής τύφλωσης είναι η µετάθεση των κυβερνητικών ευθυνών στην κοινωνικά αυτόνοµη νεολαία η οποία συνήθως δεν ψηφίζει Νέα ∆ηµοκρατία καθώς εκ των πραγµάτων έρχεται σε σύγκρουση µε τον πολιτισµικό και κοινωνικό συντηρητισµό και ταυτίζεται πολιτισµικά µε την Αριστερά. Την ίδια στιγµή αποσιωπώνται πρωτίστως οι ευθύνες της κυβέρνησης τόσο απέναντι στους νέους όσο και γενικά απέναντι στην κοινωνία µε την ανεύθυνη πολιτική σχετικά µε την πανδηµία: χωρίς σχέδιο ανοίγµατος του τουρισµού, µε αύξηση των µαθητών ανά τάξη, µη στήριξη των ΜΜΜ, µη στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών οµάδων, ανεργία, έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας κ.λπ. Επίσης αποσιωπώνται οι ευθύνες των συντηρητικών νοικοκυραίων και ιδιαίτερα της εκκλησίας και της εργοδοσίας. Είναι ξεκάθαρο ότι ο εορτασµός του Αγίου ∆ηµητρίου συνέβαλε καταλυτικά στη διάδοση του κορονοϊού στη Θεσσαλονίκη.

Τέλος, η επιλογή του γενικευµένου αυταρχισµού απέναντι στη νεολαία και κατ’ επέκταση την κοινωνία συνοδεύει αυτονόητα την έλλειψη σχεδίου για την πανδηµία. Επιδεικνύει εύκολα επιχειρησιακό έργο και δυναµισµό, ικανοποιώντας το συντηρητικό κοινό χωρίς να λύνει κανένα πρόβληµα. Η πρωτόγνωρα αντισυνταγµατική τετραήµερη απαγόρευση των συναθροίσεων κατά την επέτειο του Πολυτεχνείου αποτυπώνει σε συµβολικό επίπεδο αυτό τον φόβο απέναντι στο πνεύµα της νεανικής εξέγερσης. Σωστά η Αριστερά έσπασε την απαγόρευση, δείχνοντας στη νεολαία ότι ο εξεγερτικός δρόµος του Νοέµβρη είναι η µόνη απάντηση στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισµό και στη δυστοπία της πανδηµίας.




Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Σύγχρονη ιστορία της ΓΣΕΒΕΕ 1997-2018

Στόχος της μελέτης «Σύγχρονη ιστορία της ΓΣΕΒΕΕ 1997-2018, ραγίζοντας τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας» είναι να αναδείξει τη μετάβαση της ΓΣΕΒΕΕ στον 21ό αιώνα, να οριοθετήσει τις τομές και τις συνέχειες αυτής της πορείας σε συνάρτηση με τα ιστορικά ερωτήματα της κάθε συγκυρίας και να περιγράψει τη σύγχρονη φυσιογνωμία του μεγαλύτερου φορέα συνδικαλιστικής εκπροσώπησης των μικρών επιχειρηματιών στην Ελλάδα. Το τεκμηριωτικό υλικό αντλήθηκε από το Ιστορικό Αρχείο της Συνομοσπονδίας, την ιστοσελίδα της, από συνεντεύξεις με ιστορικά αλλά και ενεργά στελέχη της ΓΣΕΒΕΕ -- διαδικασία η οποία αποτέλεσε παράλληλο και συνδυαστικό έργο με την εκπόνηση της παρούσας μελέτης -- καθώς και από εφημερίδες και άλλα έντυπα της περιόδου.


Η εισαγωγή καταπιάνεται με ζητήματα γύρω από τη θέση και το χαρακτήρα του στρώματος των ΕΒΕ μέσα στην ελληνική κοινωνία, όπως αυτά τέθηκαν ως διακυβεύματα την εποχή της οικονομικής κρίσης, και σκιαγραφεί μια περιοδολόγηση της σύγχρονης ιστορίας της ΓΣΕΒΕΕ. Οι μικρομεσαίοι αντιμετωπίστηκαν ως το ερμηνευτικό κλειδί για όλες τις παθογένειες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και απέναντι σε αυτές τις αναπαραστάσεις η ΓΣΕΒΕΕ κλήθηκε να προσδιορίσει και να επαναπροσδιορίσει τη συλλογική έκφραση της μικροαστικής τάξης.

Το πρώτο μέρος ξεκινά με τις ελπίδες και οράματα για έναν νέο συνδικαλισμό, ευρωπαϊκό και σύγχρονο, που να συνάδει με τις νέες κατευθύνσεις της εποχής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, των τεχνολογικών επαναστάσεων και ενός μεσσιανισμού γύρω από την έλευση της νέας χιλιετίας. Περιγράφει την τομή στο Συνέδριο του 1997 και την πορεία αποκρυστάλλωσης, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000, ενός συνδικαλισμού βασισμένου στην τεκμηρίωση, τον ρόλο του κοινωνικού εταίρου και στις σύγχρονες ευρωπαϊκές πρακτικές των ομάδων πίεσης, χωρίς όμως να εγκαταλείπονται οι παραδόσεις του αγωνιστικού συνδικαλισμού της προηγούμενης περιόδου του εκδημοκρατισμού. Η ΓΣΕΒΕΕ αναδεικνύεται σε έναν σοβαρό και αξιόπιστη συνομιλητή των κυβερνήσεων, της ευρωπαϊκής ένωσης και των άλλων κοινωνικών εταίρων, με μεγάλες δυνατότητες παρέμβασης υπέρ του στρώματος των μικρομεσαίων αλλά και ευρύτερα της κοινωνίας. Ωστόσο, πάγια ζητήματα και προβλήματα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας παρέμεναν ανοιχτά ή οξύνονταν λόγω της εμφάνισης μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.

Το δεύτερο μέρος καλύπτει την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των αντιστάσεων του στρώματος απέναντι στα μνημόνια. Η Συνομοσπονδία, στέκοντας απέναντι στις πολιτικές διάλυσης και στοχοποίησης του στρώματος των μικρομεσαίων, οργάνωσε αντιστάσεις σε κάθε επίπεδο, τόσο με μαχητικές δράσεις όσο και με διαβουλεύσεις. Ταυτόχρονα, επεξεργάστηκε και προέταξε δέσμες αιτημάτων, συνέβαλε στην αποτύπωση της οικονομικής πραγματικότητας και τοποθετήθηκε πάνω στα κρίσιμα διακυβεύματα, όπως το δημοψήφισμα του 2015. Ο σύγχρονος ευρωπαϊκός εταιρικός συνδικαλισμός βρέθηκε σε κρίση, ενώ η Συνομοσπονδία κατέφυγε στον αγωνιστικό συνδικαλισμό σε συνδυασμό με την τεκμηρίωση. Στο εσωτερικό της παγιώνονται διαφορετικά μοντέλα συνδικαλιστικής έκφρασης. Με το τέλος της μνημονιακής περιόδου, η Συνομοσπονδία εκκινεί τις αναζητήσεις για έναν σύγχρονο συνδικαλισμό. 

Ο επίλογος συμπυκνώνει και πλαισιώνει θεωρητικά τα συμπεράσματα. Για την περίοδο 1997-2008, η αλλαγή συνδικαλιστικού παραδείγματος συσχετίζεται με την αποβιοτεχνοποίηση και το μετασχηματισμό των μικρομεσαίων. Για την περίοδο 1009-2018, η καταστροφή και η επιβίωση των μικρομεσαίων από την κρίση και τη μνημονιακή νομοθεσία οδηγεί στην αναζήτηση ενός νέου συνδικαλιστικού παραδείγματος.

Βασικό συμπέρασμα
Η Συνομοσπονδία υιοθετεί τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της νέας εποχής και επιτελεί τον ρόλο του κοινωνικού εταίρου, διατηρώντας ωστόσο στοιχεία ενός αγωνιστικού προφίλ. Την εποχή της κρίσης, με την αποδυνάμωση του κοινωνικού διαλόγου, επανέρχονται στο προσκήνιο πλευρές του μαχητικού συνδικαλισμού, ο οποίος συνδυάζεται με την επιστημονικά τεκμηριωμένη αποτύπωση της οικονομικής πραγματικότητας από τη Συνομοσπονδία, στην προσπάθειά της να συνεχίσει να διαδραματίζει υπεύθυνα τον ρόλο της ως κοινωνικός εταίρος. Η ραχοκοκαλιά της κοινωνίας, όπως συνηθίζεται να χαρακτηρίζεται η τάξη των μικρομεσαίων, δεν έσπασε, όπως διαφαινόταν. Σίγουρα όμως “ράγισε”, τόσο την περίοδο της αποβιοτεχνοποίησης αλλά, με διαφορετικό τρόπο, κυρίως την εποχή της κρίσης.

Κύρια ευρήματα
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έγιναν συχνά αντιφατικά αντιληπτές είτε ως υπαίτιες για κάποιες οικονομικές δυσλειτουργίες είτε ως ένας από τους κύριους πόλους της ανάπτυξης της χώρας.

Μετά το 2000, η ΓΣΕΒΕΕ μεταβαίνει οριστικά σε μια νέα συνδικαλιστική εποχή με βασικό στοιχείο τη συναίνεση των παρατάξεων και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Παγιώνεται η λειτουργία του ΚΕΚ ΓΣΕΒΕΕ και ιδρύεται το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Είναι η χρυσή εποχή του εταιρικού συνδικαλισμού.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης, καλλιεργείται το στερεότυπο του πονηρού μικρομεσαίου και η άποψη ότι η μικρή επιχειρηματικότητα είναι υπεύθυνη για τον οικονομικό μαρασμό. Η ΓΣΕΒΕΕ τοποθετείται εναντίον των μνημονίων και συμμετέχει στις κινητοποιήσεις, κινούμενη μεταξύ του θεσμικού ρόλου της και της ανυπακοής.

Η μελέτη «Σύγχρονη ιστορία της ΓΣΕΒΕΕ 1997-2018» είναι προϊόν ερευνητικής εργασίας που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του έργου «Ενίσχυση της θεσμικής και επιχειρησιακής ικανότητας της ΓΣΕΒΕΕ» που χρηματοδοτήθηκε από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (2007-2013). Η σελιδοποίηση, επιμέλεια και έκδοση της μελέτης έγινε στο πλαίσιο της πράξης "Θεσμική, ερευνητική και επιχειρησιακή ενδυνάμωση της ΓΣΕΒΕΕ" με κωδικό ΟΠΣ 5001290. Η πράξη υλοποιείται με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος "Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση 2014-2020"

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Η ιστορία από τη σκοπιά της εργατικής τάξης


Κώστας Παλούκης, εφημερίδα Πριν, 27/4/2019
Πάνω από μισό αιώνα μετά την πρώτη έκδοσή του κυκλοφόρησε στα ελληνικά το πολύ σημαντικό έργο του Τόμσον, Η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης. Ο συγγραφέας επιδιώκει να δικαιώσει αλλά και να διασώσει το φτωχό εργάτη και τεχνίτη από την περιφρόνηση των μεταγενέστερων.
Με καθυστέρηση δεκαετιών κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Πειραιώς το βιβλίο του Έντουαρντ Πάλμερ Τόμσον (Edward Palmer Thomson) The making of english working class, με τον τίτλο Η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης. Πρόκειται για ένα από τα πιο επιδραστικά βιβλία στην παγκόσμια ιστοριογραφία και ιδιαίτερα στην ιστοριογραφία του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος και της θεωρίας των κοινωνικών τάξεων. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1963 και με αναθεωρημένη έκδοση το 1968. Σίγουρα πρόκειται για ένα δύσκολο μεταφραστικό έργο, καθώς το ύφος αναγνωρίζεται ως εξαιρετικά λογοτεχνίζον, με πολλές μεταφορές, αλλά και δύσκολη γλώσσα καθώς χρησιμοποιούνται έννοιες της παλαιάς Αγγλίας. Γι’ αυτό το λόγο, ενώ η κυκλοφορία του είχε διακηρυχθεί εδώ και πολλά χρόνια, κυκλοφόρησε μόλις τώρα προκαλώντας μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό σε εκατοντάδες κοινωνικούς επιστήμονες που ανέμεναν να το διαβάσουν στα ελληνικά.
Ο Thompson μετέχοντας ενεργά στον κύκλο των ιστορικών που ήταν μέλη του ΚΚ Ηνωμένου Βασιλείου, μαζί με τον Χομπσμπάουμ και άλλους αποστασιοποιήθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα μετά τη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί το πρότυπο του ακαδημαϊκού μελετητή που συνδέεται με τον κοινωνικό του περίγυρο, διαμορφώνει έντονη ακτιβιστική δράση και δεν αποξενώνεται στο όνομα της έρευνας. Καινοτομεί, συνθέτοντας μία εναλλακτική παρουσίαση της ιστορίας της αγγλικής εργατικής τάξης, όπου επίκεντρο του ενδιαφέροντος του δεν είναι οι πολιτικές διεργασίες των συνδικαλιστών και βουλευτών, αλλά οι ίδιοι οι εργάτες. Επιδιώκει να δικαιώσει, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στον πρόλογο του έργου του, αλλά και να διασώσει το φτωχό εργάτη και τεχνίτη από την περιφρόνηση των μεταγενέστερων. Με αυτήν την οπτική, αλλάζει εντελώς η πρόσληψη του παρελθόντος. Το παρόν δεν ορίζεται από εκείνους που νίκησαν στο παρελθόν, αλλά και από τους ηττημένους ανατρέποντας για πρώτη φορά μια θεμελιωμένη αντίληψη στην κοινωνική ιστορία, σύμφωνα με την οποία άξιο ιστορικής μνήμης και διερεύνησης είναι εκείνη η ιστορική δυνατότητα, δυναμική ή ρεύμα που σε κάθε ιστορική περίοδο επικράτησε.
Η διαμόρφωση της εργατικής τάξης ήταν μια διαδικασία όχι μόνο οικονομική, αλλά εξίσου πολιτική και πολιτισμική, που προέκυψε από τη συμμετοχή στρωμάτων χειροτεχνών και όχι κυρίως από βιομηχανικούς εργάτες
Η πιο σημαντική συμβολή όμως του Τόμσον αφορά φυσικά την ίδια την συζήτηση για τη διαμόρφωση της εργατικής τάξης. Οι ιστορικοί δεν μελετούν μια εκ των προτέρων δεδομένη, υπαρκτή και αντικειμενικά συγκροτημένη εργατική τάξη, αλλά εστιάζουν στη διαδικασία της διαμόρφωσης, δηλαδή για παράδειγμα με ποιον τρόπο φτάσαμε από τις μεσαιωνικές συντεχνίες στα σύγχρονα συνδικάτα ή από τους μεσαιωνικούς τεχνίτες στους σύγχρονους εργάτες, πως λειτούργησε η αγροτική έξοδος, πως φτιάχτηκε το εργοστασιακό σύστημα. Επίκεντρο σε αυτήν την έρευνα δεν είναι απλά και μόνο οι στατιστικές και οι εξωτερικοί παρατηρητές, αλλά και οι ίδιοι οι εργάτες με τη δική τους εμπειρία, λόγο, πρακτικές και κουλτούρες. Γενικά, σε πολλές βρετανικές πόλεις ο πραγματικός πυρήνας δια μέσου του οποίου εισήλθαν στο εργατικό κίνημα ιδέες, οργάνωση και ηγεσία, δεν αποτελούταν από βιομηχανικούς εργάτες, αλλά από χειροτεχνίτες όπως υφαντές, υποδηματοποιοί, κατασκευαστές σαμαριών και κατασκευαστές λουριών, βιβλιοπώλες, τυπογράφοι, εργάτες οικοδομών, μικροεπαγγελματίες κλπ., ενώ δεν ήταν τόσο η υποβάθμιση της ζωής εξαιτίας της βιομηχανικής επανάστασης η αιτία των εξεγέρσεων, όσο οι απόψεις αυτών των στρωμάτων. Η διαμόρφωση της εργατικής τάξης, μια διαδικασία όχι μόνο οικονομική, αλλά εξίσου πολιτική και πολιτισμική, προέκυψε από τη συμμετοχή κυρίως αυτών των στρωμάτων. Ταυτόχρονα, η βιομηχανική επανάσταση η οποία χρονικά συμπίπτει με την πολιτική αντεπανάσταση που ακολούθησε την ανολοκλήρωτη επανάσταση των γιακωβίνων και έφερε την επικράτηση ανορθολογικών ιδεών, οδήγησε σε μια ανεπανάληπτη εκατόμβη νεκρών, καθώς υποβαθμίστηκε με πρωτόγνωρο τρόπο η ποιότητα και η διάρκεια ζωής των νέων βιομηχανικών εργατών και εργατριών.
Τέλος, μια άλλη σημαντική πλευρά είναι η ιδέα περί εθιμικής οικονομίας η οποία αντιπαραβάλλεται με την πολιτική οικονομία. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, οι τιμές των προϊόντων στις προβιομηχανικές κοινωνίες καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από μια εθιμική αντίληψη σχετικά με την αξία που πρέπει να έχει μια εργασία με κύρος ή χωρίς κύρος ή από εθιμικές παραδόσεις, παρά από την ελεύθερη αγορά.
ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ
Η αντικειμενική συγκρότηση της τάξης και η εσωτερική εμπειρία
Ανυπόστατες οι προσπάθειες απομαρξιστικοποίησης του Τόμσον
Ακολουθώντας το παράδειγμα του Τόμσον εμφανίστηκαν μελέτες που επιχειρούσαν να περιγράψουν την διαδικασία διαμόρφωσης της εργατικής τάξης για κάθε χώρα ή και περιοχή μιας χώρας ή για κάποιο επάγγελμα. Στην Ελλάδα, η συζήτηση αυτή εμφανίστηκε κάπως καθυστερημένα, ωστόσο γράφτηκαν κάποιες εμβληματικές μελέτες ή και άρθρα. Η αρθρογραφία του Σεραφείμ Σεφεριάδη και η διατριβή του γραμμένη στα αγγλικά μεταφέρουν αυτήν την συζήτηση στην Ελλάδα προκαλώντας έναν έντονο ιστοριογραφικό διάλογο. Ακολουθεί το βιβλίο του Αντώνη Λιάκου Εργασία και Πολιτική στο Μεσοπόλεμο, αλλά κυρίως το βιβλίο του Κώστα Φουντανόπουλου για την Ιστορία της εργατικής τάξης της Θεσσαλονίκης, ενώ τέλος η δουλειά της Δήμητρα Λαμπροπούλου για τους Οικοδόμους θέτει την έμφυλη διάσταση.
Βέβαια, μια κατηγορία ιστορικών οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι αντικειμενική συγκρότηση της εργατικής τάξης δεν υφίσταται, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι αυτή είναι και μια θέση του ίδιου του Τόμσον. Ωστόσο, είναι σαφές πως σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο, παρότι στην εισαγωγή τονίζει την σημασία της εμπειρίας. Αντίθετα, στο συγκεκριμένο κεφάλαιο φαίνεται μάλλον να γλιστράει από την αντικειμενική εξωτερική παρατήρηση στην εσωτερική εμπειρία της τάξης. Οι ιστορικοί αυτοί καλό θα ήταν να κρατήσουν, αν θέλουν, την άποψη αυτή, για τον εαυτό τους και να μη βιάζονται να απομαρξιστικοποιήσουν τον Τόμσον. Σε κάθε περίπτωση, η μετάφραση του βιβλίου μάς δίνει τη δυνατότητα να ξαναδιαβάσουμε, ίσως πιο καθαρά, τον ιστορικό και να διαλευκάνουμε πολλές από τις διαμεσολαβημένες αναγνώσεις του κειμένου του.

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Η ίδρυση της ΓΣΕΕ το 1918 και η διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης

εφημερίδα Πριν,
23/12/2018
Κώστας Παλούκης
Τον Νοέμβριο του 1918 ιδρύθηκε η ΓΣΕΕ, από το πρώτο πανελλαδικό εργατικό συνέδριο, που έγινε στον Πειραιά. Το συναίσθημα του συνανήκειν διευρύνεται: από μια κλειστή ιεραρχημένη
επαγγελματική κοινότητα σε μια διευρυμένη εργατική κοινότητα σε πανεθνικό επίπεδο. Ο εργάτης της Κέρκυρας και ο εργάτης της Καβάλας νιώθουν ότι μοιράζονται μια κοινή μοίρα

Ένα από τα κύρια ιστοριογραφικά θέματα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα είναι η διαμόρφωση της εργατικής τάξης. Η συμβολή του Edward P. Thompson έγκειται ότι πρώτος αμφισβήτησε την παραδοσιακή οπτική του Ένγκελς για το «βρετανικό» παράδειγμα. Σύμφωνα με αυτό οι βιομηχανικοί εργάτες νέου τύπου παρέμεναν ακόμα μειοψηφία μέσα στον εργατικό πληθυσμό, ενώ ακόμα μέχρι το 1830 το πρότυπο του «μέσου άνδρα εργάτη» αντιστοιχούσε σε έναν ενήλικα άντρα βαμβακουργό χειροτεχνίτη. Γενικά, σε πολλές βρετανικές πόλεις ο πραγματικός πυρήνας δια μέσου του οποίου εισήλθαν στο εργατικό κίνημα ιδέες, οργάνωση και ηγεσία, δεν αποτελούνταν από βιομηχανικούς εργάτες, αλλά από χειροτεχνίτες όπως υφαντές, υποδηματοποιοί, κατασκευαστές σαμαριών και κατασκευαστές λουριών, βιβλιοπώλες, τυπογράφοι, εργάτες οικοδομών, μικροεπαγγελματίες κλπ. Επίσης, δεν ήταν αιτία των εξεγέρσεων κυρίως η υποβάθμιση της ζωής, εξαιτίας της βιομηχανικής επανάστασης. Η διαμόρφωση της εργατικής τάξης, μια διαδικασία όχι μόνο οικονομική, αλλά εξίσου πολιτική και πολιτισμική, προέκυψε από τη συμμετοχή κυρίως αυτών των στρωμάτων. Ο William E. Sewell προεκτείνει αυτήν την ιδέα και προτείνει ως καθολική αναγνώριση στην σύγχρονη ιστοριογραφία, ότι δηλαδή οι ειδικευμένοι τεχνίτες και όχι οι εργάτες στα νέα βιομηχανικά εργοστάσια κυριάρχησαν στο εργατικό κίνημα κατά τις πρώτες δεκαετίες της εκβιομηχάνισης.
Στην Ελλάδα, η συζήτηση αυτή έφτασε κάπως καθυστερημένα. Σε κάθε περίπτωση, δεν ισχύει η άποψη του Γιάνη Κορδάτου ότι «το προλεταριάτο αρχίζει να συγκεντρώνεται και να παίρνει ταξική συνείδηση … σ’ όσες πόλεις κάπνιζαν καμινάδες». Σε αντίθεση με την παραδοσιακή οπτική, όπως αυτή κληροδοτήθηκε από τον Γιάνη Κορδάτο, η συνδικαλιστική δράση δεν αναπτύχθηκε από τις «καπνισμένες καμινάδες» του Πειραιά και το βιομηχανικό προλεταριάτο, αλλά από τα ευρύτερα συντεχνιάζοντα εργατικά στρώματα των μισθωτών ειδικευμένων χειροτεκτόνων που ζούσαν γύρω από αυτά. Με βάση λοιπόν αυτά τα στρώματα ιδρύθηκε στα 1918, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας, η ΓΣΕΕ.
Υψηλή σχετικά η συνδικαλιστική συσπείρωση
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γιάνη Κορδάτου, στην Αθήνα καταγράφονται 33.456 εργάτες εκ των οποίων 4.868 γυναίκες και 1.620 παιδιά. Ταυτόχρονα, οι οργανωμένοι σε κάποιο σωματείο (κυρίως άνδρες, καθώς οι γυναίκες και παιδιά δεν συνδικαλίζονταν) ήταν 8.384, περίπου το 31% του ανδρικού συνόλου. Στον Πειραιά σε σύνολο 30.746 εργατών, εκ των οποίων 3.888 εργάτριες και 854 παιδιά, οι οργανωμένοι άνδρες εργάτες ήταν 12.349. Με άλλα λόγια, συνδικαλισμένοι ήταν το 47,5% των ανδρών εργατών, δηλαδή περίπου το 1/2. Συνολικά, στο λεκανοπέδιο καταγράφονται 64.202 εργάτες, εκ των οποίων οι 8.756 γυναίκες και 2.474 παιδιά. Με άλλα λόγια, συνδικαλισμένοι ήταν το 39,1% του συνολικού ανδρικού πληθυσμού (της εργατικής τάξης). Με άλλα λόγια, η συνδικαλιστική συσπείρωση ήταν πάρα πολύ υψηλή λαμβάνοντας υπόψη το επιχείρημα ότι το ελληνικό προλεταριάτο είχε μικρή σοσιαλιστική παράδοση.
Στην πραγματικότητα, η συσπείρωση ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Συγκεκριμένα, για το λεκανοπέδιο η επίσημη στατιστική του κράτους κατέγραφε 36.124 εργάτες, περίπου οι μισοί δηλαδή έναντι των στατιστικών του Κορδάτου. Η συγκεκριμένη όμως στατιστική δεν καταγράφει τους στρατιώτες και ενδεχομένως τους εργάτες σε ανθρακωρυχεία. Συνεπώς, ο βαθμός συνδικαλιστικής συσπείρωσης στους άνδρες εργάτες στην Αθήνα και τον Πειραιά πρέπει να άγγιζε ποσοστά πάνω από 70 ή 80%. Την ίδια εποχή, στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν 29 σωματεία, από τα οποία ενεργά ήταν μόνο τα 15, ενώ αδρανή τα 14. Τα σωματεία αντιστοιχούν σε 5.381 άνδρες εργάτες συνδικαλισμένους σε συνολικό εργατικό πληθυσμό 30.000. Επίσης, πρόκειται για υψηλό επίπεδο συνδικαλιστικής συσπείρωσης.
Το πρώτο πανελλαδικό εργατικό συνέδριο 
Το πρώτο πανελλαδικό εργατικό συνέδριο ξεκίνησε τις εργασίες του την 21 Οκτωβρίου 1918 στην Αθήνα, και μεταφέρθηκε στον Πειραιά την 26η για να ολοκληρώσει τις εργασίες της μέσα σε εφτά ημέρες με την ίδρυση της ΓΣΕΕ. Κατατέθηκαν 252 πληρεξούσια εκ μέρους 200 σωματείων, 10 εργατικών κέντρων και 2 εργατικών ενώσεων. Οι οργανώσεις αυτές προέρχονται από 20 πόλεις και αντιπροσωπεύουν 48 επαγγέλματα, με 60.000 οργανωμένους εργάτες, ενώ υπάρχουν και 100.000 επιπλέον μη οργανωμένοι εργάτες. Τα ταμεία των επαγγελματικών οργανώσεων ανέρχονταν αθροιστικά στο ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών. Η σύγκληση του πρώτου αυτού συνεδρίου συνοδευόταν με την προσπάθεια των διαφόρων εργατικών κλάδων να ιδρύσουν ομοιοεπαγγελματικές ομοσπονδίες. Συγκεκριμένα, η ομοσπονδία καπνεργατών και σιγαροποιών πήρε την πρωτοβουλία για να καλέσει σε αυτό το συνέδριο. Τα σωματεία των τυπογράφων και των συναφών επαγγελμάτων είχαν οργανώσει Συνδιάσκεψη για την ίδρυση Ομοσπονδίας, την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η Πανελλαδική Ομοιοεπαγγελματική Ομοσπονδία Μαγείρων, Ζαχαροπλαστών και Υπαλλήλων, τα ναυτικά σωματεία, όπως και οι οικοδομικοί κλάδοι, οι ραπτεργάτες και οι υποδηματεργατικοί κλάδοι. Το ίδιο και οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι. Το κύμα αυτό ίδρυσης ομοσπονδιών συνεχίστηκε μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ. Αν προσθέσει κανείς τους αρτεργάτες, στην πράξη έχει τις βασικές επαγγελματικές κατηγορίες οι οποίες αντιπροσωπεύθηκαν στο Συνέδριο του 1918 και πρωταγωνίστησαν σε αυτή τη διαδικασία. Πρόκειται λοιπόν κυρίως για ριζοσπαστικοποιημένους εργάτες, τεχνίτες των διαφόρων επαγγελμάτων, που στηρίζονται σε συντεχνίες, και όχι βέβαια για βιομηχανικούς εργάτες.
Η ανάδυση του ταξικού εργατικού πόλου 
Στην πράξη, το 1918 κορυφώνεται μια μακρά διαδικασία διαμόρφωσης της εργατικής τάξης κατά την οποία ο ταξικός εργατικός πόλος αναδύεται ως οργανωμένο πολιτικό υποκείμενο. Οι τεχνίτες εργάτες φέροντας ως συστατικό στοιχείο της κουλτούρας και της ιδεολογίας τους την επαγγελματική αλληλεγγύη, τείνουν όλο και πιο πολύ σε πιο καθολικές ταξικές προσλήψεις της υπερβαίνοντας από τη μία τον σκληρό οριζόντιο επαγγελματικό διαχωρισμό και δημιουργώντας από την άλλη κάθετους ενδοεπαγγελματικούς διαχωρισμούς ανάμεσα σε εργάτες και εργοδότες. Με άλλα λόγια, οι υποδηματεργάτες έτειναν ολοένα και πιο πολύ να αισθάνονται πιο μακριά από τους εργοδότες τους ως κάτι σταθερά διαφορετικό και εχθρικό, ενώ σταδιακά άρχισαν να εντάσσουν τους άλλους εργάτες τους κλάδου, π.χ. αρβυλοεργάτες, κλπ, στο κοινό επαγγελματικό αίσθημα της αλληλεγγύης. Για να φτάσουν τελικά όλοι οι διαφορετικοί επαγγελματικοί εργατικοί κλάδοι να ενταχθούν σε μια κοινή υπερεπαγγελματική σωματειακή δομή αλληλεγγύης μόνο εργατών.
Η τομή αυτή είναι σημαντική καθώς την εποχή εκείνη η έννοια του εργάτη σε αυτά τα επαγγέλματα παρέμενε αντικειμενικά ρευστή. Η δουλειά, π.χ. στους υποδηματεργάτες, μοιραζόταν κατ’ αποκοπήν από τους εμπόρους σε μάστορες υποδηματοποιούς οι οποίοι καλούσαν άλλους υποδηματεργάτες «καλφάδες» να εργαστούν σε αυτούς μαζί με τους μαθητές τους. Ο μάστορας υποδηματοποιός που πήρε τη δουλειά σε μια επόμενη φάση ενδεχομένως να απολέσει αυτή τη δυνατότητα και να εργαστεί κάτω από άλλο εργάτη μάστορα, διαδικασία η οποία ήταν απαξιωτική για το κύρος του. Επίσης, θα μπορούσε να εργαστεί ως ελεύθερος εργάτης, δηλαδή να πάρει την κατ’ αποκοπή εργασία από έναν άλλο μάστορα υποδηματοποιό. Με άλλα λόγια, η διακριτή αντικειμενική διάσπαση σε εργοδότες και εργάτες αποτελούσε ζητούμενο παρά δεδομένο σε μια κοινότητα με κοινό το αίσθημα του υποδηματοποιού και κοινό αντίπαλο τον έμπορο υποδημάτων.
Μια άλλη διάσταση που χαρακτήριζε τα επαγγέλματα αυτά και περιόριζε την αλληλεγγύη στο επαγγελματικό επίπεδο ήταν οι οικογενειακοί και εθνοτοπικοί δεσμοί. Για παράδειγμα, οι αρτοποιοί, σχεδόν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, προέρχονταν από την Ήπειρο. Οικογένειες από τα χωριά της περιφέρειας αυτής έστελναν τα παιδιά τους σε συγγενείς ή συντοπίτες στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη κ.α. Πολλές φορές η αντιπαράθεση για τη διεκδίκηση μιας δουλειάς αποκτούσε μια τέτοια εθνικοτοπική διάσταση, όπως η σύγκρουση στο λιμάνι του Πειραιά ανάμεσα σε κρητικούς και μανιάτες. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στους οικοδόμους, η εγκατάσταση μιας ομάδας μπουλουκιών με κοινή εθνικοτοπική σχέση σε μια πόλη δεν ήταν αυτονόητη καθώς ακολουθούσαν την δουλειά και επέστρεφαν στις πατρίδες τους με το τέλος της. Συνεπώς, με την ίδρυση της ΓΣΕΕ επιτυγχάνεται η διεύρυνση του συναισθήματος του συνανήκειν από μια κλειστή ιεραρχημένη επαγγελματική κοινότητα σε μια διευρυμένη φαντασιακή εργατική κοινότητα σε πανεθνικό επίπεδο, όπου ο εργάτης της Κέρκυρας και ο εργάτης της Καβάλας νιώθουν ότι μοιράζονται μια κοινή μοίρα.
Ο επαγγελματικός χαρακτήρας των ιδρυτικών σωματείων της ΓΣΕΕ εξηγεί ως εκ τούτου τον υψηλό βαθμό συσπείρωσής τους. Οι κλάδοι αυτοί ήταν ήδη μαζικά συγκροτημένοι σε διαταξικές επαγγελματικές συσσωματώσεις, τις συντεχνίες, με βασικό αντίπαλο την ελεύθερη αγορά και τους καταστηματάρχες-εμπόρους. Ως εκ τούτου, έφεραν ήδη στην κουλτούρα τους και την συνδικαλιστική εμπειρία, αλλά και έναν λανθάνοντα αντικαπιταλιστικό λόγο.
Όταν λοιπόν η βενιζελική εργατική νομοθεσία του 1914 υποχρέωσε τον διαχωρισμό εργατικών και εργοδοτικών σωματείων, ουσιαστικά επιταχύνθηκε η διαδικασία αυτονόμησης του εργατικού ταξικού πόλου και δημιουργήθηκαν μαζικά εργατικά σωματεία. Ήδη όμως στο πλαίσιο του βενιζελικού πατερναλιστικού λόγου, οι φιλελεύθεροι κοινωνιστές διανοούμενοι πρωταγωνιστούσαν από το 1910 με την ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, στην συνέχεια με το Εργατικό Κέντρο Βόλου και ύστερα με το Εργατικό Κέντρο Πειραιώς στην καλλιέργεια μιας ταξικής συνείδησης η οποία όμως δεν υπερέβαινε την εθνική ιδεολογία της συνεργασίας των κοινωνικών τάξεων. Η αμφισβήτηση από τα αριστερά της βενιζελικής πολιτικής ριζοσπαστικοποίησε τον λανθάνοντα αντικαπιταλισμό. Καθοριστικοί παράγοντες στάθηκε η επαφή με την Φεντερασιόν. Επίσης, σε καμία περίπτωση, ιδιαίτερα εν μέσω πολέμου, δεν μπορεί να υποτιμηθεί η επίδραση της Οκτωβριανής επανάστασης στα εργατικά στρώματα ενισχύοντας τις τάσεις για πιο καθολικές προσλήψεις της εργατικής τάξης, αλλά και πιο ριζοσπαστικά περιεχόμενα και μορφές δράσεις και οργάνωσης.
Ριζοσπαστικοποίηση, αντικαπιταλισμός και εθνικές συσπειρώσεις 
Οι τάσεις εθνικοθρησκευτικού και συνάμα πολιτικού διαχωρισμού κυριαρχούσαν, καθώς, ας σημειωθεί, ότι ο εθνικός διχασμός είχε ενισχύσει τις τάσεις οριζόντιων διαταξικών κοινωνικών συμμαχιών. Η παρουσία της Φεντερασιόν και του εβραϊκού εργατικού στοιχείου και μάλιστα ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας στην ιδρυτική διαδικασία λίγους μήνες πριν θεωρούνταν πρόβλημα και ανασχετικός παράγοντας στην ενοποίηση. Η Φεντερασιόν εκπροσωπούσε ίσως το πλέον αυθεντικό εργατικό προλεταριάτο των Βαλκανίων καθώς οι φτωχοί εβραίοι εργάτες, σε αντίθεση με τα εργατικά στρώματα των άλλων εθνικοθρησκευτικών ομάδων, είχαν περιορισμένες δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης. Οι εβραίοι εργάτες διαβιούσαν σε αυτήν την κατάσταση αυτή για πολλές δεκαετίες έως και αιώνες, αλλά και αντιμετώπιζαν μια μοναδική για τα δεδομένα των Βαλκανικών πόλεων κοινωνική φτώχια. Οι εβραίοι εργάτες κυρίως ήταν φορτοεκφορτωτές ξηράς και λιμένος και χειρώνακτες εργάτες του ποδαριού, αλλά το κυρίως συνδικαλισμένο τμήμα τους αποτελούταν εξίσου από καπνεργάτες και άλλα χειροτεχνικά επαγγέλματα. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της θεσσαλονικιώτικης εβραϊκής εργατικής τάξης συνεχόταν σε μια κοινή βαθιά ιστορική ταξική συνθήκη και μπορούσε να αλλάξει στο πλαίσιο μόνο με συνολικότερες ανατροπές στο πλαίσιο της αποβιομηχάνισης του ισχνού καπιταλισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο διεθνιστικός, σοσιαλιστικός και αντιπολεμικός προσανατολισμός της Φεντερασιόν ήρθε αμέσως σε σύγκρουση με τα φιλοβενιζελικά συνδικαλισμένα εργατικά στρώματα της Θεσσαλονίκης και της Παλαιάς Ελλάδας, κυρίως του Πειραιά. Η αντιπαράθεση αυτή η οποία ενέχει και αντισημιτικό-εθνικιστικό υπόβαθρο θα είναι εφικτό να ξεπεραστεί στα 1918. Η Φεντερασιόν είχε ήδη καλέσει σε δύο αποτυχημένες εθνικές προσπάθειες πανεργατικού Συνεδρίου. Η αλλαγή αυτή αφορούσε μια αντιφατική συνθήκη κυρίως στο φιλοβενιζελικό στρατόπεδο. Ο αυταρχισμός της βενιζελικής διακυβέρνησης, το κοινό εργατικό αντιπολεμικό συναίσθημα, αλλά και η επιθυμία της ίδιας της κυβέρνησης για την ίδρυση μιας εργατικής συνομοσπονδίας ενίσχυσε την διαδικασία. Η αντιπαράθεση θα επανέλθει στα 1919 με την μορφή τη διάσπασης της ΓΣΕΕ ανάμεσα στη φιλοβενιζελική παράταξη του καθαρού συνδικαλισμού και τη σοσιαλιστική παράταξη του ΣΕΚΕ.
Κλείνοντας αξίζει να σημειωθεί ότι τα συντεχνιάζοντα στρώματα των επαγγελματιών χειροτεχνών θα ριζοσπαστικοποιηθούν και θα πρωταγωνιστήσουν στην ίδρυση της ΓΣΕΕ σε μια περίοδο συγκεντροποίησης του κεφαλαίου εν μέσω πολεμικής περιόδου. Βασική αιτία η απειλή από την διαδικασία της συγκεντροποίησης καθώς διέλυε την παραγωγική αυτονομία, υπονόμευε τη θέση και το κύρος, τα ημερομίσθια, αλλά και τις ιεραρχικές δομές των συντεχνιαζόντων επαγγελμάτων. Η επόμενη κορυφαία στιγμή του ριζοσπαστικοποιημένου κινήματος των εργατών τεχνιτών επαγγελματιών στάθηκε η μεγάλη πολιτική και επαγγελματική απεργία του 1919. Το τέλος του πολέμου και η είσοδος του προσφυγικού πληθυσμού θα ανακόψει αυτή τη διαδικασία συγκεντροποίησης του κεφαλαίου ενισχύοντας την δεκαετία του 1920 τις μικρές επιχειρήσεις και τον λεγόμενο υπερεπαγγελματισμό. Το γεγονός αυτό στην πράξη ενίσχυσε την παρουσία του εργατικού συντεχνιάζοντος συνδικαλισμού των εργατών τεχνιτών. Σε κάθε περίπτωση, η αρχή είχε γίνει.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Η αντιδραστική συνέχεια κράτους και ακροδεξιάς


Κώστας Παλούκης, 
εφημερίδα Πριν, 28.10.2018


Εθνικό ταμπού

Η παρουσία του φασισμού στην Ελλάδα αποτελούσε για δεκαετίες ένα ιδεολογικό ταμπού καθώς κυριαρχούσε ένα δημοκρατικό αφήγημα. Το ελληνικό έθνος θεωρείται από την φύση του δημοκρατικό και αντιστασιακό και ως εκ τούτου αντιφασιστικό. Ενσωματώνονται ως αντιφασιστικές μάχες του λαού τόσο ο ελληνοϊταλικός πόλεμος όσο και η εθνική αντίσταση. Παράλληλα, προβάλλεται ο δημοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού μεσοπολέμου. Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός αντιμετωπιζόταν ως μια εξαίρεση στην πανευρωπαϊκής κλίμακας ροπή προς τον φασισμό. Το ίδιο το καθεστώς του Μεταξά «αποφασιστικοποιείται» και παρουσιάζεται σαν μια απλή δικτατορία που δεν είχε στην πραγματικότητα τα τυπικά φασιστικά χαρακτηριστικά. Οι δοσιλογικές οργανώσεις παρουσιάζονταν ως μειοψηφική εξαίρεση απέναντι στην πάνδημη αντιφασιστική ομοθυμία, ενώ οι δραστηριότητες των εμφυλιοπολεμικών και μεταπολεμικών ομαδοποιήσεων υποβαθμίζονται ιδεολογικά πίσω από τον όρο «παρακράτος». Οι ρητορικές της κρίσης μετέβαλλαν αυτές τις προσλήψεις. Η αναπαράσταση της αντιφασιστικής δημοκρατικής κοινωνίας δεν ήταν πια χρήσιμη ούτε νομιμοποιητική για το μνημονιακό καθεστώς. Στο δημόσιο διάλογο επικρατεί ένας ακροδεξιός αυταρχικός λόγος, φοβικός απέναντι στα δημοκρατικά, κοινωνικά και δημόσια αγαθά, βαθιά ρατσιστικός, ομοφοβικός και γενικά αντεπαναστατικός. Η τομή αυτή δεν προκάλεσε μόνο αυτήν την αντίδραση στο παρόν, αλλά αποτράβηξε το δημοκρατικό και προοδευτικό πέπλο, απογύμνωσε το ίδιο το παρελθόν από ιδεοληπτικές αναπαραστάσεις. Γι’ αυτό το λόγο, στην κορύφωση της πρόσφατης πολιτικής κρίσης ιστορικά στοιχεία του παρελθόντος αναδεικνύονταν συχνά πεδίο σύγκρουσης και αντιπαράθεσης των συμβολικών ρητορικών. Ο φασισμός ξαφνικά δεν ήταν ένα φάντασμα, αλλά μια πραγματική απειλή με παρελθόν, παρόν και ενδεχομένως μέλλον. Σε αυτό το κείμενο παρουσιάζονται στοιχεία αυτού του «μαύρου νήματος».

Ο φασισμός στην Ελλάδα προέκυψε κυρίως από μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα

Ο ελληνικός μεσοπόλεμος είχε μια ιδιαιτερότητα, τον «εθνικό διχασμό». Αυτή η ιδιαιτερότητα γέννησε δύο διακριτούς αστικούς πόλους με τη δική τους αριστερά, κέντρο και δεξιά. Ως εκ τούτου, ο ελληνικός μεσοπόλεμος γέννησε δύο φασιστικές γενεαλογίες οι οποίες όμως μπόρεσαν να συντεθούν και ενοποιηθούν κάτω από το μεταξικό καθεστώς. Η πιο σοβαρή περίπτωση προέκυψε από τον βενιζελικό πόλο και ήταν τα «τρία έψιλον», δηλαδή η Εθνική Ένωσις Ελλάς. Δημιουργήθηκε το 1927 στην Θεσσαλονίκη από μικρασιάτες πρόσφυγες. Η ιδεολογία της ήταν ταυτόχρονα αντισημιτική και αντικομμουνιστική συνδυάζοντας αυτά τα δύο σε μια ενιαία πρόσληψη του εσωτερικού εχθρού, κάτι που παραμένει μια κοινή ανάγνωση στο χώρο της άκρας δεξιάς. Ιδρυτής της ΕΕΕ και πρόεδρός της ήταν ο έμπορος Γεώργιος Κοσμίδης, ένας τουρκόφωνος πρόσφυγας, γραμματέας της ο τραπεζικός Δ. Χαριτόπουλος, ενώ τη δράση της προπαγάνδιζε ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Μακεδονία της Θεσσαλονίκης, Νίκος Φαρδής. Η εφημερίδα Μακεδονία αποτελούσε τον βασικό πυλώνα του βενιζελισμού στην Θεσσαλονίκη, με εκδότη τον Ι. Βελλίδη. Με άλλα λόγια, η εμφάνιση του φασισμού στην Ελλάδα προέκυψε σε μεγάλο βαθμό από μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα και με την ξεκάθαρη υποστήριξη του πολιτικού, δημοσιογραφικού και οικονομικού συστήματος. Οι τριεψιλίτες συμμετείχαν σε επίσημες παρελάσεις σε εθνικές εορτές και είχαν αναπτύξει παραστρατιωτική δράση με τους «Χαλυβδόκρανους». Η κρίσιμη περίοδος δράσης τους ήταν η περίοδος 1929-1933. Με την υποστήριξη της εφημερίδας Μακεδονία πρωτοστάτησαν στον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ τον Ιούλιο του 1931, ενώ τον Αύγουστο οργάνωσαν πορεία μέχρι τα ελληνοσερβικά σύνορα. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιήθηκε δίκη με κατηγορούμενους τον Ν. Φαρδή και μέλη της ΕΕΕ, οι οποίοι αθωώθηκαν. Οι τριεψιλίτες, βέβαια, αφού αποδόθηκαν καθαροί στην κοινωνία μετά τη δίκη της Βέροιας, στράφηκαν εναντίον των κομμουνιστών και των εργατικών συνδικάτων, όπως άλλωστε τους παρότρυναν κι οι υπεύθυνοι πολιτικοί ηγέτες.


Στις 17 Αυγούστου 1932 μέλη της οργάνωσης έκαναν ένοπλη επιδρομή στο σωματείο καπνεργατών κι έπειτα οικοδόμων Θεσσαλονίκης τραυματίζοντας σοβαρά τον γραμματέα του Χρ. Παπαδόπουλο και τον οικοδόμο Χ. Σταμπουλίδη, ο οποίος ξεψύχησε την επόμενη μέρα. Στην Καβάλα, την Θεσσαλονίκη και άλλες μακεδονικές πόλεις με έντονη κομμουνιστική δράση, πολύ συχνά εργοδότες και ο ιδιαίτερα βιομήχανοι ενίσχυαν φασιστικές ομάδες. Στην Βέροια, η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στα 1931 προκάλεσε την αντίδραση των βιομηχάνων. Ιδρύθηκε η Εθνική Αντικομμουνιστική Οργάνωση και ο βιομήχανος Λαναράς κάλεσε τον αρχηγό της, πρώην καπετάνιο οπλαρχηγό, στη Νάουσα για να τρομοκρατήσει τους εργάτες. Με την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία οι τριεψιλίτες ενθαρρύνθηκαν και ενεργούσαν αλλεπάλληλες επιθέσεις εναντίον εργατών και κομμουνιστών.


Στην Αθήνα, η κατάσταση ήταν εντελώς αντεστραμμένη πολιτικά. Η Εθνική Ένωσις Ελλάς συνδεόταν κυρίως με το αντιβενιζελικό κόμμα. Ο κύριος εκφραστής τους ήταν η εφημερίδα Ελληνική η οποία δημοσίευε τις προκηρύξεις και ενθάρρυνε την αντικομμουνιστική δράση των εθνικιστών. Τον Αύγουστο του 1931 και με αφορμή τον φόνο του αστυνομικού Γυφτοδημόπουλου από τον Μιχάλη Μπεζεντάκο, η εφημερίδα μέσα από τις προκηρύξεις της ΕΕΕ καλούσε στην εφαρμογή του νόμου του Λιντς απέναντι σε κάθε κομμουνιστή. Στην πράξη η επιρροή της οργάνωσης στην Αθήνα ήταν μικρότερη καθώς δραστηριοποιούνταν άλλες μικρότερες φασιστικές ομάδες. Η πιο μεγάλη παρέμβαση έγινε τον Ιούνιο του 1933, τρεις μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και την ανάληψη της διακυβέρνησης της Ελλάδας από τους αντιβενιζελικούς. Το πρωί της 25ης Ιουνίου κατέφτασαν από τη Θεσσαλονίκη δύο τρένα με περισσότερους από 1.500 χαλυβδόκρανους. Στην Αθήνα τα μέλη της ΕΕΕ κατευθύνθηκαν σε παράταξη στο άγαλμα του Αγνώστου Στρατιώτη. Στην τελετή κατάθεσης στεφάνων παραβρέθηκαν ο υπουργός Εσωτερικών και πρωθυπουργός επί κατοχής Ι. Ράλλης, ο πρόεδρος της Γερουσίας Στ. Γονατάς, ο Μητροπολίτης Βέροιας Πολύκαρπος και άλλοι παράγοντες. Η αστυνομική δύναμη είχε κινητοποιηθεί για την περιφρούρηση της ΕΕΕ. Ωστόσο, για δύο ημέρες το κέντρο της Αθήνας μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, καθώς μέλη του ΚΚΕ και της ΚΟΜΛΕΑ συγκρούονταν με τους τριεψιλίτες και τις αστυνομικές δυνάμεις. Κατά τις συγκρούσεις αυτές σκοτώθηκαν από τα πυρά των χαλυβδόκρανων ο αρχειομαρξιστής Θωμόπουλος και ο κομματικός Ταμπούκης, δεκάδες άλλοι τραυματίστηκαν, ενώ η Αστυνομία συνέλαβε 200 εργάτες. Αργότερα, οι τριεψιλίτες προσπάθησαν να οργανωθούν σε κόμμα και παρότι αυτό οδήγησε στη διάσπασή τους, εξακολουθούμε να τους βρίσκουμε στο πλευρό της χωροφυλακής στην καταστολή της εργατικής εξέγερσης τον Μάη του 1936, στο κάψιμο των «κομμουνιστικών» βιβλίων μπροστά στον Λευκό Πύργο τον Αύγουστο του ίδιου έτους, ενταγμένους στην ΕΟΝ, κατόπιν ανασυγκροτημένους κι αναβαθμισμένους σε ταγματασφαλίτες στο πλευρό των ναζί κι εντέλει συνεργάτες της αστυνομίας και του στρατού στα χρόνια του Εμφυλίου (παρότι πολλοί απ’ αυτούς ήταν καταδικασμένοι ως δοσίλογοι).
Η συγκρότηση της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ) το Νοέμβριο του 1936 συνιστά ένα από τα βασικά στοιχεία που ανατρέπουν την άποψη ότι το καθεστώς Μεταξά είναι μια καλή δικτατορία, εξαίρεση στο φασιστικό ευρωπαϊκό κανόνα. Με την ΕΟΝ το καθεστώς στόχευε στο να αποκτήσει το μαζικό λαϊκό έρεισµα που στερούνταν. Πρότυπο αγωγής της ΕΟΝ ήταν η «σπαρτιατική» οργάνωση και διαπαιδαγώγηση των νέων. Στα 1939-1940 συμμετείχαν πολλοί νέοι ηλικίας 8 έως 25 ετών. Αναφέρονται 750.000 μέλη το 1939, 1.250.000 το 1940.
Με την ονομασία «Τάγματα Ασφαλείας» είναι γνωστοί οι ένοπλοι σχηματισμοί που συγκροτήθηκαν το 1943-44 από τις γερμανικές αρχές κατοχής για την καταπολέμηση των ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σκοπός του εγχειρήματος ήταν η υπόθαλψη του ενδοελληνικού εμφυλίου έτσι ώστε να αυξηθεί η ευστοχία των κατασταλτικών μέτρων εναντίον του ΕΑΜ και, το κυριότερο, «να εξοικονομηθεί γερμανικό αίμα». Τα «ευζωνικά» τάγματα συγκροτήθηκαν με απόφαση της κυβέρνησης Ράλλη. Πολλά τάγματα συγκροτήθηκαν «εθελοντικά», με πρωτοβουλία στελεχών του διαλυμένου ελληνικού στρατού και άλλων «εθνικοφρόνων» τοπικών παραγόντων. Ταυτόχρονα, δρούσαν «εθελοντικές» αντιεαμικές ένοπλες ομάδες που συγκροτήθηκαν αυτόνομα, κυρίως στην Αττική. Τέλος, μονάδες «εθνικιστών» της Βόρειας Ελλάδας συγκροτήθηκαν απευθείας από τους Γερμανούς, έξω από τον έλεγχο της κυβέρνησης Ράλλη. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο «Εθελοντικός Ελληνικός Στρατός» (ΕΕΣ) του συνταγματάρχη Πούλου, ο οποίος χαρακτηρίζεται για τον αμιγώς εθνικοσοσιαλιστικό πολιτικό του λόγο.


Από τα Τάγματα Ασφαλείας στη δολοφονία του Λαμπράκη

Στα Τάγματα Ασφαλείας ή στα άλλα αντικομμουνιστικά αντιεαμικά σώματα στρατολογούνταν κυρίως λούμπεν στοιχεία: άνθρωποι πολύ φτωχοί προκειμένου να επιβιώσουν, εγκληματικοί τύποι για ξεκαθάρισμα προσωπικών διαφορών και ατομικό πλουτισμό, συγγενείς εκείνων που σκοτώθηκαν από τον ΕΛΑΣ. Στην Αθήνα, τα ευζωνικά τάγματα συμμετείχαν ενεργά στα «μπλόκα» του 1944, με σκοπό την κατατρομοκράτηση του πληθυσμού και την καταστροφή της πολιτικής υποδομής του ΕΑΜ, αλλά και στη συγκέντρωση εργατών για αναγκαστική εργασία στα γερμανικά εργοστάσια. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των Ταγμάτων Ασφαλείας υπήρξε η παραδειγματική αγριότητα που επέδειξαν στην πράξη, αγριότητα που ξεπερνούσε συχνά κατά πολύ την αντίστοιχη των γερμανών συναγωνιστών τους. Εκτός από συλλήψεις και φονικά, η παρουσία τους συνεπάγεται την πλήρη αποδιάρθρωση όλων εκείνων των δημιουργικών κοινωνικών πρακτικών που συνόδευαν την ανάπτυξη του ΕΑΜ. Ο Ξενοφών Γιοσμάς, αποκαλούμενος και φον Γιοσμάς λόγω της δοσιλογικής δράσης του, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπου που συνδέει τον δοσιλογισμό με τον μεταπολεμικό παρακρατικό μηχανισμό. Το 1943 σε συνεργασία με την γερμανική Μυστική Αστυνομία Στρατού οργάνωσε τις «Αντικομμουνιστικές Ομάδες Ασφαλείας» και στη συνέχεια εντάχθηκε ως Καπετάν Παρμενίων στην «Εθνική Αντικομμουνιστική Οργάνωση Κατερίνης, Πιερίων και Ολύμπου» (ΕΑΟ). Με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, διέφυγε στην Γερμανία και κατόπιν στην Βιέννη όπου συμμετείχε στην τελευταία κατοχική κυβέρνηση Τσιρονίκου που μεταφέρθηκε εκεί, ως υπουργός Προπαγάνδας. Τον Νοέμβριο του 1945 καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσίλογων ερήμην σε θάνατο ως συνεργάτης των Γερμανών.
Τα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν τη στιγμή γένεσης του νέου εμφυλιοπολεμικού σκηνικού. Οι ταγματασφαλίτες ουσιαστικά μετατράπηκαν από φασίστες σε υπερασπιστές της δημοκρατίας απέναντι στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό.
Για πολλές δεκαετίες, η ταυτότητά τους και η μνήμη τους παρέμεινε αυτολογοκριμένη. Ωστόσο, αυτός ο κόσμος αποτέλεσε τη μάζα υποστήριξης του παρακρατικού καθεστώτος της Δεξιάς. Στη Θεσσαλονίκη στελέχωσαν πολύ συγκεκριμένα επαγγέλματα με λούμπεν χαρακτηριστικά, όπως τους φορτοεκφορτωτές. Οργανώσεις με αιχμή τον αντικομμουνισμό και τον φιλομοναρχισμό αλλά και φτωχοί πολίτες που αναζητούσαν διέξοδο στα προβλήματα στέγασης και εργασίας, συντονίζονταν από εκπροσώπους των σωμάτων ασφαλείας και καθοδηγούνταν από άτομα, όπως δοσίλογοι που βρήκαν καταφύγιο από τη μνήμη της προηγούμενης δράσης τους στη συνεργασία με την αστυνομία, εντασσόμενοι στο πλέγμα εξουσίας. Η οργάνωση «Καρφίτσα» ήταν η παρακρατική ομάδα που έδρασε τη δεκαετία του ’60 ως μαχητικό τμήμα της οργάνωσης του Γιοσμά: «Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος». Η δράση του μηχανισμού κορυφώθηκε με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη το 1963.

πόσοι μας διάβασαν: