Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Η απώλεια της εργασίας ως μορφή θρήνου


του Δημήτρη Α. Κατσορίδα

1. Εισαγωγή. Η έννοια της κατάθλιψης

Πολλές φορές, μιλώντας για την ανεργία αναφερόμαστε μόνο σε αριθμούς, προσπαθώντας να δείξουμε πόσο αυξήθηκε, σε ποιες κατηγορίες, σε ποιες ηλικίες, σε ποιους κλάδους κλπ. Έτσι, παραβλέπουμε, πολλές φορές, ότι πίσω από τους αριθμούς και τα στατιστικά στοιχεία υπάρχουν ανθρώπινες ζωές, οι οποίες βιώνουν, εξαιτίας της ανεργίας, συγκεκριμένα ψυχο-κοινωνικά προβλήματα.

Στο παρόν κείμενο θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε την ανεργία με ψυχολογικούς όρους, προκειμένου να προσεγγίσουμε το πρόβλημα από αυτή την οπτική γωνία.

Είναι γνωστό ότι αυτό που λέμε «ψυχή του ανθρώπου», αποτελείται από τέσσερα στοιχεία: το λογικό, το συναίσθημα, τη βούληση και το ασυνείδητο. Αν αυτά τα στοιχεία προσπαθήσουμε να τα εφαρμόσουμε σε επίπεδο κοινωνίας, και συγκεκριμένα στις σημερινές συνθήκες οικονομικής κρίσης και υψηλής ανεργίας, θα παρατηρήσουμε ότι η κοινωνία αντιδρά, βάζοντας πιο πολύ σε ενέργεια το συναίσθημα. Όμως, ένα από τα στοιχεία του συναισθήματος είναι η γκρίνια, η οποία ναι μεν μπορεί να πάρει πολλές μορφές, αλλά δεν αναιρεί αυτό που πραγματικά είναι: θρήνος και οδυρμός.

Στο ερώτημα: «ανατροπή ή κατάθλιψη;», παρατηρούμε ότι η κοινωνία βιώνει την κατάθλιψη.

Τι είναι, όμως, η κατάθλιψη;

Κατάθλιψη είναι η δυσάρεστη συναισθηματική διάθεση του ατόμου που συνοψίζεται σε μια κατάσταση παθολογικής απαισιοδοξίας και θλίψης και συνοδεύεται από σημαντική μείωση του αισθήματος προσωπικής αξίας και από αισθήματα μελαγχολίας και απογοήτευσης, τα οποία ένας άνθρωπος δεν μπορεί να διαχειριστεί ή να ξεπεράσει για κάποιο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η καθημερινή του λειτουργία. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν υπάρχει μία και μόνον αιτία και ότι η κατάθλιψη οφείλεται στην αλληλεπίδραση διαφόρων παραγόντων (βιολογικών και ψυχοκοινωνικών).[1] Μάλιστα, η κατάθλιψη έχει ορισμένα βασικά συμπτώματα, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα ακόλουθα:
1) Ελάττωση των ενδιαφερόντων ή της ευχαρίστησης, καθώς επίσης μείωση της ικανοποίησης από δραστηριότητες και γενικά απόσυρση σχεδόν από όλα, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας σχεδόν κάθε μέρα. Π.χ. μια μητέρα έχασε το ενδιαφέρον της να φροντίσει το μικρό της παιδί, να καθαρίσει το σπίτι της, να βγει έξω να ψωνίσει με μια φίλη της, να ντυθεί όμορφα, πράγματα που πριν την ευχαριστούσαν πολύ.
2) Καταθλιπτική Διάθεση, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας σχεδόν κάθε ημέρα (π.χ. ο καταθλιπτικός κλαίει συχνά και φαίνεται πολύ στεναχωρημένος).
3) Απαισιοδοξία για το μέλλον και αισθήματα απελπισίας και αβοηθητότητας. Χρωματίζει το μέλλον με μαύρα χρώματα και πιστεύει ότι πολύ δύσκολα θα αλλάξει η κατάσταση της ζωής του.
4) Απώλεια των δυνάμεων και της ενεργητικότητας. Ο ασθενής με κατάθλιψη νιώθει σαν να τον έχουν εγκαταλείψει οι δυνάμεις του, αισθάνεται κουρασμένος όλη την ώρα και γι' αυτό πολλές φορές κάθεται και δεν κάνει τίποτα. Μερικοί ασθενείς μπορεί από την άλλη να εμφανίζουν έντονη ανησυχία και άγχος, σαν κάτι κακό να πρόκειται να συμβεί.
5) Αδυναμία συγκέντρωσης, σκέψης, μνήμης ή λήψης αποφάσεων. Ο ασθενής με κατάθλιψη δεν μπορεί να συγκεντρωθεί εύκολα. Το μυαλό του φαίνεται να είναι απασχολημένο με άλλες ιδέες και σκέψεις.
6) Αίσθημα ενοχής και αυτομομφής. Ο ασθενής με κατάθλιψη τυπικά πιστεύει ότι φταίει ο ίδιος για την τροπή που έχει πάρει η ζωή του και ότι όλα είναι δικό του λάθος. Νιώθει ότι η κατάσταση που περνάει είναι σαν ένα είδος τιμωρίας για πράγματα που έκανε στο παρελθόν. Μπορεί να νιώθει ότι δεν αξίζει τίποτε ως άνθρωπος ή ότι είναι ένα μηδενικό.
7) Σκέψεις αυτοκαταστροφής (τάσεις αυτοκτονίας). Μερικές φορές ο ασθενής νιώθει τόσο απελπισμένος και αβοήθητος που μπαίνουν στο μυαλό του ιδέες αυτοκτονίας. Ο κίνδυνος αυτοκτονίας είναι αυξημένος σε ασθενείς με σοβαρή κατάθλιψη.
8) Γενικά σωματικά συμπτώματα. Πολλοί ασθενείς με κατάθλιψη αναφέρουν μια ποικιλία από σωματικά συμπτώματα, όπως πονοκεφάλους, πόνους στο σώμα, προβλήματα στο γαστρεντερικό σύστημα κ.λπ.
Πάντως, δεν είναι ανάγκη να έχει κανείς όλα τα συμπτώματα για να θεωρηθεί ότι πάσχει από κατάθλιψη. Οι ειδικοί θεωρούν ότι πέντε ή περισσότερα από αυτά φτάνουν για να γίνει η διάγνωση ή ακόμη ότι ένα επαναλαμβανόμενο σοκ μπορεί να οδηγήσει σε καταθλιπτικά συμπτώματα.

2. Η απώλεια και ο θρήνος

Για να επανέλθουμε, σε ό,τι αφορά τον ρόλο του συναισθήματος, μπορούμε να πούμε, ως γενική αρχή, ότι τα συναισθήματα που βιώνει η κοινωνία μπορούν να πάρουν τη μορφή της οργής, αλλά χωρίς κοινωνικό όραμα χειραφέτησης το πιο πιθανό είναι ότι θα ηττηθεί, εντείνοντας ακόμη περαιτέρω την απώλεια και τον θρήνο.

Είναι γεγονός ότι πρώτος ο Φρόιντ μίλησε για την απώλεια και τον θρήνο και τον ρόλο τους στην κατάθλιψη. Σύμφωνα με τη φροϊδική θεώρηση, η κατάθλιψη αποτελεί έκφραση οργής προς τον εαυτό μας, εξαιτίας, για παράδειγμα, ενός αντικειμένου που έχει χαθεί.[2]  Μάλιστα, η κατάθλιψη συχνά συνδέεται με γεγονότα ζωής που για το άτομο σηματοδοτούν, έμμεσα ή άμεσα, την αίσθηση της απώλειας.

Εδώ τίθεται ένα καινούργιο ερώτημα: τι είναι η απώλεια;

Στον καθημερινό μας λόγο, την απώλεια, τη συνδέουμε με τη στέρηση για κάτι που είχαμε και με την αποτυχία να το κρατήσουμε ή να αποκτήσουμε κάτι. Κατά συνέπεια, η απώλεια κάποιου πράγματος μας βάζει σε μια διαδικασία θρήνου, ο οποίος έχει συγκεκριμένη λειτουργία με συναισθήματα θυμού, κυνικής διάθεσης, ενοχών και, τέλος, αποδοχής του γεγονότος.

Ο λόγος που τα αναφέρουμε όλα αυτά είναι για να δείξουμε ότι και η απώλεια της εργασίας δεν είναι τίποτε άλλο από μια μορφή θρήνου. Συγκεκριμένα, διάφορες έρευνες έχουν δείξει τις διάχυτες επιπτώσεις της απώλειας της εργασίας στην ψυχοκοινωνική λειτουργία του ατόμου, όπως δείχνει η μειωμένη αίσθηση αξίας και αυτοεκτίμησης, καθώς επίσης τα αυξημένα επίπεδα κατάθλιψης, απομόνωσης, άγχους, θυμού, διαπροσωπικής βίας, τάσεων για αυτοκτονία κλπ.[3] Και, όπως κάθε απώλεια έτσι και η απώλεια της εργασίας απαιτεί βίωση του θρήνου, αλλά ταυτόχρονα απαιτεί και χρόνο για να αντεπεξέλθει κάποιος στα συγκεχυμένα συναισθήματα που συνδέονται με την απώλεια της εργασίας.[4]

Σύμφωνα με τη ψυχανάλυση, «όταν το άτομο έρχεται σε επαφή με την απώλεια του αντικειμένου, ξυπνά μέσα του η ανάγκη για συμβολισμό και για δημιουργία συμβόλων. Άρα λοιπόν το σύμβολο γίνεται υποκατάστατο του χαμένου αντικειμένου.
[…] Το σύμβολο υποκαθιστώντας το χαμένο αντικείμενο χρησιμοποιείται για να εκφράσει την επιθυμία, τον φόβο, την οδύνη και την αναπόφευκτη μοίρα για καταστροφή μέσω θανάτου».[5]

Όμως, σε αντίθεση με την απώλεια που οφείλεται σε θάνατο, ένα επιπρόσθετο πρόβλημα που βιώνει ένας άνεργος είναι ότι δεν υπάρχει μια ανάλογη τελετουργία ή συμβολισμός (όπως είναι, για παράδειγμα, η τελετή του θανάτου, το μνημόσυνο κλπ.), που να μπορεί να αναγνωρίζει την αντίστοιχη απώλεια της εργασίας και να παρέχει μια κοινωνικά αποδεκτή περίοδο θρήνου και προσαρμογής σε αυτήν την κατάσταση που βιώνει.[6] Έτσι, λοιπόν, λόγω της οικονομικής κρίσης, χάνοντας πολλά από αυτά που είχαμε στη ζωή μας, νιώθουμε θυμό, φόβο, αγωνία. «Ψάχνουμε για καινούργια σύμβολα, για νέες αξίες και ταυτόχρονα θέλουμε να αγκιστρωθούμε σε ό,τι είναι γνώριμο, ασφαλές και οικείο». Τελικά, κατά πώς φαίνεται, μόνο η κινητοποίηση, η δημιουργικότητα και «η προσπάθεια του ατόμου να χτίσει μια διαφορετική εμπειρία σε σχέση με το αγαπημένο μα και απολεσθέν αντικείμενο και με το χαμένο κομμάτι του εαυτού του»[7] είναι οι κινητήριες δυνάμεις, οι οποίες λειτουργούν ρυθμιστικά και επανορθωτικά.
   

3. Από την ασθένεια στα στοιχεία σθένους

Σήμερα, ζούμε σε μια ψυχολογική αβεβαιότητα, οικονομική, πολιτική, κοινωνική, περιβαλλοντική και πολιτιστική.

Σίγουρα, η κρίση πυροδοτεί όλες τις τάσεις της εξατομίκευσης, σε συνθήκες όπου, όπως επισημαίνει ο Σ. Μιχαήλ, «…προάσπιση του ατομικού συμφέροντος και εξατομίκευση ταυτίζονται».[8]
Σίγουρα, η ασθένεια που μολύνει περισσότερο κόσμο είναι η μαζική κοινωνική κατάθλιψη, επειδή ο καπιταλισμός παράγει μια βαθιά ανασφάλεια και στεναχώρια, η οποία εμφανίζεται ως κατάθλιψη.
Σίγουρα, η κοινωνία βιώνει την επίθεση στο βιοτικό της επίπεδο και την αύξηση της ανεργίας ως απώλεια όλων των προηγούμενων σχέσεων και κατακτήσεων. Και η απώλεια, όπως αναφέραμε παραπάνω, μας βάζει σε μια διαδικασία θρήνου, με όλα τα χαρακτηριστικά που αυτός έχει (συναισθήματα θυμού, άγχους, ενοχών, κυνικής διάθεσης, οργής προς τον εαυτό μας, μειωμένης αίσθησης αυτοεκτίμησης, τάσεις για απομόνωση). Όμως, μαζί με τον θρήνο έρχεται, στο τέλος, και η αποδοχή της απώλειας, η οποία αποτελεί την πορεία προς τη διαδικασία της λύτρωσης.

Σίγουρα, η κρίση δείχνει μια κοινωνία που ασθενεί. Και όπως γνωρίζουμε, ασθένεια σημαίνει έλλειψη σθένους.

Από την άλλη μεριά, επειδή η κρίση συνθλίβει τις ανθρώπινες ζωές και αφήνει κοινωνικά ερείπια, εντούτοις μέσα στην επεκτεινόμενη κοινωνική έρημο, αρχίζουν και αναπτύσσονται, μαζί με τη συσσώρευση της λαϊκής οργής και του θυμού, τα σπέρματα μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης, καθώς και νέων κοινωνικών σχέσεων, μέσα από μορφές αυτο-οργάνωσης και κοινωνικής αλληλεγγύης. Δηλαδή, ο ασθενής οργανισμός αρχίζει να αντιδρά, με διαφόρους ηχηρούς τρόπους, δείχνοντας στοιχεία σθένους, και άρα δύναμης, προκειμένου να διεκδικήσει ένα καλύτερο επίπεδο υγείας. Και αυτό μπορεί να συμβεί, μόνο, αν φωτισθεί η ασθένεια, μόνο αν η ασθένεια γίνει πορεία προς την αυτογνωσία, επειδή η ασθένεια δίνει πάντα στον άνθρωπο τη δυνατότητα να λυτρωθεί.[9] Στο κοινωνικό επίπεδο, μας βοηθάει να αμφισβητήσουμε τις μέχρι τώρα εικόνες, τις απόψεις, τις ιδέες και τις πρακτικές μας.

Με πιο απλά λόγια, η κρίση δεν είναι μόνο καταστροφή, αλλά είναι και μετάβαση. Μπορεί να γίνει αφορμή για συνειδητοποιήσεις και προβληματισμούς που πριν δεν ήταν εφικτοί και να αποτελέσει το έναυσμα μιας δημιουργικής επιθυμίας για αλλαγή και συνεργασία, καθώς επίσης να προσφέρει νέες δημιουργικές ιδέες και τρόπους για την υλοποίησή τους. Γι’ αυτό, βλέπουμε να ξεσπούν συνεχώς αγώνες από διαφορετικά, κάθε φορά, κοινωνικά στρώματα και κατηγορίες μισθωτών. Φοιτητές, ταξιτζήδες, φορτηγατζήδες, εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στη ΔΕΗ, στα λιμάνια, στα εργοστάσια και αλλού, προσπαθούν να κρατήσουν τα κεκτημένα τους και να εμποδίσουν τη βίαιη αναδιάρθρωση της ζωής τους και των παιδιών τους. Γι’ αυτό βλέπουμε την κοινωνία να αντιδρά με διάφορες μορφές και τρόπους (μορφές αλληλεγγύης, κοινωνικά παντοπωλεία, κοινωνικά ιατρεία, λαϊκά φροντιστήρια, κοινωνικά ωδεία, αυτο-διαχειριζόμενοι χώροι κλπ.).

Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αυτοί οι αγώνες χαρακτηρίζονται από αποσπασματικότητα και χαμηλή προσπάθεια να συνδεθούν με άλλα αγωνιζόμενα τμήματα της κοινωνίας, καθώς επίσης και από έλλειψη προοπτικής.

Συμπερασματικά, η οικονομική κρίση, μόνο εν δυνάμει και σε τελική ανάλυση, μπορεί να συμβάλει στη μεταστροφή της κοινωνικής συνείδησης σε ριζοσπαστική κατεύθυνση, με την έννοια ότι η κρίση, εκτός από αυτο-διορθωτικός μηχανισμός αυτοσυντήρησης της κεφαλαιακής σχέσης, ενσωματώνει τη δυνατότητα της βίαιης ανατροπής του κεφαλαίου, σύμφωνα με τον Μαρξ.[10] Αλλά, αυτό είναι μια δυνατότητα, η οποία προϋποθέτει να συντρέχουν και άλλοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι καταρχήν, η επιθυμία να θέλει η ίδια η κοινωνία να χειραφετηθεί, επειδή η επιθυμία για αλλαγή καθώς και η επιθυμία για συνεργασία είναι βασικοί βοηθητικοί παράγοντες για τη χειραφέτηση και κατά δεύτερον, χρειάζεται να δοθεί έμφαση και στο βίωμα. Κι αυτό επειδή η κίνηση και η συνείδηση της κοινωνίας δεν ακολουθούν ποτέ μια ευθύγραμμη πορεία.


4. «Όλοι μαζί». «Κανείς μόνος του στην κρίση»

Σε αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να τεθούν κάποια ερωτήματα προς προβληματισμό: 1) Η επανάσταση της καθημερινής ζωής μπορεί να γίνει βιωματική; Εν συνεχεία, μπορούμε να τη μεταφέρουμε στην καθημερινή μας εμπειρία;
2) Μπορούμε να αλλάξουμε τους όρους των σχέσεών μας με την κεντρική εξουσία, αλλάζοντας τους τρόπους αντιπαράθεσης μαζί της και να τη χτυπήσουμε στο αδύνατο σημείο της, το οποίο είναι η δημιουργία μορφών αλληλεγγύης, κοινοτισμού, εναλλακτικών μορφών στην υγεία, την εκπαίδευση, την ενέργεια, τις καλλιέργειες κλπ.;
3) Μπορούμε να αναδείξουμε το τοπικό και την άμεση δημοκρατία;
4) Μπορούμε να αυτό-διαχειριστούμε τις επιχειρήσεις που κλείνουν;
5) Μπορούμε να δημιουργήσουμε μορφές αντι-εξουσίας και ενός διαφορετικού πολιτισμού;
6) Μπορούμε ως προς το συγκεκριμένο και καθημερινό να προτείνουμε και να κάνουμε κάτι στην πράξη;
7) Μπορούμε να θέσουμε στόχους πιο ταπεινούς, αλλά σε σταθερές βάσεις, δημιουργώντας συνεχώς ρωγμές; Για παράδειγμα, η ανεργία σε συνθήκες κρίσης είναι ο βασικότερος τρόπος εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Άρα, είναι ζήτημα στρατηγικής σημασίας για τις δυνάμεις της εργασίας. Υπό αυτήν την έννοια, το ζήτημα της κατανομής του χρόνου εργασίας και άρα η τιμή, δηλαδή ο βασικός μισθός, αποτελούν βασικά αιτήματα συσπείρωσης και διεκδίκησης.

Μια πρώτη απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι, κατ' αρχάς, να ξεπεραστεί η νοοτροπία του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Η δημιουργία των όρων συνείδησης και αλληλεγγύης, η οποία λέει ότι «κανείς μόνος του στην κρίση», προβάλλοντας ουσιαστικά το αίτημα «όλοι μαζί», συμβάλλουν στην ανάδειξη νέων κοινωνικών αξιών, που τόσο πολύ έχουν λείψει από τη ζωή μας. Διότι, «…η δυσκολία, ο πόνος αφορούν όλο και περισσότερους και προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία να απευθυνθούμε στους ανθρώπους γύρω μας. Είναι ευκαιρία να συναντηθούμε…».[11] Κατά συνέπεια, η αναγνώριση των δυνατοτήτων μας και η μετατροπή τους σε μορφές αλληλεγγύης και εφευρετικότητας, η σύναψη στενών σχέσεων με τους συνανθρώπους μας, η επαφή με την τέχνη και τον πολιτισμό, η διατήρηση του ερωτισμού, οι νέες μορφές κοινωνικής οικονομίας και τα διάφορα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης είναι ό,τι έχουμε, ώστε να υπάρχει εκ νέου αναγέννηση και δημιουργία.
Είναι αλήθεια ότι υπάρχει μεγάλη οργή και θυμός, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει φόβος και ανασφάλεια που εντείνουν τις ιδιωτικές επιλογές απομόνωσης και κάνουν τους ανθρώπους πιο ευάλωτους στις επιθέσεις των κρατούντων. «Φτωχαίνω, έχασα τη δουλειά μου… δεν έχω να πληρώσω χαράτσια και λογαριασμούς, ακούω πόσο άσχημα είναι τα πράγματα και πόσο χειροτερεύουν… Τι μπορώ να κάνω; Για τον καθένα αυτό είναι διαφορετικό κι έχει να κάνει με τα θέλω του, τις δυνατότητές του, τις αξίες του, το προσωπικό νόημα στη ζωή… Μπορεί να είναι από το να αναζητήσει μια άλλη δουλειά, να αλλάξει τρόπο ζωής, να επιλέξει από πού ενημερώνεται, τι συζητάει και με ποιους, μέχρι το να πάει να ζήσει σε έναν άλλο τόπο, να μεταναστεύσει, να μάθει να ζει με λιγότερα, να αναζητήσει άλλους ανθρώπους που περνούν το ίδιο με εκείνον, να διεκδικήσει, να βγει στον δρόμο, να συναντήσει κόσμο… να κάνει κάτι…».[12]
Αν, λοιπόν, το βασικό στοιχείο ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε κατάθλιψη είναι η θέληση και η διάθεσή του να κινητοποιηθεί, δηλαδή η θέληση να αντιμετωπίσει τα συμπτώματα, να αναθεωρήσει διαπροσωπικά ζητήματα, να ανακατασκευάσει την αίσθηση εαυτού, να ενημερώνεται για τα συναισθήματα των άλλων, καθώς επίσης η επιθυμία του για αλλαγή, το αίσθημα ευθύνης και η επιθυμία για συνεργασία,[13] τότε κάτι ανάλογο είναι απαραίτητο να συμβεί σε επίπεδο κοινωνικού σώματος, ώστε να ξεπεραστεί η μαζική κοινωνική κατάθλιψη. Αντίθετα, η απόπειρά μας να αντισταθούμε στην αλλαγή και να μη συμμετέχουμε συνειδητά σ’ αυτή, ώστε να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας, προκαλεί μεγάλο πόνο και δυστυχία, επειδή ακριβώς βασίζεται στην επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση, η οποία όμως έχει παρέλθει. Και αυτό συμβαίνει επειδή η αντίστασή μας στην αλλαγή οφείλεται στον φόβο και την αβεβαιότητα που τη συνοδεύει. «Όταν φοβόμαστε την φτώχια, στην ουσία φοβόμαστε την οικονομική αλλαγή στη ζωή μας σε σχέση με αυτό που ξέραμε ή πιστεύαμε ότι είμαστε ικανοί να αποκτήσουμε. Όταν φοβόμαστε ότι δεν θα μπορέσουμε να προσφέρουμε στα παιδιά μας τα βασικά, στην ουσία φοβόμαστε την ντροπή που νιώθουμε ή θα νιώσουμε γιατί δεν καταφέραμε να κάνουμε το καλύτερο ως γονείς και ούτω καθ’ εξής. Στην ουσία όμως, οι άνθρωποι γενικά κάθε μέρα κάνουν το καλύτερο που μπορούν βάσει της γνώσης και της αντίληψής τους. Κάθε μέρα σηκωνόμαστε από τα κρεβάτια μας και παλεύουμε ο καθένας με τον τρόπο του. Στο τέλος της ημέρας, όλοι κάνουμε τον απολογισμό μας είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι. Δρούμε πάντα στο επίπεδο που μπορέσαμε να τιθασεύσουμε τις όποιες ανασφάλειες και τους φόβους μας».[14] Όμως, όταν φοβόμαστε, εμποδίζουμε την πραγματική αλλαγή, η οποία προσπαθεί να δημιουργήσει κάτι νέο και καλύτερο που ποτέ δεν είχαμε πριν.

Κατά συνέπεια, η επίγνωση του φόβου και γενικά του προβλήματος «είναι το πρώτο βήμα προς την αλλαγή. Όταν εντοπίσουμε το πρώτο αυτό βήμα, μπορούμε να προχωρήσουμε στο δεύτερο που είναι η ‘’επιθυμία να αλλάξουμε’’ και μετά στο τρίτο που είναι η ‘’πίστη’’ ότι η αλλαγή μπορεί να επέλθει», κάνοντας έτσι την επιλογή να γίνουμε μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος. Από εμάς εξαρτάται[15] Γι’ αυτό ακριβώς μιλάμε για συνειδητή επιθυμία για αλλαγή και άρα δημιουργικότητα, ως μια προσπάθεια του ατόμου να χτίσει μια νέα και διαφορετική εμπειρία σε σχέση με αυτό που έχει απολέσει.
Ήδη, κοινωνικοί φορείς και συλλογικότητες, σε όλη την Ελλάδα, αυτο-οργανώνονται, αναλαμβάνουν δράσεις σε διάφορα επίπεδα και συνδέονται μεταξύ τους, καθώς και με άλλους κοινωνικούς αγώνες, όπως του εργατικού κινήματος. Νέες μορφές δράσης ξεπηδούν σε πολλές περιοχές: από ανταλλακτικά παζάρια και συλλογικές κουζίνες, μέχρι κοινωνικά στέκια, κοινωνικά ιατρεία, λαϊκά φροντιστήρια και αυτο-διαχειριζόμενοι χώροι εργασίας, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια κοινωνική οικονομία της αλληλεγγύης, από τα κάτω, με σκοπό το σπάσιμο του απομονωτισμού, της μελαγχολίας και της απαισιοδοξίας.
Αυτά όλα είναι αναγκαία να επεκταθούν και να ενισχυθούν.
Τέλος, η δημιουργία Συμβουλευτικών Κέντρων Κοινωνικής και Ψυχολογικής Υποστήριξης Εργαζομένων και Ανέργων, καθώς επίσης και η δημιουργία κινήσεων και επιτροπών κατά της ανεργίας και της εργασιακής επισφάλειας, είναι βασικοί παράγοντες που θα στηρίξουν και θα διεκδικήσουν για τα μέλη της κοινωνίας που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση.[16]


[1] Από την αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων διαταράσσεται η βιοχημεία του εγκεφάλου. Μία τέτοια διαταραχή είναι η μείωση των αποθεμάτων ορισμένων νευροδιαβιβαστών, όπως είναι η σεροτονίνη και η νοραδρεναλίνη. Οι νευροδιαβιβαστές είναι χημικές ουσίες που χρησιμοποιούν τα κύτταρα  για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Κατά συνέπεια, η ανεπάρκεια ορισμένων νευροδιαβιβαστών έχει ως αποτέλεσμα την «προβληματική» επικοινωνία μεταξύ των κυττάρων του εγκεφάλου.

[2] Ι.Μ. Μιχόπουλος – Γ.Μ. Ζέρβας, «Ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις της κατάθλιψης», περιοδικό Ψυχιατρική, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009, τόμος 20, τεύχος 3, σελ. 212.
[3] Για περισσότερα δες Δ. Κατσορίδας – Γ. Λεχουρίτης, «Οι Κοινωνικές και Ψυχολογικές Επιπτώσεις της Ανεργίας». Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εγκέφαλος, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2010, τόμος 47, τεύχος 4, καθώς και στο περιοδικό Ενημέρωση (μηνιαία έκδοση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ), Δεκέμβριος 2010, τεύχος 178.
[4] R.A. Neimeyer, Ν’ αγαπάς και να χάνεις. Αντιμετωπίζοντας την απώλεια, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2006, σελ. 58.
[5] Νόρα Κοντοστεργίου, «Ανησυχία, αταξία και ανασφάλεια. Όψεις της δημιουργίας και της καταστροφής», περιοδικό BIOnews, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2011, τεύχος 97.
[6] R.A. Neimeyer, Ν’ αγαπάς και να χάνεις…, ό.π., σελ. 58-59.
[7] Νόρα Κοντοστεργίου, «Ανησυχία, αταξία και ανασφάλεια…», ό.π.
[8] Σ. Μιχαήλ, «Grece Generale!», εφημερίδα Νέα Προοπτική, 21-1-2012, φύλλο 518.
[9] Γ. Κουνατιάδης, «Ο λόγος της ασθένειας», περιοδικό Ομοιοπαθητικά Νέα, Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 2011, τεύχος 22.
[10] Σ’ αυτό το σημείο, η εν λόγω παρατήρηση οφείλεται στον Σάββα Μιχαήλ, ο οποίος την έκανε στο άρθρο των Γ. Οικονομάκη, Μάνιας Μαρκάκη, Α. Αναστασιάδη και Γ. Παπαλεξίου, «ΗΠΑ – Ελλάδα: Όψεις της καπιταλιστικής κρίσης», περιοδικό Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση, Νοέμβριος 2010, τρίτη περίοδος, Νο 1, σελ. 19-42. Επίσης, βλέπε και στο Κ. Μαρξ, Grundrisse, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1990, σελ. 575-576.

[11] Α. Σαμπαζιώτης, «Στο κλουβί της συλλογικής μας ‘’νεύρωσης’’», εφ. Ελευθεροτυπία (ένθετο: «υγεία & διατροφή»), 17-12-2011.
[12] Α. Σαμπαζιώτης, «Στο κλουβί της συλλογικής μας ‘’νεύρωσης’’», ό.π.
[13] Ι.Μ. Μιχόπουλος – Γ.Μ. Ζέρβας, ό.π., σελ. 217.
[14] Ξένια Ιωαννίδου, «Η αναγνώριση του φόβου», Holistic Life, Μάρτιος-Απρίλιος 2012, τεύχος 48.
[15] Ξένια Ιωαννίδου, ό.π.
[16] Δες Δ. Κατσορίδας – Γ. Λεχουρίτης, «Οι Κοινωνικές και Ψυχολογικές Επιπτώσεις της Ανεργίας», ό.π.


Ο Δημήτρης Κατσορίδας είναι υποψήφιος διδάκτωρ στo Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Αιγαίου και Επιστημονικός Συνεργάτης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Το εν λόγω κείμενο αποτέλεσε εισήγηση σε Επιστημονικό Συνέδριο, που διοργάνωσε το ΤΕΙ Μεσολογγίου (Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας), στις 10 και 11 Νοεμβρίου 2011, με γενικό τίτλο: «Η Ευρώπη και η Ελλάδα μετά την εκδήλωση της κρίσης». Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ενημέρωση» (μηνιαία έκδοση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ), Απρίλιος 2012, τεύχος 193. 

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Η οικονομική κρίση, η άνοδος των Ναζί στην Γερμανία και το διακύβευμα της δημοκρατίας στην Ελλάδα του 1933



Του Κώστα Παλούκη, 
υποψήφιου διδάκτορα Νεώτερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Η ελληνική οικονομική κρίση και το πολιτικό σύστημα
Στις αρχές του Φθινοπώρου 1931 η χρηματοοικονομική κρίση χτυπά την ελληνική οικονομία την ώρα που οι κυβερνητικοί και επιχειρηματικοί κύκλοι διακατέχονταν από ένα αίσθημα εφησυχασμού. Όπως σημειώνει ο Μαρκ Μαζάουερ «η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες μικρές χώρες εκείνη την εποχή, ακολουθούσε μάλλον τον κανόνα συναλλάγματος χρυσού παρά τον καθεαυτόν κανόνα χρυσού.  Με άλλα λόγια, τα καλύμματα της δραχμής δεν ήταν αποκλειστικά αποθέματα χρυσού αλλά σε μεγάλο βαθμό αποτελούνταν από ξένα νομίσματα μετατρέψιμα σε χρυσό. Στην Ελληνική περίπτωση αυτά ήταν κυρίως στερλίνες».[1] Η απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να εγκαταλείψει τον «χρυσό κανόνα», δηλαδή την ελεύθερη ανταλλαγή λίρας στερλίνας με χρυσό, προβλημάτισε την κυβέρνηση Βενιζέλου. Σε μια τέτοια περίπτωση θα αύξανε δραματικά το δραχμικό κόστος στην εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους το οποίο πάνω από το ήμισυ βρισκόταν στα χέρια βρετανών υπηκόων. Η απόφαση της σύνδεσης της δραχμής με το δολάριο, ώστε να παραμείνει μέσα στον κανόνα του χρυσού, άδειασε τα ταμεία της Τράπεζα της Ελλάδας. Το πρώτο τρίμηνο του 1932 η ελληνική κρίση μπαίνει σε ένα δεύτερο στάδιο.[2]
Στις 27 Απριλίου, παρά τις αποτυχημένες αλλεπάληλες προσπάθειες της κυβέρνησης Βενιζέλου να το αποτρέψει, η Ελλάδα εγκατέλειψε επίσημα τον κανόνα του χρυσού σηματοδοτώντας την χρεωκοπία της οικονομικής πολιτικής που εφάρμοσε η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων. Ο ίδιος ο «χαρισματικός» Βενιζέλος φάνηκε αναποτελεσματικός. Ο Μαζάουερ υπογραμμίζει πως «η υπερχρέωση της Ελλάδας καθώς και οι πιέσεις που αυτή συνεπαγόταν στο ισοζύγιο πληρωμών έκαναν αναπόφευκτη την εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα προκειμένου να μην εξαντληθούν ολότελα τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας»[3]. Ο ίδιος ερευνητής τονίζει πως «από τη στιγμή που αφέθηκε να διολισθήσει η δραχμή, ήταν αναπόφευκτη η παύση πληρωμών κάποιας μορφής επειδή αυξήθηκε απότομα το δραχμικό κόστος της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους».[4]
Οι συνθήκες της ελληνικής οικονομίας οδήγησαν τον Βενιζέλο τον Μάρτιο του 1932 να δηλώσει πως η Ελλάδα αδυνατούσε να να συνεχίσει τις μηνιαίες πληρωμές για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Μετά τα τέλη του Απριλίου η δραχμή είχε τόσο ραγαία υποτιμηθεί ώστε να είναι σχεδόν αδύνατη η εκτέλεση του προϋπολογισμού, καθώς το χρέος είχε διπλασιαστεί ακριβώς την ώρα που τα έσοδα μειώνονταν.[5] Η συζήτηση για την διαχείριση του χρέους οδήγησε σε διαπραγματεύσεις με τον ΔΟΕ που καταλήγουν σε μια συμφωνία τον Αύγουστο του 1932 οι κύριοι όροι της οποίας ήταν «να καταβληθεί σε ξένο συνάλλαγμα το 30% των τόκων που αναλογούσαν το έτος 1932-1933∙ να ανασταλεί η καταβολή των χρεωλυσίων της ίδιας περιόδου∙ να αποδεσμευτούν τα δραχμικά υπόλοιπα που διατηρούσε ο ΔΟΕ».[6]
Η κρίση αυτή ρευστότητας εξανάγκασε πολλές επιχειρήσεις και εργοστάσια να κλείσουν  ελλείψη πιστώσεων, ενώ η αποτυχία της κυβέρνησης Βενιζέλου να την διαχειριστεί με επιτυχία, οι αποκαλύψεις για σκάνδαλα βενιζελικών παραγόντων σε συνδυασμό με τον τεράστιο αριθμό ανέργων, την αδυναμία χιλιάδων φτωχών να επιβιώσουν έδειχναν πως η κοινωνική συμμαχία η οποία είχε φέρει τους Φιλελεύθερους στην εξουσία διαλυόταν. Την περίοδο 1931-1932 μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, ιδίως στα αστικά κέντρα, αντιμετωπίστηκαν από την βενιζελική κυβέρνηση με ανοιχτή καταστολή και με αρκετές δόσεις στρατιωτικού καθεστώτος. Οι αριστερές και οι αντιβενιζελικές αστικές εφημερίδες επικέντρωναν έντονα στον αυταρχισμό του Βενιζέλου. Πολύ γρήγορα ο ίδιος ο Βενιζέλος «τορπίλισε», όπως γράφει ο Σπύρος Μαρκέτος στο βιβλίο του Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, την «αριστερή» λύση Παπαναστασίου. Στη συνέχεια η νέα κυβέρνηση Τσαλδάρη επέλεξε την ίδια κατασταλτική πολιτική. Συνεπώς, σημειώνει ο Μαρκέτος, «από τη στιγμή όμως που και οι δύο παρατάξεις επέλεξαν τη «δεξιά» λύση, έπρεπε να βρουν τρόπους για ν’ απορροφηθούν οι πολιτικοί κραδασμοί που θα προκαλούσε η απαραίτητη καταστολή». Συγκεκριμένα, «με δεδομένες τις διεθνείς τάσεις της εποχής ο πρόσφορος τρόπος γι’ αυτό φάνηκε πως θα ήταν η οικοδόμηση ενός αυταρχικού καθεστώτος».[7]
Οι εκλογές του 1932 ήταν μια μεγάλη ήττα για τον βενιζελισμό ο οποίος όξυνε το αυταρχικό του προσωπείο. Σε αυτές τις εκλογές το ερώτημα «δημοκρατία ή στρατοκρατία» επισκίασε ουσιαστικά το ερώτημα «αβασίλευτη ή βασιλευόμενη» δημοκρατία που υποτίθεται ότι διαχώρισε τον μεσοπολεμικό αστικό κόσμο. Ο Βενιζέλος διεκδικούσε την αντιβασιλική ψήφο προτείνοντας ένα αυταρχικότερο πολιτικό σύστημα, ενώ οι Παπαναστασίου και Καφαντάρης, πρώην υπαρχηγοί του, συνεργάζονταν με τους Λαϊκούς επισείοντας τον κίνδυνο ενός στρατιωτικού κινήματος. Την ίδια περίοδο ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου έθετε το ζήτημα ωμά: «Συμβαίνουν ενίοτε ιστορικαί καταστάσεις, αι οποίαι καθιστούν την δικτατορίαν και αναγκαίαν και χρήσιμον» με τον απαραίτητο όρο ότι θα ήταν απλά προσωρινή. Συνεπώς, όπως διαπιστώνει ο Μαρκέτος, «ήδη από το 1932 ο φιλελευθερισμός στην Ελλάδα, τουλάχιστον μεταξύ των μελών του πλέγματος εξουσίας που διατύπωναν δημόσιο λόγο, ήταν ουσιαστικά νεκρός». Η προσπάθεια του Βενιζέλου να επιβάλλει μία δικτατορία, που θα γίνει ανοικτά στα 1933. Σύμφωνα με τον Μαρκέτο θα πρέπει να ενταχθεί και αυτή στις ανολοκλήρωτες προσπάθειες επιβολής φασιστικού καθεστώτος.[8] 
Η κυρίαρχη αφήγηση για τον ελληνικό μεσοπόλεμο θέλει την ελληνική κοινωνία και την κεντρική ελληνική πολιτική σκηνή ξένη προς τις φασιστικές ιδέες. Με αυτόν τον τρόπο ικανοποιείται ένα συλλογικό δημοκρατικό αίσθημα. Ωστόσο, κεντρικό πόρισμα της έρευνας του Μαρκέτου είναι πως οι φασιστικές ιδέες είχαν εξαπλωθεί στην Ελλάδα ως τα μέσα του 1933, όχι μόνο μεταξύ των μικροαστικών και των περιθωριακών στοιχείων αλλά και μεταξύ αστικών μερίδων, ιδιαίτερα εκείνων των ομάδων που έλεγχαν τα μέσα ενημέρωσης και των πολιτικών που ασκούσαν την εξουσία. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο στην Ελλάδα ο κορμός του πολιτικού κόσμου οικειοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό τα περισσότερα από τα μοτίβα του φασισμού ώστε να μην υπάρξει πολιτικός χώρος για την ανάπτυξη κανενός αυτόνομου φασιστικού κινήματος. Φασισμός σύμφωνα με τον Μαρκέτο δεν είναι μόνο τα δύο τυπικά παραδείγματα της Ιταλίας και της Γερμανίας, αλλά πολλές άλλες περιπτώσεις αποτυχημένων φασισμών, που όμως παραμένουν φασισμοί. 
Σε αυτό το άρθρο θα επιχειρήσουμε να διαπιστώσουμε την επίδραση της ανόδου του Χίτλερ στην γερμανική καγκελαρία στον ελληνικό αστικό κόσμο. Συγκεκριμένα θα παρακολουθήσουμε τον τρόπο με τον οποίο επιδρά στη συζήτηση για την διαγραφή του χρέους το γερμανικό παράδειγμα και στη συνέχεια τον τρόπο που επιδρά στην ενίσχυση φλοφασιστικών δράσεων. Ενδεικτικά παρουσιάζουμε τις βασικότερες τάσεις στον αστικό τύπο παρακολουθώντας συγκεκριμένες αθηναϊκές εφημερίδες. Τις κατατάσσουμε με βάση τον άξονα αριστερά δεξιά (έστω και εάν δεν έχει ακριβώς τα ίδια νοήματα με σήμερα) και με βάση την τοποθέτηση στα δίπολα του Εθνικού Διχασμού: Ελληνική (Λαϊκό Κόμμα, δεξιό στίγμα), Ελεύθερον Βήμα (Κόμμα Φιλελευθέρων, κεντρώο στίγμα), Ακρόπολις (1932 Λαϊκό Κόμμα, 1933 Κόμμα Φιλελευθέρων, κέντροδεξιό στίγμα), Ελεύθερος Άνθρωπος (1932 Αγροτικό Κόμμα, 1933 Λαϊκό Κόμμα, κεντροαριστερό στίγμα).

Απέναντι στη διαγραφή του γερμανικού χρέους και τον χιτλερισμό
Στις αρχές του 1932 τα περισσότερα άρθρα στον ελληνικό τύπο που αφορούν την Γερμανία επικεντρώνονται γενικότερα στην οικονομική κατάσταση της χώρας, και ειδικότερα στο ζήτημα της διαγραφής των επανορθώσεων και των χρεών καθώς και της διεκδίκησης από την πλευρά των Γερμανών της αναθεώρησης των συνθηκών. Συγκεκριμένα, ενόψει της Συνδιάσκεψης της Λοζάνης ο γερμανός καγκελάριος Μπρύνιγκ ενημερώνει με δηλώσεις του τις κυβερνήσεις των δυτικών χωρών ότι – όπως  μεταφράζει τα λόγια του το Ελεύθερον Βήμα – «η κατάστασις της Γερμανίας καθιστά αυτήν ανίκανον να εξακολουθήση τας πληρωμάς των πολεμικών χρεών» γιατί «είνε προφανές ότι οιαδήποτε απόπειρα συνεχίσεως του συστήματος των πληρωμών δια λόγους καθαρώς πολιτικούς θα είχεν όχιν μόνον δια την Γερμανίαν, αλλά και δια τον κόσμον ολόκληρον τας χειρίστας των συνεπειών».[9] Οι δηλώσεις αυτές προκαλούν σοκ στην διεθνή πολιτική σκηνή καθώς κινδυνεύει να αποδιαρθρωθεί τελείως το σύστημα των Βερσαλλιών, ενώ θέτουν επί τάπητος το ζήτημα της συνολικής διαγραφής των γερμανικών χρεών
Η υποδοχή αυτής της δήλωσης στον ελληνικό αστικό τύπο γίνεται αρχικά μέσω αναδημοσιευμένων εκτιμήσεων του ευρωπαϊκού τύπου. Σύμφωνα λοιπόν με το Ελεύθερον Βήμα «αν η Γερμανία δεν πληρώση ουδέν έθνος θα ηδύνατο να πληρώση την Αμερικήν» συνεπώς εναπόκειται «εις τας Ηνωμένας Πολιτείας ν’ αποφασίσουν αν υπό τας συνθήκας αυτάς δεν θα έπρεπε  να επιβληθούν κατασταλτικά μέτρα εναντίον της Γερμανίας». Η εφημερίδα παρουσιάζει τις δηλώσεις των κυβερνήσεων σε Βρετανία, Γαλλία και Ιαπωνία, αλλά κυρίως τις αρνητικές αντιδράσεις στην Γιουγκοσλαβία.
Αμέσως το ζήτημα συσχετίζεται με τα ελληνικά θέματα. Το Ελεύθερον Βήμα  εκτιμά πως «η ετησία ζημία του ελληνικού προϋπολογισμού εκ της ενδεχομένης αναστολής των γερμανικών και των ανατολικών επανορθώσεων θα κυμαίνεται εις εκατόν περίπου εκατομμύρια δραχμών» και όχι 434.000.000 δραχμές, καθώς με τη σειρά της η Ελλάδα «θα αναστείλη και αύτη την πληρωμήν των δόσεων των πολεμικών της χρεών». Τέλος, βεβαιώνει πως η Ελλάδα «δια την ζημίαν ταύτην είνε φυσικό ότι θα ζητήση και ασφαλώς θα της δοθούν ανάλογα ανταλλάγματα».[10] Ο αμιγώς βενιζελικός τύπος πιστεύει δηλαδή πως η Ελλάδα θα χάσει από την εφαρμογή της γερμανικής στάσης πληρωμών, καθώς λαμβάνει και η ίδια αποζημιώσεις από την ηττημένη Γερμανία. Ωστόσο σημειώνει η εφημερίδα ενδεχομένως και υπό κάποιες προϋποθέσεις που σχετίζονται με πολιτικούς χειρισμούς να μην είναι μεγάλη η καταστροφή για την Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση όμως η επίδραση των γερμανικών επιλογών πάνω στην ελληνική οικονομία δείχνει να είναι τέραστια και γι’ αυτό το γερμανικό ζήτημα αποτελεί κεντρικό πολιτικό και δημοσιογραφικό θέμα. Γι΄αυτό το λόγο το Ελεύθερον Βήμα παρουσιάζει με έντονο ενδιαφέρον όλες τις εξελίξεις της γερμανικής πολιτικής σκηνής[11], ενώ παρουσιάζει με επιστημονικά άρθρα την δεινή προοπτική της οικονομικής κατάστασης της χώρας[12]. Παρά τους ενδοιασμούς λοιπόν για μια μονομερή γερμανική στάση, διάφορα άρθρα στην εφημερίδα με αναφορά στον Κέϊνς και του Ουίκαν Στηντ, πρώην διευθυντή των Τάιμς, υπερασπίζονται την ιδέα μιας γενικής ρύθμισης των χρεών, ώστε να επιλυθούν τα προβλήματα και να αποφευχθεί ένας νέος πόλεμος.[13] Μάλιστα, η εφημερίδα χρεώνει στην Γαλλική πολιτική επικίνδυνη αδιαλλαξία.[14]
Η στάση της εφημερίδος απέναντι στον χιτλερικό φασισμό από τη μία φαίνεται γενικα καθησυχαστική σημειώνοντας πως «ό,τι συμβαίνη εις την Γερμανίαν δεν είνε παρά η υπερβολή ενός φαινομένου κοινού εις όλας τας χώρας». Η θιγμένη εθνική περηφάνεια των ηττημένων γερμανών και η οικονομική καταστροφή της μεσαίας τάξης εξαιτίας των αποζημιώσεων και της κακής οικονομικής διαχείρισης από τη μεριά των σοσιαλδημοκρατών μετέτρεψαν τους «εθνικόφρονες» σε επτά εκατομμύρια.[15] Από την άλλη όμως θεωρεί επικίνδυνη μια ενδεχόμενη άνοδο μέσω ενός πραξικοπήματος όχι τόσο επειδή θα προκαλέσει νέους πολέμους, όσο γιατί θα είναι μια ακόμη «επανάσταση», χειρότερο δηλαδή και από τον πόλεμο, «ολεθρία δια τον λοιπόν κόσμον».[16] Γι’ αυτό σε άλλο άρθρο χαιρετίζει την σύμπηξη ενός «σιδηρούντος μετώπου των δημοκρατών» ως «απάντησι εις τον Χίτλερ» από τα δημοκρατικά εργατικά σωματεία υπογραμμίζοντας πως «η ωργανωμένη δημοκρατική εργατική στρατιά της Γερμανίας είνε η απόλυτος εξασφάλησις της γερμανικής δημοκρατίας έναντι παντός εκνόμου κινήματος».[17]
Η αμιγώς βενιζελική εφημερίδα στηρίζει την κυβέρνηση Μπρύνιγκ, θεωρεί τη νίκη του Χίντεμπουργκ στις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου ψήφο υπέρ της ομαλότητας. Αναφέρεται στην τρομοκρατία που ασκούν οι χιτλερικοί στα κρατίδια που κυβερνούν και υπερασπίζεται το δημοκρατικό καθεστώς. [18] Η παραίτηση της κυβέρνησης Μπρύνιγκ και ο διαφαινόμενος κίνδυνος μιας χιτλερικής διακυβέρνησης για πρώτη φορά επιτρέπει την αναβάθμιση του ζητήματος του φασισμού από αμιγώς γερμανικό σε πανευρωπαϊκό πρόβλημα.[19] Γενικά, η εφημερίδα όσο εξελίσσονται τα γεγονότα στη Γερμανία δείχνει να περιορίζει τις αντικομμουνιστικές αναφορές και να επικεντρώνει στην αντιφασιστική μάχη και στην υπεράσπιση της δημοκρατίας, ενώ αποφεύγει αναγωγές και συγκρίσεις με τα ελληνικά πράγματα. Βέβαια, το Ελεύθερον Βήμα θα στηρίξει το πραξικόπημα του Πλαστήρα και γενικά τις δικτατορικές τάσεις του Βενιζελικού συγκροτήματος. Στην πραγματικότητα ο ελληνικός Φιλελεύθερος κόσμος ταυτίζεται μάλλον με το προεδρικόκεντρικό μοντέλο ημι-κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης που εφάρμοζε ο Μπρύνιγκ και το οποίο σχεδιάζει να εφαρμόσει ο Βενιζέλος στην Ελλάδα.[20]
Χαρακτηρίζοντάς την απόφαση του Μπρύνιγκ ως το σημαντικότερο μεταπολεμικό γεγονός η εφημ. Ελεύθερος Άνθρωπος δηλώνει ξεκάθαρα τον φόβο της ότι εάν και άλλα κράτη μιμηθούν το παράδειγμα της Γερμανίας η Ελλάδα θα ζημιωθεί 434 εκατομμύρια, χωρίς να προσμετρήσει κάποια κέρδη.[21] Η μόνη λύση που προωθεί η εφημερίδα είναι η σύναψη νέου χαμηλότοκου δανείου που θα συμφωνηθεί από την Διεθνή Διάσκεψη της Λοζάνης ή τον περιορισμό των ήδη καταβαλλομένων χρεωλυσίων.[22]
Ο Ελεύθερος Άνθρωπος, μια εφημερίδα με κεντροαριστερό στίγμα και με αναφορά μέχρι το 1933 στο Αγροτικό Κόμμα, παρουσιάζει τις καταστροφικές συνέπειες του φασισμού και τον κίνδυνο να επικρατήσει σε όλο τον κόσμο στην περίπτωση που κερδίσει στη Γερμανία. Μάλιστα παρά τον σαφή αντικομμουνισμό της εφημερίδας, δημοσιεύει κείμενα του Λ. Τρότσκι με τα οποία φαίνεται να συμφωνεί. Τονίζει την παγκόσμια σημασία που αποδίδει ο Τρότσκι στην Γερμανία και εμφανώς υπογραμμίζει την κριτική του απέναντι στην Κομιντέρν για αποτυχημένη αντιγραφή των φασιστικών πρακτικών. [23] Προσπαθεί με θεωρητικά άρθρα να περιγράψει τον φασισμό ως κοινωνικό φαινόμενο και να υπογραμμίσει τον αντι-εργατικό και αντιφιλελεύθερο, τον συνάμα συντηρητικό και φιλο-κεφαλαιοκρατικό, αλλά επίσης κινηματικό μκροαστικό χαρακτήρα του. Διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα υπάρχουν όλες οι πολιτικές, ιδεολογικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για την επιβολή μιας τέτοιας δικτατορίας. Επιπλέον, κρίνει πως απουσιάζει ένα δυνατό σοσιαλδημοκρατικό ή εργατικό κίνημα ικανό να εμποδίσει τον φασισμό. Έναν τέτοιο ρόλο οφείλει να έχει το Αγροτικό Κόμμα. Η εφημερίδα δημοσιεύει κείμενο του Χίτλερ το οποίο περιγράφει το όραμα και την βεβαιότητα του ναζισμού για την άνοδό του στην εξουσία.[24] Συγκεκριμένα, ο Ελεύθερος Άνθρωπος προτάσσει ένα πλατύ δημοκρατικό εργατικό και αγροτικό αντιφασιστικό μέτωπο.
  Εντελως διαφορετική στάση απέναντι στις δηλώσεις Μπρύνιγκ διατηρεί η πιο «αντιπλουτοκρατική» Ακρόπολις. Συνδέει περισσότερο στενά το γερμανικό ζήτημα με τον «κλονισμό του οικοδομήματος της διεθνούς τοκογλυφίας» και υπερασπίζεται με μεγαλύτερη σαφήνεια τις δηλώσεις του Μπρύνιγκ. Θεωρεί την απόφαση αυτή το σπουδαιότερο γεγονός της μεταπολεμικής περιόδου και ότι πλέον όλα τα βλέμματα στρέφονται στο γερμανικό κράτος, ενώ συνδέει αμέσως την προοπτική αυτή με τα ελληνικά χρέη. Φτάνει στο σημείο να θεωρεί έναν γαλλογερμανικό πόλεμο ως πιθανό άμεσο ενδεχόμενο.[25] Στην ίδια κατεύθυνση η εφημ. Ελληνική στηρίζει την «αποτίναξη του ζυγού» των γερμανικών χρεών και την κήρυξη του γερμανικού «χρεωστασίου», ενώ καλεί άμεσα την κυβέρνηση Βενιζέλου να κηρύξει «ελληνικό χρεωστάσιο».[26] Η Ακρόπολις με αρκετά άρθρα φωτίζει τις συνθήκες ζωής της Γερμανίας εστιάζοντας στην φτώχια και τη δυστυχία. Το Ελεύθερον Βήμα συνδέει την φτώχια με την διεθνή οικονομική κρίση, ενώ η Ακρόπολις περισσότερο με τα χρέη. Η Ελληνική παρουσιάζει σε πολλά άρθρα και με μεγαλύτερη λεπτομέρεια την «γερμανική τιμαριθμητική επανάσταση», δηλαδή την προσαρμογή των τιμών στην αγοραστική αξία των καταλωτών.[27]
Η Ακρόπολις χαρακτηρίζει την προεδρική εκλογική αναμέτρηση του Μαρτίου στην Γερμανία ως τη σημαντικότερη μεταπολεμικά. Πανηγυρίζει για τη νίκη του Χίντεμπουργκ και τη θεωρεί δεινόν πλήγμα για τον Χίτλερ. [28] Απέναντι στον Χίτλερ όμως φαίνεται να κρατάει μια διφορούμενη στάση. Αν και δείχνει να γοητεύεται από το χιτλερικό πρόγραμμα της εθνικής αποκατάστασης, την αντικομμουνιστική ρητορεία και τις θέσεις του για το χρέος, τελικά επικρατεί ο φόβος για ενδεχόμενες πολεμικές περιπέτειες στην περίπτωση ανόδου του στην εξουσία.[29] Η Ελληνική, όπως ακόμη πιο ανοιχτά η Εστία, είναι οι εφημερίδες με ένα σταθερό φιλοναζιστικό προσανατολισμό. Παρότι η Ελληνική καταγγέλλει τον Βενιζέλο ως δικτάτορα και όργανο της ολιγαρχίας, παρότι στηρίζει τις λαϊκές εξεγέρσεις εναντίον του και ως εκ τούτου αναπτύσσει μια φιλοδημοκρατική ρητορική, τοποθετείται με θετική ευμένεια απέναντι στην προπτική ανόδου των Ναζί στην εξουσία. Ο ανταποκριτής της μάλιστα στο Βερολίνο καταφέρνει να πάρει συνέντευξη από τον ίδιο τον Χίτλερ χαρακτηριζοντάς τον ως τον άνθρωπο της Γερμανίας.[30] Για την Ελληνική η προτεινόμενη οικονομική πολιτική των γερμανών εθνικιστών είναι ένα πρότυπο μοντέλο οικονομίας σε αντίθεση με το αγγλικο-γαλλικό.[31] Παράλληλα υιοθετεί πλήρως τους χιτλερικούς αντισοβιετικούς φόβους θεωρώντας ότι οι τύχες του κόσμου θα παιχτούν μεταξύ Μονάχου και Μόσχας, ότι τα Σοβιέτ είναι ο πραγματικός μεγάλος κίνδυνος για την Ευρώπη και όχι οι εθνικιστές.[32] Επίσης, υιοθετεί τα ναζιστικά βίαια μέσα αντιμέτωπισης του κομμουνισμού, δηλαδή την οργάνωση παραστρατιωτικών ομάδων.[33]
Με βάση αυτές τις τοποθετήσεις θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι στον δημόσιο πολιτικό λόγο διαμορφώνονται δύο αντιθετικά μπλογκ σε σχέση με τον φασισμό και με βάση τα οικονομικά ζητήματα. Από τη μία ένα που εν γένει υπερασπίζεται τον φασισμό μέσα από μια αντιπλουτοκρατική φιλο-λαϊκή ρητορική και υποστηρίζει μια άλλου τύπου οικονομική πρόταση διαγαραφής των χρεών, δηλαδή εκτός οικονομικού φιλελευθερισμού και νομιμότητας των συνθηκών. Από την άλλη ένα που εν γένει καταπολεμά τον φασισμό υπερασπίζοντας τις αστικές δημοκρατικές αρχές, αλλά και τη νομιμότητα των συνθηκών ή τέλος πάντων μια νέα διεθνή ρύθμιση των χρεών. Όμως τα δύο αυτά μπλογκ διασπώνται και ανασυντάσσονται διαφορετικά σε σχέση με το ελληνικό πολιτικό σκηνικό της περιόδου 1932-1933. Από τη μία ο βενιζελισμός αναπτύσσει δικτατορικές τάσεις και από την άλλη σύσσωμη η αντιπολίτευση υπερασπίζεται την δημοκρατία, γεγονός μάλλον που εμποδίζει την άμεση επικράτηση ενός φασιστικού δικτατορικού καθεστώτος και την χρονική καθυστέρηση της επικράτησής του σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όμως σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις στην Γερμανία συνιστούν ένα κεντρικό πεδίο αναφοράς για όλους.

Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία
Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1933 η γερμανική κυβέρνηση του καγκελαρίου φον Σλάιχ παραιτείται. Ο γερμανός πρόεδρος Χίντεμπουργκ δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Χίτλερ και ορκίζεται στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαΐμάρης η πρώτη ανοιχτή ναζιστική κυβέρνηση. Η εφημερίδα Ελεύθερος Άνθρωπος  δέχεται την είδηση με την ελπίδα ότι η εξουσία θα φθείρει το Ναζιστικό κόμμα το οποίο έχει «αποβάλει την επαναστατικήν πανοπλίαν» του. Ωστόσο αναρρωτιέται ο συντάκτης εάν μπορεί ένας Χίτλερ «χωρίς θάνατον εις του Εβραίους, χωρίς σφαγήν όλων των Μαρξιστών, χωρίς άμεσον πόλεμον κατά της Γαλλίας, χωρίς ριζικήν δημιουργίαν του τρίτου Ράιχ» να είναι ο ίδιος ο Χίτλερ. Για την εφημερίδα ανοίγονται λοιπόν δύο δρόμοι «ή της βίαιας και μη κοινοβουλευτικής διατηρήσεως της εξουσίας οπότε προβάλλονται οι τρομεροί κίνδυνοι…. ή ο άκακος κοινοβουλευτικός δρόμος». Παράλληλα χαιρετίζει τη σύμπηξη του ενιαίου μετώπου των γερμανών κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών, ενώ αναφέρεται σε περιορισμένες συγκρούσεις κομμουνιστών και ακροδεξιών.[34] Σύντομα όμως δημοσιεύει το «Μανιφέστο του Χίτλερ» το οποίο κηρύσσει τον πόλεμον στους κομμουνιστές, ενώ η εφημερίδα περιγράφει τις «αιματηράς συγκρούσεις χιτλερικών – κομμουνιστών». Ο Χίτλερ παρουσιάζεται νόμιμος απέναντι σε όλες τις συνθήκες ΄και τις δεσμεύσεις έχοντας σαν κύριο εχθρό τον κομμουνισμό. Παρά λοιπόν την κρούση του κινδύνου για την Γερμανία από τον Ελεύθερο Άνθρωπο, ωστόσο ο Χίτλερ δεν φαίνεται τελικά να υπόσχεται ή να αγωνίζεται για έναν σκοπό που να συνιστά κίνδυνο για το διαποτισμένο από αντικομμουνισμό μέσο κοινό των ελληνικών αστικών εφημερίδων.[35] Σε άλλα άρθρα για παράδειγμα οι κομμουνιστές είναι εκείνοι που εμφανίζονται σαν υπεύθυνοι για την διατάραξη της τάξης των γερμανικών πόλεων.[36] Μια σειρά άρθρων παρουσιάζει όλο το πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό κλίμα της Γερμανίας «εις τας παραμονάς της μεγάλης αιματηράς συγκρούσεως» μεταξύ των δυνάμεων του «παλαιού πνεύματος της Αυτοκρατορίας και του κόσμου των νέων ιδεών». Σε αυτό ο συντάκτης πιστεύει ότι το κεντρικό διακύβευμα είναι η δικτατορική επιστροφή ή όχι του Κάιζερ και η ανασύσταση της Αυτοκρατορίας.[37]
Το Ελεύθερον Βήμα παρουσιάζει στις σελίδες του την εικόνα του Βερολίνου σαν πόλη «ταραχών και θλίψεως» και την «ατμόσφαιραν εμφυλίου πολέμου» όπου χιτλερικοί και ναζιστές συγκρούονται διαρκώς στους δρόμους. Η εφημερίδα διατυπώνει την θλίψη της για την επικράτηση των δύο άκρων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται να χρεώνει στους κομμουνιστές τις συγκρούσεις.[38] Ενδιαφέρον ωστόσο έχει το άρθρο υποδοχής της είδησης της ανάληψης της αρχκαγκελαρίας από τον Χίτλερ. Ο ηγέτης των Ναζί παρουσιάζεται «ως ένας μύθος χωρίς μόνιμα θεμέλια, ως ένας ταπεινός συνωμότης μάλλον παρά εμπνευσμένος επαναστάτης, δημιούργημα των περιστάσεων παρά δημιουργός πεπρωμένων». Ουσιαστικά υποτιμάται ο χιτλερικός κίνδυνος. Ο Χίτλερ δεν έχει να κερδίσει από την τερμάτιση των πληρωμών των επανορθώσεων ούτε μπορεί να κερδίσει το δικαίωμα του επανεξοπλισμού χωρίς την συγκατάθεση των συμμάχων, παρά μόνο μπορεί να απειλεί χωρίς όμως να τολμά να πραγματοποιήσει. Συνεπώς και εν τέλει η μόνη συνέπεια του κινήματός του είναι ο φόνος μερικών ερυθρών, αλλά εκατοντάδων ανυπεράσπιστων εβραίων.[39] Η εφημερίδα δείχνει ανακούφιση πως «έληξε η πολιτική κρίσην εν Γερμανία» αλλά και καθησυχαστική πως ο νέος καγκελάριος «δεν θα λάβη αντισυνταγματικά μέτρα», την ώρα που γράφει για την επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος.[40] Με λίγα λόγια η ανάληψη της εξουσίας  παρουσιάζεται σαν μια απλή εναλλαγή κυβέρνησης σε μια χώρα με κυβερνητική κρίση που οδεύει φυσιολογικώς σε κοινοβουλευτικές εκλογές στις 5 Μαρτίου, καθώς «διαφαίνεται σαφώς ότι όλαι αι ανησυχίαι αι αφορώσαι εξωκοινοβουλευτικάς λύσεις εν Γερμανία είναι αβάσιμοι».[41] Στη συνέχεια το Ελεύθερον Βήμα θα δημοσιεύσει σε σειρές το μανιφέστο του Χίτλερ.
Όταν στις 5 Μαρτίου οι Ναζί θα κερδίσουν τις εκλογές μαζί με τους εθνικιστές συμμάχους τους, αρχίζει να διαφαίνεται ότι τα πράγμα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η εφημερίδα θρηνεί το τέλος του φιλελευθερισμού καθώς διαπιστώνει πως «η ένοπλος μισαλλοδοξία θα αντικαταστήσει μιαν ξεριζωμένην φιλελευθέραν εποχήν». Το μόνο ωστόσο σοβαρό ζήτημα για την Ευρώπη είναι ο κίνδυνος ενός νέου πολέμου, για τον οποίο όμως ευθύνη θα έχουν και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.[42] Η εφημερίδα παρουσιάζει διαρκώς τις απόψεις των Χιτλερικών για το έργο της ανασυγκρότησης της Γερμανίας, χωρίς να δείχνει κάποιο σοβαρό ίσχνος κριτικής στην ουσία του ναζιστικού προγράμματος.[43]
Από τις συντηρητικές αντιβενιζελικές εφημερίδες η Ακρόπολις εμφανίζεται να έχει τις λιγότερες δημοσιεύσεις σε σχέση με την άνοδο των Ναζί στην εξουσία και τον φασισμό. Δημοσιεύει ένα μακροσκελέστατο αφιέρωμα στον Μουσολίνι γραμμένο από ένα ιταλό φασίστα ο οποίος διαφώνησε και εξορίστηκε στην Γαλλία, ενώ η μόνη αναφορά στην Γερμανία σχεδόν τον πρώτο μήνα του 1933 ήταν ένα δριμύ κατηγορώ για την λογοκρισία στην τέχνη από τις γερμανικές κυβερνήσεις.[44] Παρουσιάζει ουδέτερα και ασχολίαστα τα διαγγέλματα και τις κινήσεις της πρώτης καγκελαρίας του Χίτλερ πριν τις εκλογές. Όταν θα αφιερώσει ένα άρθρο άποψης, πάλι με ένα ουδέτερο ύφος προβλέπει την νίκη του Χίτλερ περιγράφοντας τον φανατισμό και το υλικό συμφέρον των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων ενστόλων «χαλυβδοκράνων».[45] Το ίδιο ουδέτερη θα είναι η είδηση για τις διώξεις εναντίον των κομμουνιστών, ενώ παραθέτει αυτούσια και ασχολίαστα τις δηλώσεις του Χίτλερ.[46]
Για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ αναπαράγει τις ειδήσεις με βάση τα ανακοινωθέντα της χιτλερικής κυβέρνησης και μάλλον δέχεται την κινδυνολογία για το επαναστατικό κομμουνιστικό σχέδιο. Ο τίτλος όμως ενός άλλου άρθρου «πλήρης δικτατορία» και το περιεχόμενο των ειδήσεων μάλλον υποδηλώνει αποστασιοποίηση σε σχέση με το καθεστώς,[47] στοιχείο που φαίνεται λίγο πιο έντονα σε άλλο άρθρο με τίτλο: «Ο Χίτλερ ετοιμάζει νύχτα Αγίου Βαρθολομαίου δια τους κομμουνιστάς και τους εβραίους». Ωστόσο η εφημερίδα συνεχίζει να αναπαράγει την χιτλερική θεωρία και να παρουσιάζει στοιχεία που αποδεικνύουν την κομμουνιστική ενοχή, ενώ ταυτόχρονα διαχέει ένα αίσθημα συγκίνησης για την καταστροφή. Βέβαια από την άλλη δημοσιεύει την άποψη των σοβιετικών ότι πρόκειται για προβοκάτσια των Ναζί, την οποία όμως αφίνει εξίσου ασχολίαστη.[48] Η αναφορά στο εκλογικό αποτέλεσμα της 5ης Μάρτης είναι καθαρά δημοσιογραφικού χαρακτήρα, ενώ το άμεσο επόμενο διάστημα απουσιάζουν ειδήσεις από την χιτλερική Γερμανία. Το ενδιαφέρον της εφημερίδας αποκλειστικά περιορίζεται στην ελληνική πολιτική σκηνή. Σε κάθε περίπτωση η εφημερίδα Ακρόπολις παρότι δεν τοποθετείται ανοιχτά υπέρ του χιτλερικού καθεστώτος, ωστόσο δεν τοποθετείται ούτε αρνητικά. Υιοθετεί μάλλον μια ευμενή ουδετερότητα.
Η εφημερίδα Ελληνική διατηρεί γενικά μια πιο ανοιχτή φιλοφασιστική στάση. Σε ένα ειδικό αφιέρωμα υπερασπίζεται κριτικά την φασιστική Ιταλία γιατί, παρότι «η κατάστασις εις την Ιταλίαν σήμερον δεν χαρακτηρίζεται από την απόλυτον ελευθερίαν του ατόμου», σε καμία περίπτωση όμως «δεν ομοιάζει με την φοβεράν τρομοκρατίαν που εξακολουθεί να υφίσταται εις την Ρωσσίαν και εις τας επαναστατημένας χώρας», π.χ. την Ισπανία. Μάλιστα, ο έλληνας αρθρογράφος υποστηρίζει πως «τα μέτρα αυτά είναι απαραίτητα εις την Ιταλίαν» και ότι «οι νομοταγείς και φιλήσυχοι πολίται δεν σκέπτονται καν να διαμαρτυρηθούν».[49] Στα φιλοφασιστικά αισθήμαρα της εφημερίδας το ενδιαφέρον για τον φουτουρισμό δημοσιεύοντας συνέντευξη του Φουτουριστή Μαρινέττι και άρθρο για την ιστορία του ρεύματος.[50]
Η εφημερίδα Ελληνική παρακολουθεί στενά τις φιέστες του Ναζιστικού κόμματος και τις πολιτικές κινήσεις του ίδιου του Χίτλερ. Ο τίτλος της είδησης της ανόδου του Χίτλερ είναι αποκαλυπτικά των διαθέσεων της εφημερίδας: «Σύμπας ο Γερμανικός λαός πανηγυρίζει την άνοδον του Αδόλφου Χίτλερ επί της Αρχής», όπως και ο υπότιτλος: «προς μιαν καλλιτέραν αύριον». Παρουσιάζει τα 8/10 των Γερμανών να πανηγυρίζουν και υπερθεματίζει υπέρ του Αδόλφου Χίτλερ χαρακτηρίζοντάς τον ως τον άνθρωπο «που υπόσχεται να δώση εις την Γερμανίαν την προπολεμικήν της ισχύν και την αίγλην». Η απαγόρευση των απεργιών, το σχέδιο υποχρεωτικής εργασίας στους ανέργους αναφέρονται ασχολίαστα, ενώ οι μόνοι οι οποίοι φαίνονται να αντιδρούν είναι οι κομμουνιστές, οι οποίοι όμως καταστέλλονται από την αστυνομία και απαγορεύονται οι διαδηλώσεις τους και γενικότερα κάθε αντικυβερνητική διαδήλωση.[51] Εν όψει των γερμανικών εκλογών της 5ης Μαρτίου 1933 η εφημερίδα παρουσιάζει τον Χίτλερ ως «την ηυστάτη ελπίς» για την διέξοδον από την κρίση την αντιμετώπιση του κομμουνισμού και γι’ αυτό «η αστική Γερμανία εστράφη προς αυτόν». Ωστόσο διερωτάται ποιο είναι το πρόγραμμα εκείνο πέρα από την «αρνηση», «δηλαδή μονομερής εξόντωσις των εχθρών του κοινωνικού καθεστώτος» που θα «θεραπεύση την κρίσιν».[52]
Η εφημερίδα υιοθετεί πλήρως την επιχειρηματολογία της ναζιστικής κυβέρνησης για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ και αποφαίνεται για την οριστική εγκαθίδρυσιν δικτατορίας εις Γερμανίαν. Φαίνεται μάλιστα να ασκεί κριτική στον «λυσσώδη αγώνα του Χίτλερ δια την συντριβή του κομμουνισμού», καθώς χαρακτηρίζει «τας σφαγάς των κομμουνιστών και των εβραίων» που προετοιμάζουν οι εθνικοσοσιαλιστές σαν «νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου» και εν γένει φοβάται τον εμφύλιο πόλεμο. Έτσι τελικά η εφημερίδα αποφαίνεται πως ο Χίτλερ είναι ένας «σωτήρ, που δεν σώζει, θαυματουργός, που δεν θεραπεύει», γιατί ενώ «κτυπά έναν κοινωνικόν εχθρό: τον κομμουνισμόν» αδυνατεί να επιλύσει έναν χειρότερον, δηλαδή την κρίση. Στο νέο άρθρο λοιπόν ο Χίτλερ παρουσιάζεται σαν δημαγωγός, θεατρίνος και επίφοβος, γιατί συνθηκολόγησε με την αστική τάξη και ως εκ τούτου οι εργατικές μάζες τον εγκαταλείπουν. Αδυνατεί να εφαρμόσει το επαναστατικό του πρόγραμμα: δηλαδή κρατικοποίηση των τραπεζών και των συγκοινωνιών. Με λίγα λόγια η εφημερίδα Ελληνική ασκεί κριτική στον Χιτλερισμό υπερασπίζοντας τον αρχικό αντιπλουτοκρατικό επαναστατικό πνεύμα του εθνικοσοσιαλισμού για την έξοδο από την κρίση. Από αυτήν την άποψη όμως δείχνει να διαφωνεί με τις βιαιοπραγίες υποστηρίζοντας ότι δεν είναι η καταστολή, αλλά το αντιπλουτοκρατικό πρόγραμμα που θα νικήσει τους κομμουνιστές και τους εβραίους.[53]
Μετά τις εκλογές της 5ης Μαρτίου η μεταστροφή της εφημερίδας απέναντι στον χιτλερισμό εξελίσσεται, καθώς φτάνει στο σημείο να χρεώνει στην ναζιστική κυβέρνηση νοθεία στα εκλογικά αποτελέσματα εξαιτίας της ασκηθείσας τρομοκρατίας σε βάρος των κομμουνιστών. Για την εφημερίδα η τύχη της Ευρώπης εξαρτάται από τον Χίτλερ, ενώ η κατάσταση στην Γερμανία παραμένει τραγική.[54] Το επόμενο διάστημα δημοσιεύονται άρθρα τα οποία αναφέρονται στα «αφάνταστα βασανιστήρια των συλλαμβανομένων» εβραίων, τους ξυλοδαρμούς, τις πυρπολήσεις και τους βανδαλισμούς, ενώ η εφημερίδα ταυτίζεται πλήρως με την διεθνή εξέγερση «δια την τρομοκρατίαν των εθνικοσοσιαλιστών».[55] Κυρίως βέβαια η αντιναζιστική κριτική της Ελληνικής αφορά τον αντισημιτισμό του χιτλερικού καθεστώτος.

Ακροδεξιές πρακτικές ως απάντηση στον κομμουνιστικό κίνδυνο
Την περίοδο του μεσοπολέμου ο αντικομμουνισμός εγείρεται ως ένας κοινός ιδεολογικός παρανομαστής όλων σχεδόν των κομμάτων και των ιδεολογικών ρευμάτων του ελληνικού αστικού κόσμου. Ο ελληνικός εθνικισμός μεταμορφώνεται και αποκτά νέο περιεχόμενο. Ο λόγος περί εθνοφυλετικού εχθρού, εξωτερικού ή εσωτερικού, με αποκλειστικό σκοπό την επιβουλή του ελληνικού έθνους που τις προηγούμενες δεκαετίες εστιαζόταν αποκλειστικά στα αντίπαλα έθνη ή τις μειονότητες εξελίσσεται και προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες. Ο κομμμουνισμός ως νέος εσωτερικός εχθρός είτε προσλαμβάνεται με όρους καθαρά κοινωνικούς είτε με προσαρμοσμένα τα παραδοσιακά εθνοφυλετικά εργαλεία. Για παράδειγμα ο παραδοσιακός αντισλαβισμός εξελίσσεται σε αντι-ρωσισμό – αντιμπολσεβικισμό πληρωμένοι πράκτορες του οποίου θεωρούνται στην Ελλάδα οι κομμουνιστές. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του Νικόλαου Λεβίδη το οποίο παρουσιάζει την Ρωσία ως αντιπρόσωπο του πανσλαβισμού «κατά του Ελληνισμού κατά τους αγώνας του 1821» ή άλλο άρθρο που χαρακτηρίζει το Μακεδονικό Κομιτάτο σαν όργανο της Μόσχας.[56] Έτσι πέρα από τον Εθνικό Διχασμό, που επανεμφανίζεται στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο Ταξικός Διχασμός συνιστούσε μια άλλη σημαντική τομή της μεσοπολεμικής κοινωνίας. Η πλειονότητα των αστικών οπτικών αναγνώριζαν το κοινωνικό ζήτημα σαν ένα σημαντικό εθνικό πρόβλημα την διάσωση του αστικού καθεστώτος υποστηρίζοντας σαν επιτακτική την προσπάθεια ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στον εθνικό κορμό.
Σε αυτήν την κατεύθυνση από τη μία τα κεντροαριστερά κόμματα κινήθηκαν με επικεντρώνοντας κυρίως στις εργατικές μεταρρυθμίσεις, όπως ο Παπαναστασίου και τα διάφορα Αγροτικά Κόμματα. Και στους δύο ο αντικομμουνισμός εκφραζόταν σε αντίθεση με τον φασισμό και γενικότερα τις αυταρχικές πολιτικές. Πίστευαν πως η επέκταση των δημοκρατικών και κοινωνικών δομών θα νικήσουν τον κομμουνισμό. Οι εφημερίδες τους μπορεί να παρασύρονταν από κάποιες εξάρσεις αντικομμουνισμού αναπαράγοντας μοτίβα και σενάρια συνωμοσίας που παρήγαγε η αστυνομία, αλλά σε γενικές γραμμές διατηρούσαν ένα κριτήριο για τα δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα (βλ. εφημ. Εφημερίς των Βαλκανίων και Ελεύθερος Άνθρωπος).
Στην ίδια κατεύθυνση θεωρητικά, αλλά στηρίζοντας στην πράξη αρκετά αντεργατικά μέτρα και με αρκετή δόση καταστολής, αυταρχισμού και αιματηρής αντεργατικής βίας κινήθηκε και το βενιζελικό κέντρο. Ο Βενιζέλος θέσπιζε μια σειρά θεσμικά αντικομμουνιστικά μέτρα που μετέτρεψαν την κοινοβουλευτική δημοκρατία σε ένα βίαιο κατασταλτικό καθεστώς, ενώ φλέρταρε από τη μία με κορπορατίστικα ιδεώδη ιδρύοντας την Γερουσία και από την άλλη με ένα είδος προεδρικής δικτατορίας. Σε μία εποχή που οι προσωποκεντρικές αυταρχικές δομές ενισχύονταν διεθνώς στην δεξιά και την αριστερά είτε με τη μορφή του φασισμού είτε με την μορφή της σταλινικής αντεπανάστασης, το φιλελεύθερο κέντρο αναζητούσε παρόμοιες λύσεις. Θα έλεγε κανείς πως η ελληνική Β΄ Δημοκρατία ακολουθούσε πιστά την πορεία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και ότι ο Βενιζέλος εφάρμοσε μια πολιτική τύπου Μπρύνιγκ.
Την δεκαετία του 1930 ο διάχυτος στο βενιζελικό στρατόπεδο αντισημιτισμός οδήγησε τμήμα της προσφυγικής βάσης του να συγκροτήσουν ακροδεξιές ομάδες με μιλιταριστικά χαρακτηριστικά, όπως τα 3Ε και τους Χαλυβδόκρανους, αντιγράφοντας τα κεντροευρωπαϊκά φασιστικά πρότυπα. Αυτές οι ομάδες συγκρούονταν στο δρόμο με τους κομμουνιστές του ΚΚΕ και της ΚΟΜΛΕΑ (Αρχειομαρξιστές), ενώ οργάνωσαν το πογκρόμ εναντίον των εβραίων στην Θεσσαλονίκη. Εκεί τμήματα του βενιζελισμού φλερτάρουν ανοιχτά με τον φασισμό. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η εφημερίδα Μακεδονία η οποία πρωταγωνιστεί στο αντι-εβραϊκό και αντικομμουνιστικό μένος στην Θεσσαλονίκη και βαρύνεται σε μεγάλο βαθμό για το πογκρόμ του 1932. Η διοίκηση της εφημερίδας θα καταδικαστεί μάλιστα ως υπεύθυνη για την υποκίνηση των αντισημιτικών δράσεων. Συγκεκριμένα προβάλλει, στηρίζει και προτάσσει ως αναγκαία εθνική απάντηση απέναντι στο κομμουνισμό τις ομάδες των Χαλυβδόκρανων, των 3Ε και άλλες ομάδες, όπως η Αντικομμουνιστική Παράταξις Μακεδονίας – Θράκης. Ήδη από το 1931 ρητά ζητά να αντιγραφούν και να εφαρμοστούν ως επιτυχημένες οι πρακτικές του Χίτλερ στην Ελλάδα.[57] Στην Αθήνα αντίστοιχο ανοιχτό φιλοφασιστικό λόγο χρησιμοποιεί η προερχόμενη από τον βενιζελικό χώρο εφημερίδα Εστία.
Στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο ο ενισχυμένος αντικομμουνισμός καθιστούσε το φασιστικό πρότυπο δράσης εξίσου ελκυστικό μοντέλο. Η εφημερίδα Ελληνική αναλαμβάνει για το Αθηναϊκό κοινό τον ρόλο της εφημερίδας Μακεδονίας. Προβάλλει τις φασιστικές ομάδες των 3Ε και του Εθνικού Παμφοιτητικού Συλλόγου, δημοσιεύει τις προκηρύξεις τους και επικροτεί τις πρακτικές και τις κινήσεις τους ενάντια σε άθεους και κομμουνιστές και γενικά εναντίον του καθεστώτος της «φαυλότητας». Αναπαράγει τα συνομοσιολογικά σχέδια για την δράση της Γκε-πε-Ου στην Ελλάδα και τον αντεθνικό ρόλο των μελών του ΚΚΕ ως όργανά της. Η εφημερίδα θα πρωτοστατήσει τον Αύγουστο του 1931 στην διαμόρφωση κλίματος πογκρόμ εναντίον των κομμουνιστών με αφορμή τον φόνο ενός αστυνομικού από τον κομμουνιστή Μιχάλη Μπεζεντάκο. Η Ελληνική δημοσιεύει τότε προκηρύξεις της 3Ε και παράλληλα ζητά μια άκαμπτη δικτατορία που θα λειτουργεί εκδικητικά, θα φονεύει κάθε κομμουνιστή ο οποίος σηκώνει όπλο και διαταράσσει την τάξη, ενώ θα θεσπίσει το λυντσάρισμα των κομμουνιστών ως δικαίωμα των πολιτών και ως καθήκον των οργάνων του κράτους. Αν το κράτος δεν το κάνει, τότε η εφημερίδα θεωρεί πως «ημείς οι πολίται, ηγουμένων των εθνικιστών, θ’ αναλάβωμεν τον αγώναν υψώνοντας ως αρχήν μας και ως σύμβολόν μας το «οδόντα αντί οδόντος». Υποστηρίζει την άμεση σύσταση εθνικού δικαστηρίου που θα τουφεκίζει επί τόπου τους συλλαμβανόμενους κομμουνιστές.[58] 
Ανάμεσα στους πολιτικούς της εποχής υπήρχαν και στα δύο στρατόπεδα προσωπικότητες οι οποίοι εμπνέονταν από τον φασισμό. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιχειρούσε με την διαταξική Γερουσία να αντιγράψει το κορπορατιστικό μοντέλο του Μεταξά σε πιο δημοκρατική βάση. Ο Γεώργιος Κονδύλης εμπνεόταν από το πρότυπο της φασιστικής Ιταλίας και εξάγγειλε μια ειρηνική επανάσταση, ενώ ο ίδιος σχεδίαζε μια δικτατορία. Αντίστοιχα ο Ιωάννης Μεταξάς διατύπωνε ανοιχτά το φιλοφασιστικό προσανατολισμό του, όπως και οι Τζον Θεοτόκης και Γεώργιος Μερκούρης. Σε κάθε περίπτωση ισχύει αυτό που υποστηρίζει ο Σπύρος Μαρκέτος πως οι φασιστικές ιδέες είχαν εξαπλωθεί στην Ελλάδα ως τα μέσα του 1933, όχι μόνο μεταξύ των μικροαστικών και των περιθωριακών στοιχείων αλλά και μεταξύ αστικών μερίδων, ιδιαίτερα εκείνων των ομάδων που έλεγχαν τα μέσα ενημέρωσης και των πολιτικών που ασκούσαν την εξουσία.


Στην Ελλάδα οι «δημοκρατικοί» οργανώνουν πραξικόπημα και οι «φιλοφασίστες» δημοκρατική εξέγερση
Συνεπώς, συνιστά ερώτημα το εάν επέδρασε άμεσα ή όχι στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό η άνοδος του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην εξουσία, παροτι θεωρητικά η εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας και η μίμηση του φασισμού αποτελούσε σταθερό μοτίβο. Σε κάθε περίπτωση η ίδρυση του «Ελληνικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος» του Γεωργίου Μερκούρη τον Φλεβάρη του 1932, αμέσως δηλαδή την πρώτη καγκελαρία του Χίτλερ, δείχνει μια μικρή επίδραση. Ο Μερκούρης γιος του Δημάρχου Αθηναίων, Σπύρου Μερκούρη, ήταν στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος, από το οποίο απεχώρησε το 1933. Οι εφημερίδες Ακρόπολις και Ελληνική παρουσιάζουν με θετικό τρόπο το νέο κόμμα το οποίο όμως στο πρόγραμμά του δε φαίνεται να υποστηρίζει ριζοσπαστικές λύσεις ανάλογες με εκείνες των Ναζί, αλλά μάλλον κινείται στα παραδοσιακά ιδεολογικά πλαίσια του Αντιβενιζελισμού και του αντικομμουνισμού.[59] Αλλά μάλλον χρειάζεται μια πιο προσεκτική μελέτη της συγκυρίας για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα.
Ο Βενιζέλος σχεδιάζοντας συνταγματική μεταρρύθμιση με την παροχή δικτατορικών εξουσιών στον πρόεδρο της Δημοκρατίας προκηρύσσει εκλογές για τις 6 Μάρτη, μια ημέρα ακριβώς μετά από τις γερμανικές εκλογές. Ο αντιβενιζελικός τύπος τοποθετείται εχθρικά απέναντι στα σχέδιά του, αλλά και γενικά παράγει έναν λόγο υπεράσπισης της δημοκρατικής και συνταγματικής κοινοβουλευτικής τάξης. Ο Βενιζέλος παρουσιάζεται στην εφημερίδα Ελληνική σαν «βιαστής του συντάγματος του οποίου ο πατριωτισμός των Ελλήνων είνε φρουρός». Έτσι το Λαϊκό Κόμμα δηλώνει ότι «θα προσασπίση το δημοκρατικόν σύνταγμα εναντίον πάσης πραξικοπηματικής ενέργειας του Ελ. Βενιζέλου μετερχόμενο προς τουτο εν ανάγκη και μέσα αντεπαναστατικά». Ο αρχηγός του κόμματος Παναγιώτης Τσαλδάρης, αλλά και ο Ιωάννης Μεταξάς, δηλώνουν πως θα διδάξουν «εις τους παλαιοδημοκρατικούς να σέβωνται τον κοινοβουλευτισμόν». Έτσι η «φασίζουσα» σε άλλες περιπτώσεις Ελληνική παρουσιάζεται να χαιρετίζει την στάση του ηγέτη του Λαϊκού Κόμματος να υπερασπίζεται το δημοκρατικό πολίτευμα και συντάσσεται με την διακήρυξή του να «τεθή επικεφαλής αντεπαναστάσεως κατά παντός όστις θα επιχειρήσει βιασμόν της ελληνικής δημοκρατίας».[60]
Στην πορεία προς τις εκλογές ξεσπάει στα μέσα του Φεβρουαρίου απεργιακό κύμα στην Θεσσαλονίκη το οποίο καταστέλλεται βιαίως από τις βενιζελικές αρχές με πολλούς νεκρούς. «Η Θεσσαλονίκη μετεβλήθη χθες εις πεδίον της μάχης», καθώς έλαβε χώρα «πολύνεκρος συμπλοκή εργατών και χωροφυλακής» γράφει η Ελληνική,[61] ενώ ο Βενιζέλος χαρακτηρίζεται από την ίδια εφημερίδα ως  «ο δράκων του αίματος», ενώ αναφέρεται στις «σφαγές των εργατών της Θεσσαλονίκης».[62] Την ίδια στιγμή ο βενιζελικός τύπος χρεώνει την σφαγή στους κομμουνιστές, εντείνει τις αντικομμουνιστικές κορώνες και βέβαια τονίζει τον αντικομμουνιστικό κίνδυνο, ενώ ο αντιβενιζελικός τύπος φαίνεται να υπερασπίζεται τους κομμουνιστές.
Στις εκλογές της 6ης  Μαρτίου 1933 νικήτρια αναδείχτηκε η αντιβενιζελική «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» και ο Πλαστήρας με πραξικόπημα προσπάθησε να αποτρέψει την πολιτική μεταβολή. Ο Πλαστήρας κατέλαβε το υπουργείο Στρατιωτικών και στρατιωτικά αποσπάσματα κατέλαβαν τα κυριώτερα δημόσια κτίρια, ενώ ομάδες εφίππων διέσχιζαν τα πιο κεντρικά σημεία της πόλης, ενώ σε κομβικά σημεία τοποθετήθηκαν  θωρακισμένα οχήματα. Η φήμη για «κίνημα» κυκλοφόρησε σε όλη την Αθήνα με αποτέλεσμα πλήθος κόσμου να τρέχει προς το κέντρο και χιλιάδες να συγκεντρωθούν σε Πανεπιστημίου, Σταδίου και Ακαδημίας. Η επιβεβαίωση της φήμης προκάλεσε αντιδράσεις. Η αστυνομία και οι στρατιωτικοί λόχοι προσπάθησαν να διαλύσει το πλήθος με κλομπ, πυροβολισμούς και αντλίες. Όμως το πλήθος δε διαλυόταν. Τα ανοιχτά μαγαζιά έκλεισαν και συγκεντρώθηκεμεγαλύτερο πλήθος. Ο Τσαλδάρης μίλησε στο συγκεντρωμένο λαό καλώντας σε ψυχραιμία και διάλυση. Το απόγευμα όμως το πλήθος έφτασε τις 100.000. Οι πραξικοπηματίες αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν την κατάσταση παρέδωσαν την εξουσία στον Τσαλδάρη και τα στρατιωτικά αποσπάσματα άρχισαν να αποχωρούν. Κυκλοφόρησε η φήμη της σύλληψης του Πλαστήρα και μεγάλο κομμάτι του πλήθους έφτασε έξω από το Τμήμα Ειδικής Ασφάλειας με σκοπό να τον λιντσάρουν. Τότε μέσα από το κτίριο οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν διαλύοντας το πλήθος το οποίο όμως ανασυγκροτήθηκε στην Ομόνοια συνεχίζοντας τις διαδηλώσεις. Κάτω από την πίεση συγκεντρωμένου πλήθους ο Τσαλδάρης διόρισε φρούραρχο τον στρατηγό Ματάλα, ενώ Διευθυντή της Γενικής Ασφάλειας τον Πολυχρονόπουλο. Το βράδυ οι «λαϊκοί» οργάνωσαν νέα συγκέντρωση στην οποία μίλησε ο Κοντζιάς χρησιμοποιώντας επαναστατική ρητορική. Τελικά, δημιουργήθηκε μια «προσωρινή κυβέρνηση» με πρωθυπουργό τον στρατηγό Οθωναίο η οποία έγινε αποδεκτή από το Λαϊκό Κόμμα.
Στις 1 Μαρτίου 1933 η εφημερίδα Ελληνική προβλέπει «οριστικήν εγκαθίδρυσιν δικτατορίας εις Γερμανίαν», ενώ αναφέρεται στον λυσσώδη αγώνα του Χίτλερ δια την συντριβή του κομμουνισμού»[63]. Στις 3 Μαρτίου δημοσιεύει άρθρο εναντίον του Χίτλερ με τίτλο «ο Σωτήρ που δε σώζει» με κύριο στοιχείο κριτικής την ένταση του αυταρχισμού και την κατάλυση της δημοκρατίας για την αντιμετώπιση του κομμουνισμού.
Δυό μέρες αργότερα δημοσιεύει άρθρο που καταγγέλλει βενιζελικούς μπράβους να εξαπολύουν «άγριαν τρομοκρατίαν πανταχού».[64] Στις 7 Μαρτίου μια ημέρα μετά το πραξικόπημα το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Ελληνική έγραφε: «ο δολοφόνος Πλαστρήρας αιματοκύλισε χθες τας Αθήνας, τανκς και πολυβόλα εσκόρπισαν τον θάνατον εις τας οδούς». Ο υπότιτλος συνεχίζει: «μαινόμενος ο λαός κατά των κακούργων προέταξε τα στήθη κραυγάζων: Ζήτω η Ελευθερία, διαδηλώσεις με σανίδας και ρόπαλα εναντίον των δημίων της ολογοώρου δικτατορίας», ενώ μέσα στο άρθρο κυριαρχούσε το αίτημα του λαούς για εκδίκηση. Την ίδια ημέρα η Ελληνική σχολιάζει τα εκλογικά αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών. Τονίζει την αποχή και υποστηρίζει πως ήταν αποτέλεσμα της τρομοκρατίας των χιτλερικών έναντι των κομμουνιστών. Στο άρθρο αυτό η Ελληνική φαίνεται να υπερασπίζεται τους γερμανούς κομμουνιστές. Την προηγούμενη ημέρα εξάλλου στους ελληνικούς δρόμους κομμουνιστές του ΚΚΕ, αλλά και κυρίως της αρχειομαρξιστικής ΚΟΜΛΕΑ βρέθηκαν μαζί με τους «δεξιούς φασίστες» αναγνώστες της Ελληνικής εναντίον του βενιζελικού πραξικοπήματος.[65] Το κοινό μέτωπο θα συνεχιστεί μέχρι την παράδοση της εξουσίας στον ηγέτη της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης. Οι Αρχειομαρξιστές μάλιστα θεωρούν τον Τσαλδάρη «νέο Κερένσκυ».[66]
Αντίστοιχα βέβαια το φιλοβενιζελικό Ελεύθερον Βήμα καταγγέλλει την τρομοκρατία και την νοθεία του γερμανικού εκλογικού αποτελέσματος.[67] Όμως λίγες μέρες πριν τις ελληνικές εκλογές το Ελεύθερον Βήμα, καθώς διαπιστώνει σε ένα προεκλογικό άρθρο πως «χώραι μεγάλαι και ισχυραί απειλούνται υπό καταποντισμού εις την άβυσσον της αναρχίας, της διαλύσεως, της συμφωοράς», βλέπει πως σε αυτές τις χώρες «πανταχού φροντίζουν να αντιτάσσουν εις την ορμήν του τυφώνος – ως κραταιά τείχη – κυβερνήσεις εξαιρετικής επιβολής, μεταξύ των οποίων ιστορικόν υπόδειγμα απομένει το μέγα υπουργείον συνασπισμού εις την Αγγλίαν».[68]. Η πρόταση του Βενιζέλου αποσαφηνίζεται από τον ίδιο στον προεκλογικό του λόγο. Προτείνει «την ριζικήν μεταβολήν του τύπου της δημοκρατίας μας κατά το αμερικανικόν πρότυπον και την ενίσχυσιν της προσωπικής θέσεως του ανωτάτου άρχοντος εις την πολιτείαν» , ουσιαστικά δηλαδή «εζήτουν να ενισχύσωμεν την εκτελεστικήν εξουσίαν εξοπλίζοντες αυτήν εις περιστάσεις εξαιρετικάς, κατά τας οποίας τίθεται εις σοβαρόν κίνδυνον η δημοσία ή κοινωνική τάξις». Ο Βενιζέλος προτείνει να χρησιμοποιηθούν από την χώρα  «τα όπλα τα οποία της παρέχει το πολίτευμα εις τας πλέον δημοκρατικάς χώρας, όπως είνε η Γαλλία».[69] Ο Βενιζελισμός λοιπόν απέναντι στην οικονομική και κοινωνική αναρχία προτάσσει ένα είδος διακυβέρνησης «εξαιρετικής επιβολής» που θα κινείται όμως στα πλαίσια του δημοκρατικού καθεστώτος. Χρησιμοποιεί ως μοντέλο την κυβέρνηση εργατικών του Μακντόναλντ, εάν πολιτειακό μοντέλο προεδρικής δημοκρατίας και την αντιτάσσει στο χιτλερικό μοντέλο. Ο Βενιζέλος περιέγραφε με λίγα λόγια περιορισμό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και δημιουργίας μιας προεδρική δημοκρατίας, η οποία θα ήταν πιο ισχυρή. Θα έλεγε κανείς μια «προεδρική δικτατορία».
 Όμως, όπως αποδείχτηκε, οι Βενιζελικοί μπορούσαν να φαντάζονται και πιο καθαρά δικτατορική μια κυβέρνηση «εξαιρετικής επιβολής».  Ήδη προεκλογικά ο ίδιος ο Βενιζέλος κατηγορούσε τον Τσαλδάρη για την κινδυνολογία πεί κατάργησης των ελεύθερων θεσμώντης χώρας και τόνιζε τις ανατρεπτικές του διαθέσεις. Οι βενιζελικοί φαίνεται πως προετοίμαζαν ένα «κίνημα» ενάντια στον ανατρεπτικό Τσαλδάρη. Στις 7 Μαρτίου το Ελεύθερον Βήμα αναφερόταν στην Επανάσταση του Πλαστήρα, ενώ υπεράσπιζε την κοινοβουλευτική φυσιογνωμία του Βενιζέλου. Ταυτόχρονα, αναφερόταν στην «αλματωδώς αύξουσαν πρόοδον» των κομμουνιστικών ψήφων «η οποία έδωκεν ώθησιν και βαθυτέραν έννοιαν εις τας χθεσινάς αιματηράς εξοσρμήσεις των κομμουνιστών της πρωτευούσης». Στην τελευταία σελίδα σημείωνε βέβαια πως ο στρατηγός Πλαστήρας εκήρυξε την δικτατορίναν προς πρόληψιν απειλουμένης οχλαγωγίας». Ακολούθησαν «διαδηλώσεις θορυβοποιών», και προκλήθηκαν «συγκρούσεις μετά των αστυνομικών» Βέβαια, σημειώνει πως «οι κομμουνισταί απεπειράθησαν να εκμεταλευθούν την κατάστασιν». [70] Την επομένη το Ελεύθερον Βήμα βρίσκεται στη θέση να ευχαριστεί τον Τσαλδάρη για τη συνετή στάση του και να διεκδικεί θέση του υγειούς αντιπολιτευόμενου, ενώ ταυτόχρονα εγείρει ξανά το θέμα του κομμουνιστικού κινδύνου που πρωταγωνίστησε στην εξέγερση.[71] 
Η επίδραση του ναζιστικού κόμματος στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό ήταν μάλλον ιδιόμορφη. Σίγουρα οι ιδέες του Βενιζέλου για μια «προεδρική δημοκρατία –δικτατορία», αλλά και το πραξικόπημα του Πλαστήρα θα πρέπει να συνδεθούν με το κλίμα αυταρχισμού που δημιουργήθηκε με την ενίσχυση του γερμανικού ναζισμού. Ο Βενιζέλος αναζητούσε μια λύση ανάλογη στο περιεχόμενο, αλλά διαφορετική στη μορφή. Ο ίδιος κυβερνούσε επί μια τετραετία αυταρχικά και με νόμους περιορισμού της ελευθερίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Με λίγα λόγια οι «δημοκρατικοί» της Ελλάδας στο όνομα της δημοκρατίας επεχείρησαν ανατροπή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με νόμιμο τρόπο, όταν απέτυχαν οργάνωσαν πραξικόπημα για να επιβάλουν δικτατορία.
Την ίδια στιγμή ο Τσαλδάρης αναδεικνυόταν στον κατεξοχήν δημοκρατικό άντρα, ενώ ο λόγος της αντιπολίτευσης είχε ακόμη και αντικεφαλαιοκρατικά στοιχεία. Με τον Τσαλδάρη οι «Λαϊκοί» έπιαναν το νήμα της Δεληγιαννικής παράδοσης εγκαταλείποντας τον αυταρχικό Κωνσταντινισμό. Ένας περίεργος ριζοσπαστικός δημοκρατικός λόγος, αλλά συνάμα τόσο εθνικιστικός όσο και ο φασιστικός, αναπτυσσόταν από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση. Και αυτοί με τη σειρά τους σε κάθε περίπτωση επηρεάστηκαν από το κλίμα ενίσχυσης του ναζισμού. Ωστόσο ακόμη και οι πιο ένθερμοι έλληνες «φασίστες», όπως αυτοί της Ελληνικής,  βρέθηκαν να συμμαχούν στο δρόμο μαζί με τους δημοκρατικούς της κεντροαριστεράς, αλλά και τους κομμουνιστές αρχειομαρξιστές για να εμποδίσουν μια βενιζελική δικτατορία και να υπερασπίζουν την ελληνική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Απέναντι τόσο στα αντιδραστικά σχέδια του βενζιέλου όσο και στον φασιστικό λόγο της αντιπολίτευσης κρίσιμος παράγοντας αποτέλεσε η δημοκρατική διάθεση του αθηναϊκού λαού και τα ευαίσθητα δημοκρατικά αντανακλαστικά που τον ώθησαν στον δρόμο. Οι αθηναίοι ανέτρεψαν την δικτατορία και όλα τα δικτατορικά σχέδια, αλλά και εξανάγκασαν σε ιδεολογική υποχώρηση την φασιστική ιδεολογία. Με αυτόν τον τρόπο το σχέδιο μιας δικτατορίας είτε κοινοβουλευτικής είτε καθαρής που με τον έναν ή τον άλλον θα εξελισσόταν σε ένα φασιστόμορφο καθεστώς αποτράπηκε και μάλλον καθυστέρησε στην Ελλάδα για 3 χρόνια.



[1] Βλ. Μαζάουερ Μαρκ, Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2002, σ. 234
[2] Βλ. Μαζάουερ Μαρκ, ό.π.
[3] Βλ. Μαζάουερ Μαρκ, ό.π., σ 234
[4] Βλ. Μαζάουερ Μαρκ, ό.π., σ. 234
[5] Βλ. Μαζάουερ Μαρκ, ό.π., 253-54
[6] Βλ. Μαζάουερ Μαρκ, ό.π., 255
[7] Βλ. Μαζάουερ Μαρκ, ό.π, σ.286-287
[8] Βλ. Μαζάουερ Μαρκ, ό.π.
[9] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 12/1/1932,
[10] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 12/1/1932, 10/1/1932, 12/1/1932, 13/1/1932
[11] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 12/1/1932, 13/1/1932
[12] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 19-20/1/1932
[13] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 22/1/1932
[14] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 28/1/1932
[15] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 21/1/1932
[16] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 28/1/1932
[17] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 23/1/1932
[18] Βλ. «Ελεύθερον Βήμα, 21/1/1932, 23/1/1932, 28/1/1932, 15/3/1932, 16/3/1932, 21/3/1932, 8/4/1932, 14/4/1932
[19] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 31/5/1932
[20] Βλ. William L. Patch Jr., Heinrich Bruning and the Dissolution of Weimar Republick, Campbridge Univercity Press, 1998. Ενδεχομένως, ο Βενιζέλος να υιοθετούσε για την Ελλάδα και τα αντίστοιχα σχέδια του Μπρύνινγ για επανόρθωση της μοναρχίας. Είναι γνωστή η μετατόπιση του Βενιζέλου στο ζήτημα αυτό λίγο πριν από το θάνατό του.  
[21] Βλ. Ελεύθερος Άνθρωπος, 11/1/1932
[22] Βλ. Ελεύθερος Άνθρωπος, 14/1/1932
[23] Βλ. Ελεύθερος Άνθρωπος, 16/1/1932
[24] Βλ.Ελεύθερος Άνθρωπος, 17/1/1932, 19/1/1932
[25] Βλ. Ακρόπολις, 10/1/1932, 10/1/1932, 11/1/1932, 11/1/1932, 13/1/1932, 18/1/1932.
, Ελληνική, 11/1/1932, 12/1/1932.
[27] Βλ. Ακρόπολις, 25/1/1932∙ βλ. Ελεύθερον Βήμα, 19-20/1/1932, 29/2/1932∙ βλ. Ακρόπολις, 26/1/1932, 29/1/1932∙ βλ. Ελληνική, 3/1/1932, 4/1/1932, 5/1/1932.
[28] Βλ. Ακρόπολις, 11/3/1932, 12/3/1932, 15/3/1932, 17/3/1932
[29] Βλ. Ακρόπολις, 13/4/193, 30/4/1932
[30] Βλ. Ελληνική, 10/1/1932, 12/1/1932, 13/1/1932.
[31] Βλ. Ελληνική, 17/1/1932, 27/1/1932.
[32] Βλ. Ελληνική, 9/1/1932, 28/1/1932
[33] Βλ. Ελληνική, 17/1/1932.
[34] Βλ. Ελεύθερος Άνθρωπος, 1/2/1933
[35] Βλ. Ελεύθερος Άνθρωπος, 2/2/1933
[36] Βλ. Ελεύθερος Άνθρωπος, 3/2/1933
[37] Βλ. Ελεύθερος Άνθρωπος, 12-23/2/1933
[38] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 7/1/1933, 23/1/1933, 27/1/1933, 30/1/1933
[39] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 31/1/1933
[40] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 31/1/1933
[41] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 2/2/1933
[42] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 9/2/1933
[44] Βλ. Ακρόπολις, 5/1/1933, 16/1/1933
[45] Βλ. Ακρόπολις, 5/2/1933
[46] Βλ. Ακρόπολις, 3/2/1932, 5/2/1933
[47] Βλ. Ακρόπολις, 1/3/1933, 2/3/1933
[48] Βλ. Ακρόπολις, 2/3/1933, 3/3/1933
[49] Βλ. Ελληνική, 22/1/1933
[50] Βλ. Ελληνική, 30/1/1933, 12/2/1933
[51] Βλ. Ελληνική, 2/2/1933
[52] Βλ. Ελληνική, 23/2/1933
[53] Βλ. Ελληνική, 1/3/1933, 1/3/1933, 2/3/1933, 3/3/1933
[54] Βλ. Ελληνική, 7/3/1933
[55] Βλ. Ελληνική, 29/3/1933, 2/3/1933
[56] Βλ. Ελληνική, 17/1/1932, 19/2/1932
[57] Βλ. Μακεδονία, 2/5/1931
[58] Βλ. Ελληνική, 3/8/1931, 4/8/1931
[59] Βλ. Ελληνική, 8/2/1933
[60] Βλ. Ελληνική, 23/1/1933
[61] Βλ. Ελληνική, 16/2/1933
[62] Βλ. Ελληνική, 17/2/1933
[63] Βλ. Ελληνική, 1/3/1933
[64] Βλ. Ελληνική, 3/3/1933 και 5/3/1933
[65] Βλ. Ελληνική, 7/3/1933
[66] Βλ. Πάλη των Τάξεων, 7/3/1933
[67] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 10,12,13/3/1933
[68] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 1/3/1933
[69] Βλ. Ελεύθερον Βήμα,  3/3/1933
[70] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 7/3/1933
[71] Βλ. Ελεύθερον Βήμα, 8/3/1933

πόσοι μας διάβασαν: