Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

(Αντι)μιλώντας στη σοβαρότητα. Μια απολύτως σοβαρή και ταχύρρυθμη αντι/ημερίδα


Τρίτη, 1η Απριλίου 2014, 18.00-22.30
Kreuzberg urban culture club, Πλαταιών 36 και Σφακτηρίας, Κεραμεικός

Από τον Ροβεσπιέρο έως τον Ράιχενμπαχ είναι, καμιά φορά, ένα γαϊδούρι δρόμος. Η επιστημονική ομάδα του ΟΜΙΚ, οι καλεσμένες και οι καλεσμένοι του, ξεκινούν από την παραπάνω διαπίστωση και τρολάρουν την Ιστορία, σε ένα αναστοχαστικό συνέδριο για τον έρωτα, την επανάσταση και την πολιτική αυτονομία.
Στο σημερινό επεισόδιο ο Οσκάρ εξηγεί στην Ωραιοζήλη πως όταν ένας Τούρκος αγαπά μια ρωμηοπούλα μπαίνει στη μέση η στάση 1821. Η Ωραιοζήλη αμφίθυμη, υποψιάζεται πως τα σοβιετικά επιτεύγματα ήταν τελικά υπαγορευμένα από το υπερπέραν. Βάφει τα μαλλιά της ξανθά και μεταβαίνει στην Αυστραλία για να καταλήξει στην Αίγυπτο, όπου εν μέσω ζυθούχων λουτρών, καταλαβαίνει ότι η Γη υπήρξε αρχικά επίπεδη. Την ονειροπόλησή της διακόπτει ο χωροφύλακας Τρικάλων καθώς γυμνισταί και χίπι εισβάλλουν στον χώρο. Μήπως τελικά το έργο του Παμπλέκη ήταν μια φάρσα στο σύμπαν του Σιμωνίδη; Κυρίως όμως, η τελευταία επιθυμία του Ν.Γ. θα χωρέσει άραγε ποτέ στη μεγάλη του Γένους Φρικηπαίδεια;
Η συνέχεια την 1η Απριλίου…
 
Θα χορηγηθούν βεβαιώσεις παρακολούθησης, κατάλληλες και για το εξωτερικό
 
                                                                     GUEST STAR: Στρατής Μπουρνάζος
                                                                                            

                                                                   Όμιλος Μελέτης Ιστορίας και Κοινωνίας





Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Η Κομμούνα του Παρισιού: ορισμένες επισημάνσεις για την πρώτη μορφή εργατικής εξουσίας



του Περικλή Παυλίδη
Η Κομμούνα του Παρισιού συνιστά εξόχως ηρωικό και συνάμα δραματικό γεγονός στην  ιστορία του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Είναι η πρώτη έφοδος του προλεταριάτου στον ουρανό, το πρώτο εγχείρημα κατάληψης της εξουσίας με στόχο τη  χειραφέτηση της εργασίας. Όπως ο Μαρξ   σημειώνει, η Παρισινή  Κομμούνα  προέταξε την «κοινωνική δημοκρατία», κι αν νικούσε, θα απαλλοτρίωνε  τους απαλλοτριωτές, θα λειτουργούσε δηλαδή  ως μοχλός  ανατροπής των οικονομικών  θεμελίων  της ταξικής κοινωνίας.
Στη βραχύβια διάρκειά της   η Κομμούνα του Παρισιού  εφάρμοσε δραστική πολιτική υπέρ του εργαζόμενου λαού. Θέσπισε τη γενική και δωρεάν εκπαίδευση, απομάκρυνε την εκκλησία από τα σχολεία, έλαβε μέτρα κοινωνικής πρόνοιας για ανάπηρους, χήρες και ορφανά, μείωσε τους φόρους για τους φτωχούς,  ακύρωσε τις υποθήκες οικίας και  όρισε περίοδο αναβολής της καταβολής  χρεών των μικρομεσαίων ιδιοκτητών. Ακόμη απαγόρευσε τα εργοδοτικά πρόστιμα στους εργάτες και την νυκτερινή εργασία στα αρτοποιεία,    οργάνωσε δημόσια εργαστήρια που εφοδίαζαν με υλικά την εθνοφρουρά, ενώ επιχειρήσεις που εγκαταλείφθηκαν από   τους ιδιοκτήτες τους παραδόθηκαν σε συνεταιρισμούς εργατών για την επαναλειτουργία τους.
Ο Μαρξ, ως γνωστόν,  προσέδωσε μεγάλη σημασία στο επαναστατικό έργο της Παρισινής Κομμούνας, επιχειρώντας να συναγάγει από αυτό ορισμένα  γενικά συμπεράσματα αναφορικά με το χαρακτήρα της εργατικής εξουσίας. Πρόκειται για την απόφασή  της να αντικαταστήσει τον τακτικό στρατό με τμήματα οπλισμένου λαού, την εθνοφρουρά, αλλά και για την ίδια την οργανωτική   συγκρότησή της με τη μορφή του διαρκώς εργαζόμενου νομοθετικού και εκτελεστικού σώματος, θεμελιωμένου στην αρχή της αιρετότητας   και ανακλητότητας όλων των αξιωματούχων, με απώτερο σκοπό   την εγκαθίδρυση ενός ομοσπονδιακού αυτοδιοικητικού   συστήματος διακυβέρνησης της χώρας (τοπικές κομμούνες θα διοικούσαν  τις περιφέρειες, ενώ η κεντρική διοίκηση θα βρισκόταν στα χέρια της συνέλευσης των αντιπροσώπων τους). Στις ιδιαιτερότητες αυτής της νέας μορφής εξουσίας πρέπει να προσθέσουμε και την κατάργηση των προνομίων των δημόσιων υπαλλήλων με την καταβολή σε αυτούς μισθών αντίστοιχων αυτών των εργατών. Ως ανώτατη αμοιβή  τους ορίστηκε  το ποσό των 6000 φράγκων ετησίως, το οποίο ισούταν με το μισθό ενός ειδικευμένου εργάτη.
Ο Μαρξ στο έργο του «Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», εκκινώντας από την άποψη ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς, συμπεραίνει ότι η περίπτωση της  Κομμούνας του Παρισιού συνιστά ενδεδειγμένο τρόπο κατάργησης της  κρατικής εξουσίας ως δύναμης αποξενωμένης  από το λαό. Σύμφωνα δε με τη γνωστή δήλωση του Ένγκελς σε πρόλογο που έγραψε για το εν λόγω έργο, η Κομμούνα του Παρισιού αποτέλεσε  απτό  παράδειγμα της εξουσίας που μπορεί να οριστεί ως «δικτατορία του προλεταριάτου».
Οι απόψεις αυτές των  Μαρξ και Ένγκελς απέκτησαν αξιωματική ισχύ για το κομμουνιστικό κίνημα, όσον αφορά το ζήτημα της συγκρότησης της εργατικής εξουσίας στο σοσιαλισμό. Όχι τυχαία μετά  τη νίκη της  Οκτωβριανής Επανάστασης  το σοβιετικό κράτος οικοδομήθηκε  ως ιεραρχικό σύστημα    συμβουλίων-σοβιέτ, αρχίζοντας από τις άμεσες εργασιακές μονάδες και φτάνοντας,  διαμέσου διαδοχικής αντιπροσώπευσης, μέχρι το ανώτατο Πανρωσικό Συνέδριο  των Σοβιέτ. Τα συμβούλια αυτά συνδύαζαν νομοθετικές και εκτελεστικές λειτουργίες και  ήταν στελεχωμένα  από αιρετούς και ανακλητούς εκπροσώπους του εργαζόμενου λαού.
Χρειάζεται όμως εδώ  να επισημάνουμε ότι  η αντίληψη του Μαρξ, βάσει της εμπειρίας της Παρισινής Κομμούνας, για τη συγκρότηση ενός εργατικού κράτους στο οποίο δε θα  υπάρχουν περιθώρια γραφειοκρατικού εκφυλισμού, δεδομένου ότι κάθε δημόσιος υπάλληλος θα είναι λίγο-πολύ άμεσα αντικαταστάσιμος  από το μέσο εργαζόμενο, αλλά   ούτε και αυτόνομοι από το λαό μηχανισμοί βίας και καταστολής,  βρισκόταν πολύ μακριά από τις αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούσαν όχι μόνο στη Γαλλία του 1871, αλλά και στις σοσιαλιστικές κοινωνίες του 20ου αιώνα.
Η ιδέα αυτή του άμεσα αντικαταστάσιμου διοικητικού υπαλλήλου προϋπόθετε και προϋποθέτει για την υλοποίησή της την ισχυρή   υποχώρηση και υπέρβαση  του υποδουλωτικού καταμερισμού της εργασίας,  μια τέτοια δηλαδή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των ίδιων των εργαζόμενων ως προσωπικοτήτων,  ώστε οι τελευταίοι να είναι de facto ικανοί  να αυτοδιευθύνονται. Προϋπόθετε με άλλα λόγια την καθολική υπέρβαση του χειρώνακτα εργάτη, του εργαζόμενου που υπηρετεί τα μέσα παραγωγής (χειροκίνητα αλλά και εκμηχανισμένα), αποτελώντας εν πολλοίς το φυσικό συμπλήρωμά τους.
Η  Κομμούνα του Παρισιού, καθώς και τα  πρώτα νικηφόρα σοσιαλιστικά  εγχειρήματα πραγματοποιήθηκαν  εντός συνθηκών κυριαρχίας της χειρωνακτικής εργασίας. Μάλιστα στις πρώτες σοσιαλιστικές χώρες για λόγους αντικειμενικούς και αναπόδραστους ο  καταμερισμός της εργασίας αντί να περιοριστεί διευρύνθηκε σημαντικά, μιας και   η συνακόλουθη της εκβιομηχάνισης δημιουργία μεγάλου σώματος διοικητικών και υψηλά ειδικευμένων  υπαλλήλων και επίσης  η εμφάνιση σημαντικού αριθμού εργαζομένων της γνώσης  (φορέων και δημιουργών επιστημονικών γνώσεων) συνυφαινόταν με την διατήρηση πληθώρας χειρωνακτών εργαζομένων, φορέων  στοιχειωδών γνώσεων, περιορισμένης ειδίκευσης, ικανών προς διεκπεραίωση κατεξοχήν εκτελεστικού έργου.
Αυτή η διευρυμένη  διαφοροποίηση των εργαζόμενων εκφράστηκε αναπόφευκτα και στις αμοιβές τους, από τη στιγμή που διατηρούνταν πολύ σημαντικές διαφορές ως προς την  κοινωνική σημασία της εργασίας του καθενός.   Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μαρξ στο έργο του «Κριτική του προγράμματος της Γκότα»  με μεγάλη οξυδέρκεια θα αναφερθεί στο αναπόφευκτο  των άνισων αμοιβών των εργαζομένων στο  κατώτερο στάδιο  της κομμουνιστικής κοινωνίας, δεδομένης της διατήρησης της «υποδουλωτικής υποταγής των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας» (της  αντίθεσης μεταξύ πνευματικής και σωματικής εργασίας). Θα αποκαλέσει μάλιστα αυτή την ανισότητα των αμοιβών «κυριαρχία του αστικού δικαίου» χωρίς αστική τάξη. Ωστόσο, ο  Μαρξ δεν συνήγαγε από αυτή την επισήμανση τα απαραίτητα συμπεράσματα και κυρίως δεν φαίνεται να αντελήφθη  ότι  η διατήρηση διαφορών μεταξύ των εργαζομένων ως προς τις αμοιβές τους, ως συνέπεια της διατήρησης αντιθέσεων εντός της ίδιας της εργασίας,  συνεπάγεται και τη διατήρηση ιδιότυπων ανταγωνισμών μεταξύ τους για την καλύτερη ικανοποίηση των αναγκών τους.
Βάσει των παραπάνω, θεωρώ αναγκαίο να τονίσω ότι σε μια σοσιαλιστική κοινωνία η κατανομή του προοριζόμενου για ατομική κατανάλωση προϊόντος, διαμέσου συγκεκριμένου συστήματος αμοιβών, θα πρέπει να γίνεται  αντιληπτή ως εξαρτώμενη πρωτίστως από αντικειμενικούς παράγοντες, από το χαρακτήρα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, από την κοινωνική σημασία της εργασίας  της μιας ή της άλλης ομάδας εργαζομένων, από  τις αντικειμενικές δυνατότητες ή τους περιορισμούς τους εντός του συστήματος της υλικής παραγωγής. Η εφαρμοζόμενη κάθε φορά πολιτική μισθών μπορεί να λαμβάνει  υπόψη, περισσότερο ή λιγότερο, τους εν λόγω παράγοντες. Αυτοί όμως, ούτως ή  άλλως, θα εκδηλώνονται και  εν τέλει θα καθορίζουν (ακόμη και υπονομεύοντας-ανατρέποντας την επίσημη νομοθεσία και οικονομική πολιτική) τις σχέσεις κατανομής του παραγόμενου  προϊόντος. Με άλλα λόγια, οι αμοιβές των εργαζόμενων σε μια σοσιαλιστική κοινωνία αποτελούν πρωτίστως  ζήτημα των αντικειμενικών χαρακτηριστικών και αντιφάσεων της εργασίας  και δευτερευόντως ζήτημα ιδεολογικών διακηρύξεων και κυβερνητικής πολιτικής. Συνεπώς, η όποια βιώσιμη ρηξικέλευθη αλλαγή στο πεδίο των αμοιβών θα πρέπει να συνοδεύεται από αντίστοιχη αλλαγή της δομής του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και οπωσδήποτε των υλικών παραγόντων που την καθορίζουν, δηλαδή  των μέσων παραγωγής, των κυρίαρχων τύπων εργαζομένων, της ποσότητας και ποιότητας του προοριζόμενου για ατομική κατανάλωση κοινωνικού προϊόντος.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ πόσο επώδυνη ήταν για τους μπολσεβίκους και τον Λένιν η διαπίστωση, ήδη το 1918,  ότι για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ρωσία, σε υλικές συνθήκες τουλάχιστον όχι κατώτερες από αυτές της Γαλλίας του 1871, θα έπρεπε να παραιτηθούν από την πολιτική της Κομμούνας του Παρισιού στο ζήτημα των αμοιβών των ειδικών και να καταβάλλουν σε αυτούς «καπιταλιστικούς» μισθούς.
Η παροχή ιδιαίτερα υψηλών αμοιβών στους ειδικούς (μηχανικούς, αγρονόμους, οικονομολόγους κλπ) καθορίστηκε από την εξαιρετική κοινωνική αναγκαιότητα και σημασία της εργασίας τους, δεδομένου ότι χωρίς αυτή  ήταν αδύνατη η οικοδόμηση μιας βιομηχανικής σοσιαλιστικής οικονομίας στη Ρωσία. Η κατάσταση μάλιστα επιδεινωνόταν από το γεγονός της τεράστιας έλλειψης ικανών, υψηλά ειδικευμένων στελεχών, αναγκαίων για τη σχεδίαση και διεύθυνση των σοβιετικών παραγωγικών δυνάμεων, πράγμα που υποχρέωσε κάποια στιγμή το Λένιν να δηλώσει με καυστικό τρόπο: «Έχουμε πολλούς κομμουνιστές και θα έδινα ντουζίνες απ’ αυτούς για ένα μορφωμένο αστό ειδικό, που μελετάει ευσυνείδητα τη δουλειά του».
Στις σοσιαλιστικές κοινωνίες του 20ου αιώνα δεν κατέστη εφικτή η υλοποίηση και ενός άλλου μέτρου της Παρισινής Κομμούνας, της κατάργησης του τακτικού στρατού και της αστυνομίας, ως κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Οι οξύτατες συγκρούσεις που σημάδεψαν  τα πρώτα σοσιαλιστικά εγχειρήματα, εξαιτίας όχι μόνο της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας και της εσωτερικής αντίστασης των εκμεταλλευτικών τάξεων, αλλά και των αντιθέσεων που χαρακτήριζαν την ίδια την εργασία εντός συνθηκών υποδουλωτικού καταμερισμού της (αντιθέσεων που γεννούσαν ιδιοτελείς επιδιώξεις και ανταγωνισμούς)  οδήγησαν μοιραία στην ενίσχυση των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών, αντί της εξαφάνισής τους.
Εκτός αυτού, η εκμηχάνιση των ενόπλων δυνάμεων στον 20ο αιώνα αναβάθμισε εξαιρετικά τη σημασία της στρατιωτικής ειδίκευσης και το ρόλο των επαγγελματιών στα ζητήματα του πολέμου, με αποτέλεσμα η ιδέα της πολιτοφυλακής, ως βασικού ένοπλου σώματος  της επαναστατικής εξουσίας, να αποδειχθεί στις συγκρούσεις με τα αντεπαναστατικά στρατεύματα (εμφύλιος πόλεμος σε Ρωσία, Ισπανία και αλλού) επικίνδυνα ουτοπική. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι ήδη στην περίπτωση της Κομμούνας του Παρισιού η εθνοφρουρά /πολιτοφυλακή απεδείχθη ακατάλληλη για την αντιμετώπιση του τακτικού στρατού των Βερσαλλιών.
Αποτιμώντας τη σημασία της  Κομμούνας του Παρισιού για την υπόθεση του σοσιαλισμού θα πρέπει να τονιστεί  ότι επρόκειτο για ένα εφήμερο εγχείρημα, το οποίο δεν επεκτάθηκε   στην  αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας και  στην οργάνωση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η Παρισινή Κομμούνα όχι μόνο δεν κατήργησε  την αστική ιδιοκτησία, αλλά δεν έθεσε υπό τον έλεγχό της ούτε καν την  τράπεζα της Γαλλίας, η οποία σε όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης χρηματοδοτούσε την κυβέρνηση των Βερσαλλιών, υποστηρίζοντας την αντεπαναστατική της προσπάθεια.
Η  Κομμούνα του Παρισιού δεν προέταξε καμία στρατηγική ριζικής αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων, περιοριζόμενη σε μέτρα ικανοποίησης  άμεσων αναγκών του εργαζόμενου λαού. Ακόμη και η προυντονικής προέλευσης ιδέα της φεντεραλιστικής-αυτοδιοικητικής αναδιοργάνωσης του γαλλικού κράτους απείχε πολύ από το να συνιστά πρότυπο της δικτατορίας του προλεταριάτου, δεδομένου ότι ουδόλως διασφάλιζε τη διοικητική ηγεμονία της εργατικής τάξης επί των υπολοίπων στρωμάτων της κοινωνίας. Επρόκειτο, κατ’ ουσίαν,  για διεκδίκηση της μέγιστης   αυτονομίας των δημοτικών αρχών, στο πνεύμα  της εξιδανίκευσης της παλλαϊκής συμμετοχής στις δημόσιες υποθέσεις, πράγμα που, αν τελικά επιτυγχανόταν, θα οδηγούσε στην πολιτική εξαφάνιση των ολιγάριθμων, ταξικά συνειδητοποιημένων  πρωτοπόρων στρωμάτων της μισθωτής εργασίας μέσα στην πλημμυρίδα των καθυστερημένων αγροτικών μαζών και των ευάριθμων μικροαστικών στρωμάτων των πόλεων.
Δέον, χάριν σύγκρισης, να αναφερθεί η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος της λαϊκής εκπροσώπησης στην περίπτωση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Βάσει του συντάγματος του 1918 της Σοβιετικής Ρωσίας και του συντάγματος του 1924 της ΕΣΣΔ προβλέπονταν σαφείς απαγορεύσεις συμμετοχής στα σοβιέτ για όλα τα κοινωνικά στρώματα που σχετίζονταν με την εκμετάλλευση μισθωτής εργασίας, την ιδιωτική εμπορευματική δραστηριότητα  και τη λήψη μη εργασιακών εισοδημάτων. Επίσης, διασφαλιζόταν η εξαιρετικά διαφοροποιημένη εκπροσώπηση των εργατών και των αγροτών στο σοβιετικό σύστημα διακυβέρνησης, με τρόπο ώστε να υπερισχύουν οι πρώτοι (σε ένα βουλευτή του ανώτατου Συνεδρίου των Σοβιέτ αντιστοιχούσαν 25000 εκλογείς, αν επρόκειτο για εργατικούς πληθυσμούς των πόλεων και 125000, αν επρόκειτο για αγρότες).
Δεδομένου λοιπόν ότι η   Κομμούνα του Παρισιού, ως επαναστατική εξουσία, δεν καταπιάστηκε με  ζητήματα οικοδόμησης και διεύθυνσης μιας σοσιαλιστικής  κοινωνίας (και  συνακόλουθα δε  διαχειρίσθηκε αντιφάσεις, όπως αυτές που αναπόφευκτα εκδηλώθηκαν αργότερα στα πρώτα σοσιαλιστικά εγχειρήματα) δεν μπορεί να θεωρείται δοκιμασμένο παράδειγμα οργάνωσης της εργατικής εξουσίας.  Για το λόγο αυτό, τα συμπεράσματα που οι Μαρξ και Ένγκελς συνήγαγαν με βάση την εμπειρία της είναι σαφώς ιστορικά περιορισμένα, δηλωτικά περισσότερο μιας εξιδανικευτικής  στάσης προς ένα συνταρακτικό και ηρωικό επαναστατικό γεγονός, παρά της αντίληψης των ζητημάτων που θα καλούταν να αντιμετωπίσει η εργατική εξουσία   σε συνθήκες εγκαθίδρυσης των σοσιαλιστικών σχέσεων επί αναντίστοιχων προς αυτές, ανεπαρκώς ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων.
Ο Λένιν στο άρθρο του «Στη μνήμη της Κομμούνας» θα προσδιορίσει με σαφήνεια  τους παράγοντες  που καθόρισαν την ήττα της, επισημαίνοντας ότι για να νικήσει μια κοινωνική επανάσταση θα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δυο προϋποθέσεις: υψηλό επίπεδο ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων και προετοιμασία του προλεταριάτου. Αυτές όμως, όπως διαπιστώνει ο Λένιν, δεν υπήρχαν το 1871, δεδομένης της ανεπαρκούς ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Γαλλία,  αλλά και της απουσίας εργατικού  κόμματος  και επαναστατικής συνειδητοποίησης της μεγάλης πλειοψηφίας της  εργατικής τάξης.
Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η χώρα  βρισκόταν ακόμα σε πρώιμα στάδια της βιομηχανικής επανάστασης και παρέμενε, ως προς την οικονομία της,  μικροαστική. Γι’ αυτό και η  εργατική τάξη που συμμετείχε στα επαναστατικά γεγονότα του Παρισιού αποτελούταν κυρίως από τεχνίτες μικρών εργαστηριών και όχι από εργάτες που θα μπορούσαν να οριστούν ως βιομηχανικό προλεταριάτο. Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην Παρισινή Κομμούνα αποκαλύφθηκε  η εξαιρετική  ιδεολογική και πολιτική ανεπάρκεια των δύο  ρευμάτων που ηγεμόνευσαν σε αυτή, του μπλανκισμού και του προυντονισμού. Το πρώτο, εγκλωβισμένο στην  εξιδανίκευση  της συνωμοτικής πολιτικής δράσης, και το δεύτερο, εμφορούμενο  από ένα «σοσιαλισμό» των μικροϊδιοκτητών,  θα αποδειχθούν ακατάλληλα για την πολιτική οργάνωση και προγραμματική  καθοδήγηση μεγάλων επαναστατικών εγχειρημάτων.
Ο αντίκτυπος της  Κομμούνας του Παρισιού, παρά τη βραχύβια ύπαρξή της, ήταν τεράστιος, δεδομένου ότι επιβεβαίωσε την ικανότητα των εργαζομένων να αποτελέσουν  ιστορικό υποκείμενο, διεκδικώντας με επαναστατικές μεθόδους την  ικανοποίηση των αναγκών τους. Σε αυτό το σπουδαίο εγχείρημα η εργατική τάξη  παρουσιάστηκε ως αυθεντικός εκπρόσωπος της κοινωνίας, εν αντιθέσει προς την αστική, η οποία πρόδωσε το «έθνος» συμμαχώντας με το νικητή εχθρό, την Πρωσία, προκειμένου με τη βοήθειά του να συντρίψει τον επαναστατημένο λαό. Οι υποστηρικτές και μαχητές της Παρισινής Κομμούνας, άντρες και γυναίκες (δέον να υπογραμμισθεί η εξαιρετικά ενεργή συμμετοχή των γυναικών),  ανέδειξαν με τη στάση τους τις μεγάλες επαναστατικές αρετές του εργαζόμενου λαού: τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη, το διεθνισμό, την καρτερικότητα, το πνεύμα ηρωισμού και   αυτοθυσίας.
Η Κομμούνα του Παρισιού κατεστάλη με ιδιαίτερα αιματηρό τρόπο.   Έστειλε όμως σε όλο τον κόσμο ένα σαφές αγέρωχο μήνυμα αναφορικά με την εφεξής κατεύθυνση και το περιεχόμενο της κοινωνικής προόδου: το διακύβευμα  των επερχόμενων κοινωνικών συγκρούσεων δεν θα είναι πλέον η κατάκτηση της πολιτικής δημοκρατίας, αλλά η χειραφέτηση της εργασίας.

πηγή: http://ilesxi.wordpress.com/2014/03/24/%CE%B7-%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%8D-%CE%BF%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%B9/

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος: Η αφετηρία ενός νέου κόσμου

Στρατηγικές επιλογές και ιστορικές συγκυρίες


Σειρά εκδηλώσεων του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και
των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας



Α΄ ΕΝΟΤΗΤΑ
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος: Η αφετηρία ενός νέου κόσμου


5η εκδήλωση

Τετάρτη  26  μαρτιου 2014,  ώρα 19.00
Νομική Σχολή, αμφιθέατρο Παπαρηγοπούλου, κτήριο Μ.Θ.Ε.
Σόλωνος 57, 1ος όροφος

Η ελληνική Αριστερά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: Από τους πρωτοσοσιαλιστές, στο μικρασιατικό μέτωπο


Ομιλητές

Κώστας Παλούκης, υποψήφιος δρ. ιστορίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Μιχάλης Λυμπεράτος, δρ. ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Συντονίζει ο Σταύρος Παναγιωτίδης, υποψήφιος δρ. ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο


Οι εκδηλώσεις γίνονται με την υποστήριξη του Δικτύου transform!europe 




ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΙΚΟΣ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ: 210 3217745
ΑΡΧΕΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ: 210 3223062


__________ Information from ESET NOD32 Antivirus, version of virus signature database 9504 (20140305) __________

The message was checked by ESET NOD32 Antivirus.

http://www.eset.com

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Αλέξανδρου Σούτσος: Έκτακτε Διοικητή μου, πόσα γρόσια θησαυρίζεις;




Tο σατιρικό ποίημα του Αλέξανδρου Σούτσου τοποθετείται χρονικά, όπως σημειώνεται στον τίτλο της πρώτης έκδοσης, το Μάιο του 1831 και φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο η ρομαντική ποίηση παρεμβαίνει στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα της εποχής της. Ο Ι. Καποδίστριας ήλθε στην χώρα με τις μεγαλύτερες προσδοκίες. Ωστόσο, αμέσως κατέλυσε το σύνταγμα του 1927, το δημοκρατικότερο σύνταγμα της εποχής εκείνης σε όλο τον κόσμο, ενώ σταδιακά συγκρότησε γύρω του με βάση ένα αυταρχικό καθεστώς ένα κρατικό σύστημα συναλλαγής. Στηρίχθηκε στο ρωσικό κόμμα, το αποκαλούμενο κόμμα των Ναππαίων, βάζοντας τα θεμέλια για το διεφθαρμένο ελληνικό μηχανισμό. Ο Αλέξανδρος Σούτσος, όπως και ο αδελφός του Παναγιώτης, αρχικά ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του. Σύντομα όμως απογοητεύτηκαν και στράφηκαν εναντίον του. Οι αυταρχικές πρακτικές του δικτατορικού καθεστώτος Καποδίστρια, η τεράστια και οφθαλμοφανής διαφθορά στην μικρή επαναστατημένη ακόμα κοινωνία του ελληνικού κράτους, αλλά και η απαξίωση των αγωνιστών της επανάστασης συγκρότησαν μια ισχυρή αντιπολίτευση εναντίον του οδηγώντας στην δολοφονία του. Οι δολοφόνοι του Καποδίστρια χαρακτηρίστηκαν από πολλούς φλογερούς δημοκράτες της εποχής τυρρανοκτόνοι και συγκρίθηκαν με τους δολοφόνους του αρχαίου τυράννου Πεισίστρατου. Το συγκεκριμένο ποίημα του Σούτσου διδάσκεται σήμερα στα νέα ελληνικά του Γυμνασίου.


Φοίνικες* και ταλαράκια το πουγκί μου κουδουνίζει,
και το στόμα μου σαμπάνιες και ρυζόγαλο μυρίζει·
χαιρετάτε με με σέβας, με βαθύν προσκυνισμόν·
επιστάτης, κύριοί μου, έγινα οικοδομών.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει* καλά.
Έκτακτε Διοικητή μου, πόσα γρόσια* θησαυρίζεις;
Όσα παίρνω σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο τα κερδίζεις;
Έκτακτα τον μήνα παίρνεις εσύ χίλια… κι ας να μη!
Εγώ παίρνω τρεις χιλιάδες εις την κάθε πιθαμή.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Η αυτού Πανεξοχότης* μ’ αγκαλιάζει κάθε μέρα.
Μα ρημάζω* το Ταμείον; Αλλού βλέπει, βρέχει πέρα,
φθάνει μόνον, πουρνό* βράδυ, να τον λέγω εις τ’ αυτί
τι φρονεί ο ένας κι άλλος και τι δρόμο περπατεί.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Σήμερον το Ναύπλιόν μας η πρωτεύουσά μας είναι·
αύριο θα είναι, λέγουν, αι περίφημαι Αθήναι.
Τότε, γρόσια μιλιούνια* τότε δα θα ξοδευθούν,
και πατόκορφ’ απ’ εμένα αι Αθήναι θα κτισθούν.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Κριματίζει* όποιος λέγει πως εγώ μισώ τα φώτα·*
τα σχολεία, στην τιμή μου, τ’ αγαπώ απ’ όλα πρώτα·
και πολλές φορές λαχαίνει στ’ όνειρό μου να ιδώ
πως οικοδομώ Μουσεία, κι απ’ το στρώμα τραγουδώ:
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Με κολνούνε* οι γυναίκες και γλυκές ματιές με ρίχνουν·
μ’ όλες μου τες άσπρες τρίχες
πως μ’ ορέγουνται* με δείχνουν·
γαμβρός είμαι όπου πάγω, κι εις το κάθε σπιτικό
ταπεινότατες προτάσεις υπανδρείας αγρικώ.
*Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Δέσποινα
Λ. Πολίτη, Ποιητική Ανθολογία, τόμ. 4, Δωδώνη.
* πουρνό: πρωί * μιλιούνια: εκατομμύρια
* κριματίζει: αμαρτάνει * τα φώτα: γνώσεις, παιδεία
* με κολνούνε: μου κολλούν, με φλερτάρουν
* μ’ ορέγουνται: με θέλουν * αγρικώ: ακούω
* φοίνικες: νομίσματα του Kαποδίστρια
* πάγει: πηγαίνει, πάει * γρόσια: τουρκικά νομίσματα
* H αυτού Πανεξοχότης: ο Kαποδίστριας
* ρημάζω: ληστεύω

ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΠΑΡΙΣΙΝΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ

 πρόσκληση για την ανοιχτή εκδήλωση-συζήτηση του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, το Σάββατο 29 Μάρτη, στις 6.00 μ.μ., στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα: ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΠΑΡΙΣΙΝΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ
Εργατική Δημοκρατία και Κομμουνιστική Προοπτική ως απάντηση στον σύγχρονο κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό

Ομιλητές:
  • Αλέξανδρος Χρύσης, Πανεπιστημιακός
  • Βασίλης Μηνακάκης, μέλος Πολιτικής Επιτροπής ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, συγγραφέας
  • Κώστας Φουρίκος, μέλος Κεντρικού συμβουλίου νΚΑ, πολιτικός επιστήμονας

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Η ΜΙΣΘΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ στην ΕΛΛΑΔΑ

Η  ΜΙΣΘΩΤΗ  ΕΡΓΑΣΙΑ  στην  ΕΛΛΑΔΑ 
Σκέψεις και προτάσεις για την ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης και των συνδικάτων
(Συμβολή στον διάλογο για την Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της νέας συνδικαλιστικής παράταξης, 15-16/3/2014)
              
                                                                                               του Δημήτρη Α. Κατσορίδα
        

1. Τα χαρακτηριστικά της μισθωτής απασχόλησης 

Το σύνολο του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα (ή αλλιώς του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού-Ο.Ε.Π.), σύμφωνα με στοιχεία του 2013, είναι 4.982.620 άτομα, εκ των οποίων οι απασχολούμενοι είναι 3.632.184 (2.167.056 άνδρες και 1.465.128 γυναίκες) και οι άνεργοι 1.350.435 ή 27,1% (689.406 άνδρες και 661.029 γυναίκες). Από τους απασχολούμενους, 2.285.744 δηλώνουν μισθωτοί, δηλαδή το 63% περίπου των εργαζομένων, ενώ αντίθετα, το 2008, το σύνολο των μισθωτών ήταν 2.974.398 άτομα και ποσοστό 65%. 
      
Η μείωση της απασχόλησης, από το 2008, κατά 950.000 εργαζόμενους, αναλογεί σε ποσοστό 72% στους μισθωτούς (688.650 άτομα).  Το υπόλοιπο μοιράζεται κυρίως στις κατηγορίες των εργοδοτών (2013: 244.325 - 2008: 381.22), των συμβοηθούντων και μη αμειβόμενων μελών στην οικογενειακή επιχείρηση (2013: 176.502 - 2008: 268.872), και των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό (25,5%) των οποίων η μείωση ήταν πολύ μικρή σε σχέση με το 2008 (2013: 925.613 - 2008: 957.633).

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων σε σχέση με τη θέση στο επάγγελμα είναι μισθωτοί (με μισθό ή ημερομίσθιο, ήτοι ποσοστό 63%, περίπου, των απασχολούμενων). Το 5% είναι συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη σε οικογενειακή επιχείρηση, το 25,5% είναι απασχολούμενοι χωρίς προσωπικό, δηλαδή εργάζονται για δικό τους λογαριασμό (αυτοαπασχολούμενοι) και το 6,7% είναι απασχολούμενοι με προσωπικό (εργοδότες).

Όμως, υπάρχει μια κατηγορία μισθωτών, οι οποίοι λόγω της θέσης και του ρόλου τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας (π.χ. διευθυντές, στελέχη επιχειρήσεων, νομικοί, κληρικοί και όσοι έχουν σχέση με κατασταλτικούς μηχανισμούς), καθώς επίσης και εξαιτίας του ύψους του εισοδήματός τους, δεν εντάσσονται στην εργατική τάξη. Κατά συνέπεια, παρ’ ότι το θεμελιώδες χαρακτηριστικό για τον καθορισμό μιας τάξης είναι η σχέση της με τα μέσα παραγωγής και ιδιοκτησίας και μια ορισμένη πηγή εισοδήματος, εντούτοις, υπάρχουν και άλλα συστατικά στοιχεία, τα οποία καθορίζουν την υπαγωγή κάποιων κατηγοριών σε μία τάξη, όπως αυτά που προαναφέραμε, καθώς επίσης η επίγνωση κοινών οικονομικών συμφερόντων, χωριστού πολιτισμικού συστήματος, διασύνδεσης της κοινωνικής κοινότητας, αντίθεσης με το κεφάλαιο και κινητοποίησης (αν πρόκειται για την εργατική τάξη).


2. Διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της εργατικής τάξης

Με βάση τα προαναφερθέντα κριτήρια, τα υψηλόβαθμα μισθωτά διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων, ενώ με βάση τη σχέση τους με τα μέσα παραγωγής θα μπορούσε κάποιος να τα εντάξει στην εργατική τάξη (εφόσον δεν διαθέτουν ιδιοκτησία και η εργασία που συντελούν είναι παραγωγική), εντούτοις ο ρόλος τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, δηλαδή η διευθυντική τους θέση, αλλά και ο υψηλός μισθός τους, ο οποίος δεν αντιστοιχεί με την αξία της εργατικής τους δύναμης αλλά είναι επιπέδου εισοδήματος καπιταλιστή, τους εντάσσει στα στρώματα της αστικής τάξης. 

Είναι γνωστό ότι όλα τα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων λαμβάνουν πολύ υψηλά εισοδήματα, εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι εξουσιοδοτημένα πρόσωπα από τους κατόχους του κεφαλαίου να διευθύνουν τις εκάστοτε επιχειρήσεις με σκοπό την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Αυτό υποδηλώνει ότι ένα μέρος των εισοδημάτων που καρπώνονται αποτελεί κομμάτι από το κέρδος και/ άρα συμμετοχή στην υπεραξία, εφόσον από τη θέση τους στην παραγωγή συμβάλλουν στη συλλογή υπεραξίας από τους χαμηλόμισθους που έχουν στην εποπτεία τους. Υπό αυτή την έννοια και ξεπερνώντας τη νομική διάσταση της κατοχής ιδιοκτησίας μπορούμε να πούμε ότι τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη υπάγονται στην αστική τάξη.  Αντίθετα, ο κλητήρας ή η καθαρίστρια ενός υπουργείου, παρ’ ότι δεν ανταλλάσσουν την εργασιακή τους δύναμη με κεφάλαιο αλλά με εισόδημα, δηλαδή η εργασία τους είναι μη παραγωγική εφόσον από αυτήν δεν αποσπάται υπεραξία, κατέχουν στο συγκεκριμένο και ιστορικά καθορισμένο σύστημα παραγωγής μια θέση που τους κάνει να εντάσσονται στην εργατική τάξη, ως μερίδα της εν λόγω τάξης, διότι είναι απλά εκτελεστικά όργανα διαταγών και το ύψος των μισθών τους είναι όπως της υπόλοιπης εργατικής τάξης. 

Επιπρόσθετα, οι λειτουργίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής θεμελιώνονται όχι μόνο σε μια οικονομική σχέση, δηλαδή στο ποιος κατέχει τα μέσα παραγωγής, αλλά και στο ποιος κατέχει την πολιτική εξουσία. 

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η δομή του καπιταλιστικού κράτους, μέσω των κατασταλτικών και ιδεολογικών του μηχανισμών, είναι έτσι διαρθρωμένη ώστε να εξασφαλίζει, να διατηρεί και να αναπαράγει το καπιταλιστικό σύστημα στο σύνολό του. Υπό αυτή την έννοια, επειδή ο σκοπός των κρατικών μηχανισμών καταστολής (στρατός, αστυνομία, δικαστήρια) εξαιτίας της θέσης και του ρόλου τους μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα δεν είναι άλλος από τη διατήρηση και αναπαραγωγή της συνολικής καπιταλιστικής κυριαρχίας, γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους κατατάσσουμε τους μισθωτούς αυτής της κατηγορίας εκτός των ορίων της εργατικής τάξης. 


3. Το πραγματικό μέγεθος της εργατικής τάξης στην Ελλάδα

Με βάση τα προηγούμενα, η μερίδα των μισθωτών που δεν εντάσσεται στην εργατική τάξη, περιλαμβάνει τις παρακάτω κατηγορίες:
Ø Μέλη των βουλευόμενων σωμάτων και ανώτερα διοικητικά στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης και οργανισμών.
Ø Διευθύνοντες και ανώτερα στελέχη μεγάλων δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων και οργανισμών.
Ø Διευθύνοντες επιχειρηματίες και προϊστάμενοι δημοσίων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων. 
Ø Νομικοί εν γένει (Δικηγόροι, Εισαγγελείς, Δικαστές) και κληρικοί.
Ø Απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών προστασίας (αστυνομικοί, δεσμοφύλακες, στρατιωτικοί). 

Αναλυτικότερα, η μερίδα των μισθωτών που δεν εντάσσεται στην εργατική τάξη, περιλαμβάνει, συνοπτικά, τις παρακάτω κατηγορίες:

Ø Ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη (49.600)
Ø Επαγγελματίες επιχειρήσεων και διοίκησης (92.770)

Έτσι, το σύνολο των μισθωτών που δεν περιλαμβάνονται στην εργατική τάξη ανέρχεται σε 142.370 άτομα, ήτοι ποσοστό 6,2% περίπου του συνόλου των μισθωτών. Αν σ’ αυτό τον αριθμό συμπεριληφθούν οι 60.800 μισθωτοί, οι οποίοι δεν είναι δυνατό να καταταγούν σε κάποιο επάγγελμα, καθώς επίσης και οι 66.770 απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών προστασίας (π.χ. αστυνομικοί κλπ.), τότε ο παραπάνω αριθμός εκτιμάται ότι θα ανέλθει, περίπου, σε 269.940 άτομα, ήτοι το 11,8% της μισθωτής απασχόλησης. 

Επομένως, αν από τα 2.285.740 του συνόλου των μισθωτών αφαιρέσουμε τους 269.940, τότε θα έχουμε 2.015.800 μισθωτών, ήτοι ποσοστό 55,5%, οι οποίοι πραγματικά υπάγονται στην εργατική τάξη.

Κατόπιν τούτου, δηλαδή μετά την αφαίρεση των παραπάνω κατηγοριών από τη δύναμη της μισθωτής εργασίας, η κατανομή των μισθωτών (2.015.800 άτομα), οι οποίοι όμως αποτελούν την πραγματική δύναμη της εργατική τάξη, περιλαμβάνει τις εξής κατηγορίες οικονομικής δραστηριότητας: 

ΚΛΑΔΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
ΜΙΣΘΩΤΟΙ
%
ΓΕΩΡΓΙΑ, ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ, ΔΑΣΟΚΟΜΙΑ και ΑΛΙΕΙΑ
45.363
2,3%
ΟΡΥΧΕΙΑ και ΛΑΤΟΜΕΙΑ
9.223
0,5%
ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ
227.536
11,3%
ΠΑΡΟΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ, ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ, ΑΤΜΟΥ κλπ.
23.703
1,2%
ΠΑΡΟΧΗ ΝΕΡΟΥ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΛΥΜΑΤΩΝ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ
22.522
1,1%
ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ
92.639
4,6%
ΧΟΝΔΡΙΚΟ  και  ΛΙΑΝΙΚΟ  ΕΜΠΟΡΙΟ. ΕΠΙΣΚΕΥΗ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ
349.321
17,3%
ΜΕΤΑΦΟΡΑ και ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ
111.459
5,5%
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΟΣ και ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
153.831
7,6%
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ και ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
64.071
3,2%
ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ και ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
77.235
3,8%
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ, ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ  και  ΤΕΧΝΙΚΕΣ  ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
63.216
3,1%
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ και ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
45.935
2,3%
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ και ΑΜΥΝΑ. ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
185.219
9,2%
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
254.325
12,6%
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΥΓΕΙΑΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
175.325
8,7%
ΤΕΧΝΕΣ,  ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ  και  ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ
27.858
1,4%
ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
37.349
1,9%
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ  ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ  ΩΣ  ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ [μισθωτοί στα ιδιωτικά νοικοκυριά]
48.387
2,4%
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ  ΕΞΩΕΔΑΦΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ και  ΦΟΡΕΩΝ 
1.289
0,1%
ΣΥΝΟΛΟ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
2.015.806
100%


Με αυτά τα δεδομένα και σύμφωνα, πάντα, με την επεξεργασία των στοιχείων της Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ, 2013), φαίνεται ότι η μεγαλύτερη παρουσία, κατά σειρά μεγέθους, των απασχολούμενων μισθωτών, σε σχέση με την οικονομική δραστηριότητα, εντοπίζεται στο εμπόριο, στην εκπαίδευση, στη μεταποιητική βιομηχανία (βιομηχανία-βιοτεχνία), στη δημόσια διοίκηση και άμυνα, στην υγεία,  στα ξενοδοχεία-εστιατόρια («δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και υπηρεσιών»), στις μεταφορές-αποθηκεύσεις και στις κατασκευές. 

Ως ατομικό επάγγελμα οι περισσότεροι μισθωτοί, οι οποίοι ανήκουν στην εργατική τάξη, δηλώνουν το εξής: 






ΑΤΟΜΙΚΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
ΜΙΣΘΩΤΟΙ
%
Ασκούντες επιστημονικά επαγγέλματα και μηχανικοί
71.162
3,5%
Επαγγελματίες του τομέα της υγείας
60.194
3,0%
Εκπαιδευτικοί
222.855
11,1%
Επαγγελματίες του τομέα των τεχνολογιών πληροφόρησης 
18.411
0,9%
Επαγγελματίες του νομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού κλάδο
58.283
2,9%
Τεχνικοί θετικών επιστημών και μηχανικής
39.217
1,9%
Τεχνικοί του τομέα της υγείας
56.795
2,8%
Βοηθοί επαγγελματιών επιχειρήσεων και διοίκησης
107.318
5,3%
Βοηθοί επαγγελματιών του νομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού
17.593
0,9%
Τεχνικοί του τομέα της πληροφόρησης και επικοινωνίας
11.791
0,6%
Υπάλληλοι γενικών καθηκόντων και χειριστές μηχανών με πληκτρολόγιο
153.611
7,6%
Υπάλληλοι εξυπηρέτησης πελατών
73.088
3,6%
Υπάλληλοι καταγραφής αριθμητικών δεδομένων και υλικών
60.783
3,0%
Άλλοι υπάλληλοι γραφείου
47.894
2,4%
Απασχολούμενοι στην παροχή προσωπικών υπηρεσιών
141.022
7,0%
Πωλητές
223.546
11,1%
Απασχολούμενοι στην παροχή ατομικής φροντίδας
22.553
1,1%
Απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών προστασίας
15.331
0,8%
Ειδικευμένοι γεωργοί και κτηνοτρόφοι επαγγελματίες
16.514
0,8%
Ειδικευμένοι δασοκόμοι, υλοτόμοι, αλιείς και κυνηγοί επαγγ.
4.544
0,2%
Τεχνίτες ανέγερσης και αποπεράτωσης κτιρίων, εξαιρουμένων ….
70.975
3,5%
Τεχνίτες μετάλλων, μηχανημάτων και ασκούντες συναφή επαγγέλματα
48.819
2,4%
Χειροτέχνες και τυπογράφοι
8.054
0,4%
Ηλεκτρολόγοι και ηλεκτρονικοί
42.451
2,1%
Τεχνίτες επεξεργασίας τροφίμων, επεξεργασίας ξύλου, ειδών ένδυσης
42.012
2,1%
Χειριστές σταθερών βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων 
44.422
2,2%
Συναρμολογητές (μονταδόροι)
3.911
0,2%
Οδηγοί μέσων μεταφοράς και χειριστές κινητού εξοπλισμού
117.721
5,8%
Καθαριστές και βοηθοί
114.105
5,7%
Ανειδίκευτοι εργάτες γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας
22.614
1,1%
Ανειδίκευτοι εργάτες ορυχείων, κατασκευών, μεταποίησης κλπ.
43.063
2,1%
Βοηθοί παρασκευής φαγητών
5.809
0,3%
Πλανόδιοι πωλητές, πρόσωπα που παρέχουν μικροϋπηρεσίες 
556
0,0%
Συλλέκτες απορριμμάτων και άλλοι ανειδίκευτοι εργάτες
28.789
1,4%
ΣΥΝΟΛΟ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
2.015.806
100%
Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα στοιχεία μπορούμε να πούμε ότι ως ατομικό επάγγελμα οι περισσότεροι μισθωτοί δηλώνουν ότι απασχολούνται ως πωλητές (223.546 άτομα ή 11,1%), εκπαιδευτικοί (222.855 άτομα ή 11%), υπάλληλοι γενικών καθηκόντων και χειριστές μηχανών με πληκτρολόγιο (153.611 άτομα ή 7,6%), απασχολούμενοι στην παροχή προσωπικών υπηρεσιών (141.022 άτομα ή 7%), οδηγοί μέσων μεταφοράς και χειριστές κινητού εξοπλισμού (117.721 άτομα ή 5,8%), καθαριστές και βοηθοί (114.105 άτομα ή 5,7%), βοηθοί επαγγελματιών επιχειρήσεων και διοίκησης (107.318 άτομα ή 5,3%), υπάλληλοι εξυπηρέτησης πελατών (73.088 άτομα ή 3,6%), οι ασκούντες επιστημονικά επαγγέλματα μηχανικοί (71.162 άτομα ή 3,5%) και οι τεχνίτες ανέγερσης και αποπεράτωσης κτιρίων (70.975 άτομα ή 3,5%).

Ακολουθούν οι υπάλληλοι καταγραφής αριθμητικών δεδομένων και υλικών (60.783 άτομα ή 3%), επαγγελματίες του τομέα της υγείας (60.194 άτομα ή 3%), επαγγελματίες του νομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού κλάδου (58.283 άτομα ή 2,9%), τεχνικοί του τομέα της υγείας (56.795 άτομα ή 2,8%), τεχνίτες μετάλλων, μηχανημάτων και ασκούντες συναφή επαγγέλματα (48.819 άτομα ή 2,4%), άλλοι υπάλληλοι γραφείου (47.894 άτομα ή 2,4%), χειριστές σταθερών βιομηχανικών εγκαταστάσεων (44.422 άτομα ή 2,2%), ηλεκτρολόγοι και ηλεκτρονικοί (42.451 άτομα ή 2,1%), ανειδίκευτοι εργάτες ορυχείων, κατασκευών, μεταποίησης κλπ. (43.063 άτομα ή 2,1%), τεχνίτες επεξεργασίας τροφίμων, επεξεργασίας ξύλου, ειδών ένδυσης (42.012 άτομα ή 2,1%), τεχνικοί θετικών επιστημών και μηχανικής (39.217 άτομα ή 1,9%), ανειδίκευτοι εργάτες στη γεωργία-κτηνοτροφία-δασοκομία-αλιεία (22.614 άτομα ή 1,1%) και απασχολούμενοι στην παροχή ατομικής φροντίδας (22.553 άτομα ή 1,1%).

Τέλος, όσον αφορά την κατανομή του αριθμού των μισθωτών απασχολουμένων κατά τομέα οικονομικής δραστηριότητας (πρωτογενή, δευτερογενή, τριτογενή) φαίνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία, πάνω από τα 2/3, των μισθωτών της εργατικής τάξης, εργάζονται στο λεγόμενο τριτογενή τομέα της οικονομίας (εμπόριο, μεταφορές-επικοινωνίες, τράπεζες-ασφάλειες, λοιπές υπηρεσίες: 1.5498.820, ήτοι ποσοστό 79%), ενώ στο δευτερογενή (ορυχεία, βιομηχανία-βιοτεχνία, ηλεκτρισμός, ύδρευση, κατασκευές) το 18,6% (375.623 άτομα) και στον πρωτογενή (γεωργία, κτηνοτροφία, δάση, αλιεία) το 2,3% (45.363 άτομα).


4. Η ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας


Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη όλα τα προηγούμενα, τότε θα πρέπει οι υπολογισμοί για το πραγματικό μέγεθος της ελληνικής εργατικής τάξης να γίνουν σε νέα βάση.

Έτσι, αν στους 2.015.800 μισθωτούς, οι οποίοι, όπως ήδη είπαμε, υπάγονται πραγματικά στην εργατική τάξη, προστεθούν οι 749.500 άνεργοι, τότε μπορούμε να πούμε ότι η δύναμη της εργατικής τάξης ανέρχεται σε 2.765.300 άτομα ή 55,5%. Αν σε αυτούς συνυπολογίσουμε ένα τμήμα των εργαζομένων που εργάζονται στην μαύρη αγορά εργασίας και δεν καταγράφονται στις έρευνες εργατικού δυναμικού, καθώς επίσης και ένα τμήμα όσων δηλώνουν σαν αυτοαπασχολούμενοι (χωρίς προσωπικό), οι οποίοι όμως προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως μισθωτοί, συνήθως με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών, καθώς επίσης και τα συμβοηθούντα και μη αμοιβόμενα μέλη στην οικογενειακή επιχείρηση, τότε το πραγματικό μέγεθος της εργατικής τάξης είναι, κατά πως φαίνεται, πολύ μεγαλύτερο από τα στοιχεία που δίνει ο πραγματικός Ο.Ε.Π., δηλαδή υπερβαίνει το 60%.

Επιπλέον, ξέχωρα ότι τώρα έχουμε προσεγγίσει καλύτερα την πραγματικότητα για το μέγεθος της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, μπορούμε επίσης να έχουμε και μια πιο αναλυτική εικόνα, όσον αφορά και την συνολική κοινωνική διάρθρωση, δηλαδή τον πραγματικό Οικονομικά Ενεργό Πληθυσμό (ΟΕΠ) και έτσι να φανεί πληρέστερα η δύναμη και το ειδικό βάρος της εργατικής τάξης στην διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας (βλ. τον παρακάτω Πίνακα 3).    































ΠΙΝΑΚΑΣ  3

             Ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας (σε χιλιάδες), 2013

ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ (με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ)                               
4.982.620            

Απασχολούμενοι  
3.632.184
72,9%
Σύνολο μισθωτών
2.285.744
63%
Σύνολο ανέργων 
1.350.435
27,1%
Εργοδότες
   244.325
6,7%
Αυτοαπασχολούμενοι (χωρίς προσωπικό)
    925.613
25,5%
Συμβοηθούντα και μη 
Αμειβόμενα μέλη στην 
Οικογενειακή επιχείρηση
   176.502
4,9%






ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ  ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ
ΕΝΕΡΓΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ


Αστικά & μικροαστικά στρώματα & κατασταλτικοί μηχανισμοί
   514.265/εργ.δυναμ. =
10,3%
Εργοδότες
   244.325

Διευθυντικά στελέχη, 
Χρηματιστές κλπ.
   142.370

Υπάλληλοι κατασταλτικών 
μηχανισμών (π.χ. αστυνομία κλπ.)
     66.770

Πρόσωπα μη δυνάμενα να καταταγούν
     60.800




Ενδιάμεσες κατηγορίες
1.703.050/εργ.δυναμ. =
34,2%
Αυτοαπασχολούμενοι (χωρίς προσωπικό)
    925.613

Συμβοηθούντα και μη 
Αμειβόμενα μέλη στην 
Οικογενειακή επιχείρηση
   176.502

Υπόλοιπο Ανέργων
600.940




Πραγματικό μέγεθος της εργατικής τάξης
2.765.300/εργ.δυναμ. =
55,5%
Μισθωτοί εργαζόμενοι
2.015.800

Άνεργοι που υπάγονται στην εργατική τάξη
   749.500



Παρατηρώντας τα στοιχεία του πραγματικού Ο.Ε.Π. διαπιστώνουμε πως αποδίδουν καλύτερα την πραγματική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας. 

Στηριζόμενοι, συνεπώς, στα προαναφερθέντα δεδομένα, αλλά ακόμη και στα στοιχεία των επίσημων στατιστικών (πίνακας 4), μπορούμε να πούμε ότι το ειδικό βάρος της μισθωτής εργασίας στην ελληνική κοινωνία, όχι μόνο δεν είναι  μικρό ή τείνει να φθίνει, όπως υποστηρίζουν διάφορες θεωρίες περί «τέλους της εργασίας», αλλά συνεχώς αυξάνεται, αποδεικνύοντας ότι η εργατική τάξη αποτελεί την πλειοψηφία του πραγματικού οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Με βάση, λοιπόν, τα θεωρητικά κριτήρια που μέχρι τώρα αναπτύξαμε οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η επέκταση της παραγωγικής σφαίρας πέρα απ’ τα όρια της υλικής παραγωγής, η αναπτυσσόμενη αλληλοσύνδεσή της με τη σφαίρα της κυκλοφορίας και τη σφαίρα των υπηρεσιών, σημαίνουν διεύρυνση όχι μόνο των ορίων της βιομηχανίας, αλλά και των ορίων της εργατικής τάξης, παρά τις δυσκολίες οριοθέτησής της.


ΠΙΝΑΚΑΣ 4

Απασχολούμενοι κατά θέση στο επάγγελμα (1989-2013)


Σύνολο
Εργατικού
Δυναμικού
Εργοδότες
Αυτοαπα-σχολούμενοι
Μισθωτοί
Βοηθός στην οικογενειακή επιχείρηση












1989
3.663.067
204.140
1.054.700
1.884.698
519.525
1992
3.680.039
255.770
1.045.536
1.935.943
442.790
1995
3.820.510
244.760
1.045.353
2.058.789
471.606
1998
3.967.167
288.093
1.000.263
2.244.958
433.854
2001
3.917.500
321.025
917.459
2.357.588
321.427
2004
4.330.497
346.834
962.540
2.746.202
274.921
2007
4.519.856
369.731
963.391
2.896.362
290.372
2010
4.427.000
354.900
975.300
2.853.900
242.900
2013
3.632.200
244.300
925.600
2.285.700
176.500
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Έρευνα Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού



5. Σκέψεις και ερωτήματα προς διερεύνηση για ένα νέο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα

Είναι αναγκαίο, σήμερα, να αναζητήσουμε προβληματισμούς που προκύπτουν από τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στην Ελλάδα και διεθνώς.
Η έλλειψη μιας σε βάθος ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού καπιταλισμού, είναι μια σοβαρή  αδυναμία που η λύση της αποτελεί τη βάση για κάθε είδους παρέμβαση. Η προαναφερθείσα σχηματική προσέγγιση της διαφορετικότητας και της διαστρωμάτωσης της μισθωτής εργασίας είναι αρκετή για να δείξει τις δυσκολίες που δημιουργούνται στην κατεύθυνση της ενοποίησης, πολιτικοποίησης και οργάνωσης του αγώνα της εργατικής τάξης.
Αλήθεια, έχουμε ασχοληθεί ποτέ στα σοβαρά, με το ποια είναι αυτή η εργατική τάξη, η σύνθεσή της και τα σύγχρονα χαρακτηριστικά της;

Διότι, η εργατική τάξη δεν αποτελεί ένα ομοιογενές σύνολο. Μια σειρά από διαφοροποιήσεις στους κόλπους της, που αφορούν το επάγγελμα, την ειδίκευση, το μορφωτικό επίπεδο, τις αποδοχές, τον τρόπο ζωής και που αντικατοπτρίζονται στη διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης, είναι λόγοι που πρέπει σοβαρά να λάβουμε υπόψη.

Απόρροια αυτών των διαφοροποιήσεων είναι, πολλές φορές, και το χαμηλό επίπεδο αλληλεγγύης ανάμεσα στις επιμέρους κατηγορίες της εργατικής τάξης, γεγονός το οποίο θα πρέπει σοβαρά να απασχολήσει τα συνδικάτα.

Επιπλέον, η ανεργία και ο φασισμός έχουν αρχίσει να προβάλλουν επικίνδυνα και να γίνονται από τα πιο σοβαρά και κρίσιμα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει το συνδικαλιστικό κίνημα.
  
Όλα αυτά, τείνουν να ξαναφέρουν στην επιφάνεια και να ξαναδυναμώσουν παλιές διαιρέσεις και ανισότητες στους κόλπους των εργαζομένων.

Η ανάπτυξη της άτυπης εργασίας, της επισφάλειας και της ανεργίας έχουν αρνητικά αποτελέσματα στον συνδικαλιστικό αγώνα, επειδή, γίνεται δύσκολη η ένταξή τους στις συνδικαλιστικές δομές, αφού αυτές περιορίζονται σε ορισμένους κλάδους. Έτσι, η προσφυγή στην απεργία καθίσταται δύσκολη, με αποτέλεσμα, μερικές φορές, αυτές οι κατηγορίες εργαζομένων να παίζουν απεργοσπαστικό ρόλο.
Η κρίση και η προωθούμενη καπιταλιστική αναδιάρθρωση εντείνει τους διαχωρισμούς και τις διαστρωματώσεις μέσα στην εργατική τάξη, δημιουργώντας μαζί με την ίδια την οργάνωση της εργασίας πολυπλοκότητα και αντιφάσεις στην συμπεριφορά και στη συνείδησή της. Καπιταλιστική αναδιάρθρωση σημαίνει μια πολλαπλή κινητικότητα τμημάτων της εργατικής τάξης, μια μεταβατική κατάσταση, μέχρι τη φάση της δυναμικής ισορροπίας της, η οποία τροποποιεί συμπεριφορές, παρουσιάζει νέες αντιφάσεις, εμφανίζει νέα τμήματα και διαλύει άλλα
Ο χαρακτήρας της εργασίας γίνεται, πλέον, προσωρινός και η έννοια της «σταθερής εργασίας» τείνει να καταργηθεί. Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν ορισμένους να μιλούν για μετατροπή της σύμβασης εργασίας του εργαζόμενου σε «σύμβαση δραστηριότητας». Ταυτόχρονα, αυτές οι αναδιαρθρώσεις επιδρούν στις ίδιες τις εργασιακές σχέσεις και αλλάζουν την οργανωτική δομή της εργασίας, δηλαδή τόσο τη διάρθρωση της εργατικής τάξης όσο και αυτή των συνδικάτων.           
Το κεφάλαιο προσπαθεί να αξιοποιήσει την κρίση και την βίαια καπιταλιστική αναδιάρθρωση για να δημιουργήσει ρήγματα στην ενότητα της εργατικής τάξης και στους δεσμούς με τους κοινωνικούς της συμμάχους. Επενδύει ιδεολογικά στην προσπάθεια να πειστούν ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων ότι δεν ανήκουν στην εργατική τάξη (π.χ. τραπεζοϋπάλληλοι κ.ά.). 

Επιπλέον, τα φαινόμενα διαχωρισμού των μισθωτών, τα οποία εντείνονται και από την ανάπτυξη του ρατσισμού και του φασισμού, λειτουργούν αρνητικά για τις δυνάμεις της εργασίας, διότι το κεφάλαιο χτυπώντας, καταρχήν, τα πιο αδύνατα στρώματα της εργατικής τάξης, εφαρμόζει την πιο αντιδραστική και αντεργατική πολιτική.

Με λίγα λόγια, γινόμαστε μάρτυρες ενός πολλαπλού διαχωρισμού της εργατικής τάξης, ο οποίος θέτει σε κίνδυνο την ενότητά της, απειλώντας τις δυνάμεις της εργασίας από μια συντριπτική ήττα.
Μπροστά σ’ αυτές τις εξελίξεις, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο θα επιβιώσουν τα συνδικάτα αποτελεί, σήμερα, μια υπόθεση εργασίας. Κατά πώς φαίνεται, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά τους να προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα που έχουν επιβάλει οι αλλαγές στην αγορά εργασίας και ιδιαίτερα να προσελκύσουν τα τμήματα των εργαζομένων που παραμένουν έξω από τις δομές του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, για τους οποίους θα πρέπει να υπάρξουν τρόποι συλλογικής εκπροσώπησης (π.χ. οργανώσεις ανέργων κλπ.).
Όμως, η ανασυγκρότηση του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς επίσης η αναβάθμιση του περιεχομένου της συνδικαλιστικής παρέμβασης και διεκδίκησης επιδέχεται, πλέον, και νέες μορφές οργάνωσης του κόσμου της εργασίας. Και εδώ η ιστορική εμπειρία είναι απαραίτητη. Διότι, η ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης και των συνδικάτων σημαίνει αξιοποίηση όλων των μορφών και εμπειριών τόσο του παρελθόντος όσο και των σύγχρονων. 

Ως τέτοιες μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες, «από τα κάτω», πρωτοβουλίες, που μπορούν να υπάρξουν, όπως είναι οι επιτροπές αγώνα, οι τοπικές εργατικές λέσχες, οι επιτροπές κατά της ανεργίας, τα κέντρα συμβουλευτικής υποστήριξης εργαζομένων και ανέργων, οι μορφές εργατικής βοήθειας και αλληλεγγύης, οι διάφορες πολιτιστικές δράσεις, οι συνεταιρισμοί, κλπ., καθώς και πιο προωθημένες μορφές παρέμβασης, όπως είναι ο συντονισμός συνδικάτων, οι επιτροπές εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις, οι καταλήψεις χώρων εργασίας και η προσπάθεια λειτουργίας των επιχειρήσεων με μορφές αυτοδιαχείρισης (π.χ. ΒΙΟΜΕ, ΕΡΤ) κλπ. Επίσης, πολύτιμη εμπειρία μπορεί να αποτελέσει η συνεργασία με τοπικές λαϊκές συνελεύσεις και δίκτυα αλληλεγγύης, τα οποία επιτελούν έργο συμπληρωματικό και ενισχυτικό και όχι ανταγωνιστικό απέναντι στα συνδικάτα, τα οποία, θα μπορούσαν να μπολιαστούν με γνώσεις και πρακτικές, ξεχασμένες, αλλά, εξαιρετικά πολύτιμες. 

Όλα αυτά και άλλα ακόμη, τα οποία μπορεί να ανακαλύψει η εργατική τάξη μέσα από τη δράση και από τις εμπειρίες της, βοηθούν στην περαιτέρω ωρίμανση της συνείδησής της, ούτως ώστε να δημιουργήσει τις δικές της δομές αντι-εξουσίας.

Τέτοιες πρωτοβουλίες είναι αναγκαίο να τις δούμε σε ένα γενικότερο πλαίσιο της αυθόρμητης απόπειρας αναπλήρωσης των αδυναμιών που οφείλονται, από τη μια στη θεσμική απαξίωση των συνδικάτων που επέτυχαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις και από την άλλη, στις διαχρονικές οργανωτικές δυσλειτουργίες και χωριστικές πρακτικές που επικρατούν στο εσωτερικό της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού κινήματος.

Με λίγα λόγια, το ζητούμενο είναι μέσα από τέτοιες πρωτοβουλίες και δράσεις να βρεθούν οι τρόποι για την ανασυγκρότηση των δυνάμεων της εργασίας και των συνδικάτων και να μείνουν ενεργοί οι άνθρωποι. Διότι, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Λυμπεράτος, η ιστορική εμπειρία της Κατοχής και της αντίστασης, έδειξε ότι οι σκουπιδοτενεκέδες της πείνας γεννούσαν πιο συχνά καταδότες, συνεργάτες, κλέφτες και μαυραγορίτες από ό,τι επαναστάτες. Εντελώς αντίθετα, οι ενεργητικές πολιτικές, οι συγκεκριμένες προτάσεις, η κινηματική οργάνωση ήταν εκείνα που παρήγαγαν σύνθετα και διαρκή αποτελέσματα που απαιτούσε η τεράστια αντιστασιακή προσπάθεια. 

πόσοι μας διάβασαν: